Μάρω Βαμβουνάκη, Τα ραντεβού με τη Σιμόνη
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούλης 1996
Η Μάρω Βαμβουνάκη, κατενθουσιασμένη με τις καινούριες σπουδές της στην ψυχολογία, ανυπόμονα μας καταθέτει τις εμπειρίες της από τα καινούρια της διαβάσματα στο τελευταίο έργο της "Τα ραντεβού με τη Σιμόνη". Ενώ στα δυο προηγούμενα μυθιστορήματά της, όπως είχαμε επισημάνει, κάνει παραχωρήσεις στη μυθοπλασία δημιουργώντας ιστορίες με σασπένς, στο τελευταίο της έργο καταφεύγει πάλι στην απογυμνωμένη από το μύθο αφήγηση, με την ηρωίδα της να καταδύεται στα άδυτα του εαυτού της και των ψυχικών της συγκρούσεων με τη βοήθεια της ψυχαναλύτριάς της, η οποία αφηγείται την ιστορία της. Έτσι το έργο θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως μια μυθιστορηματική μεταφορά των βασικών αντιλήψεων της ψυχανάλυσης, μια εικονογράφηση των κύριων θέσεών της.
Πρόκειται όμως πράγματι για απλή εικονογράφηση;
Ο καλλιτέχνης ερευνά περιοχές της συνείδησης που είναι ακόμη ρευστές, τις οποίες ο επιστημονικός λόγος αδυνατεί να καλουπώσει στα εννοιολογικά του σχήματα, προκειμένου να τις κατανοήσει. Όπως γράφει χαρακτηριστικά η Βαμβουνάκη, «Δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ όρους επιστημονικούς γιατί οι σχηματισμοί της ψυχής είναι ατέρμονοι κι εκπληκτικοί. Οι όροι ακούγονται σαν επιγράμματα που θέλουν να απλουστεύσουν την πολυπλοκότητα μιας ασύλληπτα πλούσιας και ρευστής πραγματικότητας. Σε τελευταία ανάλυση η ζωή θα παραμείνει ένα μυστήριο». (σελ. 129)
Από αυτό το μυστήριο προσπαθεί η μυθιστοριογράφος να συλλάβει με τις ευαίσθητες κεραίες της και να διατυπώσει διαισθητικά και φευγαλέα, δηλαδή "καλλιτεχνικά", όσα αδυνατεί να συλλάβει ο επιστήμονας και να εκφράσει με τα ακριβή μεθοδολογικά του εργαλεία.
Όπως συμβαίνει με τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις εσωτερικού μονόλογου, ο χρόνος της ιστορίας ουσιαστικά τεμαχίζεται στα δυο: στο χρόνο των ψυχαναλυτικών συνεδριών και στο χρόνο κατά τον οποίο συντελούνται τα γεγονότα που αφηγείται η Σιμόνη στις απειράριθμες αναδρομές της. Επίσης, το συνήθως συμπυκνωμένο παρόν του χρόνου της αφήγησης διαστέλλεται τεμαχιζόμενο σε χρόνους περίπου ημερολογιακών αφηγήσεων, που φαίνονται να έπονται ελαφρά του χρόνου των ψυχαναλυτικών συνεδριών με τη Σιμόνη.
Από την ίδια τη φύση της αφήγησης αυτής είναι φανερό ότι ο διαλογικός χαρακτήρας του έργου είναι έντονος, και αν ενυπήρχε και το στοιχείο της σύγκρουσης ψυχαναλυτή-ψυχαναλυόμενου θα μπορούσε εύκολα να δραματοποιηθεί. Τον διαλογικό αυτό χαρακτήρα του έργου η Βαμβουνάκη οξύνει και αμβλύνει ταυτόχρονα με την αφηγηματική τεχνική του ελεύθερου πλάγιου λόγου (μια τεχνική μετεώρισης ανάμεσα στον δραματικό-ευθύ και τον αφηγηματικό-πλάγιο λόγο που έχει ως αποτέλεσμα να τονίζει και τους δυο), τον οποίο για πρώτη φορά χρησιμοποιεί σε τέτοια έκταση.
Σημειώνουμε ακόμη ότι η Βαμβουνάκη τιτλοφορεί τα κεφάλαιά της με τις πρώτες φράσεις με τις οποίες αρχίζουν, τρόπο τον οποίο δεν έχουμε ξανασυναντήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τίτλοι αυτοί είναι πάντα αυθαίρετοι, ότι δεν προϊδεάζουν για το περιεχόμενό τους. Έτσι έχουμε για παράδειγμα τα κεφάλαια "Βασιλική οδός προς το ασυνείδητο", "Τα όνειρα είναι ο παράλογος κόσμος" (και του πιο λογικού πλάσματος), "Οι έρωτες των νευρωτικών"(είναι συμβολικοί, εναλλάσσουν κοστούμια και μάσκες) κλπ.
Τέλος σημειώνουμε το σπάνιο εφέ της υπαγωγής που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Παύλος Μάτεσις στα διηγήματά του, ένα εφέ οξύμωρου που συχνά εμπεριέχει και το εφέ της επανάληψης: «Κι έτσι άρχισε να θυμάται και να θυμάται. Ν' ανακαλεί μνήμες που δεν θυμόταν πως θυμότανε» (σελ. 89) αντί να πει "που δεν ήξερε ότι υπήρχαν καταχωνιασμένες στο ασυνείδητό της".
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment