Book review, movie criticism

Saturday, October 28, 2023

Ελένη Γούλα, Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες

 

Ελένη Γούλα, Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, Μανδραγόρας 2011, σελ. 93

 


  Έχουμε ήδη παρουσιάσει το βιβλίο της Ελένης Γούλα «Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών και έλθει ο καιρός των δένδρων». Σειρά έχει σήμερα η «Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες».

  Ακόμη μια σύμπτωση: η σοκολάτα με κυνηγάει. Περισσότερα στην ανάρτησή μου για την ταινία του Lasse Hallström «Σοκολάτα» (2000).

  Το βιβλίο είναι μια συλλογή διηγημάτων, εμπνευσμένων από πραγματικές ιστορίες, όπως με αφήνει να εικάσω το κείμενο του οπισθόφυλλου.

  Η Ελένη προτιμάει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση (χωρίς να ξεχνάει βέβαια και την τριτοπρόσωπη), και τις ιστορίες της τις αφηγούνται και άντρες και γυναίκες. Συχνά μέσα στην ίδια ιστορία εναλλάσσονται οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές, κάτι που είδαμε και σε ένα από τα διηγήματα της επόμενης συλλογής της.

  Το «Ανικανοποίητο» είναι ο θεματικός άξονας που διατρέχει τα περισσότερα διηγήματα. Οι χαρακτήρες σ’ αυτά νιώθουν να πνίγονται από τη ζωή που ζουν, προσπαθούν να δραπετεύσουν, δραπετεύουν, αλλά με τι συνέπειες. Και βέβαια βυθίζονται στην δυστυχία αυτοί που αφήνουν πίσω τους.

  Η δυστυχία είναι ο δεύτερος θεματικός άξονας των διηγημάτων. Χαρακτηριστικό είναι το διήγημα «Λίμνη».

  Σ’ αυτό διαβάζουμε για την ματαίωση του έρωτα. Εκδίδεται για να μπορέσει να συντηρήσει τους γονείς της. Όταν έλθει ο έρωτας, είναι πια ένας έρωτας χωρίς προοπτική.

  «Σε αγαπώ. Θέλω να σε φροντίζω, να σε κάνω χαρούμενο κι ευτυχισμένο. Μπορώ να σε συντηρώ κιόλας, αν θέλεις. Μόνο μη μ’ αφήσεις. Δεν ξέρω τι να την κάνω τη ζωή μου πια, αφού έγινες εσύ η ομορφιά της».

  Πριν παραθέσουμε άλλα αποσπάσματα θα αναφερθώ στο δεύτερο διήγημα, τη «Σοκολάτα».

  Παραθέτω καταρχάς μια περίοδο: «Πού καιρός ν’ ασχοληθώ λοιπόν με την κακομοίρα τη γιαγιά μου, που μεγάλωσε τα παιδιά της μόνη της, χωρίς άντρα, γιατί εκείνος είχε σκοτωθεί στον πόλεμο ελπίζοντας ότι με το θάνατό του θα κάμει τον κόσμο καλύτερο».

  Παρέθεσα την περίοδο αυτή για τον έξυπνο τρόπο με τον οποίο ταυτοποιεί τον παππού της η αφηγήτρια: ήταν αριστερός, σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, μαχητής του δημοκρατικού στρατού.

  Και άλλο ένα απόσπασμα:

  «Ήτανε τόση η νοστιμιά που γευόμουνα με όλες τις αισθήσεις μου σε επιφυλακή, που ενώ στην αρχή είχα αποφασίσει να φάω μόνο τη μισή σοκολάτα και να αφήσω την υπόλοιπη για αύριο, έφτασα στο τελευταίο κομματάκι κι ένιωθα ακόμη την αίσθηση του ανικανοποίητου. Δίστασα λίγο πριν το βάλω κι εκείνο στο στόμα μου».

  Πόσο λίγο δίστασε;

  Εγώ παλιά, κάθε φορά που πήγαινα στο σουπερμάρκετ (εν τάξει, ας το γράψουμε, δεν το κάνω για διαφήμιση, είναι το πιο κοντινό μου, Σκλαβενίτης) αγόραζα και σοκολάτες. Μια, ή τρεις σε πακέτο, που ήταν πιο φτηνές. Μετά το έκοψα για λόγους διαίτης.

  Ο γλαφυρός λόγος της Γούλα με παρέσυρε. Είχα σκοπό να πάω στο σουπερμάρκετ την επομένη, αλλά δεν κρατήθηκα. Σταμάτησα την ανάγνωση και πήγα στο Σκλαβενίτη.

  Πόσο ακρίβυναν θεέ μου, τα πάντα.

  Πήρα δυο από τις πιο φτηνές.

  Γύρισα σπίτι και τις έφαγα και τις δυο. Φτηνές, αλλά πεντανόστιμες.

  Ευτυχώς.

  Εκείνο το απόγευμα δεν έκανα σιέστα γιατί πάλευα με τον υπολογιστή που πήρα αμέσως μετά από το service, μου ήλθε μήνυμα στο κινητό. Το διήγημα το τέλειωσα την επομένη.

  Στις εννιά το βράδυ ξάπλωσα λέει για καμιά ωρίτσα αλλά ξύπνησα στις επτά την επομένη, μετά από δέκα ώρες, τόση κούραση είχα. Δεν έφαγα βραδινό. Αυτές οι δυο σοκολάτες, κάπου 1150 θερμίδες, με κράτησαν ώστε να κάνω τις απαραίτητες εργασίες στον υπολογιστή (υπήρξαν κάποια προβλήματα) και να εγκαταστήσω τα απαραίτητα προγράμματα. Βραδινό φυσικά δεν έφαγα.

  Και άλλο ένα απόσπασμα.

  «Τα χρόνια που περάσανε από τότε, δεν μπορώ να πω ότι με κάνανε να χορτάσω τη σοκολάτα. Ίσως γιατί δεν έφαγα ποτέ τόσο πολύ που να με πονέσει η κοιλιά μου και να το πάθω σαν τον Ζορμπά, που για να χορτάσει κάτι το έπαιρνε σε πολύ μεγάλες ποσότητες μέχρι να το σιχαθεί ο οργανισμός του».

  Νομίζω είναι από την «Αναφορά στον Γκρέκο».

  Αυτό το κάτι ήταν τα κεράσια.

  Προσπάθησα να κάνω κάτι ανάλογο.

  Ήμουν πρωτοδιόριστος φιλόλογος στην Κάσο. Με είχε πιάσει ξαφνικά μια μανία με τις γκοφρέτες.

  Πώς να την ξεπεράσω;

  Λέω θα κάνω αυτό που έκανε ο Καζαντζάκης με τα κεράσια.

  Αγόρασα μια κούτα γκοφρέτες.

  Τις έφαγα όλες μέχρι που κόντεψα να κάνω εμετό.

  Περνούσα απέξω από το μπακάλικο που τις πουλούσε, τις είχε και στολίζανε τη βιτρίνα του, και με έπιανε αναγούλα.

  Αυτό κράτησε μια βδομάδα.

  Μετά από μια βδομάδα, όταν ξαναπέρασα, μπήκα μέσα και αγόρασα μια γκοφρέτα.

  Μιλάω για μένα και τις αναμνήσεις μου, ενώ πρέπει να μιλήσω για το βιβλίο.

  «Το σπίτι» αποτελεί τον εκλυτικό παράγοντα για οικογενειακές αποκαλύψεις.

  Δεν θα τις κάνω.

  Θα παραθέσω μόνο αυτό: «Από δω γκρεμίστηκε η Ρήνα και χυθήκανε τα μυαλά της στο χώμα».

  Στο διήγημα «Τα μαύρα» έχουμε τη ματαίωση. Δεν έρχονται στο τραπέζι που τους κάλεσε, που το έκανε για να έλθει αυτός. Από τους δέκα ήλθαν μόνο δυο γυναίκες, αυτές που δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα.

  Ονειρεύεται την εκδίκηση.

  Αλήθεια, νιώθουμε ανακούφιση ή θλίψη από τον θάνατο του κατάκοιτου γονιού μας;

  Θυμάμαι τον πατέρα μου, που μου έλεγε: όταν πεθάνω θα δεις την αξία μου.

  Τι αξία, τον κορόιδευα, αφού είσαι γέρος τώρα πια.

  Είχε τη δική του εμπειρία, από τον δικό του πατέρα.

  Το κατάλαβα όταν πέθανε, στα 94 του. Τον είχαμε 9 χρόνια στο σπίτι. Έμεινε μόνο κάπου 45 μέρες κατάκοιτος.

  «Την ήθελα τη μάνα μου. Την ήθελα στο σπίτι [Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος]. Ας είχε ολόκληρη τρυπήσει, ας ερχότανε ο γιατρός να καθαρίζει τις κατακλίσεις της. Κι ας έμενε τόσο καιρό με τα μάτια κλειστά κι ας φώναζε τη νύχτα τόσο, που στο τέλος βράχνιασε και δεν έβγαινε πια η φωνή της. Την ήθελα τη μανούλα μου… Κι αν μπορούσα να κάνω και ό,τι άλλο… Κι ας γινότανε να ζήσει έστω μια ώρα ακόμη».

  Έτσι τελειώνει το διήγημα.

  Παραθέτω το τέλος από το «Πρωί».

  «Η γυναίκα που καθαρίζει ή ίσως η νύφη του που ερχότανε συχνά, θα άνοιγαν με το κλειδί τους και θα τον έβρισκαν μισοπεθαμένο. Τότε θα τηλεφωνούσανε στο νοσοκομείο, εκείνοι θα ερχόντουσαν, θα τον μεταφέρανε με φορείο και θα του βάζανε ορούς. Από κει κι ύστερα ήταν χαμένος. Ένας άνθρωπος ανίκανος να αποφασίσει για τον εαυτό του. Και οι άλλοι βέβαια δεν θα είχαν το θάρρος, τη γνώση αλλά ούτε και την εξουσία που χρειαζότανε για να τον αφήσουνε να πεθάνει. Ό,τι ήταν να κάνει έπρεπε να το κάνει ο ίδιος, μόνος του».

  Με έχει απασχολήσει το θέμα, όπως και μια φίλη μου, και σίγουρα έχει απασχολήσει και άλλους.

  Καλύτερα δυστυχισμένος πλούσιος παρά δυστυχισμένος φτωχός, κάπου το έχω γράψει.

  Αυτός, δυστυχισμένος πλούσιος. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε το ότι ήταν αλκοολικός;

  Αυτή, δυστυχισμένη φτωχή. Μάζευε από τους κάδους. Σε έναν από τους κάδους τον βρήκε και τον περιμάζεψε. Αξιοπρεπής, δεν θέλησε να πάρει όλα όσα της προσέφερε. Τελικά της έδωσε με το ζόρι ένα μπουκάλι λάδι.

  Οι δικοί του δεν μπόρεσαν να τη βρουν.

  Αυτά στο διήγημα «Κληρονόμοι».

  Τις ιστορίες των δυστυχισμένων δεν θα τις μάθουμε.

  Ούτε και την ιστορία της Αγγελικής θα μάθουμε, που της δώρισε την πανάκριβη «Γούνα».

  «Κάπου κάπου, όταν κάνει κρύο, τη βγάζω από την ντουλάπα, τυλίγομαι ολόκληρη και προσπαθώ να φανταστώ την αληθινή ιστορία της Αγγελικής. Δεν τα καταφέρνω όμως».

  Μόνο να τη φανταστεί θα μπορούσε, όχι να τη μάθει.

  Οι παλιές αγάπες δεν πάνε στον Παράδεισο όπως λέει η Μάρω Βαμβουνάκη, αλλά μένουν εδώ στη γη, καιροφυλακτούν.

  «Έχει όλα όσα ήθελε, όμως, να που η καρδιά της χτύπησε πολύ δυνατά όταν άκουσε τη φωνή μου, να που νιώθει ξανά το ίδιο ερωτευμένη μαζί μου όπως τότε σ’ εκείνο το δάσος…», διαβάζουμε στην «Καταγραφή».

  «… γνωστή φίρμα ζαχαροπλαστείου… Αναλλοίωτη γεύση, τόνιωθε στον ουρανίσκο που μούδιαζε ηδονικά, καθώς δοκίμαζε την όμορφη πραλίνα».

  Η ηρωίδα στις «Γιορτές» θα αυτοϊκανοποιηθεί ερεθισμένη από την ανάμνηση μιας παλιάς αγάπης που της έστειλε τις πραλίνες, και μετά θα πάει να ξαπλώσει στο συζυγικό κρεβάτι.

  Παρεμπιπτόντως, τα κρουασάν με πραλίνα είναι τα αγαπημένα μου.

  Τη δυστυχία μπορεί να την προκαλεί μια αρρώστια.

  Νυμφομανής;

  Για κάποιες ώρες.

  Ποια;

  «Μια φίλη».

  Ο αδελφός της ήταν χειρότερα άρρωστος.

  «Η παρόρμηση που με είχε αναγκάσει εκείνη τη βραδιά να αφήσω τον Κώστα και την Αθήνα μου φαινότανε τώρα μια μεγάλη ανοησία. Γιατί είχα παρασυρθεί; Τι ήθελα να παραστήσω και σε ποιον; Μήπως είναι καμιά σχέση τέλεια; Μήπως δεν είχα κι εγώ το μερίδιο ευθύνης για το πώς είχε καταλήξει η κοινή μας ζωή;».

  Πολλές γυναίκες πνίγονται στο γάμο. Κάνουν βήματα έξω απ’ αυτόν. Πολλές το μετανιώνουν.

  Όπως αυτή στο διήγημα «Νεπάλ».

  Δεν ξέρουμε όμως αν το μετάνιωσε η Ιωάννα στο «Σύνδρομο».

  «Τι κι αν άφησε το σπίτι της; Πνιγότανε».

  Όσο για τον άντρα της τον Μανώλη,

  «Εγώ κανόνισα τη ζωή μου με γυναίκα και παιδιά. Όχι να γυρίζω στο σπίτι και να είναι σκέτοι τοίχοι. Μου έρχεται τρέλα εκεί μέσα ολομόναχος».

  Η Ασπασία όμως στα «Fragmenta» που πνιγότανε και έφυγε από το σπίτι, έπεσε στα χειρότερα, δεν άντεξε, και ξαναγύρισε σπίτι.

  Ο «Σκορπιός» μου θύμισε τον σκορπιό στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, το βιβλίο που θα συζητήσουμε στην επόμενη συνάντησή μας στη Λέσχη Ανάγνωσης. Στον «Κιβώτιο» είναι κυριολεκτικά, εδώ είναι μεταφορικά: ένα δηλητήριο, που το σκορπάει, άθελά της στην αρχή, θεληματικά στη συνέχεια, η Μάχη. Διάβασα ότι το ίδιο κάνουν και κάποιοι φορείς του έιτζ.

  Εξαιρετικά τα διηγήματα της Ελένης Γούλα, τα απόλαυσα πραγματικά.

6 comments:

Agni Aretaki said...

Τα έχει όλα αυτή η κριτική. Αποσπάσματα από τα όμορφα διηγήματα της Ελένης Γουλα, στιγμιότυπα από την ζωή του Μπάμπη Δερμιτζακη και μια σκέψη απ

για το επόμενο βιβλίο της λέσχης ανάγνωσης.
Συγχαρητήρια

Babis Dermitzakis said...

Ευχαριστώ Αγνή, να είσαι πάντα καλά.

Anonymous said...

Ωραία κριτική. ΕΡΗ

Babis Dermitzakis said...

Ευχαριστώ πολύ Έρη, να είσαι πάντα καλά.

Ελένη said...

¨Έκπληξη, συγκίνηση, χαρά, ένα μεγάλο ευχαριστώ Μπάμπη. Χαίρομαι που το απόλαυσες το βιβλίο. Απόλαυσα την κριτική σου. Τι όμορφα συναισθήματα... Ευγνώμων

Babis Dermitzakis said...

Χαίρομαι που σου άρεσε. Είναι πολύ ωραίο το βιβλίο σου, το απόλαυσα πραγματικά.