Βραδινές και πρωινές προσευχές
Απ’ το βιβλίο «Μαντινάδες & Ριζίτικα της φυλακής»
γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής
Μια φίλη μού χάρισε προχθές ένα βιβλιαράκι 70 σελίδων με τίτλο «Μαντινάδες & Ριζίτικα της φυλακής» που ανθολόγησε ο Βαρδής Τσουρής (εκδόσεις Κύκλος Συντρόφων, Χανιά Νοέμβρης 2019).
Για τον ανθολόγο της συλλογής διαβάζουμε στο «Σημείωμα της έκδοσης» της πρώτης σελίδας:
«Ήταν 4 Μάη του 2017 η μέρα που ο σύντροφος αναρχικός Βαρδής Τσουρής έφυγε οριστικά από κοντά μας, αφήνοντας πίσω του το παράδειγμα μιας ανυπόταχτης ζωής, ενός σπάνιου τρόπου να υπάρχεις και να αγωνίζεσαι μέχρι τέλους για έναν κόσμο που «ο θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία». […]
Μελετώντας τα τελευταία χρόνια το ανεξάντλητο προσωπικό και πολιτικό αρχείο του, ανακαλύψαμε τον πολυθεματικό του πλούτο […}
Ο Βαρδής είχε φροντίσει, όντας φυλακισμένος για την πολιτική του δράση, (το 1982, το 1991 και το 1992), να συγκεντρώσει τις ακατέργαστες ρίμες των συγκρατουμένων του, να τις αρχειοθετήσει και αρχικά να τις παραχωρήσει προς δημοσίευση, σε συνέχειες, σε τοπική εφημερίδα των Χανίων το 1992. Εδώ είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύονται σε αυτόνομη έκδοση.
Θεωρούμε ότι η ιδιότυπη αυτή «ποίηση της φυλακής» διατηρεί και στις μέρες μας την ιδιαίτερη αξία της. Κυρίως για την επιμονή της να μας υπενθυμίζει ότι το σύστημα απονομής της αυταποκαλούμενης «δικαιοσύνης» μοιάζει με φίδι που δαγκώνει συνήθως τους «ξυπόλυτους».
Ο ίδιος ο Βαρδής, σε σημείωμά του «Για τις μαντινάδες της φυλακής», γραμμένο στις 13/10/92 στις φυλακές Χανίων, γράφει:
«Φιλοξενούμενος του κράτους και δωρεάν διατρεφόμενος με έξοδα των φορολογουμένων, για να βγάλω την υποχρέωση (στους φορολογούμενους, όχι στο κράτος), έκανα και λίγη δουλειά: Κατέγραψα τις μαντινάδες με θέμα τη φυλακή που λένε οι συνάδερφοι εδώ και πρόσθεσα όσες θυμήθηκα από παλιότερες διαμονές μου, το 1982 και το 1999. […] Η νοητική ταξινόμηση είναι κουραστική υπόθεση, λόγω της πολυσημίας πολλών. […]
Τις αφήνω με την τυχαία σειρά καταγραφής ανάκατες, παραπονιάρικες, ερωτικές, μοιρολατρικές, εγωιστικές, εκδικητικές, ειρωνικές, περήφανες, παλιές και καινούριες, ανωγειανές, σφακιανές κι αποκωρονιώτικες. […] Σχόλια πάνω στη μορφή και το περιεχόμενο δεν χρειάζονται. Η μορφή είναι όμορφη και το περιεχόμενο από μόνο του συνιστά καταγγελία του συστήματος απονομής της αυτοαποκαλούμενης «δικαιοσύνης».
Κατά τη δική μου γνώμη, ενώ συμφωνώ μ’ αυτό που γράφει για τη μορφή τους, πιστεύω ότι το περιεχόμενό τους υπερβαίνει την καταγγελία του συστήματος απονομής της «αυτοαποκαλούμενης δικαιοσύνης», καλύπτοντας ευρύτερους τομείς της κοινωνικής ζωής και ιδιαίτερα, βέβαια, της Κρήτης.
Η συλλογή αυτή της «ιδιότυπης ποίησης της φυλακής», όπως χαρακτηρίζει τις μαντινάδες και τα ριζίτικα που περιέχει ο «κύκλος των συντρόφων» του, είναι ένα διαμάντι που από μέσα του ακτινοβολούν η παράδοση και ο πολιτισμός της Κρήτης, η παλληκαριά και το ατίθασο, το αδούλωτο των Κρητικών. Η ίδια η ψυχή της Κρήτης.
Στην ανθολόγησή μου από αυτόν τον σπάνιο λαογραφικό – κοινωνικό και λογοτεχνικό θησαυρό, θα επιχειρήσω την «νοητική ταξινόμηση» που δεν έκανε ο ανθολόγος, ξεκινώντας από τις μαντινάδες που καταγγέλλουν την «αυτοαποκαλούμενη δικαιοσύνη» την οποία προτάσσουν τόσο ο ίδιος όσο και οι σύντροφοί του.
Της «δικαιοσύνης»
«Μπαίνει κανείς στη φυλακή για μια αιτία πάντα,
μα μπαίνει και καμιά φορά και δε κατέχει πράμα».
«Μεσ’ τα μπεντένια τα ψηλά, τα σιδεροδεμένα,
άδικα φέρανε πολλούς και φέρανε κι εμένα».
«Πίβουλος είσαι δικαστή, πίβουλη κρίση κάνεις
κι ανθρώπους που δε φταίξανε στη φυλακή τσοι βάνεις».
«Στση φυλακής τα σίδερα κάθουνται δυο παγώνια,
το ‘να δικάζ’ ισόβια, τ’ άλλο μοιράζει χρόνια».
«Σαράντα χρόνους φυλακή να κάμω δε με νοιάζει
μα να ΄χω φταίξει. Τ’ άδικο είναι που με πειράζει».
«Στέκω και συλλογίζομαι είντα ν’ αυτό τ’ αντέτι (αιτία),
Τσ’ ανθρώπους να δικάζουνε με δίχως καμπαέτι» (χωρίς να φταίνε).
«Άνοιξε πόρτα έρημη να βγουν οι φυλακισμένοι,
γιατ’ είν’ οι περισσότεροι άδικα δικασμένοι».
Οι αιτίες
Στη δεύτερη ενότητα είναι μαντινάδες που αναφέρονται στην αίτια της καταδίκης του φυλακισμένου:
«Ο άντρας μπαίνει φυλακή πάντα για μιαν αιτία.
Μα προπαντός για λευτεριά και για δημοκρατία».
«Στη φυλακή με φράξανε κι έκλεισαν και την πόρτα,
γιάντα, αν έχετε θεό; Για ένα ματσάκι χόρτα»
«Τέσσερις μέσα στο κελί ο γεις βαρυποινήτης,
κι οι τρείς για τη ζωοκλοπή, το έθιμο της Κρήτης».
«Κατσικοκλέφτης ήμουνε και καλομαθημένος,
στση φυλακής τα σίδερα είμαι συνηθισμένος».
«Εμπήκα πάλι φυλακή κι ‘είντα τον η γ’ αιτία;
Γιατί δεν ‘εδινα παρών εις την αστυνομία».
Του έρωτα
«Πάνω που πρωτογνώρισα του έρωτα τα πάθη,
επέταξέ με η μοίρα μου στις φυλακής τα βάθη».
«Σαν το πουλί η σκέψη τζι έρχεται στο κελί μου,
κι όλο παραπονιάρικα κλαίει και τραγουδεί μου».
«Την ώρα που τη σκέφτομαι, κείνη την ώρα μόνο,
κάνω το στεναγμό χαρά και λησμονώ τον πόνο».
«Στη φυλακή με βάλανε και πώς θα σου ξεχάσω,
διάλε την ώρα που περνά να μην αναστενάξω;».
«Μες το κελί μου ξαγρυπνώ, θέτω μα δεν κοιμάμαι,
τσοι κοπελιές αναζητώ, το σπίτι μου θυμάμαι».
«Δεν το ‘χω που με κλείσανε στση φυλακής τα βάθη,
μα το ‘χω που μ’ αρνήθηκες χρυσή μηλιά με τ’ άνθη»
«Απου δε μπει στη φυλακή, δε νοιώσ’ αγάπης πόνο,
δε δοκιμάσει ξενιθιά, άδικα ζει στον κόσμο».
Το παράπονο
«Στη φυλακή τον άνθρωπο ούλοι τον λησμονούνε,
σαν το ‘κκλησάκι στο βουνό που δεν το λειτουργούνε».
«Κιανείς για μένα δεν πονεί, κιανείς δε με λυπάται,
κιανείς δε χύνει δάκρυα, κιανείς δε με θυμάται».
«Στση φυλακής τα σίντερα απόκαμα να στέκω,
και τσι φυλάκους να ρωτώ και γράμμα να μην έχω».
«Ο άνθρωπος σα γεννηθεί έχει πολλά να πάθει,
κι όντε θα μπει στη φυλακή τσι φίλους του θα μάθει».
«Δεν το ’χω που μ’ αρνήθηκαν ακόμα κι οι δικοί μου,
μα το ‘χω που θα χαίρονται οι άτιμοι οι γ’ οχτροί μου».
«Εγώ κι αν είμαι φυλακή δε με πονεί η καρδιά μου,
μα κλαίω π’ απομείνανε χωρίς βοσκό τα ‘ζα μου»
Της παλληκαριάς
«Όλος ο κόσμος μ’ έμαθε σαν τον βαροποινίτη,
για δεν αφήνω να περνά του κάθε γκεσταπίτη».
«Ήμουν αητός και πέτουνα κι έσκιζα τον αγέρα,
με έκλεισέ με στο κλουβί κάποιου προδότη χέρα».
«Δεν νταγιαντίζει ο αετός μες το κλουβί κλεισμένος,
καλλιά σ’ απάτητες κορφές να ζει κυνηγημένος».
«Οπού δεν επερπάτησε τη νύχτα με φεγγάρι,
κι οπού δεν μπει στη φυλακή, δε είναι παλικάρι»
«Τσοι φλακωμένους μη τσοι κλαις, μη τσοι στενοχωράσαι,
τσοι δίχως σίδερα δετούς εκείνους να λυπάσαι».
«Δεν με φοβίζει η φλακή, μπορώ να τηνε βγάνω,
μα κλαίω γιατί δεν μπορώ το δίκιο μου να κάμω».
«Φυλακισμένο το πουλί μα λεύτερη είν’ η σκέψη,
και μη σκεφτείς ότι ποτέ χάρη θα σου γηρέψει».
Και ένα ριζίτικο από το δεύτερο μέρος του βιβλίου:
«Παιδιά γιάιντα τσι μάχονται
του κόσμου τσ’ αντρειωμένους,
γιάιντα τσι κλειούν στις φυλακές,
γιάιντα τσι καταλούνε,
πούναι τεχνίτες στ’ άρματα
και καστροπολεμάρχοι
και στο γιουρούσι ογλήγοροι;»
Μετά την αποφυλάκιση
«Στη φυλακή με βάλανε ογιά να βάλω γνώση,
μα ο κερατάς που μ’ έβαλε θα σκυλομετανοιώσει».
«Στη φυλακή με βάλασι, θαρούσι θα μερέψω,
μ’ απής και μ’ απόλαρουσι μια γκοπελιά θα κλέψω».
Θα κλείσω αυτές τις επιλογές με δυο ακόμη μαντινάδες
Η «ποίηση της φυλακής»
«Μες το κελί της φυλακής κάθομαι μοναχός μου,
γράφω τα έρμα βάσανα για να περνά ο καιρός μου».
«Μια μαντινάδα κι άλλη μια και το μαντιναδάκι,
στη φυλακή με βάλανε για ‘να λιανό κορμάκι».
Κρητικός δεν είμαι, μα έχω στο κομοδίνο μου αυτό το βιβλιαράκι και διαβάζω κάθε βράδι και κάθε πρωί από μια μαντινάδα, σαν βραδινή και πρωινή προσευχή.
No comments:
Post a Comment