Book review, movie criticism

Monday, December 30, 2024

Βραδινές και πρωινές προσευχές Απ’ το βιβλίο «Μαντινάδες & Ριζίτικα της φυλακής» (Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής)

 

Βραδινές και πρωινές προσευχές

Απ’ το βιβλίο «Μαντινάδες & Ριζίτικα της φυλακής»

 

                                       γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής

 

Μια φίλη μού χάρισε προχθές ένα βιβλιαράκι 70 σελίδων με τίτλο «Μαντινάδες & Ριζίτικα της φυλακής» που ανθολόγησε ο Βαρδής Τσουρής (εκδόσεις Κύκλος Συντρόφων, Χανιά Νοέμβρης 2019).

Για τον ανθολόγο της συλλογής διαβάζουμε στο «Σημείωμα της έκδοσης» της πρώτης σελίδας:

«Ήταν 4 Μάη του 2017 η μέρα που ο σύντροφος αναρχικός Βαρδής Τσουρής έφυγε οριστικά από κοντά μας, αφήνοντας πίσω του το παράδειγμα μιας ανυπόταχτης ζωής, ενός σπάνιου τρόπου να υπάρχεις και να αγωνίζεσαι μέχρι τέλους για έναν κόσμο που «ο θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία». […]

Μελετώντας τα τελευταία χρόνια το ανεξάντλητο προσωπικό και πολιτικό αρχείο του, ανακαλύψαμε τον πολυθεματικό του πλούτο […}

Ο Βαρδής είχε φροντίσει, όντας φυλακισμένος για την πολιτική του δράση, (το 1982, το 1991 και το 1992), να συγκεντρώσει τις ακατέργαστες ρίμες των συγκρατουμένων του, να τις αρχειοθετήσει και αρχικά να τις παραχωρήσει προς δημοσίευση, σε συνέχειες, σε τοπική εφημερίδα των Χανίων το 1992. Εδώ είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύονται σε αυτόνομη έκδοση.

Θεωρούμε ότι η ιδιότυπη αυτή «ποίηση της φυλακής» διατηρεί και στις μέρες μας την ιδιαίτερη αξία της. Κυρίως για την επιμονή της να μας υπενθυμίζει ότι το σύστημα απονομής της αυταποκαλούμενης «δικαιοσύνης» μοιάζει με φίδι που δαγκώνει συνήθως τους «ξυπόλυτους».

 

Ο ίδιος ο Βαρδής, σε σημείωμά του «Για τις μαντινάδες της φυλακής», γραμμένο στις 13/10/92 στις φυλακές Χανίων, γράφει:

«Φιλοξενούμενος του κράτους και δωρεάν διατρεφόμενος με έξοδα των φορολογουμένων, για να βγάλω την υποχρέωση (στους φορολογούμενους, όχι στο κράτος), έκανα και λίγη δουλειά: Κατέγραψα τις μαντινάδες με θέμα τη φυλακή που λένε οι συνάδερφοι εδώ και πρόσθεσα όσες θυμήθηκα από παλιότερες διαμονές μου, το 1982 και το 1999. […] Η νοητική ταξινόμηση είναι κουραστική υπόθεση, λόγω της πολυσημίας πολλών. […]

Τις αφήνω με την τυχαία σειρά καταγραφής ανάκατες, παραπονιάρικες, ερωτικές, μοιρολατρικές, εγωιστικές, εκδικητικές, ειρωνικές, περήφανες, παλιές και καινούριες, ανωγειανές, σφακιανές κι αποκωρονιώτικες. […] Σχόλια πάνω στη μορφή και το περιεχόμενο δεν χρειάζονται. Η μορφή είναι όμορφη και το περιεχόμενο από μόνο του συνιστά καταγγελία του συστήματος απονομής της αυτοαποκαλούμενης «δικαιοσύνης».

 

Κατά τη δική μου γνώμη, ενώ συμφωνώ  μ’ αυτό που γράφει για τη μορφή τους, πιστεύω ότι το περιεχόμενό τους υπερβαίνει την καταγγελία του συστήματος απονομής της «αυτοαποκαλούμενης δικαιοσύνης», καλύπτοντας ευρύτερους τομείς της κοινωνικής ζωής και ιδιαίτερα, βέβαια, της Κρήτης.

Η συλλογή αυτή της «ιδιότυπης ποίησης της φυλακής», όπως χαρακτηρίζει τις μαντινάδες και τα ριζίτικα που περιέχει ο «κύκλος των συντρόφων» του, είναι ένα διαμάντι που από μέσα του ακτινοβολούν η παράδοση και ο πολιτισμός της Κρήτης, η παλληκαριά και το ατίθασο, το αδούλωτο των Κρητικών. Η ίδια η ψυχή της Κρήτης.

Στην ανθολόγησή μου από αυτόν τον σπάνιο  λαογραφικό – κοινωνικό και λογοτεχνικό θησαυρό, θα επιχειρήσω την «νοητική ταξινόμηση» που δεν έκανε ο ανθολόγος, ξεκινώντας από τις μαντινάδες που καταγγέλλουν την «αυτοαποκαλούμενη δικαιοσύνη» την οποία προτάσσουν τόσο ο ίδιος όσο και οι σύντροφοί του.

 

Της «δικαιοσύνης»

«Μπαίνει κανείς στη φυλακή για μια αιτία πάντα,

μα μπαίνει και καμιά φορά και δε κατέχει πράμα».

 

«Μεσ’ τα μπεντένια τα ψηλά, τα σιδεροδεμένα,

άδικα φέρανε πολλούς και φέρανε κι εμένα».

 

«Πίβουλος είσαι δικαστή, πίβουλη κρίση  κάνεις

κι ανθρώπους που δε φταίξανε στη φυλακή  τσοι βάνεις».

 

«Στση φυλακής τα σίδερα κάθουνται δυο παγώνια,

το ‘να δικάζ’ ισόβια, τ’ άλλο μοιράζει χρόνια».

 

«Σαράντα χρόνους φυλακή να κάμω δε με νοιάζει

μα να ΄χω φταίξει. Τ’ άδικο είναι που με πειράζει».

 

«Στέκω και συλλογίζομαι είντα ν’ αυτό τ’ αντέτι (αιτία),

Τσ’ ανθρώπους να δικάζουνε με δίχως καμπαέτι» (χωρίς να φταίνε).

 

«Άνοιξε πόρτα έρημη να βγουν οι φυλακισμένοι,

γιατ’ είν’ οι περισσότεροι άδικα δικασμένοι».

 

Οι αιτίες

Στη δεύτερη ενότητα είναι μαντινάδες που αναφέρονται στην αίτια της καταδίκης του φυλακισμένου:

 

«Ο άντρας μπαίνει φυλακή πάντα για μιαν αιτία.

Μα προπαντός για λευτεριά και για δημοκρατία».

 

«Στη φυλακή με φράξανε κι έκλεισαν και την πόρτα,

γιάντα, αν έχετε θεό; Για ένα ματσάκι χόρτα»

 

«Τέσσερις μέσα στο κελί ο γεις βαρυποινήτης,

 κι οι τρείς για τη ζωοκλοπή, το έθιμο της Κρήτης».

 

«Κατσικοκλέφτης ήμουνε και καλομαθημένος,

στση φυλακής τα σίδερα είμαι συνηθισμένος».

 

«Εμπήκα πάλι φυλακή κι ‘είντα τον η γ’ αιτία;

Γιατί δεν ‘εδινα παρών εις την αστυνομία».

 

Του έρωτα

«Πάνω που πρωτογνώρισα του έρωτα τα πάθη,

επέταξέ με η μοίρα μου στις φυλακής τα βάθη».

 

«Σαν το πουλί η σκέψη τζι έρχεται στο κελί μου,

κι όλο παραπονιάρικα κλαίει και τραγουδεί μου».

 

«Την ώρα που τη σκέφτομαι, κείνη την ώρα μόνο,

κάνω το στεναγμό χαρά και λησμονώ τον πόνο».

 

«Στη φυλακή με βάλανε και πώς θα σου ξεχάσω,

 διάλε την ώρα που περνά να μην αναστενάξω;».

 

«Μες το κελί μου ξαγρυπνώ, θέτω μα δεν κοιμάμαι,

 τσοι κοπελιές αναζητώ, το σπίτι μου θυμάμαι».

 

«Δεν το ‘χω που με κλείσανε στση φυλακής τα βάθη,

 μα το ‘χω που μ’ αρνήθηκες χρυσή μηλιά με τ’ άνθη»

 

«Απου δε μπει στη φυλακή, δε νοιώσ’ αγάπης πόνο,

δε δοκιμάσει ξενιθιά, άδικα ζει στον κόσμο».

 

Το παράπονο

«Στη φυλακή τον άνθρωπο ούλοι τον λησμονούνε,

σαν το ‘κκλησάκι στο βουνό που δεν το λειτουργούνε».

 

«Κιανείς για μένα δεν πονεί, κιανείς δε με λυπάται,

 κιανείς δε χύνει δάκρυα, κιανείς δε με θυμάται».

 

«Στση φυλακής τα σίντερα απόκαμα να στέκω,

και τσι φυλάκους να ρωτώ και γράμμα να μην έχω».

 

«Ο άνθρωπος σα γεννηθεί έχει πολλά να πάθει,

κι όντε θα μπει στη φυλακή τσι φίλους του θα μάθει».

 

«Δεν το ’χω που μ’ αρνήθηκαν ακόμα κι οι δικοί μου,

μα το ‘χω που θα χαίρονται οι άτιμοι οι γ’ οχτροί μου».

 

«Εγώ κι αν είμαι φυλακή δε με πονεί η καρδιά μου,

μα κλαίω π’ απομείνανε χωρίς βοσκό τα ‘ζα μου»

 

Της παλληκαριάς

«Όλος ο κόσμος μ’ έμαθε σαν τον βαροποινίτη,

 για δεν αφήνω να περνά του κάθε γκεσταπίτη».

 

«Ήμουν αητός και πέτουνα κι έσκιζα τον αγέρα,

 με έκλεισέ με στο κλουβί κάποιου προδότη χέρα».

 

«Δεν νταγιαντίζει ο αετός μες το κλουβί κλεισμένος,

καλλιά σ’ απάτητες κορφές να ζει κυνηγημένος».

 

«Οπού δεν επερπάτησε τη νύχτα με φεγγάρι,

κι οπού δεν μπει στη φυλακή, δε είναι παλικάρι»

 

«Τσοι φλακωμένους μη τσοι κλαις, μη τσοι στενοχωράσαι,

τσοι δίχως σίδερα δετούς εκείνους να λυπάσαι».

 

«Δεν με φοβίζει η φλακή, μπορώ να τηνε βγάνω,

μα κλαίω γιατί δεν μπορώ το δίκιο μου να κάμω».

 

«Φυλακισμένο το πουλί μα λεύτερη είν’ η σκέψη,

και μη σκεφτείς ότι ποτέ χάρη θα σου γηρέψει».

 

Και ένα ριζίτικο από το δεύτερο μέρος του βιβλίου:

«Παιδιά γιάιντα τσι μάχονται

του κόσμου τσ’ αντρειωμένους,

γιάιντα τσι κλειούν στις φυλακές,

γιάιντα τσι καταλούνε,

πούναι τεχνίτες στ’ άρματα

και καστροπολεμάρχοι

και στο γιουρούσι ογλήγοροι;»

 

Μετά την αποφυλάκιση

«Στη φυλακή με βάλανε ογιά να βάλω γνώση,

μα ο κερατάς που μ’ έβαλε θα σκυλομετανοιώσει».

 

«Στη φυλακή με βάλασι, θαρούσι θα μερέψω,

μ’ απής και μ’ απόλαρουσι μια γκοπελιά θα κλέψω».

 

Θα κλείσω αυτές τις επιλογές με δυο ακόμη μαντινάδες

 

Η «ποίηση της φυλακής»

«Μες το κελί της φυλακής κάθομαι μοναχός μου,

γράφω τα έρμα βάσανα για να περνά ο καιρός μου».

 

«Μια μαντινάδα κι άλλη μια και το μαντιναδάκι,

 στη φυλακή με βάλανε για ‘να λιανό κορμάκι».

 

Κρητικός δεν είμαι, μα έχω στο κομοδίνο μου αυτό το βιβλιαράκι και διαβάζω κάθε βράδι και κάθε πρωί από μια μαντινάδα, σαν βραδινή και πρωινή προσευχή.

 

 

Μιλτιάδης Ζέρβας, Ένα καράβι γεμάτο παιχνίδια (γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής)

 


Λογοτεχνικές δροσοσταλίδες

Διαβάζοντας το «Ένα  καράβι γεμάτο παιχνίδια»

του Μιλτιάδη Ζέρβα

                                                 γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής*

 

Οι ποιητές δεν γράφουν, συνήθως, πεζογραφία. Υπάρχουν, βέβαια, και εξαιρέσεις. Μια από αυτές είναι ο Μιλτιάδης Ζέρβας.

Μετά από τρεις ποιητικές συλλογές -η πρώτη από τις οποίες με τίτλο «Το ελλείπων θραύσμα» (εκδόσεις υπερόριος 2007), ήταν ανάμεσα στις πέντε της «μικρής λίστας» για το κρατικό βραβείο ποίησης της χρονιάς έκδοσής της- ακολούθησε το βιβλίο του με δοκίμια με τίτλο «Οι ποιητές όπως μου μίλησαν» και τώρα η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Ένα καράβι γεμάτο παιχνίδια» (Εκδόσεις Οσελότος 2024)

Πρόκειται για ένα μικρό βιβλιαράκι, μόλις 108 σελίδων μικρού σχήματος, που είναι όμως αρκετές για να μας ταξιδέψουν στον κόσμο του ονείρου. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα μικρό μπαούλο που κρύβει μέσα του πολύτιμους θησαυρούς.

Τις είκοσι έξι ολιγόλογες ιστορίες του θα μπορούσαμε να τις παρομοιάσουμε με δροσοσταλίδες πάνω σε ροδοπέταλα που, καθώς διαθλώνται μέσα από αυτές οι ακτίνες του πρωινού ήλιου, σχηματίζουν από ένα καμαρωτό ουράνιο τόξο η καθεμιά.

Ανεξάρτητα από την ταξινόμησή τους στο βιβλίο, τα διηγήματά του θα μπορούσαμε να τα κατατάξουμε σε δυο ενότητες, αντίστοιχες στους τόπους στους οποίους αναφέρονται, αλλά και την ηλικία στην οποία έζησε σε αυτούς ο συγγραφέας.

Η πρώτη και μεγαλύτερη σε έκταση, που περιλαμβάνει τα 13 από τα 26 κείμενα του βιβλίου, είναι αυτή που αναφέρεται στις παιδικές και εφηβικές μνήμες από τον γενέθλιο τόπο του, το Βαθύ της Σάμου. Και χωρίζεται σε δυο υπο-ενότητες: Τις προσωπικές – οικογενειακές και τις μνήμες από χαρακτηριστικά πρόσωπα και εκδηλώσεις της τοπικής κοινωνίας.

Στην πρώτη εντάσσεται το διήγημα με τον τίτλο

«Η κάτασπρη κούρσα» (σελ. 37), που αναφέρεται σε μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση του πατέρα και τελειώνει με την εμβληματική φράση «Συλλογίζομαι κάποιες φορές πόσο λεηλατημένες θα ήταν οι ζωές μας από την καθημερινότητα, αν δεν υπήρχαν τα όνειρα…»

Στη μάταιη αναμονή των δώρων της παραμονής των Χριστουγέννων αναφέρεται και το διήγημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή, (σελ. 22), που καταλήγει με την απόφασή του «να αποκτήσει κάποια άλλα παιχνίδια, πλουμίδια κρυστάλλινα, θησαυρούς αδαπάνητους, αμύθητους και παραμελημένους, που τους φόρτωσε στο μικρό δικό του καράβι για να τους έχει διαθέσιμους να τους μοιράζει κάθε τόσο στη δική του ρότα». Δηλαδή, να γράψει αυτό το βιβλίο.

Δυο από τις ιστορίες αυτής της υπο-ενότητας, η πρώτη με τίτλο «Υπήρχαν άγγελοι» (σελ. 7) και  η τρίτη με τίτλο «Το ασχημόπαπο και ο άγονος έρωτας» (σελ. 14), αναφέρονται στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.

Αυτοβιογραφικού χαρακτήρα είναι και δυο ακόμη διηγήματα αυτής της υπο-ενότητας: «Το υποβρύχιο, το κασετόφωνο και η καρπούζα» (σελ. 10), που αναφέρεται σε αντίστοιχες παιδικές σκανταλιές και «Το πρώτο κοστούμι» (σελ. 41) που φόρεσε όταν, μαθητής της δεύτερης τάξης του Λυκείου, ήταν σημαιοφόρος στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου.

Στη δεύτερη υπο-ενότητα με πρόσωπα και δραστηριότητες της τοπικής κοινωνίας του γενέθλιου τόπου του, περιλαμβάνονται τα διηγήματα: «Ο περιπατητής των άστρων» (σελ. 18), «Τσαγκαράδικα, κουρεία και μπακάλικα» (σελ. 31),  «Το μπαρμπέρικο» (σελ.34), «Υπαίθριοι φωτογράφοι» (σελ. 44), «Όσο υπάρχει κινηματογράφος» (σελ. 47) και το «Τα αγροτόπαιδα με τα σκούρα κοστούμια» (σελ. 51), που αναφέρεται στους καθηγητές των γυμνασιακών του χρόνων.

Την ενότητα αυτή συμπληρώσει το διήγημα με τίτλο «Το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής» (σελ. 26), στο οποίο δίνει δεκάδες απαντήσεις στο ερώτημα «Τι είναι η Σάμος;» ανάμεσα στις οποίες «και ένα εφηβικό φιλί που δόθηκε στον Ηγεμονικό κήπο  της πόλης».

Στη δεύτερη ενότητα θα μπορούσαν να ενταχθούν δέκα από τα διηγήματα της συλλογής που αναφέρονται σε πρόσωπα που συνάντησε στην Αθήνα στα φοιτητικά του χρόνια, στα επαγγελματικά του ταξίδια και στον τόπο της μόνιμης διαμονής του, τη Νέα Μάκρη Αττικής. Ως προς το χρόνο, τα διηγήματα αυτής της ενότητας φτάνουν μέχρι την καραντίνα για τον «αόρατο κίνδυνο» στο διήγημα με τίτλο «Για τα μάτια της μόνο» (σελ. 91), που έγραψε μαζί με την κόρη του Μυρτώ.

Έξω από τις δυο ενότητες αφήσαμε τρία κείμενα της συλλογής:

Το «Ούτε αλησμόνητες, ούτε χαμένες, μόνο πατρίδες» (σελ. 102), που αποδίδει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους ξεριζωμένους από τη γη της Ιωνίας, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι πρόγονοί του.

Το δεύτερο είναι το, δοκίμιο θα λέγαμε, με τίτλο «Η ποίηση και η ελληνική γλώσσα» (σελ. 60), όπου διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα: «Η ποίηση πρέπει μάλλον να είναι συνώνυμη της δημιουργικότητας, της φαντασίας, της ελευθερίας, της ευγένειας, της ευαισθησίας και της καλαισθησίας».

Το κείμενο αυτό θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να μπει σαν εισαγωγή σε μια επανέκδοση του βιβλίο του «Οι ποιητές όπως τους γνώρισα».

Στην πρώτη σελίδα αυτού του κειμένου μας αποκαλύπτει και το μυστικό της εικονογράφησης του βιβλίου: «Είπε κάποια στιγμή» γράφει «να πάρει μολύβι και ν’ αρχίσει να γρατζουνίζει πάνω στο χαρτί ένα από αυτά τα πρόσωπα. Για πρωτόλειο του βγήκε καλό. Άρεσε και στους μεγάλους. Ξεθάρρεψε κι άρχισε να ζωγραφίζει συστηματικά. Έτσι, για καιρό αυτή η πρόχειρη ζωγραφική στάθηκε η παρηγοριά του και το καταφύγιό του». Πενήντα χρόνια μετά, τα σκίτσα που φιλοτέχνησε ο ίδιος ο συγγραφέας και προτάσσονται σε καθένα από τα 26 διηγήματα της συλλογής, συμπληρώνουν, θα λέγαμε, το περιεχόμενό τους.

Τελευταίο άφησα το διήγημα του με τίτλο «Η ιστορία ενός βιβλίου» (σελ. 98), που αναφέρεται στο βιβλίο του Αλέξη Σεβαστάκη με τίτλο «Ιστορία ενός δρόμου». Το διάβασε πρώτη φορά πρωτοετής φοιτητής και διαβάζοντάς το «ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου ένας πανέμορφος καινούριος κόσμος. Έτσι, το βιβλίο έγινε το κλειδί για να προχωρήσω σ’ αυτόν τον πρωτοφανέρωτο κι επτασφράγιστο μέχρι εκείνη τη στιγμή παράδεισο. Τα πράγματα, η φύση, οι άνθρωποι, όλα αυτά που μέχρι τότε ήτανε γκρίζα κι επίπεδα, ξαφνικά αποκτήσανε χρώματα, διαστάσεις και βάθος».

Πενήντα χρόνια μετά το βρίσκει ξανά «καταχωνιασμένο στα ράφια ενός παλαιοβιβλιοπωλείου στα Εξάρχεια».

Το διήγημα αυτό για μένα, πέρα από αυτόν τον ύμνο στο λογοτεχνικό βιβλίο, έχει ένα συμβολισμό: Το λογοτεχνικό έργο του Μιλτιάδη Ζέρβα και των άλλων σύγχρονων λογοτεχνών που ζουν στη Σάμο ή κατάγονται από τη Σάμο, αποτελούν τη συνέχεια μιας πλούσιας λογοτεχνικής παράδοσης, επιβεβαιώνοντας κάτι που έγραψα πριν από χρόνια σε ένα Γράμμα της Σύνταξης του περιοδικού «Μεθόριος του Αιγαίου»:

Η Σάμος παράγει κρασί και λογοτεχνία.

 

*Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας