Book review, movie criticism

Friday, July 3, 2015

Idrissa Ouedraogo (1954, Burkina Faso), Some of his movies




Idrissa Ouedraogo (1954, Burkina Faso)

Yam Daabo (The Choice) (1986)

«Η επιλογή» είναι η πρώτη ταινία του Idrissa Ouedraogo. Η υπόθεσή της είναι η εξής:
Ένα χωριό στη Burkina Faso πλήττεται από λιμό. Οι κάτοικοι περιμένουν πως και πως το φορτηγό της διεθνούς βοήθειας να τους φέρει τρόφιμα. Ο Σαλάμ όμως κάνει την επιλογή του: θα φύγουν να ψάξουν για μια εύφορη περιοχή.
Η πορεία σε αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος είναι δύσκολη, εγκυμονεί κινδύνους, συχνά υπάρχουν και απώλειες, τα μαθαίνουμε κάθε μέρα στις ειδήσεις για τους λαθρομετανάστες. Ένα ατύχημα στοιχίζει τη ζωή του μικρού γιου. Το γαϊδουράκι είναι εξαντλημένο, το πουλάνε μαζί με το κάρο όσο όσο σε ένα χωριό. Ένα φορτηγό τους παίρνει, αλλά ο οδηγός του ζητάει και άλλα λεφτά για να τους πάει παραπέρα. Θα συνεχίσουν με τα πόδια, κουβαλώντας τα πράγματά τους στους ώμους τους.
Κάποια στιγμή φτάνουν στη γη της επαγγελίας, μια καταπράσινη, δασώδη περιοχή. Στήνουν την καλύβα τους. Κάποιος γνωστός του με την οικογένειά του έχει κτίσει ένα σπιτάκι παραδίπλα. Ο γιος του αγαπάει την κόρη του Σαλάμ, αλλά αυτή τα έχει φτιάξει με τον ψυχογιό του, και μάλιστα έχει μείνει έγκυος. Ο γιος αυτός, που μάλιστα προσπαθεί να βιάσει την κόρη του Σαλάμ και να σκοτώσει το φίλο της διώχνεται από τον πατέρα του, ενώ ο Σαλάμ αποδέχεται τελικά σαν γαμπρό του τον ψυχογιό του. Στη γέννηση του παιδιού γίνεται γλέντι. Είναι καλεσμένη και η άλλη οικογένεια.  
Και στο χωριό;
Στην τελευταία σκηνή του έργου βλέπουμε τους κατοίκους στην είσοδό του να περιμένουν το φορτηγό της διεθνούς βοήθειας. Ακούνε το θόρυβο ενός αυτοκινήτου. Χαίρονται. Όμως σε λίγο ο θόρυβος ξεμακραίνει. Η απογοήτευση χαράζεται στα πρόσωπά τους.
Αγάπη και μίσος, ζεστές ανθρώπινες σχέσεις, τα βλέπουμε να αναπτύσσονται μέσα σε ένα καταπράσινο εξωτικό φόντο

Yaaba (Grandmother) (1989)

  Η «Γιαγιά» είναι η δεύτερη ταινία του Idrissa Ouedraogo αλλά η πρώτη που είδαμε. Έχουμε ήδη παρουσιάσει κάποια έργα ενός άλλου μαυριτανού, του Abderrahmane Sissako.
Τα κύρια πρόσωπα της ταινίας είναι δυο παιδάκια, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, ξαδελφάκια. Η «Γιαγιά» είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που οι χωριανοί την αντιμετωπίζουν εχθρικά, γιατί πιστεύουν ότι είναι μάγισσα.
Και γιατί είναι μάγισσα;
Το μαθαίνουμε στο τέλος της ταινίας: Γιατί η μητέρα της πέθανε στη γέννα της και γιατί λίγο μετά πέθανε και ο πατέρας της.
Το αγοράκι αναπτύσσει μια σχέση φιλίας με την ηλικιωμένη γυναίκα. Τη φωνάζει «γιαγιά» και αυτή χαίρεται. Κανείς μέχρι τότε δεν την είχε φωνάξει έτσι. Το κοριτσάκι τον ακολουθεί.
Σε ένα καυγά με άλλα παιδιά του χωριού το κοριτσάκι που παρεμβαίνει για να τον υπερασπιστεί τραυματίζεται από το σκουριασμένο μαχαίρι που κρατάει ένα από τα παιδιά. Παθαίνει τέτανο. Ο πατέρας επιμένει ότι πρόκειται για ελονοσία. Αρνούνται την προσφορά της γριάς να το γιατρέψει, και καταφεύγουν σε ένα τσαρλατάνο. Αυτός λέει ότι το κοριτσάκι είναι άρρωστο γιατί η γριά του έκλεψε την ψυχή του. Κάποιος από το χωριό βάζει φωτιά στο σπίτι της και το καίει. Τελικά το κοριτσάκι θα σωθεί από έναν ηλικιωμένο βοτανοθεραπευτή που φέρνει η γριά. Οι άντρες αρνούνται την προσφορά του, αλλά η μητέρα έχει άλλη γνώμη. Στέλνει τον ανιψιό της και τον φωνάζει κρυφά. Κρυφά πίνει το γιατρικό το κοριτσάκι. Θεραπεύεται. Όμως η στάση των χωριανών απέναντι στη γριά δεν αλλάζει. Και η ταινία τελειώνει με το θάνατο της γριάς, που είναι γαλήνιος και ειρηνικός. Το αγοράκι νομίζει ότι κοιμάται. Τη σκουντάει και αυτή σωριάζεται στο πλάι.
Κριτικά ηθογραφική, χαριτωμένη, ανάλαφρη, πολύ μας άρεσε αυτή η ταινία.


Tilaï  (The law) (1990)

  Ενώ οι προηγούμενοι μαύροι αφρικανοί σκηνοθέτες τους οποίους παρουσίασα (Med Hondo, Abderrahmane Sissako, Ousmane Sembène, με εξαίρεση τον Souleymane Cissé) τα έχουν με την (νέο)αποικιοκρατία σαν την πραγματική υπεύθυνο για τα δεινά που υποφέρουν οι χώρες τους (o Σεμπένε μόλις στην τελευταία του ταινία θίγει το πρόβλημα της κλειτοριδεκτομής) ο Ouedraogo εστιάζει στα ενδογενή κακά των χωρών αυτών (έστω, της χώρας του, όμως μπορούμε να γενικεύσουμε). Και τα κακά αυτά είναι η σκληρή παράδοση περί τιμής, η καθυστερημένη νοοτροπία, η πολυγαμία και η κατώτερη θέση της γυναίκας στις κοινωνίες αυτές. Η καταγγελία, απλά εμφανής στη «Γιαγιά», εδώ γίνεται ένα δριμύ κατηγορώ, σε μια ταινία που έχει τα χαρακτηριστικά αρχαίας τραγωδίας.
Ο νεαρός γυρνάει μετά από δυο χρόνια στο χωριό του για να ανακαλύψει ότι την κοπέλα που του υποσχέθηκαν για νύφη, και με την οποία είναι ερωτευμένος όπως άλλωστε και αυτή, την παντρεύτηκε ο πατέρας του. Πιέστηκε η κακόμοιρη.
Θα φύγει από το σπίτι, θα φτιάξει μια καλύβα έξω από το χωριό. Η κοπέλα θα έλθει να τον βρει. Θα φτιάξουν σχέση. Η μικρή αδελφή της την καλύπτει. Κατηγορεί τη μητέρα της για αυτό το γάμο. «Θα τον αγαπήσει σιγά σιγά, όπως και εγώ αγάπησα τον πατέρα σου», θα είναι η απάντησή της.
Θα τους ανακαλύψουν. Ο πατέρας της κοπέλας θα κρεμαστεί, όπως απαιτεί ο κώδικας τιμής. Οι άλλοι δεν θα τον εμποδίσουν. Ακόμη, ο μοιχός πρέπει να εκτελεστεί. Ο κλήρος πέφτει στον αδελφό του. Αυτός όμως δεν θα τον σκοτώσει, θα τον φυγαδεύσει, και θα βάλει φωτιά στην καλύβα του. Έχει αυτοτραυματιστεί, το μαχαίρι έχει αίματα, πρέπει να πείσει τους άλλους. Έχει βάλει όμως τον αδελφό του να του υποσχεθεί ότι δεν θα ξαναγυρίσει στο χωριό για να μην αποκαλυφθεί η απάτη· για την οποία αργότερα θα νοιώθει κάποια ενοχή γιατί δεν τήρησε την παράδοση, εξομολογείται.
Ο αδελφός του θα καταφύγει στη θεία του, σε μακρινό χωριό. Η κοπέλα θα το σκάσει από το σπίτι και θα πάει να τον βρει. Την παρουσιάζει σαν γυναίκα του στη θεία του. Βλέπουμε πάλι τις τρυφερές σχέσεις που είδαμε και στη «Γιαγιά». Είναι όλοι τους ευτυχισμένοι. Και ακόμη πιο ευτυχισμένοι, όταν η κοπέλα μένει έγκυος.
Η μητέρα του αρρωσταίνει. Θα πεθαίνει. Δεν αντέχει να μην πάει να τη δει για τελευταία φορά, παρόλο που ξέρει όχι μόνο τον κίνδυνο αλλά και την παραβίαση της υπόσχεσής του.
Η νεκρή είναι ξαπλωμένη στη μέση της πλατείας του χωριού, τυλιγμένη με ένα ρούχο, προφανώς έτοιμη για την κηδεία. Ο κόσμος που είναι γύρω σκορπίζει, νομίζοντας ότι βλέπει φάντασμα. Όμως ξαναμαζεύεται. Πάει να την ξεσκεπάσει, να δει το πρόσωπό της. «Μην την αγγίζεις» του λένε. «Να φύγεις από το χωριό», λένε στον αδελφό του που τους ξεγέλασε. Αυτός αρπάζει το όπλο του αδελφού του που είχε παρατήσει χάμω και τον πυροβολεί, έτσι όπως είναι σκυμμένος πάνω στη μητέρα τους. Στη συνέχεια απομακρύνεται από το χωριό.
Διαβάζοντας κατόπιν για την ταινία ένοιωσα ικανοποίηση που είδα ότι τιμήθηκε με το Grand Prix του φεστιβάλ Καννών.

Samba Traore, 1992 αναρτήσαμε εδώ

The Heart's Cry (Le Cri du cœur) (1994)

Με την «Κραυγή της καρδιάς» ο Ouedraogo μεταναστεύει στο Παρίσι, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι σκηνοθέτες του τρίτου κόσμου.
Ο πατέρας, μετά από σκληρή δουλειά πέντε χρόνων στήνει τη δική του μικροεπιχείρηση: ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Μπορεί τώρα να φέρει από την πατρίδα τη γυναίκα του και τον γιο του. Ο παππούς θα μείνει πίσω. Είναι άρρωστος, αλλά οι γείτονες στο χωριό θα τον προσέχουν. Κάπου προς το τέλος της ταινίας πεθαίνει.
Δεν είναι πλούσιος, η γυναίκα πρέπει κι αυτή να δουλέψει. Ένας λευκός υπάλληλός του θα της βρει δουλειά: καθαρίστρια.
Ο μικρός έχει προβλήματα προσαρμογής σε μια χώρα που δεν μοιάζει καθόλου με τη δική του. Έχει συχνά μια παραίσθηση: βλέπει μια ύαινα που τον τρομάζει. Τον είχε τρομοκρατήσει ο παππούς του με τις αφηγήσεις του για τις ύαινες.
Ο σχολικός σύμβουλος προσπαθεί να καθοδηγήσει τους γονείς του που νοιώθουν καταστενοχωρημένοι με το πρόβλημα αυτό, το ίδιο και ένας ψυχίατρος. Τα χάπια είναι πια εντελώς αναγκαία.
Ο μικρός αναπτύσσει μια φιλία με έναν μεσήλικα γάλλο. Του κάνει κάποια μαγικά τρυκ με το χέρι που τον ενθουσιάζουν.
Ο άντρας αυτός όμως είναι παιδεραστής. Το μαθαίνουμε από διάφορες σκηνές, υπαινικτικά πάντα. Η αφηγηματική αναμονή είναι ότι κάποια στιγμή θα στριμώξει τον μικρό.
Μας δίνονται κάποια στοιχεία ότι τα πράγματα μπορεί να μην είναι ακριβώς έτσι. Τον γάλλο αυτόν τον βλέπουμε να ταΐζει κύκνους σε μια λίμνη. Όταν, αρκετά αργότερα, τον βλέπουμε να φέρνει κάτω από το παράθυρο του μικρού έναν πραγματικό μάγο για να τον διασκεδάσει με μαγικά που βλέπει κανείς σε παραστάσεις, οι αμφιβολίες μας γίνονται πολύ πιο μεγάλες.
Και επιβεβαιώνονται.
Η γυναίκα, μια ζωγράφος, με την οποία συζεί, θα του ζητήσει να κάνουν παιδί. Θα δεχθεί. Προφανώς έχει ξεπεράσει, ή αγωνίζεται να ξεπεράσει, τις παιδοφιλικές του τάσεις.
Το πρόβλημα της προσαρμογής των μεταναστών είναι το φαινομενικό θέμα της ταινίας. Το πραγματικό θέμα είναι η αγάπη που αναπτύσσεται ανάμεσα στον νεαρό μαύρο και στον μεσήλικα γάλλο. Αυτός, με μια ολόκληρη σκηνοθεσία θα τον κάνει να ξεπεράσει την ψευδαίσθησή του με την ύαινα.
Αλλά και ο μικρός θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει το δικό του πρόβλημα, που κι αυτό το μαθαίνουμε προς το τέλος της ταινίας: όντας οδηγός μεγάλου οχήματος σκότωσε σε τροχαίο ένα παιδί. Από τότε έπαθε φοβία, δεν μπορεί πια να οδηγήσει. Ο μικρός θα τον παρασύρει να κλέψει ένα μεγάλο όχημα. Οδηγεί ευτυχισμένος. «Τώρα πια μπορείς να ξαναοδηγήσεις», του λέει ο μικρός.
Επιστρέφουν το όχημα. Τους παίρνει χαμπάρι ο ιδιοκτήτης και τους πυροβολεί με την καραμπίνα του από το παράθυρο του διαμερίσματός του. Όμως δεν τους πετυχαίνει, και πριν προλάβει να ξαναπυροβολήσει αυτοί έχουν στρίψει στη γωνία.
Εδώ τις τρυφερές σχέσεις τις βλέπουμε σε διπλοτυπία: οι τρυφερές σχέσεις των γονιών και οι τρυφερές σχέσεις του μικρού αφρικανού με το γάλλο φίλο του.
Εξαιρετικός ο Ouadraogo, λίγοι σκηνοθέτες με έχουν συγκινήσει σαν αυτόν.


Ο Ουεντράογκο επιστρέφει στην πατρίδα του, με μια κωμωδία αυτή τη φορά.
Κωμωδία όμως μόνο στην αρχή. Μετά εξελίσσεται σε δράμα.
Οι δυο φίλοι, ο Κίνι και ο Άνταμς, ονειρεύονται να συναρμολογήσουν ένα αυτοκίνητο με παλιά εξαρτήματα που αγοράζουν σιγά σιγά. Θα τα καταφέρουν;
Η γυναίκα του Κίνι έχει πρόβλημα που ο άντρας της παραμελεί το σπίτι του και ασχολείται με μια παλιατσαρία που είναι σίγουρη ότι δεν θα πάρει ποτέ μπροστά. Ο Άνταμς δεν έχει τέτοιο πρόβλημα, είναι ανύπαντρος.
Το τελευταίο εξάρτημα που λείπει είναι ένα καρμπυρατέρ. Το αφεντικό του θα του το αγοράσει, σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης που του έσωσε τη ζωή. Μάλιστα θα του αγοράσει και μια τηλεόραση.
Το αμάξι θα πάρει μπροστά, όμως ήδη είχαν αρχίσει τα προβλήματα. Ο Άνταμς μπλέκει με μια γυναίκα που όλο του ζητάει χρήματα. Η φιλία τους θα δοκιμαστεί, μέχρι που θα οδηγηθεί στην τελική ρήξη.
Το τέλος είναι δραματικό.
Εν μέρει.
Ο Κίνι θα συμφιλιωθεί με τη γυναίκα του. Για τον μεγάλο τσακωμό τους που λίγο έλειψε να τους οδηγήσει στον χωρισμό υπαίτιος ήταν ο Άνταμς. Αυτός, νοιώθοντας ένοχος για τα προβλήματα που δημιούργησε στο φίλο του, θα στουκάρει το αμάξι πάνω σε ένα δένδρο. Το αυτοκίνητο θα πάρει φωτιά. Ο Κίνι κοιτάζει απελπισμένος. Μια φιλία δεν ξεγράφεται έτσι εύκολα.
Ηθικό δίδαγμα: το νου σας όταν μπλέκετε με γυναίκες.
Τα κωμικά στοιχεία ήταν περισσότερο σε βουβές λεπτομέρειες, λιγότερο σε ατάκες και σχεδόν καθόλου στο στόρι.
Απολαυστικότατη στην αρχή – το έχω δηλώσει εξάλλου ότι η κωμωδία είναι το αγαπημένο μου είδος – γίνεται στο τέλος τραγική. Πολύ μου άρεσε, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες ταινίες του Ουεντράογκο που είδα.

La colere des dieux, 2003. Έχω αναρτήσει εδώ
 

Thursday, July 2, 2015

Εκεί ’ρθε το χρυσότερο απ’ τα ονείρατά μου



Εκεί ’ρθε το χρυσότερο απ’ τα ονείρατά μου

Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν διαβάζω ένα όνειρο μέσα σε ένα μυθιστόρημα αφαιρούμαι χωρίς να το θέλω. Ίσως διότι πρόκειται για ψευτιά μέσα στην ψευτιά («Να διαβάζεις τα μαθήματά σου και όχι αυτές τις ψευτιές» μου έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, εννοώντας με το «ψευτιές» τα μυθιστορήματα.
Ε, λοιπόν χθες βράδυ είδα ένα όνειρο. Πραγματικό όνειρο, δεν είναι ψευτιά.
Ήμουν καλεσμένος σε τραπέζι στους καλούς και αγαπητούς μου φίλους Νίκο και Λίτσα. Φτάνω καθυστερημένος. Οι άλλοι μόλις έχουν καθίσει στο τραπέζι αλλά δεν έχουν ξεκινήσει να τρώνε, με περιμένουν. Κάνω το σταυρό μου λέγοντας: Εις το όνομα του Μαρξ, του Έγκελς, του Λένιν, κάνε να βγει καλό το δημοψήφισμα. Εις το όνομα της Αγίας Τριάδας Μαρξ, Έγκελς, Λένιν, κάνε να βγει καλό το δημοψήφισμα (παρεμπιπτόντως ο γαμπρός τους εργάζεται στον Περισσό).
Μου αρέσει το χιούμορ, οι φίλοι μου με ξέρουν ως αθεράπευτο ανεκδοτά (το έχω πληρώσει αυτό, να μην ξαναπώ την ιστορία), και τα κείμενά μου τα διανθίζω με χιούμορ, όσο μπορώ. Όμως να κάνω χιούμορ στο όνειρό μου δεν μου έχει ξανατύχει.
Σε μια προηγούμενη ανάρτησή μου στο facebook για τις «Ουρές στα ΑΤΜ» μια φίλη μου αφήνει το σχόλιο «υλικό για διήγημα». Εγώ απαντάω: «Μα είναι μικρό διήγημα, σαν μπονζάι. Δεν θα μπορούσα να το φανταστώ με περισσότερες λέξεις, θα έχανε».
Ίσως να έκανε την ίδια σκέψη αν διάβαζε αυτή την ανάρτηση.
Και όμως, έκανα ένα διήγημα από ένα όνειρό μου, το «Όνειρο εαρινής νυκτός», ένα από τα πέντε της συλλογής «Το Φραγκιό».
Δεν έχω καμιά εμμονή με τα όνειρα, κι ας είναι ο Φρόιντ ένας απ’ αυτούς που χάραξαν τη σκέψη μου. Ελάχιστα πράγματα ξέρω γι’ αυτά, από προσωπική παρατήρηση. Για παράδειγμα, αν φάω πολύ το βράδυ (ταβέρνα κ.λπ.) ξέρω ότι θα δω εφιάλτη.
Ο εφιάλτης αυτός έχει «αξία επιβίωσης» όπως λένε οι βιολόγοι. Ένα βαρύ στομάχι μπορεί να σε στείλει στον αγύριστο όταν κοιμάσαι. Με τον εφιάλτη ξυπνάς.
Όχι, δεν ήλθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου, απλά μου ήλθε στο μυαλό ο στίχος αυτός του Σολωμού και είπα να τον βάλω σαν τίτλο.
Ποιο είναι αυτό;
Ντρέπομαι να σας πω.
Κρίμα να μην μπορούμε να βλέπουμε τα όνειρα που θέλουμε.
Καθώς ξύπνησα και σκεφτόμουνα το όνειρο, μου ήλθε στο μυαλό ένα άλλο όνειρο που είχα δει πριν απ’ αυτό. Μου έκανε λέει ο Βαρουφάκης δώρο ένα κέηκ, σαν πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιττα. Φαντάζομαι σαν δώρο για τις βιβλιοκριτικές που έγραψα για τα δυο βιβλία του, το «Τι θα έλεγα στην κόρη μου για την οικονομία» και «Πολιτική οικονομία. Η οικονομική θεωρία στο φως της κριτικής».
Παρόλο που δεν είμαι φαν της «Ερμηνευτικής των ονείρων» σκέφτηκα μήπως μπορώ να το ερμηνεύσω.
Ίσως να είναι προφητικό όνειρο.
Ίσως να σημαίνει ότι με τον Βαρουφάκη θα φάει ψωμί ο λαός.
Ή μήπως είναι μια μεταφορά για το παντεσπάνι της Μαρίας Αντουανέτας;
Δεν θέλω σχόλια, γιατί τα ξέρω προκαταβολικά. Εσείς που θα ψηφίσετε «όχι» στο δημοψήφισμα θα δώσετε την πρώτη ερμηνεία, ότι θα φάει ψωμί ο λαός. Εσείς που θα ψηφίσετε «ναι» θα δώσετε τη δεύτερη. Όταν ρώτησε η Μαρία Αντουανέτα γιατί διαδηλώνει ο κόσμος έξω από το ανάκτορο της απάντησαν «Γιατί δεν έχει ψωμί να φάει». Και αυτή αφελέστατα: «Και γιατί δεν τρώει παντεσπάνι;».
Τόσο μακριά είναι οι από πάνω για τα βάσανα των από κάτω.
Μη με ρωτήσετε τι θα κάνω την Κυριακή, δεν θα σας απαντήσω. Πάντως χθες με μια καλή παρέα που ήμουνα σε ένα καφενείο, και έπαιξα και λύρα και τραγουδήσαμε, όταν χωρίσαμε ευχήθηκα «μακάρι η απόφαση που θα πάρει ο ελληνικός λαός, η όποια απόφαση, να είναι για το καλύτερο της χώρας».
Δεν είχα καθόλου σκοπό να γράψω για το δημοψήφισμα, ενώ το facebook έχει πλημμυρίσει από σχετικές αναρτήσεις.
Είδατε όμως πώς τα φέρνει ο διάολος;
2-7-2015

Wednesday, July 1, 2015

Horror vacui στην κρητική μουσική



Horror vacui στην κρητική μουσική

Τέλη της δεκαετίας του ’70 άκουσα τον «Γαλιανό» από τον συγχωρεμένο τον Λεωνίδα Κλάδο και με ενθουσίασε. Όταν το 1980 ξεκίνησα να μαθαίνω λύρα προσπάθησα να τον μάθω. Έπαιξα τα αρχικά μέτρα, όμως τα πράγματα ήταν δύσκολα για έναν αρχάριο, έτσι εγκατέλειψα την προσπάθεια. Τώρα που συνδέω τα γυρίσματα του μαλεβιζιώτη που ήξερα, και που δεν τον έπαιζα ποτέ ολόκληρο αλλά αποσπασματικά γιατί έπρεπε να μελετήσω κάποια γυρίσματα που τα συνέδεαν και που δεν είχα τη διάθεση να αφιερώσω τον απαραίτητο χρόνο για να το κάνω, σκέφτηκα να συνεχίσω με τον «Γαλιανό». Ψάχνω τις εκτελέσεις στο youtube με τον Κλάδο, και αυτό που ακούω δεν είναι ακριβώς αυτό που θυμόμουνα. Υπήρχαν πιο πολλές νότες, και έβγαζαν ένα ελαφρά διαφορετικό άκουσμα.
Ο φίλτατος Γιώργης Λαμπράκης της Ηχώ FM στην Ιεράπετρα μας καλεί κάθε καλοκαίρι, εμένα, τον Χριστόφορο τον Χαραλαμπάκη και τον Μανόλη τον Πρατικάκη για μια συζήτηση πάνω στα πολιτιστικά του τόπου μας, αλλά και γενικότερα. Το καλοκαίρι που μας πέρασε είχε την ιδέα να με ρωτήσει αν είχα φέρει μαζί μου τη λύρα για να την κρατώ στην εκπομπή και να παίξω. Είχα χρόνια να την κουβαλήσω στην Κρήτη. Μέχρι τότε, όταν με έπιανε η διάθεση, έπαιζα με μια άλλη λύρα που έχω μόνιμα εκεί, δώρο του συγχωρεμένου του φίλου μου του Μιχάλη του Βαβουράκη. Όμως εκείνο το καλοκαίρι την είχα φέρει μαζί μου.
Προσπάθησα να αρνηθώ.
-Χωρίς συνοδεία λαούτου δεν λέει τίποτα η λύρα.
-Θα σου βρω και λαούτο.
Με τον ξάδελφο και συνονόματό του λαουτιέρη Γιώργη Λαμπράκη (που το κύριο όργανο που παίζει είναι λύρα αλλά θα έφερνε το λαούτο του για την περίσταση, και που του είχα πάρει συνέντευξη πριν χρόνια για τα Κρητικά Επίκαιρα) συζητήσαμε το θέμα και συμφώνησε. Ναι, πολλοί λυράρηδές μας ενδιαφέρονται περισσότερο για το δεξιοτεχνικό παίξιμο παρά για το ποιοτικό. Και η δεξιοτεχνία αναδεικνύεται με τις φιοριτούρες, με το παραγέμισμα με νότες.
Τη σκέψη για αυτά τα γεμίσματα την έκανα ακούγοντας τον «Πευκιανό» του συγχωρεμένου του Πεδουλαύτη. Εσωτερικό παίξιμο, χωρίς πολλές νότες στα γυρίσματα, με ενθουσίασε και τον έμαθα.
Ο Πεδουλαύτης (κατά κόσμο Γιώργης Λαποκωνσταντάκης) ξέφυγε από τον πειρασμό της δεξιοτεχνίας, ίσως γιατί είχε χρόνια να παίξει, όχι βέβαια για τους ίδιους λόγους που σταμάτησε ο ιρανός Haj Ghorban Soleimani. Του ξαναήλθε το κέφι στο σύλλογο Γεραπετριτών, εκείνες τις Τρίτες στη Ναυαρίνου, όπου τον ενθαρρύναμε να φέρνει το βιολί του να μας παίζει. Μετά από κάποια χρόνια έβγαλε το cd, όπου και ο «Πευκιανός».
Έχω τώρα το κέφι, αλλά άραγε θα κρατήσει ώστε να καταπιαστώ με τον «Γαλιανό» μόλις μου περάσει η όρεξη να παίζω κάθε μέρα τον Μαλεβιζιώτη;
Δεν ξέρω. Πάντως έχω τα «εργαλεία», τις νότες και τη μουσική που κατέγραψα στο κασετόφωνό μου (την έχω κάνει mp3), από τον δάσκαλό μου τότε, τον Αλέξανδρο τον Παπαδάκη. Ήταν γύρω στο 2002, στο Σύλλογο Κρητών Γαλατσίου.
Μπορεί και να κάνω λάθος για το horror vacui, τον «τρόμο του κενού» στην κρητική μουσική. Πάντως ο Γιώργης ο Λαμπράκης είχε την ίδια γνώμη με μένα.  
1-7-2015