Δημήτρης Προύσαλης, Ελληνόφωνα παραμύθια από την Κάτω Ιταλία, Απόπειρα 2008, σελ. 206
Η παρακάτω βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα.
Παραμύθια από την Κάτω Ιταλία, κάποια μάλιστα και με τη φωνητική τους απόδοση, παρουσιάζονται στον τόμο αυτό, μαζί με μια ιδιαίτερα κατατοπιστική εισαγωγή.
Τελευταίο καταφύγιο της προφορικότητας δεν είναι τα ανέκδοτα, που μπορεί μεν να διακινούνται «προφορικά» μέσα στην παρέα, όμως διακινούνται επίσης, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, μέσω του διαδικτύου. Είναι τα παραμύθια.
Και το τελευταίο καταφύγιο των παραμυθιών; Αν πούμε ότι είναι τα παιδιά, πολλοί θα κάνουν μια γκριμάτσα έκπληξης: καλά, τα παιδιά δεν ήταν πάντα οι μόνοι αποδέκτες των παραμυθιών;
Δεν ήταν. Παλιά αποδέκτες των παραμυθιών ήταν και οι μεγάλοι. Τρανή απόδειξη είναι τα σόκιν παραμύθια, δυο από τα οποία έχω παραθέσει στο βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της Κρητικής Λογοτεχνίας».
Και γεωγραφικό καταφύγιο;
Απομονωμένες, κυρίως ορεινές, περιοχές, όπου οι λαογράφοι θα έχουν για λίγο ακόμη την ευκαιρία να καταγράψουν τα τελευταία εναπομείναντα.
Τέτοιες απομονωμένες περιοχές είναι και η Μπόβα στην Καλαβρία και η Γκρέτσια Σαλεντίνα στην Απουλία, στην Κάτω Ιταλία, όπου λόγω του απρόσιτού τους διατηρήθηκε το ελληνικό στοιχείο μέχρι σήμερα. Τα «ελληνόφωνα» τραγούδια έχουν γίνει γνωστά εδώ και χρόνια – Η Φαραντούρη ήταν νομίζω που έκανε σουξέ το «άντρα μου πάει» - όμως τα παραμύθια μόλις τώρα γίνονται γνωστά στο ελληνικό κοινό. Και αυτό χάρη στον Δημήτρη Προύσαλη, ο οποίος είχε την υπομονή να συγκεντρώσει ένα μεγάλο μέρος από εκείνα που έχουν καταγραφεί και να τα παρουσιάσει με μια κατατοπιστική εισαγωγή στο βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Απόπειρα» με τίτλο «Ελληνόφωνα παραμύθια από την Κάτω Ιταλία», αλλά και χάρη στον μεταφραστικό ζήλο της Λένας Ταχμασίδου, της Σοφίας Παινέση (να την ευχαριστήσω και από εδώ για το cd με τα ελληνόφωνα τραγούδια που μου έδωσε. Δίδαξε κάμποσα χρόνια σε ελληνόφωνα σχολεία της περιοχής), της Χαρούλας Βαρδακούλια και της Ευγενίας Αποστόλου. Τα παραμύθια αυτά είναι καταγραμμένα σε τόμους, σε δίγλωσση απόδοση, γκρίκο (φωνητική απόδοση με λατινικό αλφάβητο) και γαλλικά ή ιταλικά. Μόνο ένα είναι καταγραμμένο σε τρίγλωσση, γκρίκο, ιταλικά και ελληνικά, και βρίσκεται στον φάκελο υλικού για τους μαθητές των σχολείων Καστρινιάνο ντι Γκρέτσι. Στον βιβλίο αυτό παρατίθενται κάποια μικρά παραμύθια και στην γκρίκο, για να πάρει ο αναγνώστης μια μικρή εικόνα για τη διάλεκτο. Παραθέτουμε την πρώτη περίοδο από ένα, στο περίπου βέβαια γιατί δεν έχουμε όλα τα φωνητικά σύμβολα.
St’ aloni tis Ayon Agaθi, enam mesimeri estekasi foreggwonda (χορεύοντας) kambosse fate (νεράιδες), san (καθώς) anevenne andom milo enan anθropo me to gaδaruci fortomeno ts’ alevvri (σελ. 110).
Όπως φαίνεται από την καταγραφή, τα γκρίκο μοιάζουν αρκετά με τα κυπριακά και τα κρητικά.
Να παραθέσουμε όμως το πιο σύντομο, το οποίο έχει ένα καταπληκτικό εφέ απροσδόκητου.
«Ήταν μια φορά μια γυναίκα, που παρακαλούσε πάντα τον Θεό να ’χει ο ρήγας την υγειά του. Κάποιοι άνθρωποι την άκουσαν και πήγαν και το διηγήθηκαν στον ρήγα. Ο ρήγας την εφώναξε και τη ρώτησε: -γιατί προσεύχεσαι τόσο για μένα; Εκείνη του αποκρίθηκε: -Παρακαλώ το Θεό να σ’ αφήσει να ζήσεις για πάντα, γιατί εσύ μας έχεις γδάρει, κι αν πεθάνεις εσύ, θα έρθει κάποιος άλλος που κι αυτός θα πρέπει να χορτάσει την πείνα του» (σελ. 21).
Τα παραμύθια αυτά μοιάζουν με τα παραμύθια που ξέρουμε. Όμως σε ένα διαφέρουν, βρισκόμενα εντελώς στον αντίποδα: στο τέλος. Εμείς τελειώνουμε τα παραμύθια με το στερεότυπο «εζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», ενώ οι γκρεκάνοι με παραλλαγές του τύπου: «Και ο φτωχός έγινε πλούσιος, κι εγώ είμαι εδώ, πεθαμένος από την πείνα και το κρύο» (σελ. 33), «Κι έτσι έμεινε εκείνη με τον καρπό της πονηριάς της κι εγώ χωρίς τίποτε» (σελ. 60) και άλλα παρόμοια, που συνοψίζονται στο «κι εμείς χειρότερα».
Τα παραμύθια αυτά έχουν διπλό ενδιαφέρον, τόσο γλωσσολογικό όσο και λαογραφικό. Αλλά φυσικά δεν ενδιαφέρουν μόνο τον γλωσσολόγο και τον λαογράφο, αλλά και το ευρύ κοινό. Οι γκρίκο δεν ζουν σε αλύτρωτες περιοχές, τις έχουμε απωλέσει προ αιώνων και δεν τις διεκδικήσαμε ποτέ, όμως είναι έλληνες και, αν μη τι άλλο, μας θυμίζουν ένα ένδοξο παρελθόν.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment