Ψάχνοντας στο google βρίσκω την ταινία με τον ελληνικό τίτλο «Αποξένωση» αλλά και «Εξορία», που είναι ο σωστότερος. Και οι άγγλοι επίσης μεταφράζουν το «Izgnaniye» ως «The banishment».
Θα ξεκινήσω κάνοντας υπερερμηνεία (χρησιμοποίησα τη λέξη κάμποσες φορές συζητώντας την προηγούμενη ταινία του Σβιάγκιντσεβ με τον facebook friend μου, τον «Ορίζοντα γεγονότων»), ή, για να το πω πιο άκομψα, θα πουλήσω εξυπνάδα. Εξορία λοιπόν, από τον Παράδεισο. Έτσι ξεκινάει το πρώτο πλάνο του έργου, με τον Παράδεισο. Μόνο που δεν είναι το τροπικό δάσος με το οποίο παριστάνεται συνήθως από τους αγιογράφους μας (σπάνια πια, αλλά στο χωριό μου, στον Άγιο Χαράλαμπο, υπάρχει μια τέτοια εικόνα, ή μάλλον εικόνισμα), αλλά ένα ειδυλλιακό, αγροτικό τοπίο, με μόνο ένα δένδρο στη μέση: το δένδρο της γνώσης (σκίζω, έ;). Ο Άλεξ, με το αμάξι του, φεύγει από αυτό το τοπίο. Το επόμενο πλάνο μας μεταφέρει στην γκριζάδα της πόλης, με τις λεωφόρους και τις καμινάδες των εργοστασίων. Είναι ο χώρος της έκπτωσης. Το τελευταίο πλάνο της ταινίας μας μεταφέρει πάλι στην Εδέμ. Ο Άλεξ πάλι φεύγει από εκεί με το αυτοκίνητό του. Ενώ χάνεται στον ορίζοντα, εμφανίζονται στο πλάνο γυναίκες που μαζεύουν με τα θρινάκια τους σανό (τι πάθαμε με τα ελληνικά, θρινάκι το λέμε στην Κρήτη, στην απλή δημοτική δεν ξέρω). Τραγουδάνε ένα τραγούδι που μοιάζει με μοιρολόι. «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου να βγάζεις το ψωμί σου».
Το «Αποξένωση» δεν δημιουργεί το διακειμενικό εφέ που δημιουργεί το «Εξορία», αλλά είναι πιο ακριβής τίτλος σε σχέση με το περιεχόμενο της ταινίας. Η αποξένωση του ζευγαριού οδηγεί τη γυναίκα σε μια παράνομη σχέση. Μένει έγκυος με τον θείο Ρόμπερτ, αδελφό του Αλέξη; Πιεσμένη προφανώς από ενοχές το εξομολογείται στον άνδρα της όταν βρίσκονται στο εξοχικό τους, και αυτός την αναγκάζει να κάνει έκτρωση. Κατά την επέμβαση αυτή μάλλον αυτοκτονεί, παίρνοντας περισσότερα παυσίπονα. Ο Αλέξης, μετά το θάνατό της, παίρνει το πιστόλι του και πηγαίνει να βρει τον Ρόμπερτ. Και βρισκόμαστε εδώ στην ανατροπή μιας αφηγηματικής προσδοκίας. Απάνω που ήμουν έτοιμος να θριαμβολογήσω ανακαλύπτοντας την αναλογία Κάιν-Άβελ, τελικά δεν γίνεται κανένας φόνος. Απλά η κάμερα μας γυρνάει πίσω σε flash back, τότε που η Βέρα μιλάει στον Ρόμπερτ για την εγκυμοσύνη της.
Πολύ έξυπνο από τη μεριά του σκηνοθέτη. Η κάμερα, εστιάζοντας μέχρι τότε στον Άλεξ, μας δείχνει τη δική του αλήθεια. Εστιάζοντας στο τέλος στη Βέρα, μας δείχνει και τη δική της αλήθεια. Τελικά δεν υπάρχει ενοχή, υπάρχει μόνο η αποξένωση, που θυματοποιεί εξίσου τον άνδρα και τη γυναίκα.
Ο λόγος στον Σβιάγκιντσεβ είναι περιορισμένος, τα πλάνα μακρόσερτα, ένας συγκρατημένος Αγγελόπουλος, ή μάλλον μια διαδοχή του Ταρκόφσκι. Εικαστικός όσο δεν παίρνει με τα θαυμάσια πλάνα της εξοχής (να θυμίσουμε την «Επιστροφή», την προηγούμενη ταινία του), αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να γυρίσει μια ταινία αποκλειστικά σε αστικά περιβάλλοντα. Υπέροχα συμβολιστικός δείχνοντας τον Άλεξ στο αμάξι του, σταματημένος μπροστά στο σπίτι του Ρόμπερτ ενώ βρέχει καταρρακτωδώς, μας υποβάλλει τα αισθήματα που νιώθει μετά το θάνατο της γυναίκας του. Η μουσική υπόκρουση της ταινίας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Κάτι σαν αγωνιώδες μπάσο κοντίνουο, σαν υπόκωφος θόρυβος σε εργοστάσιο.
Βλέποντας την ταινία μου ήλθε στο νου η διάκριση που κάνει ο Henry James ανάμεσα στις δυο αφηγηματικές τεχνικές, του telling και του showing. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του κλασικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος, σαν παντογνώστης θεός, μας λέγει (tells) το τι συμβαίνει στα μύχια της ψυχής του κάθε ήρωα. Ο Henry James το θεωρεί αυτό ολότελα αντιρρεαλιστικό, και προτείνει τη δική του αφηγηματική τεχνική του showing, να παρουσιάζει δηλαδή ο συγγραφέας απλώς τη συμπεριφορά των ηρώων του και από αυτήν ο αναγνώστης να συμπεραίνει την ψυχική τους κατάσταση. Αλλά αυτό ακριβώς κάνει και ο κινηματογράφος, στον οποίο κατά τεκμήριο απουσιάζει ο αφηγητής. Εδώ όμως υπάρχει η διαφορά: δεν παρουσιάζεται μόνο η συμπεριφορά (ο Άλεξ μετά την ομολογία της γυναίκας του τρέχει ανάμεσα στα δένδρα, περπατάει άσκοπα στο δρόμο μέχρι που τον περιμαζεύει ένα αμάξι κ.λπ), αλλά προπαντός το πρόσωπο στο οποίο εστιάζει η κάμερα. Η ψυχική διάθεση ενός ανθρώπου, κυρίως όταν συνταράζεται από έντονα συναισθήματα, αποτυπώνεται στο πρόσωπό του, που στέλνει μη λεκτικά σήματα τα οποία οι άλλοι αποκωδικοποιούν μέσω ενός κώδικα μεταβιβασμένου γενετικά μέσα από τις χιλιετηρίδες της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους. Αυτό όμως ο λογοτέχνης δεν μπορεί να το κάνει χωρίς να καταφύγει στο telling. Μιλώντας για κάποιο πρόσωπο θα γράψει για παράδειγμα, «το πρόσωπό του συσπάται από την αγωνία». Αν γράψει απλά «συσπάται» δεν λέει τίποτα, αν συμπληρώσει «από την αγωνία» καταφεύγει στο telling. Αυτό κάνουν όλοι οι λογοτέχνες, το πείραμα του Henry James δεν νομίζω να είχε συνέχεια. Ο κάμεραμαν του Σβιάγκιντσεφ εστιάζει θαυμάσια στα πρόσωπα των ηρώων του, τα εκφραστικότερα που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ταινία.
Πάλι πήγε 1.20, και αύριο έχουμε πρωινό ξύπνημα. Καληνύχτα λοιπόν.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
Λοιπόν νομίζω ότι πρέπει να ξεφύγουμε από τον κύκλο των "ποιητικών" ταινιών και του "θαυμασμού" γιατί όλα αυτά μάλλον μπερδεύουν και αποπροσανατολίζουν από την ουσία. Και η ουσία είναι όπως έλεγε και ο Τσαγκαρουσιάνος: "Μίλα, αλλά πες κάτι".
Λοιπόν μου ζήτησες να σου προτείνω κι άλλες ταινίες. Έχω μια τάση να προτιμώ τις φιλοσοφικές ταινίες. Ταινίες που ο προβληματισμός τους δεν είναι τόσο κοινωνικός ή πολιτικός πχ. αλλά πιο σύνθετος, πιο βαθύς, και πιο καλά κρυμμένος.
Η επιστροφή ήταν μάλλον μια δύσκολη ταινία για φιλοσοφική ανάλυση. Και το έκανε ακόμη πιο δύσκολο το "ποιητικό" πέπλο με το οποίο την είχε καλύψει ο δημιουργός.
Γιαυτό λέω να πάμε σε κάτι πιο εύκολο, πιο straight (από πλευράς μορφής, γιατί είπαμε, η φιλοσοφία είναι πάντα στο βάθος).
Προτείνω λοιπόν το "μη-αναστρέψιμο" [Irréversible (2002)] (που πήρε κι αυτό ένα Χρυσό Φοίνικα), του πολυαγαπημένου σκηνοθέτη Γκασπάρ Νοέ.
Thank you Ορίζοντα, αλλά μετά το Πάσχα, φεύγω μεθαύριο για Κρήτη, εκεί ευτυχώς θα έχω adsl το καλοκαίρι. Σου εύχομαι Καλό Πάσχα, και σ' ευχαριστώ και πάλι.
Post a Comment