Μια ακόμη προδημοσίευση: Νίκος Καραγεώργος, Μαινάδες.
Τίτλος: «Μαινάδες»
Συγγραφέας: Νίκος Καραγεώργος
Εκδόσεις: Εριφύλη 2007
Σελίδες: 136
Μια εικονογράφηση της ελληνικής επαρχίας του ’60 και μια περιήγηση στα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την ελληνικότητα.
Μετά την ποιητική του συλλογή «Στης Άβυσσος τις εσχατιές» την οποία παρουσιάσαμε στο Λέξημα (22-4-2007), ο Νίκος Καραγεώργος μας προσφέρει ένα πεζό κείμενο αυτή τη φορά, τις «Μαινάδες». Στο εξώφυλλο δίνεται ο ειδολογικός του χαρακτηρισμός, μυθιστόρημα, όμως στην τελευταία σελίδα με την ταυτοποίηση του βιβλίου (εκτύπωση κ.λπ.) δίνεται ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός: βιωματικό μυθιστορηματικό οδοιπορικό. Βιωματικό, γιατί αναφέρεται στη «γενέθλια φύση της Αιτωλίας», όπως καταλήγει στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Μυθιστορηματικό, γιατί δίνεται μέσα από μια ιστορία, σε μεγάλο βαθμό προσχηματική και αφαιρετική, με πολλά Καφκικά στοιχεία: Ένα παιδί βάζει κατά λάθος φωτιά σε μια θημωνιά που έχει σαν αποτέλεσμα μια μεγάλη πυρκαγιά και ένα θάνατο. Το καταδιώκουν και το καταδικάζουν σε θάνατο κατά το «οδόντα αντί οδόντος». Οι γονείς το σκάνε για να τον σώσουν. Οδοιπορικό, γιατί είναι μια οδοιπορία, όχι μέσα στη γεωγραφία, αλλά μέσα στη διαχρονία της Ελλάδος: Μέσα στην ιστορία, τη μυθολογία και τη λαογραφία της. Παραθέτουμε τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«Ομοβροντία της φυλής ήταν. Αιώνων αναστενάρια. Ο Λεωνίδας, ο Διγενής Ακρίτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης, ο Λιακατάς, ο Άρης ο Βελουχιώτης. Όλοι εδώ» (σελ. 115).
«Μάλλον θα πήγε να ρωτήσει αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, σκέφτηκε. Ή αν ο Μέγας Παν φανερωθεί απ’ τα βάθη…» (σελ. 127).
«Κάπως έτσι μια γκρίζα ημέρα του χειμώνα τον πήρε η μάνα του στην παραλία και του ’δωσε το κόκκινο αυγό να το πετάξει μακριά, στα αφρισμένα κύματα. Κι αφού το πέταξε τον έβρεξε με το παγωμένο θαλασσινό νερό μουρμουρίζοντας με μια φωνή όλο μυστήριο: άπνιχτος κι αναβάγιστος πάντα να ’σαι» (σελ. 121).
Όχι όμως μόνο στη διαχρονία, αλλά και στη συγχρονία της, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 60. Συμπληρώνοντας τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» του Θανάση Βαλτινού δίνει μια εικόνα της μετεμφυλιακής επαρχιακής κοινωνίας, με τους μικροπολιτικούς καυγάδες της, τις πολιτικές πατρωνίες και με την ελάχιστη ανοχή της στο διαφορετικό. «Δεν ξεχνούσε η κοινωνία. Έστελνε τις Ερινύες μαζί και σε κατέτρωγε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Κατέτρωγε τους κομμουνιστές, τους γύφτους, τους ομοφυλόφιλους, τους φυματικούς, τις πόρνες, τα μπάσταρδα. Όλη την ‘άλλη’ κοινωνία. Την αποκάτω, την απόκληρη, την αλαφροΐσκιωτη» (σελ. 109).
Το οδοιπορικό αυτό δεν βρίσκεται μόνο στο επίπεδο της πλοκής αλλά και στο επίπεδο του ύφους. Το λαογραφικό στοιχείο αναδεικνύεται με τη συχνή παράθεση παροιμιών όπως «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος κερνούσε τα παιδιά του», «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι» κ.ά. Ακόμη τα λογοτεχνικά διακείμενα είναι άφθονα. Παραθέτουμε μερικά: «Σα να ’χουνε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» (σελ. 81, Παπαδιαμάντης). «Οι μάνες είναι για να κλαιν’ κι οι άντρες να παλεύουν» (σελ. 106, Ελύτης). «σαν έτοιμος από καιρό» (σελ. 109, Καβάφης). «Αποχαιρέτα την τήν πόλη που φεύγει. Αποχαιρέτα την» (σελ. 109, Καβάφης). «Καινούριους τόπους δεν θα βρει. Δε θα βρει άλλες θάλασσες» (σελ. 116, Καβάφης).
Σε πολύ πρόσφατη βιβλιοκριτική μου έγραψα ότι οι νεοέλληνες έχουμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μέσα στο αίμα μας, και ξεπετάγεται όχι μόνο ανάμεσα στους χωρίς μέτρο στίχους της σύγχρονης ποίησης, αλλά και σε κείμενα πεζά. Στο μυθιστόρημα αυτό του Καραγεώργου απαντώνται κάμποσοι δεκαπεντασύλλαβοι. Στη μεγαλύτερη πυκνότητα βρίσκονται στο παρακάτω απόσπασμα, τρεις δεκαπεντασύλλαβοι με παρέμβλητη μόνο μια φράση: «Το ένα χέρι να κρατά σφιχτά το γιαταγάνι και τ’ άλλο ν’ αποχαιρετά στου νταουλιού τον χτύπο. Βήμα καθάριο βροντερό, βήμα αγριεμένο. Κι από κοντά γραμμή οι καβαλαραίοι. Με τα ντουφέκια ακρέμαστα, τα γκέμια τεντωμένα» (σελ. 114).
Οι δεκαπεντασύλλαβοι αυτοί έρχονται προφανώς εντελώς ασυνείδητα. Αν μετά τη λέξη «κοντά» ο Καραγιώργος έβαζε π.χ. τη λέξη «ερχότανε» ή «καλπάζανε», θα είχαμε τέσσερις δεκαπεντασύλλαβους στη σειρά.
Το οδοιπορικό αυτό με συγκίνησε, γιατί με γέμισε με δικές μου μνήμες: τις γυμναστικές επιδείξεις, το συσσίτιο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τα στριφτά τρίγωνα και τα πατλατζίκια (εμείς στην Κρήτη τα λέγαμε «παρτατζίκια»), και προπαντός «ο σωλήνας που τον είχαν γεμίσει τα μεγαλύτερα παιδιά με μπαρούτι» (σελ. 57). Από αυτό το σωλήνα έχω δυο αναμνήσεις. Η μια, όταν λιποθύμησε μια γειτόνισσα από την έκρηξη σπάζοντας το σταμνί με το νερό που κουβαλούσε στον ώμο – την επομένη έπρεπε να απολογηθούμε στον διευθυντή του δημοτικού σχολείου - και η άλλη, λίγες μέρες μετά την επάρατη 21η Απριλίου, που κατέφθασε η αστυνομία να κάνει ανακρίσεις μετά από ανάλογη έκρηξη.
Όμως να διασώσω μια ακόμη ανάμνησή μου με τα παρτατζίκια. Μια νύχτα μετά την 21η Απριλίου, με απαγόρευση της κυκλοφορίας, τρεις φίλοι, 17χρονοι μαθητές, γυρνώντας από το σπίτι ενός φίλου στα δικά μας σπίτια, ταράξαμε τον ύπνο των χωριανών μας παίζοντας όλο το δρόμο παρτατζίκια. Την επομένη μάθαμε ότι νόμιζαν πως επρόκειτο για συμπλοκή ανάμεσα σε χωροφύλακες και αντι-χουντικούς. Δεν ήταν απλά παιδική «κατσαγανιά», ήταν μια συνειδητή πράξη αντίστασης.
Ο Καραγιώργος αναδεικνύεται το ίδιο ικανός στον πεζό λόγο όπως και στην ποίηση. Το κεφάλαιο που αναφέρεται στην καταδίωξη του παιδιού είναι αριστουργηματικό. Με το έργο του αυτό προβάλει μια εικόνα της ελληνικότητας, χωρίς ωραιοποιήσεις, όμως με πραγματική λατρεία. Όπου και να πάμε η Ελλάδα μας πληγώνει, αλλά την αγαπάμε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 11-1-2007
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment