Marcello Mastroianni, Θυμάμαι, ναι, θυμάμαι (μετ.Λυδία Τρύφωνα), Αιώρα 1998, σελ. 170
Αντιγράφουμε από το αυτί του βιβλίου: «Το θυμάμαι, ναι, θυμάμαι, είναι μια πιστή καταγραφή της αυτοβιογραφικής αφήγησης του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι μπροστά στην κάμερα της σκηνοθέτιδας και συντρόφου του στη ζωή, Άννας Μαρίας Τατό. Η ομώνυμη ταινία γυρίστηκε στη βόρεια Πορτογαλία το Σεπτέμβρη του 1996, στα διαλείμματα των γυρισμάτων της ταινίας του Μανουέλ ντε Ολιβέιρα Ταξίδι στην αρχή του κόσμου». Και διαβάζουμε στην Βικιπαίδια, στα βιογραφικά του Μαστρογιάνι: 28 September 1924 – 19 December 1996. Τρομερό!!! Μετά από δυόμισι μήνες πέθανε. Όσο για τον Μανουέλ ντε Ολιβέιρα, σήμερα είναι 105 χρονών και γυρίζει ακόμη ταινίες. Φτου! να μην τον ματιάσουμε. Από τους αγαπημένους μου. Η ταινία του «Γυρίζω σπίτι» είναι καταπληκτική.
Όμως ο λόγος είναι για τον Μαρτσέλο. Είναι συγκινητική αυτή η «εκ βαθέων» εξομολόγηση ενός μεγάλου ηθοποιού (θυμίζουμε την Dolce Vita), που με αφοπλιστική ειλικρίνεια παρουσιάζει τον εαυτό του απομυθοποιημένο. Η εικόνα-κλισέ του «λατίνου εραστή» που τον συνόδευε στην καριέρα του τον ενοχλούσε αφάνταστα. Μιλάει για τον εαυτό του, για τα δύσκολα παιδικά χρόνια, τις συμπτώσεις που τον οδήγησαν στο να γίνει ηθοποιός, την επιτυχία που ακολούθησε, την αγάπη του για τη δουλεία του, για τις καλές ταινίες που γύρισε αλλά και για τις κακές, για συναδέλφους ηθοποιούς αλλά και για μεγάλους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε, με την αμεσότητα που έχει ο προφορικός λόγος, έστω και κάτω από την κριτική ματιά της κάμερας. Ήταν ο ίδιος ο Μαρτσέλο, χωρίς να παίζει κάποιο ρόλο, ήταν ο εαυτός του.
Θα αντιγράψω κάτι που με εντυπωσίασε, και είδα μετά ότι υπάρχει στο οπισθόφυλλο: «Σύμφωνα με τον Προυστ οι καλύτεροι παράδεισοι είναι οι χαμένοι παράδεισοι. Εγώ τολμώ να προσθέσω ότι ίσως υπάρχουν παράδεισοι ακόμα πιο θελκτικοί απ’ τους χαμένους παραδείσους: είναι εκείνοι που δεν ζήσαμε ποτέ, οι τόποι και οι περιπέτειες που διακρίναμε μπροστά μας, σ’ ένα μέλλον που ίσως μια μέρα καταφέρουμε ν’ αγγίξουμε. Ποιος ξέρει, ίσως η γοητεία των ταξιδιών να βρίσκεται σ’ αυτή την παράδοξη νοσταλγία του μέλλοντος, στην ελπίδα-ή την αυταπάτη-ότι κάνοντας ένα ταξίδι, σ’ έναν άγνωστο σταθμό, θα βρούμε κάτι που θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη ζωή μας. Ίσως τελικά κάποιος να παύει να είναι νέος όταν το μόνο που κάνει είναι να νοσταλγεί, να αγαπάει μονάχα τους χαμένους παράδεισους».
Θα παραθέσω και ένα άλλο απόσπασμα, γιατί συμπληρώνει κάτι που έγραψα στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».
«Ξήλωσα όλα τα πουλόβερ που μου είχε φτιάξει η μητέρα μου. Τότε το μαλλί ήταν χειροποίητο και τα πλεκτά απ’ αυτό το μαλλί, που το λέγανε λάνα μαρκετζιάνα, τσιμπούσανε» (σελ. 44).
Έγραψα στο βιβλίο μου ότι και μένα η μητέρα μου μου έφτιαχνε πουλόβερ από το μαλλί της προβάτας μας. Το ίδιο έκαναν σχεδόν όλες οι μανάδες του χωριού. Και όχι τόσο πουλόβερ όσο φανέλες, φανέλες χοντρές που σύστηναν τότε οι γιατροί σε όσους είχαν περάσει πλευρίτιδα, και δεν ήταν και λίγοι. Και ο πατέρα μου και η μητέρα μου είχαν περάσει πλευρίτιδα, και φορούσαν και οι δυο τους τέτοιες φανέλες. Αυτό που ξέχασα να γράψω είναι ότι τσιμπούσαν φοβερά. Αν, όπως λέει ο Μαστρογιάνι, τσιμπούσαν τόσο τα πουλόβερ, φανταστείτε πόσο τσιμπούσαν οι φανέλες που φοριόντουσαν κατάσαρκα. Επειδή ήμουν αρρωστιάρης και κρυολογούσα συχνά, οι γονείς μου προσπαθούσαν να με πείσουν να φορέσω τέτοιες φανέλες. Αντιστάθηκα σθεναρά. Δεν τις φόρεσα ποτέ μου.
Πάλι αυτοβιογραφούμαι μέσα από τις βιβλιοκριτικές μου. Όμως το βιβλίο αυτό μου έδωσε μια ιδέα. Αυτά τα μικρά κειμενάκια των δύο το πολύ σελίδων, που πηγαίνουν από το ένα θέμα στο άλλο, είναι τόσο ευχάριστα στην ανάγνωση! Ακόμη, σε μια τυπική αυτοβιογραφία θα πρέπει να οργανώσεις το υλικό σου, και αυτή η οργάνωση σημαίνει ότι πολλά πράγματα θα μείνουν απέξω, γιατί δεν θα κολλάνε. Όμως το να γράφεις σκόρπιες αναμνήσεις, που σου έρχονται με τον αυθορμητισμό ενός ελεύθερου συνειρμού, είναι ίσως προτιμότερο.
Αν ζήσω περισσότερο από τον Μαρτσέλο, και όχι υποχρεωτικά σαν τον Ολιβέιρα, ίσως την κάνω αυτή την αυτοβιογρφία. Αλλά μόλις τώρα βγήκα στην σύνταξη, δεν ξέρω ακόμη πώς θα οργανώσω τη ζωή μου. Προς το παρόν έχω σκοπό να γράψω κάτι ιστοριούλες, που αν αρέσουνε στον Αλέξανδρο τον Δεσύλλα, τον εκδότη μου (εκδόσεις ΑΛΔΕ), μπορούν να εκδοθούνε στη σειρά «μετροαναγνώσματα», στην ίδια σειρά που εκδόθηκε και το «Φραγκιό». Ένας πρόχειρος τίτλος, που δίνει όμως τη θεματική τους, είναι «Του τάφου». Εκεί θα κολλούσε καλύτερα και το Requiem, το πρώτο διήγημα του «Φραγκιού». Παρά τον τίτλο τους θα είναι χιουμοριστικά. (Συμπληρώνω τώρα που ξαναρίχνω μια ματιά πριν την ανάρτηση: προχθές πέρασα από τον ξάδελφό μου τον Κωστή τον Κοντοπόδη. Όπως πάντα ήταν μια μεγάλη παρέα μαζεμένοι στην αυλή του. Τους έδωσα το «Φραγκιό» και τους είπα την πρόθεσή μου να γράψω για τα αφηγήματα «Του τάφου». Μου διηγήθηκαν μερικά. Κάποια σπαρταριστά. Ένα πολύ ρομαντικό. Ένα με μαύρο χιούμορ. Θυμήθηκα και εγώ ένα, ολότελα ξεχασμένο, γιατί είχα χρόνια να το ανασύρω στη μνήμη μου).
Το βιβλίο το βρήκα σε προσφορά, στο παζάρι της Κλαυθμώνος. Δεν ξέρω αν έχει εξαντληθεί. Αν το βρείτε, αξίζει να το αγοράσετε.
Αντιγράφουμε από το αυτί του βιβλίου: «Το θυμάμαι, ναι, θυμάμαι, είναι μια πιστή καταγραφή της αυτοβιογραφικής αφήγησης του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι μπροστά στην κάμερα της σκηνοθέτιδας και συντρόφου του στη ζωή, Άννας Μαρίας Τατό. Η ομώνυμη ταινία γυρίστηκε στη βόρεια Πορτογαλία το Σεπτέμβρη του 1996, στα διαλείμματα των γυρισμάτων της ταινίας του Μανουέλ ντε Ολιβέιρα Ταξίδι στην αρχή του κόσμου». Και διαβάζουμε στην Βικιπαίδια, στα βιογραφικά του Μαστρογιάνι: 28 September 1924 – 19 December 1996. Τρομερό!!! Μετά από δυόμισι μήνες πέθανε. Όσο για τον Μανουέλ ντε Ολιβέιρα, σήμερα είναι 105 χρονών και γυρίζει ακόμη ταινίες. Φτου! να μην τον ματιάσουμε. Από τους αγαπημένους μου. Η ταινία του «Γυρίζω σπίτι» είναι καταπληκτική.
Όμως ο λόγος είναι για τον Μαρτσέλο. Είναι συγκινητική αυτή η «εκ βαθέων» εξομολόγηση ενός μεγάλου ηθοποιού (θυμίζουμε την Dolce Vita), που με αφοπλιστική ειλικρίνεια παρουσιάζει τον εαυτό του απομυθοποιημένο. Η εικόνα-κλισέ του «λατίνου εραστή» που τον συνόδευε στην καριέρα του τον ενοχλούσε αφάνταστα. Μιλάει για τον εαυτό του, για τα δύσκολα παιδικά χρόνια, τις συμπτώσεις που τον οδήγησαν στο να γίνει ηθοποιός, την επιτυχία που ακολούθησε, την αγάπη του για τη δουλεία του, για τις καλές ταινίες που γύρισε αλλά και για τις κακές, για συναδέλφους ηθοποιούς αλλά και για μεγάλους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε, με την αμεσότητα που έχει ο προφορικός λόγος, έστω και κάτω από την κριτική ματιά της κάμερας. Ήταν ο ίδιος ο Μαρτσέλο, χωρίς να παίζει κάποιο ρόλο, ήταν ο εαυτός του.
Θα αντιγράψω κάτι που με εντυπωσίασε, και είδα μετά ότι υπάρχει στο οπισθόφυλλο: «Σύμφωνα με τον Προυστ οι καλύτεροι παράδεισοι είναι οι χαμένοι παράδεισοι. Εγώ τολμώ να προσθέσω ότι ίσως υπάρχουν παράδεισοι ακόμα πιο θελκτικοί απ’ τους χαμένους παραδείσους: είναι εκείνοι που δεν ζήσαμε ποτέ, οι τόποι και οι περιπέτειες που διακρίναμε μπροστά μας, σ’ ένα μέλλον που ίσως μια μέρα καταφέρουμε ν’ αγγίξουμε. Ποιος ξέρει, ίσως η γοητεία των ταξιδιών να βρίσκεται σ’ αυτή την παράδοξη νοσταλγία του μέλλοντος, στην ελπίδα-ή την αυταπάτη-ότι κάνοντας ένα ταξίδι, σ’ έναν άγνωστο σταθμό, θα βρούμε κάτι που θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη ζωή μας. Ίσως τελικά κάποιος να παύει να είναι νέος όταν το μόνο που κάνει είναι να νοσταλγεί, να αγαπάει μονάχα τους χαμένους παράδεισους».
Θα παραθέσω και ένα άλλο απόσπασμα, γιατί συμπληρώνει κάτι που έγραψα στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».
«Ξήλωσα όλα τα πουλόβερ που μου είχε φτιάξει η μητέρα μου. Τότε το μαλλί ήταν χειροποίητο και τα πλεκτά απ’ αυτό το μαλλί, που το λέγανε λάνα μαρκετζιάνα, τσιμπούσανε» (σελ. 44).
Έγραψα στο βιβλίο μου ότι και μένα η μητέρα μου μου έφτιαχνε πουλόβερ από το μαλλί της προβάτας μας. Το ίδιο έκαναν σχεδόν όλες οι μανάδες του χωριού. Και όχι τόσο πουλόβερ όσο φανέλες, φανέλες χοντρές που σύστηναν τότε οι γιατροί σε όσους είχαν περάσει πλευρίτιδα, και δεν ήταν και λίγοι. Και ο πατέρα μου και η μητέρα μου είχαν περάσει πλευρίτιδα, και φορούσαν και οι δυο τους τέτοιες φανέλες. Αυτό που ξέχασα να γράψω είναι ότι τσιμπούσαν φοβερά. Αν, όπως λέει ο Μαστρογιάνι, τσιμπούσαν τόσο τα πουλόβερ, φανταστείτε πόσο τσιμπούσαν οι φανέλες που φοριόντουσαν κατάσαρκα. Επειδή ήμουν αρρωστιάρης και κρυολογούσα συχνά, οι γονείς μου προσπαθούσαν να με πείσουν να φορέσω τέτοιες φανέλες. Αντιστάθηκα σθεναρά. Δεν τις φόρεσα ποτέ μου.
Πάλι αυτοβιογραφούμαι μέσα από τις βιβλιοκριτικές μου. Όμως το βιβλίο αυτό μου έδωσε μια ιδέα. Αυτά τα μικρά κειμενάκια των δύο το πολύ σελίδων, που πηγαίνουν από το ένα θέμα στο άλλο, είναι τόσο ευχάριστα στην ανάγνωση! Ακόμη, σε μια τυπική αυτοβιογραφία θα πρέπει να οργανώσεις το υλικό σου, και αυτή η οργάνωση σημαίνει ότι πολλά πράγματα θα μείνουν απέξω, γιατί δεν θα κολλάνε. Όμως το να γράφεις σκόρπιες αναμνήσεις, που σου έρχονται με τον αυθορμητισμό ενός ελεύθερου συνειρμού, είναι ίσως προτιμότερο.
Αν ζήσω περισσότερο από τον Μαρτσέλο, και όχι υποχρεωτικά σαν τον Ολιβέιρα, ίσως την κάνω αυτή την αυτοβιογρφία. Αλλά μόλις τώρα βγήκα στην σύνταξη, δεν ξέρω ακόμη πώς θα οργανώσω τη ζωή μου. Προς το παρόν έχω σκοπό να γράψω κάτι ιστοριούλες, που αν αρέσουνε στον Αλέξανδρο τον Δεσύλλα, τον εκδότη μου (εκδόσεις ΑΛΔΕ), μπορούν να εκδοθούνε στη σειρά «μετροαναγνώσματα», στην ίδια σειρά που εκδόθηκε και το «Φραγκιό». Ένας πρόχειρος τίτλος, που δίνει όμως τη θεματική τους, είναι «Του τάφου». Εκεί θα κολλούσε καλύτερα και το Requiem, το πρώτο διήγημα του «Φραγκιού». Παρά τον τίτλο τους θα είναι χιουμοριστικά. (Συμπληρώνω τώρα που ξαναρίχνω μια ματιά πριν την ανάρτηση: προχθές πέρασα από τον ξάδελφό μου τον Κωστή τον Κοντοπόδη. Όπως πάντα ήταν μια μεγάλη παρέα μαζεμένοι στην αυλή του. Τους έδωσα το «Φραγκιό» και τους είπα την πρόθεσή μου να γράψω για τα αφηγήματα «Του τάφου». Μου διηγήθηκαν μερικά. Κάποια σπαρταριστά. Ένα πολύ ρομαντικό. Ένα με μαύρο χιούμορ. Θυμήθηκα και εγώ ένα, ολότελα ξεχασμένο, γιατί είχα χρόνια να το ανασύρω στη μνήμη μου).
Το βιβλίο το βρήκα σε προσφορά, στο παζάρι της Κλαυθμώνος. Δεν ξέρω αν έχει εξαντληθεί. Αν το βρείτε, αξίζει να το αγοράσετε.
No comments:
Post a Comment