Ουμπέρτο Έκο, Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει; Συνομιλία με τον Κάρλο Μαρία Μαρτίνι (μετ. Τότα Τσάκου-Κονβερτίνο), Ελληνικά Γράμματα 1998, σελ. 162
Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ο φύλακας που αναφέρει την είδηση στον Κρέοντα ότι κάποιος έθαψε τον Πολυνείκη, αφού άκουσε τα εξ αμάξης από τον Κρέοντα, ευχαριστημένος που δεν τον σκότωσε (είναι γνωστό ότι στην αρχαιότητα σκότωναν τους αγγελιοφόρους κακών ειδήσεων), φεύγει λέγοντάς του «Άμα με ξαναδείς γράψε με». Και όταν επί τέλους βρίσκουν την Αντιγόνη και την φέρνει στον Κρέοντα λέει «Ποτέ μη λες ποτέ».
(Δεν του τα λέει έτσι ακριβώς. Για την ακρίβεια, την πρώτη φορά του λέει: ἐὰν δέ τοι ληφθῇ τε καὶ μή, τοῦτο γὰρ τύχη κρινεῖ, οὐκ ἔσθ' ὅπως ὄψει σὺ δεῦρ' ἐλθόντα με.
Και τη δεύτερη: Ἄναξ, βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ' ἀπώμοτον· ψεύδει γὰρ ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην· ἐπεὶ σχολῇ ποθ' ἥξειν δεῦρ' ἂν ἐξηύχουν ἐγὼ ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς αἷς ἐχειμάσθην τότε).
Έτσι κι εγώ. Σε ένα σχόλιο πάνω στην παρουσίαση του «Κοιμητηρίου της Πράγας» από τον Νίκο Σαραντάκο, του έλεγα ότι είχα γράψει επίσης για αυτό το βιβλίο του Έκο, αλλά πριν κάνω την ανάρτηση θα διάβαζα και κάποια άλλα δοκίμιά του –είχα ήδη διαβάσει για τον Καλλιόστρο, ένα πρόσωπο που απαντάται και στο «Κοιμητήριο». Ήταν τα βιβλία: «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας» και «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει». Εκδόθηκαν στη δεκαετία του ’90, και τα αγόρασα τρία ευρώ το ένα, σε προσφορά, από το βιβλιοπωλείο των «Ελληνικών Γραμμάτων» (Να το εξομολογηθώ: λατρεύω τις προσφορές, από τα καλάθια των εμπορικών με ρούχα και παπούτσια μέχρι το e-shop, που τώρα τις έχει σε καθημερινή βάση και τις ανακοινώνει στο facebook). Διάβασα το «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας» (είναι η προηγούμενη ανάρτηση) και συνέχισα με το «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει». Όταν το αγόρασα δεν πρόσεξα τον τίτλο, πρόσεξα μόνο το όνομα του συγγραφέα, Ουμπέρτο Έκο, και την τιμή της προσφοράς. Τώρα που άνοιξα να το διαβάσω είδα ότι επρόκειτο για μια ανταλλαγή επιστολών με ένα καρδινάλιο, που θα δημοσιεύονταν σε τριμηνιαία βάση σε κάποιο περιοδικό. Ξεκίνησα να το διαβάζω, και δεν είδα να με τραβάει καθόλου. Μέχρι την εβδομήντα σελίδα που διάβασα, συζητούσαν για την καταστροφολογία, για την οικολογία (με τρία βιβλία σχετικά με την οικολογία που έχω γράψει σεμνύνομαι ότι ξέρω περισσότερα από αυτούς), και για θέματα όπως οι εκτρώσεις και το διαζύγιο που απαγορεύονται από την καθολική εκκλησία και η αγαμία των ιερέων που είναι υποχρεωτική. Από τη στιγμή που η δική μας ορθόδοξη εκκλησία έχει λύσει τα θέματα αυτά με τον καλύτερο τρόπο, που με βρίσκει σύμφωνο, δεν έβρισκα το λόγο να παρακολουθήσω αυτή τη συζήτηση. Και μια και δεν είμαι ιδιαίτερα θρήσκος, αυτές οι παραπομπές στη Βίβλο και σε συγγραφείς όπως ο άγιος Αυγουστίνος και ο Θωμάς ο Ακινάτης που ο Ουμπέρτο Έκο τους γνωρίζει πολύ καλά μια και σπούδασε μεσαιωνική φιλοσοφία και λογοτεχνία, με ξένιζαν. Κάποια στιγμή παράτησα την ανάγνωση για να κάνω δεν θυμάμαι τι, ξαναγύρισα, συνέχισα, και είδα να ενοχλούμαι. Τι με ενδιαφέρει εμένα τι λέει ο καρδινάλιος. Με έκπληξη όμως διαπίστωσα ότι το κείμενο που διάβαζα δεν ήταν του καρδινάλιου αλλά του Έκο. Έτσι αποφάσισα να κάνω αυτό που συστήνει ο Μπόρχες σε κάποιο από τα δοκίμιά του που τα διάβασα πρόσφατα: αν ένα βιβλίο δεν σας αρέσει, να το παρατάτε. Και το παράτησα.
Δεν το συνηθίζω. Έχω την τάση να διαβάζω ένα βιβλίο μέχρι τέλους, ακόμη και αν δεν μου πολυαρέσει, όπως και να βλέπω μια ταινία μέχρι το τέλος, ακόμη και αν δεν με τραβάει και τόσο. Ελάχιστες είναι οι ταινίες που δεν τις είδα μέχρι τέλους, όπως και τα βιβλία που τα παράτησα στη μέση (μπορεί και στην αρχή, πάντως όχι πριν το τέλος – μια και φάγαμε το βόδι, έλεγα, να μη μείνουμε στην ουρά).
Είναι το δεύτερο βιβλίο για το οποίο γράφω έχοντας διαβάσει το μισό. Το άλλο είναι ο «Οδυσσέας» του Τζόυς. Ήταν από τις πρώτες μου βιβλιοκριτικές, το 1990. Υπάρχει όμως μια διαφορά: Το βιβλίο του Τζόυς σκόπευα να το τελειώσω κάποτε στο μέλλον, όταν οι ορίζοντές μου στη λογοτεχνία θα είχαν διευρυνθεί, και επειδή έβλεπα ότι ήταν ένα βιβλίο που δεν θα άντεχα να διαβάσω δεύτερη φορά. Αυτό το βιβλίο όμως του Έκο δεν έχω σκοπό να το τελειώσω. Αν και, πού ξέρεις, η επίνοια…
Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ο φύλακας που αναφέρει την είδηση στον Κρέοντα ότι κάποιος έθαψε τον Πολυνείκη, αφού άκουσε τα εξ αμάξης από τον Κρέοντα, ευχαριστημένος που δεν τον σκότωσε (είναι γνωστό ότι στην αρχαιότητα σκότωναν τους αγγελιοφόρους κακών ειδήσεων), φεύγει λέγοντάς του «Άμα με ξαναδείς γράψε με». Και όταν επί τέλους βρίσκουν την Αντιγόνη και την φέρνει στον Κρέοντα λέει «Ποτέ μη λες ποτέ».
(Δεν του τα λέει έτσι ακριβώς. Για την ακρίβεια, την πρώτη φορά του λέει: ἐὰν δέ τοι ληφθῇ τε καὶ μή, τοῦτο γὰρ τύχη κρινεῖ, οὐκ ἔσθ' ὅπως ὄψει σὺ δεῦρ' ἐλθόντα με.
Και τη δεύτερη: Ἄναξ, βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ' ἀπώμοτον· ψεύδει γὰρ ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην· ἐπεὶ σχολῇ ποθ' ἥξειν δεῦρ' ἂν ἐξηύχουν ἐγὼ ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς αἷς ἐχειμάσθην τότε).
Έτσι κι εγώ. Σε ένα σχόλιο πάνω στην παρουσίαση του «Κοιμητηρίου της Πράγας» από τον Νίκο Σαραντάκο, του έλεγα ότι είχα γράψει επίσης για αυτό το βιβλίο του Έκο, αλλά πριν κάνω την ανάρτηση θα διάβαζα και κάποια άλλα δοκίμιά του –είχα ήδη διαβάσει για τον Καλλιόστρο, ένα πρόσωπο που απαντάται και στο «Κοιμητήριο». Ήταν τα βιβλία: «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας» και «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει». Εκδόθηκαν στη δεκαετία του ’90, και τα αγόρασα τρία ευρώ το ένα, σε προσφορά, από το βιβλιοπωλείο των «Ελληνικών Γραμμάτων» (Να το εξομολογηθώ: λατρεύω τις προσφορές, από τα καλάθια των εμπορικών με ρούχα και παπούτσια μέχρι το e-shop, που τώρα τις έχει σε καθημερινή βάση και τις ανακοινώνει στο facebook). Διάβασα το «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας» (είναι η προηγούμενη ανάρτηση) και συνέχισα με το «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει». Όταν το αγόρασα δεν πρόσεξα τον τίτλο, πρόσεξα μόνο το όνομα του συγγραφέα, Ουμπέρτο Έκο, και την τιμή της προσφοράς. Τώρα που άνοιξα να το διαβάσω είδα ότι επρόκειτο για μια ανταλλαγή επιστολών με ένα καρδινάλιο, που θα δημοσιεύονταν σε τριμηνιαία βάση σε κάποιο περιοδικό. Ξεκίνησα να το διαβάζω, και δεν είδα να με τραβάει καθόλου. Μέχρι την εβδομήντα σελίδα που διάβασα, συζητούσαν για την καταστροφολογία, για την οικολογία (με τρία βιβλία σχετικά με την οικολογία που έχω γράψει σεμνύνομαι ότι ξέρω περισσότερα από αυτούς), και για θέματα όπως οι εκτρώσεις και το διαζύγιο που απαγορεύονται από την καθολική εκκλησία και η αγαμία των ιερέων που είναι υποχρεωτική. Από τη στιγμή που η δική μας ορθόδοξη εκκλησία έχει λύσει τα θέματα αυτά με τον καλύτερο τρόπο, που με βρίσκει σύμφωνο, δεν έβρισκα το λόγο να παρακολουθήσω αυτή τη συζήτηση. Και μια και δεν είμαι ιδιαίτερα θρήσκος, αυτές οι παραπομπές στη Βίβλο και σε συγγραφείς όπως ο άγιος Αυγουστίνος και ο Θωμάς ο Ακινάτης που ο Ουμπέρτο Έκο τους γνωρίζει πολύ καλά μια και σπούδασε μεσαιωνική φιλοσοφία και λογοτεχνία, με ξένιζαν. Κάποια στιγμή παράτησα την ανάγνωση για να κάνω δεν θυμάμαι τι, ξαναγύρισα, συνέχισα, και είδα να ενοχλούμαι. Τι με ενδιαφέρει εμένα τι λέει ο καρδινάλιος. Με έκπληξη όμως διαπίστωσα ότι το κείμενο που διάβαζα δεν ήταν του καρδινάλιου αλλά του Έκο. Έτσι αποφάσισα να κάνω αυτό που συστήνει ο Μπόρχες σε κάποιο από τα δοκίμιά του που τα διάβασα πρόσφατα: αν ένα βιβλίο δεν σας αρέσει, να το παρατάτε. Και το παράτησα.
Δεν το συνηθίζω. Έχω την τάση να διαβάζω ένα βιβλίο μέχρι τέλους, ακόμη και αν δεν μου πολυαρέσει, όπως και να βλέπω μια ταινία μέχρι το τέλος, ακόμη και αν δεν με τραβάει και τόσο. Ελάχιστες είναι οι ταινίες που δεν τις είδα μέχρι τέλους, όπως και τα βιβλία που τα παράτησα στη μέση (μπορεί και στην αρχή, πάντως όχι πριν το τέλος – μια και φάγαμε το βόδι, έλεγα, να μη μείνουμε στην ουρά).
Είναι το δεύτερο βιβλίο για το οποίο γράφω έχοντας διαβάσει το μισό. Το άλλο είναι ο «Οδυσσέας» του Τζόυς. Ήταν από τις πρώτες μου βιβλιοκριτικές, το 1990. Υπάρχει όμως μια διαφορά: Το βιβλίο του Τζόυς σκόπευα να το τελειώσω κάποτε στο μέλλον, όταν οι ορίζοντές μου στη λογοτεχνία θα είχαν διευρυνθεί, και επειδή έβλεπα ότι ήταν ένα βιβλίο που δεν θα άντεχα να διαβάσω δεύτερη φορά. Αυτό το βιβλίο όμως του Έκο δεν έχω σκοπό να το τελειώσω. Αν και, πού ξέρεις, η επίνοια…
No comments:
Post a Comment