Κώστας Μαυρουδής, Τέσσερις εποχές, Κέδρος 2010, σελ. 54
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο χρόνος είναι ο πρωταγωνιστής στην αφηγηματική ποίηση του Κώστα Μαυρουδή, στο πιο ανελέητο χαρακτηριστικό του: αυτό της μη αντιστρεψιμότητας
Ο χρόνος, που υπήρξε μια από τις θεματικές της «Ζωής με εχθρούς», αποτελεί την κυρίαρχη θεματική στο τελευταίο έργο του Κώστα Μαυρουδή, μια συλλογή με «ποιήματα», όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο, που στην πραγματικότητα όμως είναι κείμενα που ξεφεύγουν από τις συνηθισμένες ειδολογικές ταξινομήσεις. Είναι κείμενα αφηγηματικά με μια εμφιλοχωρούσα δοκιμιακότητα, αλλά με άφθονα τα υφολογικά εκείνα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίηση, όπως η πυκνότητα στην έκφραση, οι μεταφορές («την άνοιξη: τη γιγαντοαφίσα αυτή της χλωροφύλλης/την πομπώδη διαφήμιση του μέλλοντος», σελ. 16), οι ανοίκειες εικόνες κ.λπ. Και ο Μαυρουδής καταφεύγει στην παρακάτω επινόηση: όπου ο λόγος του κλείνει προς τον πεζό, οι λέξεις φτάνουν μέχρι το τέλος της γραμμής πριν προχωρήσουν στην επόμενη, όπως συμβαίνει στα πεζά κείμενα, και όπου κλείνει προς την ποίηση, κόβονται πιο πριν δίνοντας την εντύπωση του στίχου. Μάλιστα σε κάποια σημεία, για λόγους έμφασης πιθανόν, τον στίχο τον καταλαμβάνει μια και μόνη λέξη, ενώ σε ένα από τα τελευταία κείμενα της συλλογής τον καταλαμβάνει μια και μόνη συλλαβή, με τρεις μόνο εξαιρέσεις. Στις δυο έχουμε ολόκληρη λέξη («ενώ» και «σκόνη») και στην τρίτη δυο συλλαβές: (κι-μω-λία). Μεταγράφω στο πεζό: «Ενώ αβαρής σαν σκόνη αιωνιότητας έπεφτε αργά η κιμωλία στα παπούτσια του». Σαν σκόνη κιμωλίας πέφτουν οι συλλαβές στο αριστερό της 45ης σελίδας.
Ο τίτλος ανακαλεί συνειρμικά τις τέσσερις εποχές του Βιβάλντι. «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» θα ήταν πιο ταιριαστός τίτλος, αν και όχι ακριβής. Δεν έχουμε εδώ μια αναζήτηση του χαμένου χρόνου, αλλά μια ελεγεία για τον χρόνο που κυλάει χωρίς επιστροφή, ένα θρήνο για την αδυσώπητη απώλεια του παρελθόντος, ενός παρελθόντος που τόσο γοητεύει τον Μαυρουδή, ώστε αναζητάει απεγνωσμένα κάθε Κυριακή πρωί τα ίχνη του στο παζάρι στο Μοναστηράκι. Μου έφερε κάποτε ένα τέτοιο μνημείο του παρελθόντος, ένα πικάπ, μήπως μπορούσα να το επισκευάσω. Δεν μπορούσα. Το παρελθόν μόνο με την εικόνα της φθοράς μπορεί να εμφανιστεί στο παρόν, όπως τα αγάλματα με τα σπασμένα χέρια. Ακόμη και σε ένα επισκευασμένο πικάπ τα ίχνη της φθοράς διατηρούνται: «καθάριζε με το μανίκι του τους δίσκους/ πριν τους βάλει στο γραμμόφωνο/ανάερα βαλς/άλλοτε ρεμβαστικές φωνές/κάτι μπελκάντο (με στροφές που έπεφταν)/γεμάτα χρατς/ που τώρα μας αρέσουν στις παλιές ηχογραφήσεις» (σελ. 38). Είναι στίχοι από το «Φθινόπωρο ή παραίνεση για μια φωτογραφία». Η φωτογραφία εμφανίζεται συχνά στην ποίηση του Μαυρουδή, σαν το πιο ζωντανό αποτύπωμα του παρελθόντος. Ή μάλλον σαν ένα «διαρκές παρόν», όπως την ορίζει στο τέλος της συλλογής.
Δεν είναι όμως μόνο η φωτογραφία που διατηρεί ίχνη του παρελθόντος, είναι και η ποίηση. Στο «Καλοκαίρι, ή στην παραλία της Μπαντόλια», ποίημα που παραπέμπει συνειρμικά στο «Θάνατο στη Βενετία», ο ποιητής μιλάει για έναν «Αναπαυόμενο σε ανάκλιντρο της παραλίας». «Η ομηρία του στο ποίημα αναπληρώνει κάπως το χαμένο…» στη λήθη του παρελθόντος. Και καταλήγει ο Μαυρουδής: «θα τον κολάκευε ο επισκέπτης/η ξένη προσοχή/η υστεροφημία να διασχίζει το χρόνο/μέσα στη μαρτυρία μου» (σελ. 20). Ο Μαυρουδής διασώζει στο ποίημά του το φευγαλέο του γεγονότος, μια παροδική παρουσία. Ο Όμηρος διασώζει την ομορφιά της Ελένης. Ή, όπως γράφει ο Σαίξπηρ για μια όμορφη γυναίκα στο «Σονέτο XVIII»: «Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν/οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους» (μετ. Στυλιανός Αλεξίου).
Διαβάζω: «…μα ξέρετε πού πάει η γλωσσομάθεια/(το θαύμα, εν γένει, του λογισμικού μας)/όταν θα λείψουμε αιφνιδίως» (σελ. 28). Παραθέτω τους στίχους αυτούς όχι μόνο για την μεταφορά αυτή από τον κόσμο της σύγχρονης τεχνολογίας («λογισμικό»), αλλά γιατί εικονογραφούν και ένα δικό μου δίλημμα: Να κάνω επανάληψη στα κινέζικα (γλωσσομαθής κι εγώ), ή να μην κάνω, μια και επικρέμεται μονίμως ο κίνδυνος «να λείψω αιφνιδίως»; (Να κάνω εδώ μια μικρή επίδειξη γλωσσομάθειας με μια διόρθωση: όχι Γκεντράιντεγκάσσε (σελ. 31) αλλά Getreidegasse, χωρίς το πρώτο «ν», δρομάκι των σιτηρών).
Διαβάζουμε επίσης: «Κοιτάζουν τα πλοιάρια που αναχωρούν/χωρίς να υποψιάζονται την προφανή μεταφορά» (σελ. 29). Καλύτερα να μην υποψιαζόμαστε τέτοιου είδους μεταφορές, αλλιώς θα παραλύσουμε από ένα διαρκές άγχος. Ο φόβος του θανάτου είναι μια από τις τέσσερις αιτίες την νεύρωσης μας λέει ο Ίρβιν Γιάλομ (οι άλλες τρεις είναι το νόημα της ζωής, η μοναξιά και η σχέση με το άλλο φύλο).
Κάθε συγγραφέας λίγο πολύ αυτοβιογραφείται. Όμως πόσο λίγο, ή πόσο πολύ; «Υπήρξε όντως η λουτρόπολη… ρωτάει ο αναγνώστης», και ο Μαυρουδής δίνει την αποστομωτική απάντηση. «Η λουτρόπολη είναι μια λουτρόπολη/ του απαντά αφ’ υψηλού ο ποιητής/που κατοικεί στο κείμενο» (σελ. 29). Αυτό λέει και ο δομισμός, αλλά την αναγνωστική περιέργεια είναι δύσκολο να τη δαμάσεις.
Και στην επόμενη σελίδα: «και όπως πάντα αυτοί που φεύγουν/οραματίζονται επιστροφές/(τους ίδιους περιπάτους,/τη θαλπωρή της επανάληψης)». Οραματιζόμαστε πράγματι επιστροφές, αλλά με τη θλίψη ότι οι επιστροφές αυτές δεν είναι πολύ πιθανόν να πραγματοποιηθούν.
Τον μινιμαλισμό του γεγονότος ή της εικόνας ο Μαυρουδής τον αναιρεί εξαίσια με φιλοσοφικές και μεταφυσικές προεκτάσεις, βλέποντας εν τέλει το πολυσθενές της ουσίας τους. Και για να το πετύχει αυτό δεν διστάζει να διευρύνει και να συρρικνώνει τις φόρμες κατά βούληση. Είναι το ίδιο τολμηρός στη σκέψη όσο και στις φορμαλιστικές αναζητήσεις.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment