Paulo Coelho,
Ο αλχημιστής
Η φωνή της
Πεντέλης, Απρίλης 1997, τ. 156
Το να φτιάξεις ένα έργο κήρυγμα που παρ’ όλα αυτά
να διατηρεί ένα αδιάπτωτο αφηγηματικό ενδιαφέρον, δεν είναι συνηθισμένο
επίτευγμα. Ένας απ' αυτούς που το έχουν πετύχει είναι και ο Πάουλο Κουέλιο με
το έργο του "Ο αλχημιστής".
Στο πρώτο του έργο, "Το ημερολόγιο ενός
μάγου", καταγράφει τις εμπειρίες του από την επαφή του στην Ολλανδία με
τον άνθρωπο που τον μύησε με την κυριολεκτική σημασία του όρου στον
χριστιανισμό.
Όμως πρόκειται για έναν "αιρετικό"
θα 'λεγε κανείς χριστιανισμό, τουλάχιστον όπως αποκαλύπτεται στον
"Αλχημιστή". Κατ' αρχήν ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα νέο,
μυστικιστικό λεξιλόγιο, που αν και πολλούς θα τους ξένιζε, τους περισσότερους,
αν κρίνουμε από τα τιράζ του έργου του, φαίνεται να τους έλκει. Κεντρική θέση
κατέχει σ' αυτό η έννοια του "προσωπικού μύθου".
Ο προσωπικό μύθος που αποτελεί υποχρέωση του
καθενός να τον ακολουθήσει, είναι μια άλλη μορφή της έκκλησης για φυγή, η οποία
συνιστά το κυρίαρχο θέμα στις σύγχρονες μυθοπλασίες: φυγή από την
καθημερινότητα, τις συμβατικότητες και τον κομφορμισμό, και επιδίωξη του
μεγάλου και του υψηλού που όλοι μας ονειρευτήκαμε και ελάχιστοι τόλμησαν να
ακολουθήσουν. Όσο για τον αλχημιστή, αυτός αποτελεί το σύμβολο, το πρότυπο του
ανθρώπου που ακολουθεί τον προσωπικό του μύθο, και μετά από χρόνια πνευματικής
πειθαρχίας και προσπάθειας καταφέρνει να τον κατακτήσει.
Η δεύτερη μεγάλη έννοια που διαποτίζει όλη τη
μυθοπλασία είναι η έννοια του πεπρωμένου. Εδώ θα 'λεγε κανείς ότι συγγενεύει
περισσότερο με την μουσουλμανική έννοια του κισμέτ. Ίσως δεν είναι τυχαία η
επιλογή, ως χώρου της ιστορίας, της αραβικής ερήμου. Η έρημος αυτή εξάλλου
εξέθρεψε ένα σωρό χριστιανούς αναχωρητές κατά τους πρώτους χριστιανικούς
χρόνους, πριν την αραβική κατάκτηση.
Ένα βοσκαρόπουλο από την Ισπανία βλέπει
όνειρο ότι στις Πυραμίδες βρίσκεται ένας θησαυρός. Παρατάει τα πρόβατα του και,
μετά από πολλές περιπέτειες, βρίσκεται στο μέρος που υποτίθεται ότι είναι
κρυμμένος ο θησαυρός και αρχίζει να σκάβει.
Το εφέ του απροσδόκητου που δημιουργείται στη
συνέχεια είναι όντως εντυπωσιακό. Καταφτάνουν ληστές και τον βρίσκουν να
σκάβει. Το αγόρι τους λέγει για το όνειρο του. Κοροϊδεύει ο αρχιληστής, κι εγώ
του λέει είδα όνειρο ότι στην Ισπανία, σε ένα παρεκκλήσι που συχνάζουν βοσκοί,
στη ρίζα μιας συκομουριάς, "θα 'βρισκα ένα κρυμμένο θησαυρό. Δεν είμαι
όμως τόσο ανόητος να διασχίσω μια έρημο μόνο και μόνο επειδή είδα απανωτά ένα
όνειρο".
Το αγόρι καταλαβαίνει. Γυρνάει και βρίσκει το
θησαυρό.
Η παραβολή είναι ολοκάθαρη. Ο θησαυρός είναι
πάντα δίπλα μας. Όμως χρειάζονται πολλές θυσίες και μεγάλη προσπάθεια για να
τον βρούμε, προσπάθεια σαν κι αυτή που κατέβαλε το αγόρι για να μετατραπεί σε άνεμο,
για να πείσει τους βεδουίνους για τις ικανότητες του και να μην τον σκοτώσουν.
Ο απλός,
ευαγγελικός λόγος συνάδει με μια ταχύτητα στη ροή της αφήγησης, που διακόπτεται
όμως συχνά από τη συζήτηση του νεαρού με κάποιον "φωτισμένο" καθοδηγητή,
που ως porte parole του συγγραφέα φέρει στο επίπεδο του
κειμένου το μήνυμα του έργου: το γερο-βασιλιά, τον άγγλο, τον αλχημιστή.
Το προφητικό όνειρο και η μαντεία τοποθετούν
το έργο σε ένα πλαίσιο αποκρυφισμού που, σε συνδυασμό με το παράδοξο και το
φανταστικό, δημιουργούν μια νέα εκδοχή του μαγικού ρεαλισμού η οποία, φτιαγμένη
από λατινοαμερικάνο συγγραφέα, αν και όχι ισπανόφωνο, τοποθετείται στο άλλο
ημισφαίριο, στον "πιο παλιό" κόσμο της μαύρης ηπείρου.
Το παρακάτω το
προσθέτω εκ των υστέρων. Μου το διηγήθηκε ένας γνωστός μου Ναξιώτης, ο Γιώργης
ο Ψαρρός, ο δάσκαλος, πριν πέντε χρόνια περίπου. Κάποιος Ναξιώτης βλέπει ένα
όνειρο, να πάει λέει στην Κωνσταντινούπολη να βρει το ριζικό του. Πάει στην
Κωνσταντινούπολη και του κλέβουν το πορτοφόλι. Κάθεται σε ένα καφενείο και
κλαίει τη μοίρα του. –Γεια σου πατριώτη, τον ακούει κάποιος, τι σου συνέβη;
-Άστα, μου έκλεψαν το πορτοφόλι. –Και πώς βρέθηκες εδώ; -Να, είδα αυτό το
όνειρο. Και του διηγείται το όνειρο. –Βλακείες, κι εγώ είδα ένα παρόμοιο
όνειρο, να πάω λέει στη Νάξο και να σκάψω κάτω από τη συκιά που βρίσκεται στην
εκκλησία του Άη Γιώργη στην Κόρωνο, αλλά δεν είμαι τόσο βλάκας να παρατήσω τις
δουλειές μου να τρέχω στη Νάξο για ένα όνειρο. Ο Ναξιώτης κατάλαβε, γύρισε στη
Νάξο, πήγε στην εκκλησιά, έσκαψε κάτω από τη συκιά και βρήκε το θησαυρό.
Φαίνεται ότι η ιστορία αυτή κυκλοφορεί σε διάφορες χώρες με παραλλαγές, την
άκουσε ο Κουέλιο και την έκανε μυθιστόρημα.
No comments:
Post a Comment