Γιάννη Νιωτάκη, Και ιδού ουρανός αδιάβατος, Ρόδος 2000
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούλιος-Αύγουστος 2000
Ο Γιάννης Νιωτάκης ζει στη Ρόδο, και έχει μια έντονη πολιτιστική δραστηριότητα εκεί, στον κρητικό σύλλογο και στο περιοδικό τους «Του Ψηλορείτη οι στράτες». «Και ιδού ουρανός αδιάβατος» είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή, μετά τις «Μοναχικές περιδιαβάσεις» (1994), ενώ ανέκδοτα, αλλά όχι ανέβαστα, παραμένουν τα «Ανεβαλώματα», μια κρητική θεατρική ηθογραφία.
Η ποίηση του Νιωτάκη είναι μια εξομολογητική ποίηση. Στη μεγαλύτερη έκτασή της ο ποιητής μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Εκμυστηρεύεται και κοινωνεί εμπειρίες, τόσο στενά προσωπικές, όσο και συλλογικές. Μοναδική στην αποφθεγματική της διατύπωση και στην επικαιρότητα του νοήματος, την οποία θα προσυπογράφαμε πολλοί της γενιάς μας, είναι η παρακάτω στροφή:
Η πίστη που διακηρύξαμε
έγινε
το βάθρο
για να συληθούν
τα πιο αγνά ιδανικά μας (σελ. 24)
Όμως δεν τον κυριεύει η απαισιόδοξη παραίτηση. «Η φαντασία στην εξουσία» ήταν το σύνθημα στο γαλλικό Μάη του 68. Και ο Νιωτάκης γράφει:
Βιάσου
το τραίνο που μπήκε στο σταθμό
φέρνει τα όνειρά μας
Όσα μας έμειναν
Ας μην τα απογοητεύσουμε... (σελ. 20)
Η εικονοπλασία της ποίησης του Νιωτάκη δανείζεται τις εικόνες της, όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους ποιητές (μου έρχεται στο νου η περίπτωση του Μανώλη Πρατικάκη) από την ειδυλλιακή ύπαιθρο, την οποία όμως ο ίδιος δεν στερήθηκε, μια και μένει στην επαρχία. Είναι χαρακτηριστικό το πρώτο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «Ήγγικεν η ώρα»
Πώς να την αντέξουμε τούτη την Άνοιξη
που εισέβαλε έτσι ανυστερόβουλα
στην πρωινή προσευχή μας!
Έφτασαν τα χελιδόνια
κι όλο διαγράφουν ατέλειωτες τεθλασμένες
και καμπύλες
στα κουρασμένα μας μέτωπα.
Είναι κι εκείνες οι παπαρούνες
που γέμισαν αιμάτινες πινελιές
τις γκρίζες κόρες των ματιών... (σελ. 11)
Οι ατέλειωτες τεθλασμένες και καμπύλες που υπογραμμίσαμε είναι οι στοιχειακές γραμμές της υπαίθρου.
Ο Νιωτάκης όμως ζει σε αστικό κέντρο, έστω και αν η ύπαιθρος βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Έτσι του είναι γνώριμες οι στοιχειακές γραμμές της πόλης, τις οποίες χρησιμοποιεί στην εικονοπλασία του. Τις υπογραμμίζουμε στο παρακάτω ποίημα που φέρνει τον τίτλο «Φωτεινά σημεία».
Μοναχικό
το μονοπάτι
που πορευόμαστε
Οι κάθετες
κι
οι διαγώνιες συναντήσεις
μικρά φωτεινά
σημεία
στα σταυροδρόμια
της ζωής
Οι παράλληλες
άλλοτε γκρίζες
κι
άλλοτε γαλαζοπράσινες
πριν
από το πέρασμα της λήθης.
Αναφέρουμε παρεμπιπτόντως ότι σε κάποια επιστημονική έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι ινδιάνοι που ζουν στα δάση δυσκολεύονται πολύ να προσανατολιστούν στην πόλη, και αντίστροφα οι κάτοικοι της πόλης στο δάσος, γιατί στο δάσος κυριαρχούν οι καμπύλες και οι μικρές γραμμές, ενώ στην πόλη οι μεγάλες ευθείες, κάθετες, διαγώνιες ή παράλληλες αδιάφορο.
Συχνά νοσταλγώ τα φθινοπωρινά χελιδόνια, που τα θυμάμαι να πετούν στη συννεφιά χαμηλά στο δρόμο, σαν μικρά αεροπλανάκια έτοιμα να προσγειωθούν. Έχω χρόνια να δω χελιδόνια. Ευτυχώς που υπάρχει η ποίηση και ζωηρεύει τις αναμνήσεις. Αναφέρομαι φυσικά στο ποίημα που παραθέσαμε, απ’ αυτή τη θαυμάσια ποιητική συλλογή του Γιάννη Νιωτάκη.
Book review, movie criticism
Sunday, August 15, 2010
Saturday, August 14, 2010
Μιχάλη Αγγελάκη, Εν πλω παραλήρημα
Μιχάλη Αγγελάκη, Εν πλω παραλήρημα, Κνωσσός, 1999
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούλιος-Αύγουστος 2000
Οι θιασώτες της εικονιστικής ποίησης (pattern ή figure poetry) είναι ελάχιστοι, και με έκπληξη είδαμε ότι έφτασε στα γραφεία των Κ. Ε. μια τέτοια συλλογή, το «Εν πλω παραλήρημα» του Μιχάλη Αγγελάκη (Κνωσσός 1999).
Όμως, τι είναι αυτή η ποίηση;
Είναι μια ποίηση στην οποία οι στίχοι είναι διαταγμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να μεταδίδουν ή να επεκτείνουν το συναισθηματικό περιεχόμενο των λέξεων. Έχει παλιά, πιθανόν ανατολίτικη προέλευση, και τέτοια ποιήματα βρίσκονται στην ελληνική «Ανθολογία» (γύρω στο 980), όπου ένα ποίημα έχει τη μορφή ενός πέλεκυ και ένα άλλο τη μορφή ενός αυγού. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτής της ποίησης είναι ο άγγλος μεταφυσικός ποιητής του 16ου αιώνα George Herbert, που το ποίημά του «Ο βωμός» έχει τη μορφή βωμού. Ο γάλλος συμβολιστής του 19ου αιώνα Στεφάν Μαλλαρμέ χρησιμοποιεί στο ποίημά του «Ζαριά» (1897) τυπογραφικά στοιχεία διαφόρων μεγεθών. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του 20ου αιώνα είναι ο Γκιγιώμ Απολινέρ, που τα «Καλλιγραφήματά» του (1918) έχουν επηρεαστεί από τον κυβισμό. Στο ποίημά του «Η βροχή» οι λέξεις πέφτουν σε μακριές λοξές γραμμές, υποβάλλοντας την αίσθηση της βροχής. Στην ποίηση αυτή ενισχύονται τα νοήματα με την οπτική υποβολή.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα (σελ. 19) από την συλλογή αυτή του Αγγελάκη
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Η προοπτική απομάκρυνση του στίχου με την σμίκρυνση των τυπογραφικών στοιχείων υποβάλλει θαυμάσια την αίσθηση της σιωπής.
Και ένα ακόμα απόσπασμα (σελ. 17)
Και τα μεγάφωνα στη διαπασών.
Ντουμ Ντουμ Ντουμ Ντουμ Ντουμ
Ντουμ Ντουμ Ντουμ Ντουμ
Ντουμ Ντουμ Ντουμ Ντουμ
Εδώ, αντίστροφα, η αύξηση του μεγέθους της γραμματοσειράς υποβάλλει την αίσθηση μιας αυξανόμενης ηχητικής έντασης.
Η εικονική ποίηση συχνά διασταυρώνεται με την συγκεκριμένη ποίηση (concrete poetry), ένα κίνημα του 20ου αιώνα. Η συγκεκριμένη ποίηση είναι μια γραφική τέχνη που χρησιμοποιεί τυπογραφικά στοιχεία με τέτοιο τρόπο ώστε ορισμένες ενότητες - τμήματα γραμμάτων, σημεία στίξεως, γραφήματα (γράμματα), μορφήματα (νοηματικές γλωσσικές ενότητες) συλλαβές ή λέξεις (συνήθως με γραφηματική παρά με καταδηλωτική σημασία) - και γραφηματικά διαστήματα σχηματίζουν μια υποβλητική εικόνα.
Η συγκεκριμένη ποίηση έχει επηρεαστεί από τα κινήματα των αρχών του αιώνα, κυρίως τον ντανταϊσμό και τον σουρεαλισμό, και έχει τις ίδιες αρχές με την «συγκεκριμένη μουσική» (μουσική που χρησιμοποιεί αυθεντικούς ήχους, που συνήθως επεξεργάζεται με υπολογιστή και χρησιμοποιεί εν είδει ακουστικού κολλάζ). Η διαφορά της από την εικονιστική ποίηση είναι ότι η δεύτερη, αν διαβαστεί προφορικά, διατηρεί τα νοήματά της, ενώ αυτά στην συγκεκριμένη ποίηση χάνονται.
Χαρακτηριστικό δείγμα συγκεκριμένης ποίησης είναι το παρακάτω (σελ. 15).
Όμως υπάρχει και το εικονιστικό συμπλήρωμα στο παραπάνω τμήμα συγκεκριμένης ποίησης, που ακολουθεί, και κατά κάποιο τρόπο το διευκρινίζει:
Το αναπηρικό καροτσάκι
έτρεχε ιλιγγιωδώς
στην άσφαλτο
και δεν σταμάτησε
καθόλου
να με πάει βόλτα
στο πάρκο
που ανθίζουν
μικρά τραυματισμένα χαμόγελα
του Φθινοπόρου.
Φυσικά σε πολλά ποιήματα υπάρχουν απλώς ίχνη εικονισμού, που, όπως στο προηγούμενο, έτσι και στο παρακάτω, απλώς ο πρώτος στίχος είναι με χαρακτήρες bold (σελ. 14).
Κι εμείς καταναλωνόμαστε
σ’ όνειρα προκατασκευασμένα
από εταιρείες ευτελών διαλογισμών
άραγε
προλαβαίνουμε
να δρέψουμε άνθη τα’ απόβραδο
κατάμονα στη μοναξιά τους;
Μήπως
προλαβαίνουμε
να δούμε τι γίνεται
στα σιωπηλά κατάβαθα των συρταριών
που ξεχάσαμε τη ζωή μας;
Μήπως
στα ποταμάκια και τους καλαμιώνες
υπάρχουν ακόμα βαρκούλες χάρτινες
ή μήπως χάθηκαν κι αυτές
μες στους κοακισμούς των μεγαφώνων;
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, παρά την εγκατάλειψη των πειραματισμών με την εικονιστική και τη συγκεκριμένη ποίηση, οι δυνατότητες που προσφέρουν τα σημερινά κομπιούτερ είναι κυριολεκτικά απεριόριστες, που δεν τις είχαν φαντασθεί οι πρωτοπόροι. Χάρις σ’ αυτές τις δυνατότητες μπορώ και αναπαράγω τα σχετικά αποσπάσματα στο βιβλιοκρητικό αυτό σημείωμα.
Παρολαυτά νομίζουμε ότι η ποίηση του Μιχάλη Αγγελάκη, που τη διακρίνει μια βαθιά αισθαντικότητα, δεν χρειάζεται τους ακραίους αυτούς φορμαλιστικούς πειραματισμούς για να μεταδοθεί. Φοβάμαι ότι ο εντυπωσιασμός της εικονικότητας αντί να ενισχύει υποβλητικά τα νοήματα, τα χαντακώνει.
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούλιος-Αύγουστος 2000
Οι θιασώτες της εικονιστικής ποίησης (pattern ή figure poetry) είναι ελάχιστοι, και με έκπληξη είδαμε ότι έφτασε στα γραφεία των Κ. Ε. μια τέτοια συλλογή, το «Εν πλω παραλήρημα» του Μιχάλη Αγγελάκη (Κνωσσός 1999).
Όμως, τι είναι αυτή η ποίηση;
Είναι μια ποίηση στην οποία οι στίχοι είναι διαταγμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να μεταδίδουν ή να επεκτείνουν το συναισθηματικό περιεχόμενο των λέξεων. Έχει παλιά, πιθανόν ανατολίτικη προέλευση, και τέτοια ποιήματα βρίσκονται στην ελληνική «Ανθολογία» (γύρω στο 980), όπου ένα ποίημα έχει τη μορφή ενός πέλεκυ και ένα άλλο τη μορφή ενός αυγού. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτής της ποίησης είναι ο άγγλος μεταφυσικός ποιητής του 16ου αιώνα George Herbert, που το ποίημά του «Ο βωμός» έχει τη μορφή βωμού. Ο γάλλος συμβολιστής του 19ου αιώνα Στεφάν Μαλλαρμέ χρησιμοποιεί στο ποίημά του «Ζαριά» (1897) τυπογραφικά στοιχεία διαφόρων μεγεθών. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του 20ου αιώνα είναι ο Γκιγιώμ Απολινέρ, που τα «Καλλιγραφήματά» του (1918) έχουν επηρεαστεί από τον κυβισμό. Στο ποίημά του «Η βροχή» οι λέξεις πέφτουν σε μακριές λοξές γραμμές, υποβάλλοντας την αίσθηση της βροχής. Στην ποίηση αυτή ενισχύονται τα νοήματα με την οπτική υποβολή.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα (σελ. 19) από την συλλογή αυτή του Αγγελάκη
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Κι αχνοπατώ στις σιωπές...
Η προοπτική απομάκρυνση του στίχου με την σμίκρυνση των τυπογραφικών στοιχείων υποβάλλει θαυμάσια την αίσθηση της σιωπής.
Και ένα ακόμα απόσπασμα (σελ. 17)
Και τα μεγάφωνα στη διαπασών.
Ντουμ Ντουμ Ντουμ Ντουμ Ντουμ
Ντουμ Ντουμ Ντουμ Ντουμ
Ντουμ Ντουμ Ντουμ Ντουμ
Εδώ, αντίστροφα, η αύξηση του μεγέθους της γραμματοσειράς υποβάλλει την αίσθηση μιας αυξανόμενης ηχητικής έντασης.
Η εικονική ποίηση συχνά διασταυρώνεται με την συγκεκριμένη ποίηση (concrete poetry), ένα κίνημα του 20ου αιώνα. Η συγκεκριμένη ποίηση είναι μια γραφική τέχνη που χρησιμοποιεί τυπογραφικά στοιχεία με τέτοιο τρόπο ώστε ορισμένες ενότητες - τμήματα γραμμάτων, σημεία στίξεως, γραφήματα (γράμματα), μορφήματα (νοηματικές γλωσσικές ενότητες) συλλαβές ή λέξεις (συνήθως με γραφηματική παρά με καταδηλωτική σημασία) - και γραφηματικά διαστήματα σχηματίζουν μια υποβλητική εικόνα.
Η συγκεκριμένη ποίηση έχει επηρεαστεί από τα κινήματα των αρχών του αιώνα, κυρίως τον ντανταϊσμό και τον σουρεαλισμό, και έχει τις ίδιες αρχές με την «συγκεκριμένη μουσική» (μουσική που χρησιμοποιεί αυθεντικούς ήχους, που συνήθως επεξεργάζεται με υπολογιστή και χρησιμοποιεί εν είδει ακουστικού κολλάζ). Η διαφορά της από την εικονιστική ποίηση είναι ότι η δεύτερη, αν διαβαστεί προφορικά, διατηρεί τα νοήματά της, ενώ αυτά στην συγκεκριμένη ποίηση χάνονται.
Χαρακτηριστικό δείγμα συγκεκριμένης ποίησης είναι το παρακάτω (σελ. 15).
Όμως υπάρχει και το εικονιστικό συμπλήρωμα στο παραπάνω τμήμα συγκεκριμένης ποίησης, που ακολουθεί, και κατά κάποιο τρόπο το διευκρινίζει:
Το αναπηρικό καροτσάκι
έτρεχε ιλιγγιωδώς
στην άσφαλτο
και δεν σταμάτησε
καθόλου
να με πάει βόλτα
στο πάρκο
που ανθίζουν
μικρά τραυματισμένα χαμόγελα
του Φθινοπόρου.
Φυσικά σε πολλά ποιήματα υπάρχουν απλώς ίχνη εικονισμού, που, όπως στο προηγούμενο, έτσι και στο παρακάτω, απλώς ο πρώτος στίχος είναι με χαρακτήρες bold (σελ. 14).
Κι εμείς καταναλωνόμαστε
σ’ όνειρα προκατασκευασμένα
από εταιρείες ευτελών διαλογισμών
άραγε
προλαβαίνουμε
να δρέψουμε άνθη τα’ απόβραδο
κατάμονα στη μοναξιά τους;
Μήπως
προλαβαίνουμε
να δούμε τι γίνεται
στα σιωπηλά κατάβαθα των συρταριών
που ξεχάσαμε τη ζωή μας;
Μήπως
στα ποταμάκια και τους καλαμιώνες
υπάρχουν ακόμα βαρκούλες χάρτινες
ή μήπως χάθηκαν κι αυτές
μες στους κοακισμούς των μεγαφώνων;
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, παρά την εγκατάλειψη των πειραματισμών με την εικονιστική και τη συγκεκριμένη ποίηση, οι δυνατότητες που προσφέρουν τα σημερινά κομπιούτερ είναι κυριολεκτικά απεριόριστες, που δεν τις είχαν φαντασθεί οι πρωτοπόροι. Χάρις σ’ αυτές τις δυνατότητες μπορώ και αναπαράγω τα σχετικά αποσπάσματα στο βιβλιοκρητικό αυτό σημείωμα.
Παρολαυτά νομίζουμε ότι η ποίηση του Μιχάλη Αγγελάκη, που τη διακρίνει μια βαθιά αισθαντικότητα, δεν χρειάζεται τους ακραίους αυτούς φορμαλιστικούς πειραματισμούς για να μεταδοθεί. Φοβάμαι ότι ο εντυπωσιασμός της εικονικότητας αντί να ενισχύει υποβλητικά τα νοήματα, τα χαντακώνει.
Friday, August 13, 2010
Ελίας Κανέτι, Πάρτι και αερομαχίες
Ελίας Κανέτι, Πάρτι και αερομαχίες, μετ. Αλεξάνδρα Παύλου, Καστανιώτης FAQ, 2010, σελ. 230
Για τη σειρά «Βραβεία Νόμπελ» των εκδόσεων Καστανιώτη-FAQ είχα φοβερές αμφιβολίες (και εξακολουθώ να έχω). Η πιο απλή σκέψη που κάνω είναι ότι πρόκειται για βιβλία συγγραφέων, τιμημένων μεν με το Νόμπελ, όχι όμως πιασάρικα ώστε να εκδοθούν σε κανονική έκδοση, ενώ στην φτηνή, hard copy έκδοση των FAQ με την εβδομαδιαία κυκλοφορία στα περίπτερα θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη μοίρα. Έτσι αγόρασα την «Πτώση» του Καμύ, νομίζω το δεύτερο στη σειρά, μια και μόλις είχα διαβάσει τη βιογραφία του, γραμμένη από τον Ολιβιέ Τοντ, πάλι από τις εκδόσεις Καστανιώτης. Αν δεν κάνω λάθος το πρώτο της σειράς ήταν το πολυσέλιδο «Για ποιον κτυπά η καμπάνα» του Χεμινγουέη, κράχτες και τα δυο. Όταν είδα στα περίπτερα το «Πάρτι και αερομαχίες» του Κανέτι δεν με έπιασε μεγάλη επιθυμία να το αγοράσω. Λέω δεν με έπιασε μεγάλη επιθυμία, γιατί είχα ήδη διαβάσει τρία βιβλία του, την «Τύφλωση», τον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας του και το βιβλίο του για τον Κάφκα (δεν θυμάμαι ακριβώς τους τίτλους τους και βαριέμαι να ψάξω). Και η ζωή είναι μικρή, από τώρα και πέρα ακόμη πιο μικρή, και έχω να διαβάσω και άλλους συγγραφείς. Τελικά δεν άντεξα τον πειρασμό και το αγόρασα στην Κρήτη το Πάσχα.
Ευτυχώς!!! Είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Διαθέτει μια αρετή που μου αρέσει πάρα πολύ: το χιούμορ.
Και τον σαρκασμό. Τόσο το χιούμορ όσο και ο σαρκασμός σε κάνουν να (χαμο)γελάς, και ως γνωστόν το γέλιο μακραίνει τη ζωή (το χαμόγελο λιγότερο).
Ο Κανέτι σαρκάζει κατ’ αρχήν τους άγγλους για την αλαζονεία τους. Ως Εβραίος της Βιέννης κατέφυγε στην Αγγλία για να γλυτώσει από τους ναζί. Μπορεί να νοιώθει ευγνωμοσύνη για την φιλοξενία, όμως είναι αδυσώπητος στην κριτική του. Τους κατηγορεί σε αρκετά σημεία σ’ αυτό το βιβλίο για την αλαζονεία τους, που για αυτόν είναι «η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα της αγγλικής άρχουσας τάξης» (σελ. 132). Γράφει ακόμη: «Διαιώνιση της αλαζονείας: κληρονομείται από εκείνους που δεν έχουν δικαίωμα σ’ αυτήν. Η ζωή τους καταλήγει να είναι η εξής μία προσπάθεια: η εξαργύρωση της αλαζονείας» (σελ. 23).
Αλλά δεν είναι μόνο η αλαζονεία.
«Η υποκρισία, που ήταν η ουσιαστική συνοχή της αγγλικής ζωής, ξεσκεπάστηκε» (σελ. 188).
Επαινεί όμως την αποφασιστικότητα και την αυτοκυριαρχία τους.
Στο στόχαστρό του έχει κυρίως δύο άτομα: την Θάτσερ και τον Τ. Σ. Έλιοτ. Αυτόν τον δεύτερο δεν τον χωνεύει καθόλου. Για την αλαζονεία του; Όχι μόνο. Αυτό το μαθαίνουμε στον επίλογο του Τζέρεμι Άντλερ: Ο Έλιοτ ήταν αντισημίτης.
Κάποτε διάβασα μια δήλωση του Έλιοτ, ότι είναι φιλοβασιλικός, royalist in politics (exact words). Ήταν η περίοδος που εμείς διώχναμε τον βασιλιά μας. Δεν ήταν δήλωση για να τον συμπαθήσω.
Και μια ακόμη χιουμοριστική ατάκα σε σχέση με τον Έλιοτ: «Ο κύριος Μίλμπερν αγοράζει τα ‘Τέσσερα κουαρτέτα’ του Έλιοτ για ένα σελίνι το καθένα» (σελ. 37). Αν δηλαδή ήθελε να αγοράσει μόνο τα δυο τι θα έκανε ο βιβλιοπώλης, θα έκοβε το βιβλίο στη μέση;
Και πάλι για τους Μίλμπερν:
«Όταν η ετοιμασία (του φαγητού) αργούσε πολύ, οι Μίλμπερν άρχιζαν να πεινάνε. Δεν το έλεγαν ποτέ, ο φόβος μήπως η φωνή τους τραβούσε την προσοχή κάποιου πιλότου (γερμανικού βομβαρδιστικού) εκεί ψηλά δεν σταματούσε στιγμή…» (σελ. 53).
Υπάρχει και ένας ακόμη λόγος που μου αρέσει το βιβλίο. Είναι αυτοβιογραφικό, δηλαδή ο συγγραφέας παραθέτει κατά τεκμήριον αλήθειες. Η λογοτεχνία είναι γεμάτη ψευτιές. «Είντα τα διαβάζεις τα μυθιστορήματα (μιλάμε για τον Ντοστογιέφσκι), είναι γεμάτα ψευτιές, να διαβάζεις τα μαθήματά σου», μου έλεγαν και μου ξανάλεγαν οι γονείς μου, αλλά γονείς τώρα, ποιος τους ακούει.
Παράλληλα με την αυτοβιογραφία, ή μάλλον σαν μέρος της, ο Κανέτι φτιάχνει πορτραίτα ανθρώπων που συνάντησε κατά την παραμονή του στην Αγγλία, απλών ανθρώπων όπως οι άνθρωποι που τον φιλοξένησαν, αλλά και προσωπικοτήτων. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Μπέρτραν Ράσσελ. Αντιγράφω δυο αποσπάσματα.
«Αντί για δούκας του Μπέντφορντ, αυτός ήθελε να είναι απλώς ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ, και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν δείλιασε να πάει ως ειρηνιστής για έξι μήνες στη φυλακή» (σελ. 92).
Μπράβο στον Ράσελ! Πιο κάτω διαβάζουμε όμως:
«Κάτι ζωώδες στη φύση του περιεχόταν σ’ αυτό το γέλιο, ένας πολύ κοντός μεν, αλλά τρομερά ορμητικός και ακαταπόνητος σάτυρος» (σελ. 93).
Και στο τέλος του κεφαλαίου:
«Ξαφνικά άκουσα το βέλασμα ενός τράγου, τόσο έντονο, ώστε τρόμαξα-μόνο εκείνος μπορούσε να είναι… τώρα ήταν βυθισμένος στη συζήτηση… μόλις εκείνη τη στιγμή άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους που είχαν σχηματίσει έναν αδιαπέραστο κύκλο γύρω από τους δυο άντρες. Δεν πρόλαβα όμως να δω και πολλούς γιατί κοντά στον Μπέρτραντ Ράσελ στεκόταν μια νέα γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, η οποία μου είχε τραβήξει την προσοχή ήδη από την πρώτη μου βόλτα στο χώρο, κάμποση ώρα πριν ακούσω το οικείο βέλασμα…. Σαν να είχαν ραντεβού, ο ογδοντάχρονος και η εικοσάχρονη, έφυγε ο Ράσελ μαζί της από τη δεξίωση δίχως να το πολυσκεφτεί. Κατά την αποχώρησή του εξακολουθούσε να γελάει, εκείνη όμως έδειχνε με κάθε της βήμα όλο και ομορφότερη» (σελ. 96).
Έτσι έμεινε μπουκάλα ο Κανέτι. Η ζήλεια είναι εμφανής σε αυτό το απόσπασμα. Ζηλεύει τον όμοιό του. Αυτό το υποψιάζεσαι από το έργο, αλλά επιβεβαιώνεται περίτρανα από τον Τζέρεμι Άντλερ στον επίλογο. Ο Άντλερ λέει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι μια φορά έκανε έρωτα με μια φιλενάδα του ενώ η γυναίκα του βρισκόταν μέσα στο σπίτι (δεν υπογράμμισα δυστυχώς το απόσπασμα για να παραθέσω σελίδα). Μια από τις φιλενάδες του, που στο βιβλίο του μια την επαινεί και μια τη θάβει, είναι και η συγγραφέας Άιρις Μέρντοχ. Έγραψε 24 μυθιστορήματα. Δεν έχω διαβάσει κανένα. Το μόνο της βιβλίο που διάβασα είναι το πρώτο της, μια μελέτη για τον Σαρτρ. Είδα και την ταινία «Άιρις». Θλιβερό να τελειώσει τη ζωή της μέσα στο σκοτάδι του Αλτσχάιμερ.
Και μια κωμική – ή μήπως τραγική; - ιστορία με παραλίγο αδελφοφάδες.
«… θα προσπαθούσε να φτάσει στην Βενεζουέλα. Εκεί είχε έναν φίλο που ήταν στην κυβέρνηση, θα του ζητούσε να του δώσει μια υπουργική θέση και όταν θα είχε κλέψει αρκετά, μην τον είδατε, θα επέστρεφε στην Ισπανία, στην απελευθερωμένη Ισπανία. Ίσως τότε να κατάφερνε στο τέλος να σκοτώσει τον αδελφό του (ο αδελφός του ήταν δημοκρατικός, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, και δεν έφυγε στην εξορία μετά την επικράτηση του Φράνκο)» (σελ. 94).
Ένα από τα άτομα που προσωπογραφεί ο Κανέτι είναι ο Arthur Waley. «Ήταν γνώστης της κινεζικής και της ιαπωνικής και ενός αριθμού άλλων γλωσσών της Ανατολής, το πόσες κατείχε, αυτό δεν το ήξερε κανείς» (σελ. 98). Ένα από τα βιβλία που διάβασα γράφοντας το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» (ας το διαφημίσουμε, κυκλοφόρησε πριν τρεις μήνες από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ), είναι και το The Nō plays of Japan του Waley. Έτσι με ενδιέφερε τρομερά το τι έγραφε το Κανέτι γι' αυτόν.
Ήταν, όπως λέει ο Κανέτι, ο μοναδικός αναγνώστης του βιβλίου του «Η τύφλωση», που δεν είχε μεταφραστεί ακόμη στα αγγλικά. Ο λόγος που το διάβασε ήταν ότι ο κεντρικός ήρωας είναι ένας σινολόγος.
Ενώ εξαίρει τον επιστήμονα, δεν φαίνεται να έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον άνθρωπο. Τον παρουσιάζει ως αυταρχικό και αλαζόνα (άγγλος δεν είναι κι αυτός;). Μάλιστα ορίζει το είδος της αλαζονείας του: «ήταν αλαζονεία της κρίσης». Σε μια συζήτηση που είχε ο Γουόλεϊ με την Βέζα, τη γυναίκα του Κανέτι, όσους συγγραφείς του ανέφερε αυτή τους απέρριπτε. Απέρριψε τον Ντίκενς και τον Θάκερεϊ, για τον Φάουστ σχολίασε: very bad writing, πολύ κακό γράψιμο, και την Άννα Καρένινα την χαρακτήρισε «Pretty boring», πολύ πληκτική. Στους άλλους εμιγκρέδες δήλωνε ότι «εκτός από τον Κάφκα και την Τύφλωση δεν μπορούσε να διαβάσει κανένα σύγχρονο γερμανικό μυθιστόρημα» (σελ. 103).
Στο στόχαστρό του ο Κανέτι έχει επίσης τους ψυχαναλυτές. Η άποψή του είναι ότι «προσποιούνται ότι ακούνε» (σελ. 105). Θα περίμενε κανείς ότι θα εκτιμούσε το έργο του άλλου βιεννέζου εβραίου που βρέθηκε και αυτός στην Αγγλία κυνηγημένος από τους ναζί, του Φρόιντ.
Διαβάζουμε:
«…ο ίδιος ο Δάντης δεν συγχωρούσε τίποτα, ούτε συγχωρούσε ούτε ξεχνούσε» (σελ. 109). Ο Κομφούκιος επίσης είπε «Δεν είναι φοβερό αν σε προσέβαλαν, αν σε κορόιδεψαν ή αν σε λήστεψαν. Φοβερό είναι αν εσύ δεν μπορείς να το ξεχάσεις». Ο Μαντέλα είπε «Συγχωρούμε αλλά δεν ξεχνούμε». Εγώ λέω: Προσπαθώ να ξεχάσω αλλά δεν συγχωρώ.
Γράφει για κάποιον:
«… τόσο εύπορος, ώστε μπορούσε να αφοσιωθεί στην επιστήμη του δίχως να αναγκαστεί να αποδεχτεί έδρα στο πανεπιστήμιο. Ένας τζέντλεμαν και λόγιος σαν αυτούς που δεν σπάνιζαν στην Αγγλία του 19ου αιώνα, ο Δαρβίνος, είναι η γνωστότερη περίπτωση» (σελ. 128-129). Σήμερα ασφαλώς σπανίζουν.
Όλοι έχουν ακούσει το ανέκδοτο: Αν ο Χίτλερ είχε καταφέρει να περάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών η ανθρωπότητα θα είχε γλυτώσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τον Κοκόσκα όμως αυτή η ιστορία τον έχει γεμίσει ενοχές: αυτός του έφαγε τη θέση. Είναι αμφίβολο αν ο Χίτλερ γινόταν ποτέ ένας Κοκόσκα, σίγουρα όμως θα είχαμε ξεφύγει τον πόλεμο.
Διαβάζουμε:
«Μετά από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ ακολούθησαν σύντομα εκείνα από τις Χίλιες και μια νύχτες. Η επιθυμία για ιστορίες και μύθους δεν με εγκατέλειψε έκτοτε ποτέ» (σελ. 183).
Γιατί παραθέτω αυτό το απόσπασμα; Η χθεσινή μου ανάρτηση είναι ακριβώς για τις «Χίλιες και μια νύχτες». Εγώ το διάβασα με καθυστέρηση.
Ωραίος ο Κανέτι, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να διαβάσω το κλασικό του «Μάζες και εξουσία». Για δεύτερη φορά, μετά από χρόνια, επιχείρησα να διαβάσω τον «Μύθο του Σίσυφου» του Καμύ, και δεν κατάφερα να φτάσω πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Μπορώ να διαβάσω τα δοκίμια ενός επιστήμονα, όπως π.χ. τα «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού» του Κόνραντ Λόρεντς, που στηρίζονται στις γνώσεις του ως ηθολόγου, δυσκολεύομαι όμως να διαβάσω τα δοκίμια ενός λογοτέχνη. Και τα δοκίμια του Ουμπέρτο Έκο είναι καταπληκτικά, με πολύ χιούμορ, αλλά και αυτός είναι πρωτίστως επιστήμονας, πολύ αργότερα το έριξε στη λογοτεχνία.
Η μετάφραση είναι καλή, αλλά υπάρχει συχνά ένα πρόβλημα με μεταφραστές της μιας γλώσσας ή μεταφραστές που δεν είναι απλωμένοι στην κουλτούρα. Ο Βόγκαν Ουίλιαμς όπως μεταφράζει η μεταφράστρια είναι ο Βων Ουίλιαμς, ο άγγλος μουσικός που δεν είναι βέβαια πλατιά γνωστός, όμως είναι αρκετά γνωστός στους μουσικόφιλους. Γράφεται Vaughan.
Αυτός είναι λοιπόν ο Κανέτι, μάλλον θα ξαναασχοληθούμε με αυτόν.
Για τη σειρά «Βραβεία Νόμπελ» των εκδόσεων Καστανιώτη-FAQ είχα φοβερές αμφιβολίες (και εξακολουθώ να έχω). Η πιο απλή σκέψη που κάνω είναι ότι πρόκειται για βιβλία συγγραφέων, τιμημένων μεν με το Νόμπελ, όχι όμως πιασάρικα ώστε να εκδοθούν σε κανονική έκδοση, ενώ στην φτηνή, hard copy έκδοση των FAQ με την εβδομαδιαία κυκλοφορία στα περίπτερα θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη μοίρα. Έτσι αγόρασα την «Πτώση» του Καμύ, νομίζω το δεύτερο στη σειρά, μια και μόλις είχα διαβάσει τη βιογραφία του, γραμμένη από τον Ολιβιέ Τοντ, πάλι από τις εκδόσεις Καστανιώτης. Αν δεν κάνω λάθος το πρώτο της σειράς ήταν το πολυσέλιδο «Για ποιον κτυπά η καμπάνα» του Χεμινγουέη, κράχτες και τα δυο. Όταν είδα στα περίπτερα το «Πάρτι και αερομαχίες» του Κανέτι δεν με έπιασε μεγάλη επιθυμία να το αγοράσω. Λέω δεν με έπιασε μεγάλη επιθυμία, γιατί είχα ήδη διαβάσει τρία βιβλία του, την «Τύφλωση», τον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας του και το βιβλίο του για τον Κάφκα (δεν θυμάμαι ακριβώς τους τίτλους τους και βαριέμαι να ψάξω). Και η ζωή είναι μικρή, από τώρα και πέρα ακόμη πιο μικρή, και έχω να διαβάσω και άλλους συγγραφείς. Τελικά δεν άντεξα τον πειρασμό και το αγόρασα στην Κρήτη το Πάσχα.
Ευτυχώς!!! Είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Διαθέτει μια αρετή που μου αρέσει πάρα πολύ: το χιούμορ.
Και τον σαρκασμό. Τόσο το χιούμορ όσο και ο σαρκασμός σε κάνουν να (χαμο)γελάς, και ως γνωστόν το γέλιο μακραίνει τη ζωή (το χαμόγελο λιγότερο).
Ο Κανέτι σαρκάζει κατ’ αρχήν τους άγγλους για την αλαζονεία τους. Ως Εβραίος της Βιέννης κατέφυγε στην Αγγλία για να γλυτώσει από τους ναζί. Μπορεί να νοιώθει ευγνωμοσύνη για την φιλοξενία, όμως είναι αδυσώπητος στην κριτική του. Τους κατηγορεί σε αρκετά σημεία σ’ αυτό το βιβλίο για την αλαζονεία τους, που για αυτόν είναι «η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα της αγγλικής άρχουσας τάξης» (σελ. 132). Γράφει ακόμη: «Διαιώνιση της αλαζονείας: κληρονομείται από εκείνους που δεν έχουν δικαίωμα σ’ αυτήν. Η ζωή τους καταλήγει να είναι η εξής μία προσπάθεια: η εξαργύρωση της αλαζονείας» (σελ. 23).
Αλλά δεν είναι μόνο η αλαζονεία.
«Η υποκρισία, που ήταν η ουσιαστική συνοχή της αγγλικής ζωής, ξεσκεπάστηκε» (σελ. 188).
Επαινεί όμως την αποφασιστικότητα και την αυτοκυριαρχία τους.
Στο στόχαστρό του έχει κυρίως δύο άτομα: την Θάτσερ και τον Τ. Σ. Έλιοτ. Αυτόν τον δεύτερο δεν τον χωνεύει καθόλου. Για την αλαζονεία του; Όχι μόνο. Αυτό το μαθαίνουμε στον επίλογο του Τζέρεμι Άντλερ: Ο Έλιοτ ήταν αντισημίτης.
Κάποτε διάβασα μια δήλωση του Έλιοτ, ότι είναι φιλοβασιλικός, royalist in politics (exact words). Ήταν η περίοδος που εμείς διώχναμε τον βασιλιά μας. Δεν ήταν δήλωση για να τον συμπαθήσω.
Και μια ακόμη χιουμοριστική ατάκα σε σχέση με τον Έλιοτ: «Ο κύριος Μίλμπερν αγοράζει τα ‘Τέσσερα κουαρτέτα’ του Έλιοτ για ένα σελίνι το καθένα» (σελ. 37). Αν δηλαδή ήθελε να αγοράσει μόνο τα δυο τι θα έκανε ο βιβλιοπώλης, θα έκοβε το βιβλίο στη μέση;
Και πάλι για τους Μίλμπερν:
«Όταν η ετοιμασία (του φαγητού) αργούσε πολύ, οι Μίλμπερν άρχιζαν να πεινάνε. Δεν το έλεγαν ποτέ, ο φόβος μήπως η φωνή τους τραβούσε την προσοχή κάποιου πιλότου (γερμανικού βομβαρδιστικού) εκεί ψηλά δεν σταματούσε στιγμή…» (σελ. 53).
Υπάρχει και ένας ακόμη λόγος που μου αρέσει το βιβλίο. Είναι αυτοβιογραφικό, δηλαδή ο συγγραφέας παραθέτει κατά τεκμήριον αλήθειες. Η λογοτεχνία είναι γεμάτη ψευτιές. «Είντα τα διαβάζεις τα μυθιστορήματα (μιλάμε για τον Ντοστογιέφσκι), είναι γεμάτα ψευτιές, να διαβάζεις τα μαθήματά σου», μου έλεγαν και μου ξανάλεγαν οι γονείς μου, αλλά γονείς τώρα, ποιος τους ακούει.
Παράλληλα με την αυτοβιογραφία, ή μάλλον σαν μέρος της, ο Κανέτι φτιάχνει πορτραίτα ανθρώπων που συνάντησε κατά την παραμονή του στην Αγγλία, απλών ανθρώπων όπως οι άνθρωποι που τον φιλοξένησαν, αλλά και προσωπικοτήτων. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Μπέρτραν Ράσσελ. Αντιγράφω δυο αποσπάσματα.
«Αντί για δούκας του Μπέντφορντ, αυτός ήθελε να είναι απλώς ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ, και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν δείλιασε να πάει ως ειρηνιστής για έξι μήνες στη φυλακή» (σελ. 92).
Μπράβο στον Ράσελ! Πιο κάτω διαβάζουμε όμως:
«Κάτι ζωώδες στη φύση του περιεχόταν σ’ αυτό το γέλιο, ένας πολύ κοντός μεν, αλλά τρομερά ορμητικός και ακαταπόνητος σάτυρος» (σελ. 93).
Και στο τέλος του κεφαλαίου:
«Ξαφνικά άκουσα το βέλασμα ενός τράγου, τόσο έντονο, ώστε τρόμαξα-μόνο εκείνος μπορούσε να είναι… τώρα ήταν βυθισμένος στη συζήτηση… μόλις εκείνη τη στιγμή άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους που είχαν σχηματίσει έναν αδιαπέραστο κύκλο γύρω από τους δυο άντρες. Δεν πρόλαβα όμως να δω και πολλούς γιατί κοντά στον Μπέρτραντ Ράσελ στεκόταν μια νέα γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, η οποία μου είχε τραβήξει την προσοχή ήδη από την πρώτη μου βόλτα στο χώρο, κάμποση ώρα πριν ακούσω το οικείο βέλασμα…. Σαν να είχαν ραντεβού, ο ογδοντάχρονος και η εικοσάχρονη, έφυγε ο Ράσελ μαζί της από τη δεξίωση δίχως να το πολυσκεφτεί. Κατά την αποχώρησή του εξακολουθούσε να γελάει, εκείνη όμως έδειχνε με κάθε της βήμα όλο και ομορφότερη» (σελ. 96).
Έτσι έμεινε μπουκάλα ο Κανέτι. Η ζήλεια είναι εμφανής σε αυτό το απόσπασμα. Ζηλεύει τον όμοιό του. Αυτό το υποψιάζεσαι από το έργο, αλλά επιβεβαιώνεται περίτρανα από τον Τζέρεμι Άντλερ στον επίλογο. Ο Άντλερ λέει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι μια φορά έκανε έρωτα με μια φιλενάδα του ενώ η γυναίκα του βρισκόταν μέσα στο σπίτι (δεν υπογράμμισα δυστυχώς το απόσπασμα για να παραθέσω σελίδα). Μια από τις φιλενάδες του, που στο βιβλίο του μια την επαινεί και μια τη θάβει, είναι και η συγγραφέας Άιρις Μέρντοχ. Έγραψε 24 μυθιστορήματα. Δεν έχω διαβάσει κανένα. Το μόνο της βιβλίο που διάβασα είναι το πρώτο της, μια μελέτη για τον Σαρτρ. Είδα και την ταινία «Άιρις». Θλιβερό να τελειώσει τη ζωή της μέσα στο σκοτάδι του Αλτσχάιμερ.
Και μια κωμική – ή μήπως τραγική; - ιστορία με παραλίγο αδελφοφάδες.
«… θα προσπαθούσε να φτάσει στην Βενεζουέλα. Εκεί είχε έναν φίλο που ήταν στην κυβέρνηση, θα του ζητούσε να του δώσει μια υπουργική θέση και όταν θα είχε κλέψει αρκετά, μην τον είδατε, θα επέστρεφε στην Ισπανία, στην απελευθερωμένη Ισπανία. Ίσως τότε να κατάφερνε στο τέλος να σκοτώσει τον αδελφό του (ο αδελφός του ήταν δημοκρατικός, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, και δεν έφυγε στην εξορία μετά την επικράτηση του Φράνκο)» (σελ. 94).
Ένα από τα άτομα που προσωπογραφεί ο Κανέτι είναι ο Arthur Waley. «Ήταν γνώστης της κινεζικής και της ιαπωνικής και ενός αριθμού άλλων γλωσσών της Ανατολής, το πόσες κατείχε, αυτό δεν το ήξερε κανείς» (σελ. 98). Ένα από τα βιβλία που διάβασα γράφοντας το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» (ας το διαφημίσουμε, κυκλοφόρησε πριν τρεις μήνες από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ), είναι και το The Nō plays of Japan του Waley. Έτσι με ενδιέφερε τρομερά το τι έγραφε το Κανέτι γι' αυτόν.
Ήταν, όπως λέει ο Κανέτι, ο μοναδικός αναγνώστης του βιβλίου του «Η τύφλωση», που δεν είχε μεταφραστεί ακόμη στα αγγλικά. Ο λόγος που το διάβασε ήταν ότι ο κεντρικός ήρωας είναι ένας σινολόγος.
Ενώ εξαίρει τον επιστήμονα, δεν φαίνεται να έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον άνθρωπο. Τον παρουσιάζει ως αυταρχικό και αλαζόνα (άγγλος δεν είναι κι αυτός;). Μάλιστα ορίζει το είδος της αλαζονείας του: «ήταν αλαζονεία της κρίσης». Σε μια συζήτηση που είχε ο Γουόλεϊ με την Βέζα, τη γυναίκα του Κανέτι, όσους συγγραφείς του ανέφερε αυτή τους απέρριπτε. Απέρριψε τον Ντίκενς και τον Θάκερεϊ, για τον Φάουστ σχολίασε: very bad writing, πολύ κακό γράψιμο, και την Άννα Καρένινα την χαρακτήρισε «Pretty boring», πολύ πληκτική. Στους άλλους εμιγκρέδες δήλωνε ότι «εκτός από τον Κάφκα και την Τύφλωση δεν μπορούσε να διαβάσει κανένα σύγχρονο γερμανικό μυθιστόρημα» (σελ. 103).
Στο στόχαστρό του ο Κανέτι έχει επίσης τους ψυχαναλυτές. Η άποψή του είναι ότι «προσποιούνται ότι ακούνε» (σελ. 105). Θα περίμενε κανείς ότι θα εκτιμούσε το έργο του άλλου βιεννέζου εβραίου που βρέθηκε και αυτός στην Αγγλία κυνηγημένος από τους ναζί, του Φρόιντ.
Διαβάζουμε:
«…ο ίδιος ο Δάντης δεν συγχωρούσε τίποτα, ούτε συγχωρούσε ούτε ξεχνούσε» (σελ. 109). Ο Κομφούκιος επίσης είπε «Δεν είναι φοβερό αν σε προσέβαλαν, αν σε κορόιδεψαν ή αν σε λήστεψαν. Φοβερό είναι αν εσύ δεν μπορείς να το ξεχάσεις». Ο Μαντέλα είπε «Συγχωρούμε αλλά δεν ξεχνούμε». Εγώ λέω: Προσπαθώ να ξεχάσω αλλά δεν συγχωρώ.
Γράφει για κάποιον:
«… τόσο εύπορος, ώστε μπορούσε να αφοσιωθεί στην επιστήμη του δίχως να αναγκαστεί να αποδεχτεί έδρα στο πανεπιστήμιο. Ένας τζέντλεμαν και λόγιος σαν αυτούς που δεν σπάνιζαν στην Αγγλία του 19ου αιώνα, ο Δαρβίνος, είναι η γνωστότερη περίπτωση» (σελ. 128-129). Σήμερα ασφαλώς σπανίζουν.
Όλοι έχουν ακούσει το ανέκδοτο: Αν ο Χίτλερ είχε καταφέρει να περάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών η ανθρωπότητα θα είχε γλυτώσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τον Κοκόσκα όμως αυτή η ιστορία τον έχει γεμίσει ενοχές: αυτός του έφαγε τη θέση. Είναι αμφίβολο αν ο Χίτλερ γινόταν ποτέ ένας Κοκόσκα, σίγουρα όμως θα είχαμε ξεφύγει τον πόλεμο.
Διαβάζουμε:
«Μετά από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ ακολούθησαν σύντομα εκείνα από τις Χίλιες και μια νύχτες. Η επιθυμία για ιστορίες και μύθους δεν με εγκατέλειψε έκτοτε ποτέ» (σελ. 183).
Γιατί παραθέτω αυτό το απόσπασμα; Η χθεσινή μου ανάρτηση είναι ακριβώς για τις «Χίλιες και μια νύχτες». Εγώ το διάβασα με καθυστέρηση.
Ωραίος ο Κανέτι, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να διαβάσω το κλασικό του «Μάζες και εξουσία». Για δεύτερη φορά, μετά από χρόνια, επιχείρησα να διαβάσω τον «Μύθο του Σίσυφου» του Καμύ, και δεν κατάφερα να φτάσω πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Μπορώ να διαβάσω τα δοκίμια ενός επιστήμονα, όπως π.χ. τα «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού» του Κόνραντ Λόρεντς, που στηρίζονται στις γνώσεις του ως ηθολόγου, δυσκολεύομαι όμως να διαβάσω τα δοκίμια ενός λογοτέχνη. Και τα δοκίμια του Ουμπέρτο Έκο είναι καταπληκτικά, με πολύ χιούμορ, αλλά και αυτός είναι πρωτίστως επιστήμονας, πολύ αργότερα το έριξε στη λογοτεχνία.
Η μετάφραση είναι καλή, αλλά υπάρχει συχνά ένα πρόβλημα με μεταφραστές της μιας γλώσσας ή μεταφραστές που δεν είναι απλωμένοι στην κουλτούρα. Ο Βόγκαν Ουίλιαμς όπως μεταφράζει η μεταφράστρια είναι ο Βων Ουίλιαμς, ο άγγλος μουσικός που δεν είναι βέβαια πλατιά γνωστός, όμως είναι αρκετά γνωστός στους μουσικόφιλους. Γράφεται Vaughan.
Αυτός είναι λοιπόν ο Κανέτι, μάλλον θα ξαναασχοληθούμε με αυτόν.
Thursday, August 12, 2010
Χίλιες και μια νύχτες
Χίλιες και μια νύχτες, εκδοτικός οίκος Φοίνιξ, Βενετία, μετ. ***, μετά το 1790
Πλάκα κάνω, δεν βρήκα συλλεκτικό αντίτυπο αυτής της έκδοσης, και να ’βρισκα δηλαδή δεν θα το αγόραζα, θα ήταν πανάκριβο, απλά στο παζάρι του βιβλίου που γίνεται στην πλατεία Κλαυθμώνος βρήκα φέτος το μοναδικό αντίτυπο που είχε μείνει με τίτλο «Χαλιμά, χίλιες και μια νύχτες», εκδόσεις ΣΑΚΚΑΛΗΣ, χωρίς ημερομηνία έκδοσης, αλλά με διεύθυνση Κωλλέτη 4 και με επταψήφιο αριθμό τηλεφώνου (άρα μπορούμε να έχουμε terminus post quem. Νομίζω μετά το 1980 οι εξαψήφιοι αριθμοί έγιναν επταψήφιοι) και κάτω από τη λέξη «μετάφραση» γράφεται: «Υπό***», έτσι, με αστεράκια. Όταν ξεκίνησα να το διαβάζω, κατάλαβα τόσο από τη γλώσσα όσο και από την εικονογράφηση ότι πρόκειται για μια φωτογραφική αναπαραγωγή της έκδοσης της Βενετίας.
Για τα παραμύθια της Χαλιμάς είχα ακούσει από τη γιαγιά μου. Περιέργως όμως δεν θυμάμαι να μου είπε κανένα από αυτά, ενώ θυμάμαι μερικές ιστορίες με τον «Ναστρατίνη Χότζα». Έτσι, Ναστρατίνη. Ήξερα όμως την ιστορία-πλαίσιο, για τον βασιλιά που επειδή τον απάτησε η γυναίκα του την σκότωσε, και μετά άρχισε να εκδικείται ολόκληρο το γυναικείο φύλο με το να παίρνει κάθε βράδυ μια γυναίκα στο κρεβάτι του και το πρωί να τη σκοτώνει. Η Χαλιμά όμως κατάφερε με τα παραμύθια της και τον μάγεψε: την αυγή το παραμύθι δεν είχε φτάσει ακόμη στο τέλος του, και καθώς ο βασιλιάς ήθελε να μάθει τη συνέχεια ανέβαλε την εκτέλεσή της για το επόμενο πρωί. Όμως και το επόμενο πρωί ένα εξίσου ενδιαφέρον παραμύθι είχε μείνει ατέλειωτο, και έτσι η εκτέλεση έπαιρνε και άλλη αναβολή, μέχρι που, μετά από χίλιες και μια νύχτες, ο βασιλιάς της χάρισε τη ζωή. Φαντάζομαι την αγωνία της Χαλιμάς μέχρι να πάρει την τελειωτική απόφαση ο βασιλιάς.
Άραγε αν η Χαλιμά ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, σαν την Αφροδίτη ας πούμε, ή σαν… (αφήστε το καλύτερα) θα την είχε γλυτώσει; Αμφιβάλλουμε. Μπορεί ο βασιλιάς να άλλαζε γνώμη, να της χάριζε τη ζωή για μερικές μέρες, εβδομάδες ίσως, μπορεί και μήνες, να πούμε πέντε χρόνια; Κάποια στιγμή θα την είχε βαρεθεί και θα την είχε σκοτώσει.
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της εγκιβωτίζουσας ιστορίας; Ότι στο σεξ, και γενικά στις υλικές απολαύσεις, μπορεί να επέλθει κάποτε ο κορεσμός, όμως στην απόλαυση της λογοτεχνίας, και γενικά της τέχνης, δεν υπάρχει κορεσμός. «Και μες στην τέχνη πάλι ξεκουράζομαι από την δούλεψή της» μας λέει ο Καβάφης, και επαναλαμβάνει καθημερινά στην εκπομπή του ένας παρουσιαστής στο Τρίτο Πρόγραμμα.
Είχα δει στο σινε-Αστέρια, το θερινό κινηματογράφο του χωριού μου, όταν ήμουν μαθητής, το «Ο Αλή Μπαμπά και οι σαράντα κλέφτες», μια ιστορία που, όπως διάβασα, εγκιβωτίστηκε αργότερα στα παραμύθια της Χαλιμάς, όπως και η ιστορία του Σεβάχ Θαλασσινού. Η Σεχεραζάτ (η ιστορία είναι περσική, και οι άραβες που την πήραν της άλλαξαν το όνομα σε Χαλιμά), το θαυμάσιο αυτό συμφωνικό ποίημα του Ρίμσκι Κόρσακοφ είναι από τα αγαπημένα μου κομμάτια. Όταν βρήκα σε κασέτα, σε παιδικό παραμύθι, τον Σεβάχ Θαλασσινό με μουσική το έργο αυτό του Ρίμσκι Κόρσακοφ, το αγόρασα αμέσως για το γιο μου. Ήθελα να τον κάνω να αγαπήσει την κλασική μουσική. Όπως αγόρασα βέβαια και την «Φαντασία» του Ντίσνεϋ. (Παρεμπιπτόντως, θα μπορούσαν να βάλουν στον «Μαθητευόμενο μάγο» που είδαμε πρόσφατα στους κινηματογράφους με τον Νίκολας Κέητζ την αυθεντική μουσική του Πωλ Ντυκά -υπάρχει στην «Φαντασία»-, όπως έκανε με τον Βάγκνερ ο Κόπολα στο «Αποκάλυψη τώρα» όπου ακούμε τον «Καλπασμό των Βαλκυριών», και όχι να πάρουν απλώς το θέμα του και να το κάνουν πιο εύπεπτο. Βέβαια, άλλο Κόπολα και άλλο… πώς τον λένε τον σκηνοθέτη αυτής της ταινίας;).
Όταν, πρόπερσι νομίζω, διάβασα ότι ισλαμιστές στην Αλγερία άναψαν μια μεγάλη φωτιά σε κάποια πλατεία και έκαψαν αντίτυπα από το «Χίλιες και μια νύχτες» είπα ότι αυτό το βιβλίο θα το διαβάσω οπωσδήποτε. Λίγο πιο πριν ο φίλος μου ο Μιχάλης Κωστάκης μου είχε εκφράσει τον ενθουσιασμό του για το βιβλίο (το είχε βρει στα αγγλικά) και την πρόθεσή του να το μεταφράσει. Το σχέδιο ναυάγησε γιατί ασχολήθηκε με μουσικές παραγωγές.
Πέρυσι βρήκα την ταινία Il fiore delle mille e una notte του Παζολίνι και την είδα. Και τότε κατάλαβα γιατί έκαψαν το βιβλίο οι ισλαμιστές. Την ξαναείδα και χθες βράδυ, μια και σκόπευα να γράψω σήμερα για το έργο.
Έψαξα στο διαδίκτυο για σχετικές πληροφορίες. Βρήκα κάμποσα πράγματα. Κατ’ αρχήν ότι η μετάφραση της Βενετίας έγινε από τη γαλλική μετάφραση του Antoine Galland. Όμως καλύτερα να παραπέμψω στο κείμενο της Χριστίνας Παππά, ισλαμολόγου, με τίτλο «Χίλιες και μια νύχτες» που βρήκα στο διαδίκτυο http://www.esoterica.gr/articles/contributions/eastern/1001nhts/1001nhts.htm
Ο Κ. Τρικογλίδης είναι ο επόμενος μεταφραστής του έργου στα ελληνικά, όπως μας πληροφορεί και πάλι η Χριστίνα Παππά, που κυκλοφόρησε σε μια επτάτομη έκδοση από τις εκδόσεις Ηριδανός γύρω στη δεκαετία του ’70.
Στο διαδίκτυο βρίσκω επίσης ότι το έργο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νάρκισσος το 2006 σε μετάφραση της φίλης μου της Πέρσας Κουμούτση. Η Πέρσα, σημειωτέον, μεταφράζει από αραβικά, άρα πρόκειται για αραβική έκδοση. Ακόμη βρήκαμε στο skroutz και τρεις παιδικές διασκευές. Τέλος από τις εκδόσεις Ενάλιος εκδόθηκε φέτος (2010) σε μετάφραση της Τζένης Γαβαλάκη η γαλλική μετάφραση του Galland.
Για τη μετάφραση του Galland διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια ότι «δέχτηκε έντονη κριτική επειδή παρέφρασε (σχεδόν διασκεύασε) το έργο και μάλιστα μέρος μόνο του πρωτοτύπου, παραλείποντας τμήματα που θεωρήθηκαν άσεμνα, αλλοιώνοντας πολλά ονόματα και προσθέτοντας πολλές λεπτομέρειες δικής του επινόησης».
Τώρα για τη μετάφραση της μετάφρασης, η Παππά γράφει ότι «η φιλολογική αξία της πρώτης αυτής ελληνικής εκδοχής αμφισβητείται έντονα», ενώ στη Βικιπαίδεια πάλι διαβάζουμε ότι τη μετάφραση αυτή «τη χαρακτηρίζει γλωσσική ακαταστασία και αυθαιρεσίες στην απόδοση των ονομάτων».
Η φιλολογική αξία μπορεί να αμφισβητείται, όμως έχει μεγάλη αξία για τη γλωσσολογία. Αυτό που ο συντάκτης της Βικιπαίδειας θεωρεί ως γλωσσική ακαταστασία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα ανακατεμένο, όπως είναι φυσικό, με λόγια στοιχεία. Η κριτική που δέχτηκε ο Γκαλάν ισχύει σχεδόν απόλυτα και για τον κρητικό μεταφραστή. Μπόρεσα και βρήκα στο Gutenberg project τον πρώτο τόμο της μετάφρασης του Galland, και έκανα αντιπαραβολή σε κάποια σημεία. Διαπίστωσα λοιπόν ότι ο κρητικός μεταφραστής παραλείπει αλλά και συμπτύσσει, και συχνά διασκευάζει το έργο σε κάποια τμήματά του. Επίσης η επιμέλεια είναι κάκιστη, με πλήθος λαθών, ιδιαίτερα προς το τέλος του βιβλίου.
Ας μιλήσουμε κατ’ αρχήν για τη γλώσσα.
Α. Λέξεις.
Διαβάζοντας το βιβλίο συγκινήθηκα συναντώντας λέξεις που είχα να τις ακούσω από τότε που ήμουν μαθητής (από το χωριό μου έφυγα στα δεκαοχτώ, φοιτητής). Συνάντησα ακόμη και λέξεις που ήδη η χρήση τους ήταν περιορισμένη εκείνη την εποχή (δεκαετίες του ’50 και του ’60), όπως π.χ. η λέξη «κερατιά» αντί για «χαρουπιά». Καθώς το διάβαζα ήταν σαν να άκουγα τη μητέρα μου να μου διηγείται ιστορίες, ιστορίες που τις κατέγραψα σε δυο κασέτες, ένα χρόνο πριν πεθάνει (1979).
Η πρώτη χαρακτηριστική λέξη που συνάντησα είναι το «μερτζουβί» (λιβάνι). Επίσης τη λέξη «άνοστο» και τα παράγωγα με μια μεταφορική σημασία που δεν την έχουν σήμερα. Διαβάζουμε: «Όπως είνε άνοστο πράγμα μια συντροφιά όλο από άντρες χωρίς γυναίκες, την ίδιαν ανοστιά έχει και η γυναικεία συντροφιά χωρίς άντρα» (σελ. 66). Ακόμη: «όταν είδε την ασχημάδα και την ανοστιά του Πέρση» (σελ. 482). Άλλες τέτοιες λέξεις που συνάντησα, σήμερα σχεδόν ολότελα σε αχρηστία στην Κρήτη, είναι το «κρυμπάτσι» αντί για μαστίγιο (το λέγαμε και «καμουτσί»), «ετουλόγου τους» αντί για «αυτοί», «μαγερειό» αντί για «κουζίνα», και «μαγερειά» αντί «φαγητό» και γενικότερα μαγειρική, «μαγέρικο» αντί «ταβέρνα», «θυγατέρα» αντί «κόρη», «σκοτίδι» αντί «σκοτάδι», «αναπνοιά» (τη συναντάμε και στον Ερωτόκριτο») αντί «αναπνοή», «νέφελα» (μάλλον είναι λαθεμένη γραφή του «νέφαλα») αντί «σύννεφα», «ανεγυριστικά», δηλαδή με έμμεσο τρόπο, «της ταχινής του γάμου» (σελ. 285) αντί «το πρωί της μέρας του γάμου». «Έπειτα εκάθησε σιμά του και εχοράτεψε μαζή του ολίγην ώραν» (σελ. 290). Το «εχοράτεψε» με τη σημασία φαντάζομαι του έκανε μια ευχάριστη συζήτηση. Αργότερα το «χορατεύω», όπως τουλάχιστον το θυμάμαι εγώ, σημαίνει «αστειεύομαι», ενώ «χορατάδες» (σελ. 418) και χορατά είναι τα αστεία. «είμαι τόσο πεινασμένος που δεν έχω νέκαρα να σε διασκεδάσω» (σελ. 294), δηλαδή δεν έχω δυνάμεις. «αμόλαρε τα πανιά» (σελ. 445), άφησε τα πανιά να ανοιχτούν. Σαν μεταβατικό το ρήμα σημαίνει «αφήνω», ενώ σαν αμετάβατο σημαίνει «φεύγω», και μάλιστα κρυφά.
Συζήτηση ανάμεσα στους γονείς μου:
Ο πατέρας μου: -πού ντονε, εδιάβασε;
Η μητέρα μου: -εμόλαρε.
Τη λέξη «καλεστός» με τη σημασία του «καλεσμένος» που απαντάται κάμποσες φορές στο βιβλίο τη συναντάω εδώ για πρώτη φορά, όπως επίσης και την έκφραση «κατά πολλά», με τη σημασία του «πάρα πολύ». «Εβαστάξετε την υπόσχεσή σας» (σελ. 472), εκρατήσατε την υπόσχεσή σας. «Ο πατέρας μου με πρόσταξε να σας χαλάσω» (σελ. 449), δηλαδή να τους σκοτώσει. Αυτή τη σημασία της λέξης δεν την πρόλαβα στην Κρήτη, τη συνάντησα όμως σε κάποια κείμενα για το ’21, νομίζω απομνημονεύματα.
«Διέταξα και μου έψησαν ένα αρνί». Θυμάμαι με έκπληξη τη μητέρα μου στο Ηράκλειο, όταν πήγαμε να μου βγάλουν τις αμυγδαλές, σε ένα εστιατόριο, που φώναξε τον σερβιτόρο για να «διατάξουμε», με τη σημασία του «να παραγγείλουμε». Να ήταν μια κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού order, που έχει και τις δυο σημασίες; Τη λέξη όμως «επαραδέχθηκα» με τη σημασία του «δέχθηκα, συμφώνησα» δεν την θυμάμαι καθόλου. Μήπως όμως υπήρχε ακόμη αυτή η σημασία στη δυτική Κρήτη; Θα ήταν ενδιαφέρον να μαθαίναμε από πού καταγόταν ο μεταφραστής. Ξέρουμε ότι τα κρητικά του στειακού Κορνάρου είναι ελαφρώς διαφορετικά από του ρεθεμιώτη Χορτάτζη.
«Σαν νύφη διωρθωμένη», εννοεί μάλλον σαν νύφη στολισμένη. «έλεγα με το νου μου μήπως είναι καμιά κανονιέρισσα και θέλει να μου καθίσει μπρόκα» (σελ. 232), δηλαδή απατεώνισσα και θέλει να τον εξαπατήσει.
Διαβάζουμε: «τους έκοψε μισθό» (σελ. 151). Όχι, δεν πέρασαν καμιά κρίση σαν τη σημερινή για να τους περικόψουν το μισθό. Τη σημασία αυτή του «έκοψε» τη θυμάμαι, σημαίνει εντελώς το αντίθετο, τους έδινε στο εξής μισθό.
Διαβάζουμε ακόμη: «Αυτά τα φιρμάνια έστειλε κατόπιν με άνθρωπόν του εις το Μοσούλ και μου ξεμπέρδεψεν όλην μου την περιουσίαν» (σελ. 249). Τη λέξη «ξεμπερδεύω» με αυτή τη σημασία την είχα ακούσει πολλές φορές, γιατί και ο πατέρα μου «ξεμπέρδεψε» την περιουσία των ανιψιών του, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, άντρα της αδελφής του. Επειδή δεν ήταν «γραμμένη» από τον παππού, οι θείοι και οι θείες θέλησαν να τους τη φάνε. Ο πατέρας μου κατέφυγε στα δικαστήρια, και έτσι την «ξεμπέρδεψε». «Μην πειράξετε τα ορφανά», είχε πει τότε ο δικαστής.
«Και πάει λέοντας» (σελ. 157). Για καιρό νόμιζα ότι η φράση αυτή αναφερόταν σε κάποιο λιοντάρι. Θυμάμαι τώρα τον πατέρα μου που έλεγε τη φράση «βρέξει-λιάσει», όμορφη μεταφορά του «οπωσδήποτε», που την άκουγα σαν «βρε ξυλιάσει», και μου ήταν ακατανόητη.
Β. Γραμματικοί τύποι.
Διαβάζουμε «τους Δερβισάδες» αντί για «τους Δερβίσηδες». Αυτή η κατάληξη πληθυντικού σε «-άδες» έχει προ πολλού εκλείψει στην Κρήτη.
Και θυμήθηκα τώρα την εξής αστεία ιστορία. Ένας γραφικός γεραπετρίτης είχε το παρατσούκλι «δυόμισι». Οι μαθητές τον κορόιδευαν φωνάζοντάς τον με το παρατσούκλι του. Μια μέρα πηγαίνει να παραπονεθεί σε ένα καθηγητή μας, τον κύριο Λουλάκη, μαθηματικό. –Και τι σας λένε ακριβώς κύριε δυόμισι; τον ρωτάει αυτός. Όλη την ημέρα μετά γύριζε τους δρόμους και τις πλατείες της Ιεράπετρας ωρυόμενος:
«Ό, τι σκατά είναι οι μαθητάδες, είναι και οι καθηγητάδες».
Πιο κάτω συναντώ τις λέξεις « τες αδελφάδες», παλιότερο ενός μεταβατικού «τις αδερφίδες». Παρακάτω όμως διαβάζουμε «Είξευρα λοιπόν τι της είχαν καμωμένα η αδελφές της» (σελ. 149). Πιο πριν διαβάσαμε «Δεν την είχα ιδωμένα» (σελ. 99). «Το βασιλόπουλο κατάλαβε ευθύς πως την είχε παρμένα» (σελ. 482). Αυτός ο τύπος του υπερσυντέλικου με το «είχα» σπανίζει πια, όπως και του παρακειμένου, ενώ χρησιμοποιείται επίσης σπάνια ο τύπος με το «είμαι»: είμαι φαωμένος, είμαι παωμένος, αντί «έχω φαωμένα» και «έχω παωμένα». «Δεν ήτο καλά φτασμένος» (σελ. 332), il n’ etait pas arrivé, σύνταξη γαλλική που τώρα έχει εγκαταλειφθεί.
«Η ιδέα σου είναι λαμπρά» (σελ. 164) αντί «λαμπρή», όπου στο θηλυκό, όταν ο χαρακτήρας είναι «ρ», η κατάληξη γίνεται «α» αντί «η».
«Μαγέρεψα» αντί «μαγείρεψα», «θα το δικιμάση» αντί «θα το δοκιμάσει», «του μαγέρου» αντί «του μάγειρα», «κλάυματα» αντί «κλάματα», «ήτονε» αντί «ήταν».
«Μια πολλά μεγάλη πολιτεία» (σελ. 105). Αυτή η χρήση του «πολλά» αντί του «πολύ» με ξένιζε ήδη όταν ήμουν μικρός. Θυμάμαι ακόμη τη μητέρα μου που, μιλώντας για μια γυναίκα σε μια γυναικεία συντροφιά, είπε πως είναι «πολλά εγωίστρια». Το «πολλά» με τη σημασία του «πολύ» συναντάται πάρα πολλές φορές στο βιβλίο.
«Τα χέρια μου και τους νώμους μου», αντί «ώμους μου».
Γ. Η ορθογραφία είναι επίσης χαρακτηριστική. Το «είναι» γράφεται πάντοτε με έψιλον, «είνε», «η αδελφάδες», ήτα αντί όμικρον γιώτα στη θέση του άρθρου.
Ο τρόπος γραφής ορισμένων λέξεων ή φράσεων είναι ο μεταβατικός από μια αρχαία γραφή. Διαβάζουμε για παράδειγμα «’ς το σπίτι» αντί «στο σπίτι», , «εν ω μιλούσε», αντί «ενώ μιλούσε», «ως τόσον» αντί «ωστόσο», «προ του να διαλέξω» αντί «προτού να διαλέξω», «ως που τα ξόδεψα» (σελ. 242) αντί «ώσπου τα ξόδεψα».
Κάποιοι γλωσσικοί τύποι είναι επίσης μεταβατικοί, όπως «έδιδα» αντί «έδινα». Στην Κρήτη λέμε ακόμη «ο πόδας» αντί «το πόδι», «η χέρα» αντί «το χέρι», «η κεφαλή» αντί «το κεφάλι», αλλά δεν νομίζω ότι λέμε πια «ο δάκτυλος» (σελ. 230) αντί «το δάχτυλο» ή «το δαχτύλι». «τραγωδούν» και «τραγωδίστριες» αντί τραγουδούν και τραγουδίστριες. «Πλεια», από το «πλέον», που έγινε «πια». Το «του υιού του» θα μας φαινόταν λόγιος τύπος αν δεν συναντούσαμε στην επόμενη σειρά «τες μυίγες» (σελ. 424). «έγεινεν άλλος εξ άλλου από τον θυμόν» (σελ. 174) αντί έξαλλος.
Κάποιοι τύποι έχουν επίσης εγκαταλειφθεί, όπως «το Βαγδάτι» με γενική «του Βαγδατιού» αντί «Η Βαγδάτη» και «το περίπολο» αντί «η περίπολος».
Δεν είμαι γλωσσολόγος και δεν έχω ασχοληθεί με την κρητική διάλεκτο, απλά είμαι κρητικός. Έτσι το «ειπέ» δεν ξέρω αν είναι λόγιος τύπος ή ένας προγενέστερος του «πε» λαϊκός τύπος. Ο τύπος βέβαια που επικράτησε πανελλαδικά είναι το «πες» αντί «πε», σε τέτοιο σημείο ώστε η Ζυράννα Ζατέλη στο ωραίο της μυθιστόρημα «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» μιλάει για μια γυναίκα που είχε το παρατσούκλι «πέτου», που της κόλλησαν γιατί χρησιμοποιούσε τη φράση «πε του» αντί «πες του». Επίσης δεν ξέρω αν εκείνη την εποχή οι λέξεις «εύμορφος» και «ευμορφιά» ήταν λόγιοι τύποι όπως είναι σήμερα ή λαϊκοί. Πάντως τείνω να πιστέψω το δεύτερο. Την ίδια αμφιβολία έχω και για τη φράση «εκ δευτέρου». Όμως το αναβρυτήριον πρέπει να είναι λόγια λέξη, που όμως δεν καθιερώθηκε.
Και μια έκπληξη: Όταν μιλάνε για τη «μέση οδό» του Κοραή, αναφέρουν το παρακάτω παράδειγμά του: Να μη λέμε ούτε ψάρι ούτε ιχθύν, αλλά οψάριον. Εδώ βρίσκω τη λέξη «οψάρια» (σελ. 224). Να την πήρε άραγε από εδώ ο Κοραής;
Δ. Τρόπος γραφής: Ενώ διαβάζουμε «ιασεμιά» αντί «γιασεμιά» και «άμα ιατρευθή» αντί «άμα γιατρευτεί», διαβάζουμε αλλού «γιερός» αντί «γερός» και «χέργια» αντί «χέρια». Εμείς στην Κρήτη διαβάζουμε «χέρια» αλλά προφέρουμε «χέργια», όπως όταν διαβάζουμε «κιμάς» προφέρουμε «chιμάς». Αυτό έγινε αργότερα, γιατί όταν ο κιμάς πρωτοήλθε από την Αθήνα προφερόταν κιμάς, όχι chιμάς. Όταν ρώτησα κάποτε τη μάνα μου τι θα μαγειρέψει μου είπε «κιμαλίδικα μακαρούνια». Κιμαλίδικα, όχι chιμαλίδικα, και το θυμάμαι γιατί ξένισε το γλωσσικό μου αισθητήριο. Τώρα πια όμως στην Κρήτη λέμε chιμάς, όχι κιμάς.
Και μια ακόμη ανάμνηση. Μόλις είχαμε παρουσιαστεί φαντάροι στην Κόρινθο, και ένας λοχίας διατάζει έναν κοντοχωριανό μου να αναφερθεί. Αυτός αναφέρθηκε και είπε το όνομά του: Κυμάκης. Ο λοχίας βέβαια άκουσε Chιμάchης και για να τον ειρωνευτεί τον ρώτησε: -Τσιμάτσης το τς πώς γράφεται; -Με κάπα, απαντάει ο κοντοχωριανός μου.
Το «Χίλιες και μια νύχτες» είναι έργο κλασικό, έχουν γραφεί αρκετές σελίδες γι' αυτό. Στο διαδίκτυο έψαξα βέβαια και βρήκα κάποια πράγματα, τα οποία όμως δεν σκοπεύω να αναμασήσω. Εδώ απλώς θα καταγράψω τις εντυπώσεις μου από την ανάγνωση του βιβλίου.
Η ιστορία του βασιλιά Σαχριάρ και της Σεχεραζάτ είναι περσικής και πιθανότατα προϊσλαμικής προέλευσης. Μέσα στην ιστορία-πλαίσιο που αναφέραμε προηγούμενα ενσωματώθηκαν μεταγενέστερα πολλές ιστορίες, κάποιες μάλιστα από τον μεταφραστή Galland. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ορισμένες διαφοροποιήσεις, τόσο υφολογικές όσο και περιεχομένου. Βέβαια όσον αφορά το ύφος η μεταφραστική δουλειά οδηγεί συχνά σε μια υφολογική ομογενοποίηση, που όμως δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Για παράδειγμα, στα μεταγενέστερα κείμενα υπάρχουν συχνότερες ενσωματώσεις αποσπασμάτων από ποιήματα, συνήθως υμνητικών της ομορφιάς των ηρώων, ενώ απουσιάζει σχεδόν σε όλα το παραμυθο-εξωπραγματικό στοιχείο με τα τελώνια και τα τζίνια, που αφθονεί στα αρχικά.
Σε ποιο βαθμό τα παραμύθια αυτά έχουν τον χαρακτήρα της προφορικότητας; Μήπως ήδη η αρχική τους εκδοχή ήταν γραπτή; Μπορεί ο λαϊκός παραμυθάς να θυμάται αυτά τα εξαίσια ποιητικά αποσπάσματα και να τα αναπαράγει στον προφορικό του λόγο; Ξέρουμε ότι οι προφορικές διασκευές της Ερωφίλης και κάποιων άλλων έργων της Κρητικής Αναγέννησης που δεν θυμάμαι τώρα οδήγησαν σε συντόμευση και σε αρκετή έκπτωση της λογοτεχνικότητάς του. Όμως τα αριστουργήματα της κλασικής μας γραμματείας, τα ομηρικά έπη, προφορικά μεταδίδονταν.
Πιθανόν οι μελετητές των παραμυθιών αυτών να έχουν απαντήσει στο ερώτημα, όμως τώρα κάθου γύρευε, δεν κάνουμε και καμιά διατριβή, κάποιες σκέψεις καταθέτουμε.
Μια άλλη σκέψη που κάνω είμαι μήπως το αρχικό corpus των παραμυθιών είναι προϊσλαμικής προέλευσης. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε, αφενός τα τολμηρά παραμύθια, που κάποια από αυτά μετέφερε στον κινηματογράφο ο Παζολίνι και που ο Galland παρέλειψε στη μετάφρασή του, και αφετέρου το άφθονο κρασί που ρέει σχεδόν σε όλα τα παραμύθια, παρά την απαγόρευση του Κορανίου (για την απαγόρευση αυτή γίνεται μια σχετική αναφορά σε κάποιο παραμύθι); Και μάλιστα δεν πίνουν μόνο οι άνδρες, αλλά και οι γυναίκες, και όχι λίγο αλλά πολύ, σε σημείο που καμιά φορά γίνονται σταφίδα στο μεθύσι. Διαβάζουμε: «εκεί που γύριζα από μια μου φιλενάδα και ήμουν καλά πιωμένη, με έπιασαν αυτοί οι άνθρωποι…» (σελ. 343). Και θυμάμαι τώρα σε ένα συνέδριο το 2000 στο Κάιρο, με ένα συνάδελφο από μια αφρικανική χώρα, που οργώσαμε την πόλη για να βρει μπύρα να πιει. Τελικά δεν βρήκε, ισλάμ γαρ, και εγώ έχασα την εισήγηση του Τέρι Ήγκλετον. Ας όψετε.
Ξέρω ακόμη ότι στην προϊσλαμική Αραβία είχε ακμάσει μια ερωτική ποίηση εξαιρετικότατη, που με το Ισλάμ παρήκμασε. Ίσως αυτά τα εξαίρετα αποσπάσματα που αναφέρονται στην ομορφιά των ηρώων να προέρχονται από αυτή την ποίηση. Οπωσδήποτε θα παραθέσουμε κάποιο:
Κοίτα να δεις, ψάχνω να βρω κάποιο, και πέφτω σε αποσπάσματα που αναφέρονται στην ομορφιά των νεαρών ηρώων. Η ομοφυλοφιλία στο Ισλάμ είναι ένα άλλο κεφάλαιο, έχω γράψει σχετικά κάποια πράγματα αλλού. Σε μας σήμερα υπάρχουν ένα σωρό γλαφυρές περιγραφές της γυναικείας ομορφιάς, αλλά για τους άνδρες ελάχιστες (αν υπάρχουν).
Τελικά βρήκα ένα που αναφέρεται σε γυναίκα. «Έχει μαλλιά μακρυά σαν την ουράν του αλόγου και τόσον πολλά ώστε όταν κυματίζουν κάτω μοιάζουν με σταφύλια πλεγμένα το ένα με τάλλο· αποκάτω από τα μαλλιά αυτά προβαίνει ένα μέτωπο λείον σαν καθρέφτης και λαμπρό σαν η ακτίνες του ήλιου. Μάτια έχει σαν ναρκίσσους, το ασπράδι των ’μοιάζει με τον αέρα της αυγής και το μαύρο με το σκοτάδι της νυκτός· η μύτη της λεπτή και σουβλερή σαν λεπίδα μαχαιρού δεν είνε ούτε πολύ μακρυά ούτε πολύ κοντή. Κοντά σ’ αυτά έχει δυο μάγουλα που έχουν το κοκκινάδι κερασιού και ασπράδα μαρμάρου· το στοματάκι της είνε μικρό και κόκκινο σαν τον ανθό της ροϊδιάς· τα δόντια της μοιάζουν με σειρά μαργαριτάρια· όταν κινή την γλώσσα της για να μιλήση, αφίνει μια γλυκειά και νόστιμη φωνή και ό,τι λέγει, αποδεικνύει την εξυπνάδα και την ζωηρότητα που έχει το πνεύμα της· τα χείλια της μοιάζουν με κοράλλια βρεμένα με μέλι· το κεφάλι της ζυγίζεται επάνω σε ένα λαιμό που μοιάζει με κανάτι ασημένιο επάνω σε μαρμαρένια λεκάνην. Έχει ένα στήθος γερό που παρακινά εις την απόλαυσιν. Τα μπράτσα της είνε σαν χρυσάφι και ασήμι· τα βυζά της μοιάζουν με ρόϊδια, το ανάστημά της είνε τόσον λιγερόν, ώστε θαρρεί κανείς πως θέλει να πετάξη και τα στρογγυλά και ωραία της μηριά και η κνήμες της βαστάζονται από κομψά ποδαράκια οπού, όσο μικρά και αν είνε, τα έκαμεν ο Θεός να βαστούν όλα τάλλα με πολλήν ευκολίαν» (σελ. 403-404).
Μια παρατήρηση: στην Κρήτη λέμε «μεριά», εδώ γράφει μηριά. Πιθανώς είναι το μακρό «η» που ακούγεται σαν «ε» με προσωδιακή προφορά, πράγμα που οδήγησε τους ρωμαίους να μεταγράψουν τα ελληνικά ονόματα σε «ης» σε «es», όπως Socrates, Aristoteles κ.λπ.
Και θυμάμαι τώρα στα ΠΕΚ (επιμόρφωση εκπαιδευτικών), το 1993, που μας έλεγε ο συγχωρεμένος ο Ανδρέας ο Παναγόπουλος για τις «φαινομηρίδες», νομίζω τις σπαρτιάτισσες κοπέλες που φορούσαν φορέματα σκιστά και φαινόταν οι μηροί τους. Και θυμήθηκε τότε μια συναδέλφισσα τη μητέρα της, που όταν φορούσε μίνι που ήταν μόδα την εποχή που ήμασταν νέοι, της φώναζε επιτιμητικά: «μωρή φαινομερίδα». Φαινομερίδα, και όχι φαινομηρίδα.
Σε σχέση με την ομορφιά των νέων να σημειώσουμε ακόμη ότι στις παρομοιώσεις τους οι ανώνυμοι συγγραφείς των παραμυθιών αυτών χρησιμοποιούν συχνά τον ήλιο, τον φεγγάρι και τα άστρα. «Κι ήλαμπε ως λάμπει ο αυγερινός και φέγγει ο αποσπερίτης», μας λέει ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο για το ρηγόπουλο τση Κύπρου, τον Πετρίτη.
Μια ακόμη παρατήρηση, ανθρωπολογικού χαρακτήρα. Στα απολυταρχικά καθεστώτα της εποχής εκείνης, το να χάσει κανείς το κεφάλι του δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Έτσι η φράση «θα χάσεις το κεφάλι σου» και τα παρόμοια αφθονεί στο βιβλίο. Συνήθως ήταν το τίμημα της αποτυχίας. Σε ένα παραμύθι ο βασιλιάς νομίζει ότι η κόρη του είναι άρρωστη, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι ερωτοκτυπημένη, lovesick. -Όποιος θελήσει να την θεραπεύσει θα την πάρει γυναίκα του και θα κληρονομήσει το βασίλειό μου, αλλά αν δεν την θεραπεύσει θα χάσει το κεφάλι του. Πριν εμφανιστεί ο νέος που αγαπούσε η βασιλοπούλα και τη «θεραπεύσει», έφτασε να στολίζουν την ταράτσα του παλατιού του 120 κεφάλια. Αν αυτό γινόταν σήμερα, η βασιλοπούλα θα είχε μείνει γεροντοκόρη, χωρίς να υπάρχει κανένα κεφάλι κομμένο στην ταράτσα.
Και άλλη μια, επίσης ανθρωπολογική:
Διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα: «…Αυτή εξύπνησεν ευθύς και όταν άνοιξε τα μάτια της είδε το βασιλόπουλο να στέκη μπροστά της. –Γιατί λυπάσαι και κλαις; Την ερώτησε το βασιλόπουλο. Σαν τον εγνώρισεν η βασιλοπούλα, επήδηξεν επάνω, τον αγκάλιασε και τον εφίλησε και του είπε: -Για σένα κλαίω, που σ’ αποχωρίσθηκα. –Άφες τα τώρα αυτά, της είπε το βασιλόπουλο· εγώ πεινώ πολύ και διψώ. Και η βασιλοπούλα επρόσταξεν ευθύς και έφεραν φαγητά και πιοτά και συνωμίλησε μαζή του ως που επέρασε πολλή νύκτα. Τα ξημερώματα εσηκώθηκε να την αποχαιρετίση πριν ξυπνήση ο αράπης» (σελ. 481). Είχε να τη δει χρόνια, και ο νους του στο φαΐ! Σαν τον δικό μας Καραγκιόζη. Προφανώς για το φτωχό και πεινασμένο ακροατήριο εκείνης της εποχής το φαγητό είχε μεγαλύτερη προτεραιότητα από το σεξ. Τουλάχιστον για τους άνδρες.
Αν είχα και τον δεύτερο τόμο του Galland θα έκανα αντιπαραβολή, για να ξέρω αν είναι μεταφραστικό ατόπημα του κρητικού μεταφραστή. Μπορεί και να είναι του ίδιου του Γκαλάν. Μπορεί όντως έτσι να είναι και στο αραβικό κείμενο. Αλλά ήδη έχω τελειώσει το «Πάρτι και αερομαχίες» του Κανέτι, θέλω να γράψω και γι' αυτό, για το «Χίλιες και μια νύχτες» γράψαμε ήδη πάρα πολλά.
Και μια και αναφερθήκαμε στον Κανέτι, θυμάμαι που γράφει κάπου ότι οι άγγλοι δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Εμείς οι νότιοι είμαστε πιο εκδηλωτικοί στην έκφραση των συναισθημάτων μας. Στο ντοκιμαντέρ για τον Κεμάλ που είδα πρόσφατα αναφέρεται πως κάποιες φορές έκλαψε. Και οι ήρωες στο «Χίλιες και μια νύχτες», και όχι μόνο οι γυναίκες, κλαίνε αρκετά συχνά.Το ίδιο και στον Όμηρο.
Και μια τελευταία παρατήρηση στην μεγαλύτερη βιβλιοπαρουσίαση που έγραψα ποτέ.
Αν δεν ήξερα πως είναι γενικό χαρακτηριστικό των παραμυθιών και των λαϊκών αφηγήσεων θα έλεγα ότι πρόκειται για επιρροή της περσικής ζωροαστρικής και μανιχαϊστικής παράδοσης, με την αντίληψη της αέναης πάλης του καλού με το κακό. Οι ήρωες στα παραμύθια της Χαλιμάς είναι είτε κακοί είτε καλοί, ενδιάμεσες αποχρώσεις δεν υπάρχουν. Και, όπως συμβαίνει πάντα στα παραμύθια αλλά λίγες φορές στην πραγματική ζωή, οι καλοί στο τέλος θριαμβεύουν ενώ οι κακοί τιμωρούνται.
Να μην το ξεχάσουμε, αν κάποιοι γεραπετρίτες διαβάσουν αυτές τις γραμμές. Την Πέμπτη 19 Αυγούστου η θεατρική ομάδα του δήμου Ιεράπετρας παρουσιάζει, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Μαχαιρά το έργο «Κισμέτ. Η Σεχραζάτ και ο χαλίφης Σαχριάρ», ώρα 9.30 στο 3ο δημοτικό σχολείο. Είσοδος 7 ευρώ.
Πλάκα κάνω, δεν βρήκα συλλεκτικό αντίτυπο αυτής της έκδοσης, και να ’βρισκα δηλαδή δεν θα το αγόραζα, θα ήταν πανάκριβο, απλά στο παζάρι του βιβλίου που γίνεται στην πλατεία Κλαυθμώνος βρήκα φέτος το μοναδικό αντίτυπο που είχε μείνει με τίτλο «Χαλιμά, χίλιες και μια νύχτες», εκδόσεις ΣΑΚΚΑΛΗΣ, χωρίς ημερομηνία έκδοσης, αλλά με διεύθυνση Κωλλέτη 4 και με επταψήφιο αριθμό τηλεφώνου (άρα μπορούμε να έχουμε terminus post quem. Νομίζω μετά το 1980 οι εξαψήφιοι αριθμοί έγιναν επταψήφιοι) και κάτω από τη λέξη «μετάφραση» γράφεται: «Υπό***», έτσι, με αστεράκια. Όταν ξεκίνησα να το διαβάζω, κατάλαβα τόσο από τη γλώσσα όσο και από την εικονογράφηση ότι πρόκειται για μια φωτογραφική αναπαραγωγή της έκδοσης της Βενετίας.
Για τα παραμύθια της Χαλιμάς είχα ακούσει από τη γιαγιά μου. Περιέργως όμως δεν θυμάμαι να μου είπε κανένα από αυτά, ενώ θυμάμαι μερικές ιστορίες με τον «Ναστρατίνη Χότζα». Έτσι, Ναστρατίνη. Ήξερα όμως την ιστορία-πλαίσιο, για τον βασιλιά που επειδή τον απάτησε η γυναίκα του την σκότωσε, και μετά άρχισε να εκδικείται ολόκληρο το γυναικείο φύλο με το να παίρνει κάθε βράδυ μια γυναίκα στο κρεβάτι του και το πρωί να τη σκοτώνει. Η Χαλιμά όμως κατάφερε με τα παραμύθια της και τον μάγεψε: την αυγή το παραμύθι δεν είχε φτάσει ακόμη στο τέλος του, και καθώς ο βασιλιάς ήθελε να μάθει τη συνέχεια ανέβαλε την εκτέλεσή της για το επόμενο πρωί. Όμως και το επόμενο πρωί ένα εξίσου ενδιαφέρον παραμύθι είχε μείνει ατέλειωτο, και έτσι η εκτέλεση έπαιρνε και άλλη αναβολή, μέχρι που, μετά από χίλιες και μια νύχτες, ο βασιλιάς της χάρισε τη ζωή. Φαντάζομαι την αγωνία της Χαλιμάς μέχρι να πάρει την τελειωτική απόφαση ο βασιλιάς.
Άραγε αν η Χαλιμά ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, σαν την Αφροδίτη ας πούμε, ή σαν… (αφήστε το καλύτερα) θα την είχε γλυτώσει; Αμφιβάλλουμε. Μπορεί ο βασιλιάς να άλλαζε γνώμη, να της χάριζε τη ζωή για μερικές μέρες, εβδομάδες ίσως, μπορεί και μήνες, να πούμε πέντε χρόνια; Κάποια στιγμή θα την είχε βαρεθεί και θα την είχε σκοτώσει.
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της εγκιβωτίζουσας ιστορίας; Ότι στο σεξ, και γενικά στις υλικές απολαύσεις, μπορεί να επέλθει κάποτε ο κορεσμός, όμως στην απόλαυση της λογοτεχνίας, και γενικά της τέχνης, δεν υπάρχει κορεσμός. «Και μες στην τέχνη πάλι ξεκουράζομαι από την δούλεψή της» μας λέει ο Καβάφης, και επαναλαμβάνει καθημερινά στην εκπομπή του ένας παρουσιαστής στο Τρίτο Πρόγραμμα.
Είχα δει στο σινε-Αστέρια, το θερινό κινηματογράφο του χωριού μου, όταν ήμουν μαθητής, το «Ο Αλή Μπαμπά και οι σαράντα κλέφτες», μια ιστορία που, όπως διάβασα, εγκιβωτίστηκε αργότερα στα παραμύθια της Χαλιμάς, όπως και η ιστορία του Σεβάχ Θαλασσινού. Η Σεχεραζάτ (η ιστορία είναι περσική, και οι άραβες που την πήραν της άλλαξαν το όνομα σε Χαλιμά), το θαυμάσιο αυτό συμφωνικό ποίημα του Ρίμσκι Κόρσακοφ είναι από τα αγαπημένα μου κομμάτια. Όταν βρήκα σε κασέτα, σε παιδικό παραμύθι, τον Σεβάχ Θαλασσινό με μουσική το έργο αυτό του Ρίμσκι Κόρσακοφ, το αγόρασα αμέσως για το γιο μου. Ήθελα να τον κάνω να αγαπήσει την κλασική μουσική. Όπως αγόρασα βέβαια και την «Φαντασία» του Ντίσνεϋ. (Παρεμπιπτόντως, θα μπορούσαν να βάλουν στον «Μαθητευόμενο μάγο» που είδαμε πρόσφατα στους κινηματογράφους με τον Νίκολας Κέητζ την αυθεντική μουσική του Πωλ Ντυκά -υπάρχει στην «Φαντασία»-, όπως έκανε με τον Βάγκνερ ο Κόπολα στο «Αποκάλυψη τώρα» όπου ακούμε τον «Καλπασμό των Βαλκυριών», και όχι να πάρουν απλώς το θέμα του και να το κάνουν πιο εύπεπτο. Βέβαια, άλλο Κόπολα και άλλο… πώς τον λένε τον σκηνοθέτη αυτής της ταινίας;).
Όταν, πρόπερσι νομίζω, διάβασα ότι ισλαμιστές στην Αλγερία άναψαν μια μεγάλη φωτιά σε κάποια πλατεία και έκαψαν αντίτυπα από το «Χίλιες και μια νύχτες» είπα ότι αυτό το βιβλίο θα το διαβάσω οπωσδήποτε. Λίγο πιο πριν ο φίλος μου ο Μιχάλης Κωστάκης μου είχε εκφράσει τον ενθουσιασμό του για το βιβλίο (το είχε βρει στα αγγλικά) και την πρόθεσή του να το μεταφράσει. Το σχέδιο ναυάγησε γιατί ασχολήθηκε με μουσικές παραγωγές.
Πέρυσι βρήκα την ταινία Il fiore delle mille e una notte του Παζολίνι και την είδα. Και τότε κατάλαβα γιατί έκαψαν το βιβλίο οι ισλαμιστές. Την ξαναείδα και χθες βράδυ, μια και σκόπευα να γράψω σήμερα για το έργο.
Έψαξα στο διαδίκτυο για σχετικές πληροφορίες. Βρήκα κάμποσα πράγματα. Κατ’ αρχήν ότι η μετάφραση της Βενετίας έγινε από τη γαλλική μετάφραση του Antoine Galland. Όμως καλύτερα να παραπέμψω στο κείμενο της Χριστίνας Παππά, ισλαμολόγου, με τίτλο «Χίλιες και μια νύχτες» που βρήκα στο διαδίκτυο http://www.esoterica.gr/articles/contributions/eastern/1001nhts/1001nhts.htm
Ο Κ. Τρικογλίδης είναι ο επόμενος μεταφραστής του έργου στα ελληνικά, όπως μας πληροφορεί και πάλι η Χριστίνα Παππά, που κυκλοφόρησε σε μια επτάτομη έκδοση από τις εκδόσεις Ηριδανός γύρω στη δεκαετία του ’70.
Στο διαδίκτυο βρίσκω επίσης ότι το έργο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νάρκισσος το 2006 σε μετάφραση της φίλης μου της Πέρσας Κουμούτση. Η Πέρσα, σημειωτέον, μεταφράζει από αραβικά, άρα πρόκειται για αραβική έκδοση. Ακόμη βρήκαμε στο skroutz και τρεις παιδικές διασκευές. Τέλος από τις εκδόσεις Ενάλιος εκδόθηκε φέτος (2010) σε μετάφραση της Τζένης Γαβαλάκη η γαλλική μετάφραση του Galland.
Για τη μετάφραση του Galland διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια ότι «δέχτηκε έντονη κριτική επειδή παρέφρασε (σχεδόν διασκεύασε) το έργο και μάλιστα μέρος μόνο του πρωτοτύπου, παραλείποντας τμήματα που θεωρήθηκαν άσεμνα, αλλοιώνοντας πολλά ονόματα και προσθέτοντας πολλές λεπτομέρειες δικής του επινόησης».
Τώρα για τη μετάφραση της μετάφρασης, η Παππά γράφει ότι «η φιλολογική αξία της πρώτης αυτής ελληνικής εκδοχής αμφισβητείται έντονα», ενώ στη Βικιπαίδεια πάλι διαβάζουμε ότι τη μετάφραση αυτή «τη χαρακτηρίζει γλωσσική ακαταστασία και αυθαιρεσίες στην απόδοση των ονομάτων».
Η φιλολογική αξία μπορεί να αμφισβητείται, όμως έχει μεγάλη αξία για τη γλωσσολογία. Αυτό που ο συντάκτης της Βικιπαίδειας θεωρεί ως γλωσσική ακαταστασία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα ανακατεμένο, όπως είναι φυσικό, με λόγια στοιχεία. Η κριτική που δέχτηκε ο Γκαλάν ισχύει σχεδόν απόλυτα και για τον κρητικό μεταφραστή. Μπόρεσα και βρήκα στο Gutenberg project τον πρώτο τόμο της μετάφρασης του Galland, και έκανα αντιπαραβολή σε κάποια σημεία. Διαπίστωσα λοιπόν ότι ο κρητικός μεταφραστής παραλείπει αλλά και συμπτύσσει, και συχνά διασκευάζει το έργο σε κάποια τμήματά του. Επίσης η επιμέλεια είναι κάκιστη, με πλήθος λαθών, ιδιαίτερα προς το τέλος του βιβλίου.
Ας μιλήσουμε κατ’ αρχήν για τη γλώσσα.
Α. Λέξεις.
Διαβάζοντας το βιβλίο συγκινήθηκα συναντώντας λέξεις που είχα να τις ακούσω από τότε που ήμουν μαθητής (από το χωριό μου έφυγα στα δεκαοχτώ, φοιτητής). Συνάντησα ακόμη και λέξεις που ήδη η χρήση τους ήταν περιορισμένη εκείνη την εποχή (δεκαετίες του ’50 και του ’60), όπως π.χ. η λέξη «κερατιά» αντί για «χαρουπιά». Καθώς το διάβαζα ήταν σαν να άκουγα τη μητέρα μου να μου διηγείται ιστορίες, ιστορίες που τις κατέγραψα σε δυο κασέτες, ένα χρόνο πριν πεθάνει (1979).
Η πρώτη χαρακτηριστική λέξη που συνάντησα είναι το «μερτζουβί» (λιβάνι). Επίσης τη λέξη «άνοστο» και τα παράγωγα με μια μεταφορική σημασία που δεν την έχουν σήμερα. Διαβάζουμε: «Όπως είνε άνοστο πράγμα μια συντροφιά όλο από άντρες χωρίς γυναίκες, την ίδιαν ανοστιά έχει και η γυναικεία συντροφιά χωρίς άντρα» (σελ. 66). Ακόμη: «όταν είδε την ασχημάδα και την ανοστιά του Πέρση» (σελ. 482). Άλλες τέτοιες λέξεις που συνάντησα, σήμερα σχεδόν ολότελα σε αχρηστία στην Κρήτη, είναι το «κρυμπάτσι» αντί για μαστίγιο (το λέγαμε και «καμουτσί»), «ετουλόγου τους» αντί για «αυτοί», «μαγερειό» αντί για «κουζίνα», και «μαγερειά» αντί «φαγητό» και γενικότερα μαγειρική, «μαγέρικο» αντί «ταβέρνα», «θυγατέρα» αντί «κόρη», «σκοτίδι» αντί «σκοτάδι», «αναπνοιά» (τη συναντάμε και στον Ερωτόκριτο») αντί «αναπνοή», «νέφελα» (μάλλον είναι λαθεμένη γραφή του «νέφαλα») αντί «σύννεφα», «ανεγυριστικά», δηλαδή με έμμεσο τρόπο, «της ταχινής του γάμου» (σελ. 285) αντί «το πρωί της μέρας του γάμου». «Έπειτα εκάθησε σιμά του και εχοράτεψε μαζή του ολίγην ώραν» (σελ. 290). Το «εχοράτεψε» με τη σημασία φαντάζομαι του έκανε μια ευχάριστη συζήτηση. Αργότερα το «χορατεύω», όπως τουλάχιστον το θυμάμαι εγώ, σημαίνει «αστειεύομαι», ενώ «χορατάδες» (σελ. 418) και χορατά είναι τα αστεία. «είμαι τόσο πεινασμένος που δεν έχω νέκαρα να σε διασκεδάσω» (σελ. 294), δηλαδή δεν έχω δυνάμεις. «αμόλαρε τα πανιά» (σελ. 445), άφησε τα πανιά να ανοιχτούν. Σαν μεταβατικό το ρήμα σημαίνει «αφήνω», ενώ σαν αμετάβατο σημαίνει «φεύγω», και μάλιστα κρυφά.
Συζήτηση ανάμεσα στους γονείς μου:
Ο πατέρας μου: -πού ντονε, εδιάβασε;
Η μητέρα μου: -εμόλαρε.
Τη λέξη «καλεστός» με τη σημασία του «καλεσμένος» που απαντάται κάμποσες φορές στο βιβλίο τη συναντάω εδώ για πρώτη φορά, όπως επίσης και την έκφραση «κατά πολλά», με τη σημασία του «πάρα πολύ». «Εβαστάξετε την υπόσχεσή σας» (σελ. 472), εκρατήσατε την υπόσχεσή σας. «Ο πατέρας μου με πρόσταξε να σας χαλάσω» (σελ. 449), δηλαδή να τους σκοτώσει. Αυτή τη σημασία της λέξης δεν την πρόλαβα στην Κρήτη, τη συνάντησα όμως σε κάποια κείμενα για το ’21, νομίζω απομνημονεύματα.
«Διέταξα και μου έψησαν ένα αρνί». Θυμάμαι με έκπληξη τη μητέρα μου στο Ηράκλειο, όταν πήγαμε να μου βγάλουν τις αμυγδαλές, σε ένα εστιατόριο, που φώναξε τον σερβιτόρο για να «διατάξουμε», με τη σημασία του «να παραγγείλουμε». Να ήταν μια κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού order, που έχει και τις δυο σημασίες; Τη λέξη όμως «επαραδέχθηκα» με τη σημασία του «δέχθηκα, συμφώνησα» δεν την θυμάμαι καθόλου. Μήπως όμως υπήρχε ακόμη αυτή η σημασία στη δυτική Κρήτη; Θα ήταν ενδιαφέρον να μαθαίναμε από πού καταγόταν ο μεταφραστής. Ξέρουμε ότι τα κρητικά του στειακού Κορνάρου είναι ελαφρώς διαφορετικά από του ρεθεμιώτη Χορτάτζη.
«Σαν νύφη διωρθωμένη», εννοεί μάλλον σαν νύφη στολισμένη. «έλεγα με το νου μου μήπως είναι καμιά κανονιέρισσα και θέλει να μου καθίσει μπρόκα» (σελ. 232), δηλαδή απατεώνισσα και θέλει να τον εξαπατήσει.
Διαβάζουμε: «τους έκοψε μισθό» (σελ. 151). Όχι, δεν πέρασαν καμιά κρίση σαν τη σημερινή για να τους περικόψουν το μισθό. Τη σημασία αυτή του «έκοψε» τη θυμάμαι, σημαίνει εντελώς το αντίθετο, τους έδινε στο εξής μισθό.
Διαβάζουμε ακόμη: «Αυτά τα φιρμάνια έστειλε κατόπιν με άνθρωπόν του εις το Μοσούλ και μου ξεμπέρδεψεν όλην μου την περιουσίαν» (σελ. 249). Τη λέξη «ξεμπερδεύω» με αυτή τη σημασία την είχα ακούσει πολλές φορές, γιατί και ο πατέρα μου «ξεμπέρδεψε» την περιουσία των ανιψιών του, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, άντρα της αδελφής του. Επειδή δεν ήταν «γραμμένη» από τον παππού, οι θείοι και οι θείες θέλησαν να τους τη φάνε. Ο πατέρας μου κατέφυγε στα δικαστήρια, και έτσι την «ξεμπέρδεψε». «Μην πειράξετε τα ορφανά», είχε πει τότε ο δικαστής.
«Και πάει λέοντας» (σελ. 157). Για καιρό νόμιζα ότι η φράση αυτή αναφερόταν σε κάποιο λιοντάρι. Θυμάμαι τώρα τον πατέρα μου που έλεγε τη φράση «βρέξει-λιάσει», όμορφη μεταφορά του «οπωσδήποτε», που την άκουγα σαν «βρε ξυλιάσει», και μου ήταν ακατανόητη.
Β. Γραμματικοί τύποι.
Διαβάζουμε «τους Δερβισάδες» αντί για «τους Δερβίσηδες». Αυτή η κατάληξη πληθυντικού σε «-άδες» έχει προ πολλού εκλείψει στην Κρήτη.
Και θυμήθηκα τώρα την εξής αστεία ιστορία. Ένας γραφικός γεραπετρίτης είχε το παρατσούκλι «δυόμισι». Οι μαθητές τον κορόιδευαν φωνάζοντάς τον με το παρατσούκλι του. Μια μέρα πηγαίνει να παραπονεθεί σε ένα καθηγητή μας, τον κύριο Λουλάκη, μαθηματικό. –Και τι σας λένε ακριβώς κύριε δυόμισι; τον ρωτάει αυτός. Όλη την ημέρα μετά γύριζε τους δρόμους και τις πλατείες της Ιεράπετρας ωρυόμενος:
«Ό, τι σκατά είναι οι μαθητάδες, είναι και οι καθηγητάδες».
Πιο κάτω συναντώ τις λέξεις « τες αδελφάδες», παλιότερο ενός μεταβατικού «τις αδερφίδες». Παρακάτω όμως διαβάζουμε «Είξευρα λοιπόν τι της είχαν καμωμένα η αδελφές της» (σελ. 149). Πιο πριν διαβάσαμε «Δεν την είχα ιδωμένα» (σελ. 99). «Το βασιλόπουλο κατάλαβε ευθύς πως την είχε παρμένα» (σελ. 482). Αυτός ο τύπος του υπερσυντέλικου με το «είχα» σπανίζει πια, όπως και του παρακειμένου, ενώ χρησιμοποιείται επίσης σπάνια ο τύπος με το «είμαι»: είμαι φαωμένος, είμαι παωμένος, αντί «έχω φαωμένα» και «έχω παωμένα». «Δεν ήτο καλά φτασμένος» (σελ. 332), il n’ etait pas arrivé, σύνταξη γαλλική που τώρα έχει εγκαταλειφθεί.
«Η ιδέα σου είναι λαμπρά» (σελ. 164) αντί «λαμπρή», όπου στο θηλυκό, όταν ο χαρακτήρας είναι «ρ», η κατάληξη γίνεται «α» αντί «η».
«Μαγέρεψα» αντί «μαγείρεψα», «θα το δικιμάση» αντί «θα το δοκιμάσει», «του μαγέρου» αντί «του μάγειρα», «κλάυματα» αντί «κλάματα», «ήτονε» αντί «ήταν».
«Μια πολλά μεγάλη πολιτεία» (σελ. 105). Αυτή η χρήση του «πολλά» αντί του «πολύ» με ξένιζε ήδη όταν ήμουν μικρός. Θυμάμαι ακόμη τη μητέρα μου που, μιλώντας για μια γυναίκα σε μια γυναικεία συντροφιά, είπε πως είναι «πολλά εγωίστρια». Το «πολλά» με τη σημασία του «πολύ» συναντάται πάρα πολλές φορές στο βιβλίο.
«Τα χέρια μου και τους νώμους μου», αντί «ώμους μου».
Γ. Η ορθογραφία είναι επίσης χαρακτηριστική. Το «είναι» γράφεται πάντοτε με έψιλον, «είνε», «η αδελφάδες», ήτα αντί όμικρον γιώτα στη θέση του άρθρου.
Ο τρόπος γραφής ορισμένων λέξεων ή φράσεων είναι ο μεταβατικός από μια αρχαία γραφή. Διαβάζουμε για παράδειγμα «’ς το σπίτι» αντί «στο σπίτι», , «εν ω μιλούσε», αντί «ενώ μιλούσε», «ως τόσον» αντί «ωστόσο», «προ του να διαλέξω» αντί «προτού να διαλέξω», «ως που τα ξόδεψα» (σελ. 242) αντί «ώσπου τα ξόδεψα».
Κάποιοι γλωσσικοί τύποι είναι επίσης μεταβατικοί, όπως «έδιδα» αντί «έδινα». Στην Κρήτη λέμε ακόμη «ο πόδας» αντί «το πόδι», «η χέρα» αντί «το χέρι», «η κεφαλή» αντί «το κεφάλι», αλλά δεν νομίζω ότι λέμε πια «ο δάκτυλος» (σελ. 230) αντί «το δάχτυλο» ή «το δαχτύλι». «τραγωδούν» και «τραγωδίστριες» αντί τραγουδούν και τραγουδίστριες. «Πλεια», από το «πλέον», που έγινε «πια». Το «του υιού του» θα μας φαινόταν λόγιος τύπος αν δεν συναντούσαμε στην επόμενη σειρά «τες μυίγες» (σελ. 424). «έγεινεν άλλος εξ άλλου από τον θυμόν» (σελ. 174) αντί έξαλλος.
Κάποιοι τύποι έχουν επίσης εγκαταλειφθεί, όπως «το Βαγδάτι» με γενική «του Βαγδατιού» αντί «Η Βαγδάτη» και «το περίπολο» αντί «η περίπολος».
Δεν είμαι γλωσσολόγος και δεν έχω ασχοληθεί με την κρητική διάλεκτο, απλά είμαι κρητικός. Έτσι το «ειπέ» δεν ξέρω αν είναι λόγιος τύπος ή ένας προγενέστερος του «πε» λαϊκός τύπος. Ο τύπος βέβαια που επικράτησε πανελλαδικά είναι το «πες» αντί «πε», σε τέτοιο σημείο ώστε η Ζυράννα Ζατέλη στο ωραίο της μυθιστόρημα «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» μιλάει για μια γυναίκα που είχε το παρατσούκλι «πέτου», που της κόλλησαν γιατί χρησιμοποιούσε τη φράση «πε του» αντί «πες του». Επίσης δεν ξέρω αν εκείνη την εποχή οι λέξεις «εύμορφος» και «ευμορφιά» ήταν λόγιοι τύποι όπως είναι σήμερα ή λαϊκοί. Πάντως τείνω να πιστέψω το δεύτερο. Την ίδια αμφιβολία έχω και για τη φράση «εκ δευτέρου». Όμως το αναβρυτήριον πρέπει να είναι λόγια λέξη, που όμως δεν καθιερώθηκε.
Και μια έκπληξη: Όταν μιλάνε για τη «μέση οδό» του Κοραή, αναφέρουν το παρακάτω παράδειγμά του: Να μη λέμε ούτε ψάρι ούτε ιχθύν, αλλά οψάριον. Εδώ βρίσκω τη λέξη «οψάρια» (σελ. 224). Να την πήρε άραγε από εδώ ο Κοραής;
Δ. Τρόπος γραφής: Ενώ διαβάζουμε «ιασεμιά» αντί «γιασεμιά» και «άμα ιατρευθή» αντί «άμα γιατρευτεί», διαβάζουμε αλλού «γιερός» αντί «γερός» και «χέργια» αντί «χέρια». Εμείς στην Κρήτη διαβάζουμε «χέρια» αλλά προφέρουμε «χέργια», όπως όταν διαβάζουμε «κιμάς» προφέρουμε «chιμάς». Αυτό έγινε αργότερα, γιατί όταν ο κιμάς πρωτοήλθε από την Αθήνα προφερόταν κιμάς, όχι chιμάς. Όταν ρώτησα κάποτε τη μάνα μου τι θα μαγειρέψει μου είπε «κιμαλίδικα μακαρούνια». Κιμαλίδικα, όχι chιμαλίδικα, και το θυμάμαι γιατί ξένισε το γλωσσικό μου αισθητήριο. Τώρα πια όμως στην Κρήτη λέμε chιμάς, όχι κιμάς.
Και μια ακόμη ανάμνηση. Μόλις είχαμε παρουσιαστεί φαντάροι στην Κόρινθο, και ένας λοχίας διατάζει έναν κοντοχωριανό μου να αναφερθεί. Αυτός αναφέρθηκε και είπε το όνομά του: Κυμάκης. Ο λοχίας βέβαια άκουσε Chιμάchης και για να τον ειρωνευτεί τον ρώτησε: -Τσιμάτσης το τς πώς γράφεται; -Με κάπα, απαντάει ο κοντοχωριανός μου.
Το «Χίλιες και μια νύχτες» είναι έργο κλασικό, έχουν γραφεί αρκετές σελίδες γι' αυτό. Στο διαδίκτυο έψαξα βέβαια και βρήκα κάποια πράγματα, τα οποία όμως δεν σκοπεύω να αναμασήσω. Εδώ απλώς θα καταγράψω τις εντυπώσεις μου από την ανάγνωση του βιβλίου.
Η ιστορία του βασιλιά Σαχριάρ και της Σεχεραζάτ είναι περσικής και πιθανότατα προϊσλαμικής προέλευσης. Μέσα στην ιστορία-πλαίσιο που αναφέραμε προηγούμενα ενσωματώθηκαν μεταγενέστερα πολλές ιστορίες, κάποιες μάλιστα από τον μεταφραστή Galland. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ορισμένες διαφοροποιήσεις, τόσο υφολογικές όσο και περιεχομένου. Βέβαια όσον αφορά το ύφος η μεταφραστική δουλειά οδηγεί συχνά σε μια υφολογική ομογενοποίηση, που όμως δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Για παράδειγμα, στα μεταγενέστερα κείμενα υπάρχουν συχνότερες ενσωματώσεις αποσπασμάτων από ποιήματα, συνήθως υμνητικών της ομορφιάς των ηρώων, ενώ απουσιάζει σχεδόν σε όλα το παραμυθο-εξωπραγματικό στοιχείο με τα τελώνια και τα τζίνια, που αφθονεί στα αρχικά.
Σε ποιο βαθμό τα παραμύθια αυτά έχουν τον χαρακτήρα της προφορικότητας; Μήπως ήδη η αρχική τους εκδοχή ήταν γραπτή; Μπορεί ο λαϊκός παραμυθάς να θυμάται αυτά τα εξαίσια ποιητικά αποσπάσματα και να τα αναπαράγει στον προφορικό του λόγο; Ξέρουμε ότι οι προφορικές διασκευές της Ερωφίλης και κάποιων άλλων έργων της Κρητικής Αναγέννησης που δεν θυμάμαι τώρα οδήγησαν σε συντόμευση και σε αρκετή έκπτωση της λογοτεχνικότητάς του. Όμως τα αριστουργήματα της κλασικής μας γραμματείας, τα ομηρικά έπη, προφορικά μεταδίδονταν.
Πιθανόν οι μελετητές των παραμυθιών αυτών να έχουν απαντήσει στο ερώτημα, όμως τώρα κάθου γύρευε, δεν κάνουμε και καμιά διατριβή, κάποιες σκέψεις καταθέτουμε.
Μια άλλη σκέψη που κάνω είμαι μήπως το αρχικό corpus των παραμυθιών είναι προϊσλαμικής προέλευσης. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε, αφενός τα τολμηρά παραμύθια, που κάποια από αυτά μετέφερε στον κινηματογράφο ο Παζολίνι και που ο Galland παρέλειψε στη μετάφρασή του, και αφετέρου το άφθονο κρασί που ρέει σχεδόν σε όλα τα παραμύθια, παρά την απαγόρευση του Κορανίου (για την απαγόρευση αυτή γίνεται μια σχετική αναφορά σε κάποιο παραμύθι); Και μάλιστα δεν πίνουν μόνο οι άνδρες, αλλά και οι γυναίκες, και όχι λίγο αλλά πολύ, σε σημείο που καμιά φορά γίνονται σταφίδα στο μεθύσι. Διαβάζουμε: «εκεί που γύριζα από μια μου φιλενάδα και ήμουν καλά πιωμένη, με έπιασαν αυτοί οι άνθρωποι…» (σελ. 343). Και θυμάμαι τώρα σε ένα συνέδριο το 2000 στο Κάιρο, με ένα συνάδελφο από μια αφρικανική χώρα, που οργώσαμε την πόλη για να βρει μπύρα να πιει. Τελικά δεν βρήκε, ισλάμ γαρ, και εγώ έχασα την εισήγηση του Τέρι Ήγκλετον. Ας όψετε.
Ξέρω ακόμη ότι στην προϊσλαμική Αραβία είχε ακμάσει μια ερωτική ποίηση εξαιρετικότατη, που με το Ισλάμ παρήκμασε. Ίσως αυτά τα εξαίρετα αποσπάσματα που αναφέρονται στην ομορφιά των ηρώων να προέρχονται από αυτή την ποίηση. Οπωσδήποτε θα παραθέσουμε κάποιο:
Κοίτα να δεις, ψάχνω να βρω κάποιο, και πέφτω σε αποσπάσματα που αναφέρονται στην ομορφιά των νεαρών ηρώων. Η ομοφυλοφιλία στο Ισλάμ είναι ένα άλλο κεφάλαιο, έχω γράψει σχετικά κάποια πράγματα αλλού. Σε μας σήμερα υπάρχουν ένα σωρό γλαφυρές περιγραφές της γυναικείας ομορφιάς, αλλά για τους άνδρες ελάχιστες (αν υπάρχουν).
Τελικά βρήκα ένα που αναφέρεται σε γυναίκα. «Έχει μαλλιά μακρυά σαν την ουράν του αλόγου και τόσον πολλά ώστε όταν κυματίζουν κάτω μοιάζουν με σταφύλια πλεγμένα το ένα με τάλλο· αποκάτω από τα μαλλιά αυτά προβαίνει ένα μέτωπο λείον σαν καθρέφτης και λαμπρό σαν η ακτίνες του ήλιου. Μάτια έχει σαν ναρκίσσους, το ασπράδι των ’μοιάζει με τον αέρα της αυγής και το μαύρο με το σκοτάδι της νυκτός· η μύτη της λεπτή και σουβλερή σαν λεπίδα μαχαιρού δεν είνε ούτε πολύ μακρυά ούτε πολύ κοντή. Κοντά σ’ αυτά έχει δυο μάγουλα που έχουν το κοκκινάδι κερασιού και ασπράδα μαρμάρου· το στοματάκι της είνε μικρό και κόκκινο σαν τον ανθό της ροϊδιάς· τα δόντια της μοιάζουν με σειρά μαργαριτάρια· όταν κινή την γλώσσα της για να μιλήση, αφίνει μια γλυκειά και νόστιμη φωνή και ό,τι λέγει, αποδεικνύει την εξυπνάδα και την ζωηρότητα που έχει το πνεύμα της· τα χείλια της μοιάζουν με κοράλλια βρεμένα με μέλι· το κεφάλι της ζυγίζεται επάνω σε ένα λαιμό που μοιάζει με κανάτι ασημένιο επάνω σε μαρμαρένια λεκάνην. Έχει ένα στήθος γερό που παρακινά εις την απόλαυσιν. Τα μπράτσα της είνε σαν χρυσάφι και ασήμι· τα βυζά της μοιάζουν με ρόϊδια, το ανάστημά της είνε τόσον λιγερόν, ώστε θαρρεί κανείς πως θέλει να πετάξη και τα στρογγυλά και ωραία της μηριά και η κνήμες της βαστάζονται από κομψά ποδαράκια οπού, όσο μικρά και αν είνε, τα έκαμεν ο Θεός να βαστούν όλα τάλλα με πολλήν ευκολίαν» (σελ. 403-404).
Μια παρατήρηση: στην Κρήτη λέμε «μεριά», εδώ γράφει μηριά. Πιθανώς είναι το μακρό «η» που ακούγεται σαν «ε» με προσωδιακή προφορά, πράγμα που οδήγησε τους ρωμαίους να μεταγράψουν τα ελληνικά ονόματα σε «ης» σε «es», όπως Socrates, Aristoteles κ.λπ.
Και θυμάμαι τώρα στα ΠΕΚ (επιμόρφωση εκπαιδευτικών), το 1993, που μας έλεγε ο συγχωρεμένος ο Ανδρέας ο Παναγόπουλος για τις «φαινομηρίδες», νομίζω τις σπαρτιάτισσες κοπέλες που φορούσαν φορέματα σκιστά και φαινόταν οι μηροί τους. Και θυμήθηκε τότε μια συναδέλφισσα τη μητέρα της, που όταν φορούσε μίνι που ήταν μόδα την εποχή που ήμασταν νέοι, της φώναζε επιτιμητικά: «μωρή φαινομερίδα». Φαινομερίδα, και όχι φαινομηρίδα.
Σε σχέση με την ομορφιά των νέων να σημειώσουμε ακόμη ότι στις παρομοιώσεις τους οι ανώνυμοι συγγραφείς των παραμυθιών αυτών χρησιμοποιούν συχνά τον ήλιο, τον φεγγάρι και τα άστρα. «Κι ήλαμπε ως λάμπει ο αυγερινός και φέγγει ο αποσπερίτης», μας λέει ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο για το ρηγόπουλο τση Κύπρου, τον Πετρίτη.
Μια ακόμη παρατήρηση, ανθρωπολογικού χαρακτήρα. Στα απολυταρχικά καθεστώτα της εποχής εκείνης, το να χάσει κανείς το κεφάλι του δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Έτσι η φράση «θα χάσεις το κεφάλι σου» και τα παρόμοια αφθονεί στο βιβλίο. Συνήθως ήταν το τίμημα της αποτυχίας. Σε ένα παραμύθι ο βασιλιάς νομίζει ότι η κόρη του είναι άρρωστη, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι ερωτοκτυπημένη, lovesick. -Όποιος θελήσει να την θεραπεύσει θα την πάρει γυναίκα του και θα κληρονομήσει το βασίλειό μου, αλλά αν δεν την θεραπεύσει θα χάσει το κεφάλι του. Πριν εμφανιστεί ο νέος που αγαπούσε η βασιλοπούλα και τη «θεραπεύσει», έφτασε να στολίζουν την ταράτσα του παλατιού του 120 κεφάλια. Αν αυτό γινόταν σήμερα, η βασιλοπούλα θα είχε μείνει γεροντοκόρη, χωρίς να υπάρχει κανένα κεφάλι κομμένο στην ταράτσα.
Και άλλη μια, επίσης ανθρωπολογική:
Διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα: «…Αυτή εξύπνησεν ευθύς και όταν άνοιξε τα μάτια της είδε το βασιλόπουλο να στέκη μπροστά της. –Γιατί λυπάσαι και κλαις; Την ερώτησε το βασιλόπουλο. Σαν τον εγνώρισεν η βασιλοπούλα, επήδηξεν επάνω, τον αγκάλιασε και τον εφίλησε και του είπε: -Για σένα κλαίω, που σ’ αποχωρίσθηκα. –Άφες τα τώρα αυτά, της είπε το βασιλόπουλο· εγώ πεινώ πολύ και διψώ. Και η βασιλοπούλα επρόσταξεν ευθύς και έφεραν φαγητά και πιοτά και συνωμίλησε μαζή του ως που επέρασε πολλή νύκτα. Τα ξημερώματα εσηκώθηκε να την αποχαιρετίση πριν ξυπνήση ο αράπης» (σελ. 481). Είχε να τη δει χρόνια, και ο νους του στο φαΐ! Σαν τον δικό μας Καραγκιόζη. Προφανώς για το φτωχό και πεινασμένο ακροατήριο εκείνης της εποχής το φαγητό είχε μεγαλύτερη προτεραιότητα από το σεξ. Τουλάχιστον για τους άνδρες.
Αν είχα και τον δεύτερο τόμο του Galland θα έκανα αντιπαραβολή, για να ξέρω αν είναι μεταφραστικό ατόπημα του κρητικού μεταφραστή. Μπορεί και να είναι του ίδιου του Γκαλάν. Μπορεί όντως έτσι να είναι και στο αραβικό κείμενο. Αλλά ήδη έχω τελειώσει το «Πάρτι και αερομαχίες» του Κανέτι, θέλω να γράψω και γι' αυτό, για το «Χίλιες και μια νύχτες» γράψαμε ήδη πάρα πολλά.
Και μια και αναφερθήκαμε στον Κανέτι, θυμάμαι που γράφει κάπου ότι οι άγγλοι δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Εμείς οι νότιοι είμαστε πιο εκδηλωτικοί στην έκφραση των συναισθημάτων μας. Στο ντοκιμαντέρ για τον Κεμάλ που είδα πρόσφατα αναφέρεται πως κάποιες φορές έκλαψε. Και οι ήρωες στο «Χίλιες και μια νύχτες», και όχι μόνο οι γυναίκες, κλαίνε αρκετά συχνά.Το ίδιο και στον Όμηρο.
Και μια τελευταία παρατήρηση στην μεγαλύτερη βιβλιοπαρουσίαση που έγραψα ποτέ.
Αν δεν ήξερα πως είναι γενικό χαρακτηριστικό των παραμυθιών και των λαϊκών αφηγήσεων θα έλεγα ότι πρόκειται για επιρροή της περσικής ζωροαστρικής και μανιχαϊστικής παράδοσης, με την αντίληψη της αέναης πάλης του καλού με το κακό. Οι ήρωες στα παραμύθια της Χαλιμάς είναι είτε κακοί είτε καλοί, ενδιάμεσες αποχρώσεις δεν υπάρχουν. Και, όπως συμβαίνει πάντα στα παραμύθια αλλά λίγες φορές στην πραγματική ζωή, οι καλοί στο τέλος θριαμβεύουν ενώ οι κακοί τιμωρούνται.
Να μην το ξεχάσουμε, αν κάποιοι γεραπετρίτες διαβάσουν αυτές τις γραμμές. Την Πέμπτη 19 Αυγούστου η θεατρική ομάδα του δήμου Ιεράπετρας παρουσιάζει, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Μαχαιρά το έργο «Κισμέτ. Η Σεχραζάτ και ο χαλίφης Σαχριάρ», ώρα 9.30 στο 3ο δημοτικό σχολείο. Είσοδος 7 ευρώ.
Wednesday, August 11, 2010
Ζιλμπέρ Σινουέ, Ο συνταγματάρχης και το παιδί-βασιλιάς
Ζιλμπέρ Σινουέ, Ο συνταγματάρχης και το παιδί-βασιλιάς, μετ. Βασιλική Κοκκίνου, Ψυχογιός 2008, σελ. 400
Υπάρχει στο εξώφυλλο η φωτογραφία τους: Αναγνώρισα τον συνταγματάρχη. Είναι ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ. Το παιδί-βασιλιάς με το φέσι στο κεφάλι δεν μπορεί να είναι άλλος από τον βασιλιά της Αιγύπτου, τον Φαρούκ. Σε πολύ νεαρή ηλικία, ίσως τότε που ανέβηκε στο θρόνο, όταν ήταν 16 ετών. Γιατί μετά άρχισε να παίρνει κιλά. Πολλά κιλά. Έφτασε τα 140 κιλά. Με τόσα κιλά το προσδόκιμο ζωής δεν μπορεί να είναι πάρα πολύ μεγάλο. Η υπέρταση είναι ένα πρόβλημα υγείας που ακολουθεί με μαθηματική ακρίβεια την παχυσαρκία. Πέθανε στα 45 του. Εξόριστος. Όχι τόσο από τη στενοχώρια του που έχασε το θρόνο του, όσο από τα προβλήματα που του δημιούργησε αυτή η παχυσαρκία.
Βίοι παράλληλοι. Γεννήθηκαν την ίδια εποχή, το 1918 ο Νάσερ, το 1920 ο Φαρούκ. Το φτωχόπαιδο ανέτρεψε τον βασιλιά και του πήρε την εξουσία. Τον δισέγγονο του τουρκαλβανού Μωχάμετ Άλι, ενός φωτισμένου ηγέτη, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οποίου η Αίγυπτος γνώρισε μεγάλη ακμή. Και η Κρήτη, που βρισκόταν τότε κάτω από αιγυπτιακή διοίκηση, κέρδισε από αυτόν τον φωτισμένο ηγεμόνα. Όμως η παρακμή ήλθε πολύ γρήγορα με τους διαδόχους του. Η αποικιοκρατία είχε ξεκινήσει. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις άρχισαν να ροκανίζουν σιγά σιγά τα εδάφη του «μεγάλου ασθενούς», της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Αλγερία ήταν η πρώτη που υπέκυψε, το 1830.
Ο Μοχάμετ Άλι! Που δεν είχε ενδοιασμό να κάνει έναν ουσάρο του Ναπολέοντα αρχιστράτηγο του στρατού του. Αυτός ο ουσάρος παντρεύτηκε μια ελληνίδα «που την είχε απαγάγει από έναν έμπορο της Πελοποννήσου» (σελ. 94). Μια εγγονή του παντρεύτηκε τον βασιλιά Φουάντ, «συνεπώς θα γίνει η μητέρα του Φαρούκ. Μ’ αυτόν τον παράξενο τρόπο το γαλλικό αίμα αναμίχτηκε με εκείνο της παλιάς τουρκικής δυναστείας» (σελ. 94). Ξέχασε να γράψει και το ελληνικό. Καλύτερα.
Ο Ζιλμπέρ Σινουέ γεννήθηκε το 1947 στην Αίγυπτο, από αιγύπτιο πατέρα και γαλλίδα μητέρα. Μια γιαγιά του ήταν ελληνίδα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Η πορφύρα και η ελιά», ιστορικό μυθιστόρημα, τιμήθηκε με το βραβείο Jean d’ heurs. Αποδείχτηκε τελικά δεξιοτέχνης του ιστορικού μυθιστορήματος και της μυθιστορηματικής βιογραφίας. Όμως, από την εργογραφία του, μόνο από τρεις τίτλους μπορέσαμε να καταλάβουμε ποιων τη ζωή πραγματευόταν: «Αβικένας ή ο δρόμος του Ισπαχάν», «Μοχάμεντ Άλι-ο τελευταίος φαραώ της Αιγύπτου» και «Ακενατόν-ο καταραμένος θεός». Η «Σταυρωμένη βασίλισσα» ποια να είναι άραγε; Και ποιο το «Αγόρι της Φλάνδρας»;
Ο ξάδελφός μου ο Γιώργης ο Τζανετάκης μου συνέστησε με θέρμη αυτό το βιβλίο. Είναι συναρπαστικό, μου είπε. Το είχε φέρει μαζί του από την Αθήνα. Το δανείστηκα λοιπόν και έκανα κι εγώ την ίδια διαπίστωση: είναι πράγματι συναρπαστικό.
Πέρα από την διαβεβαίωση του Γιώργη είχα και ειδικό ενδιαφέρον για το θέμα. Όχι μόνο γιατί με ενδιαφέρουν τα τεκταινόμενα στον αραβικό κόσμο, αλλά γιατί έζησα συναισθηματικά δραματικές στιγμές της Αιγυπτιακής ιστορίας, όταν ήμουν μαθητής, στην Κρήτη.
Στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στην Ιεράπετρα στη δεκαετία του ’60, δεν πιάναμε ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, ή τους πιάναμε πολύ αμυδρά. Όχι δηλαδή πως τώρα τους πιάνουμε όλους. Το τρίτο πρόγραμμα για παράδειγμα, το μόνο που ακούω, δεν το πιάνουμε. Ευτυχώς που υπάρχει το ίντερνετ και έτσι μπορώ και το ακούω και στην Κρήτη. Στο χωριό μου ακούγαμε τις ειδήσεις από την ελληνική εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού του Καΐρου στις τρεις η ώρα κάθε μεσημέρι. Ήμουν πολύ ενημερωμένος για τα πράγματα της Αιγύπτου εκείνη την εποχή. Θυμάμαι μια εκπομπή με τη θεία Λένα. «Καλημέρα θεία Λένα». «Καλημέρα σας παιδάκια». Μια άλλη ελληνική μουσική εκπομπή άρχιζε με τη μουσική του Θοδωράκη «Ο χορός του Ζορμπά».
Ήμουν στην πέμπτη τάξη όταν έγινε ο πόλεμος των έξι ημερών. Με έθλιψε φυσικά η ήττα των αράβων, όμως για μένα ήταν μια μουσική πανδαισία. Πικάπ ή κασετόφωνο στο σπίτι δεν είχαμε, κλασική μουσική μπορούσα να ακούσω μόνο από το ραδιόφωνο. Και ο σταθμός του Καΐρου μετέδιδε συνέχεια, πένθιμα, κλασική μουσική. Ήταν τότε περίοδος εξετάσεων. Δεν διάβαζα καθόλου, καθόμουν και άκουγα συνέχεια κλασική μουσική. Έγραψα χάλια, αλλά δεν το μετάνιωσα. Ευτυχώς που δεν ήμουν στην έκτη τάξη, να έχω τις εξετάσεις για το λεγόμενο τότε «ακαδημαϊκό απολυτήριο».
Με τον ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου έκανα εξάσκηση και στα αγγλικά μου. Παρακολουθούσα τακτικά τις αγγλικές εκπομπές.
Και όχι μόνο. Άκουσα αρκετές ομιλίες του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, που μεταφράζονταν ταυτόχρονα στα αγγλικά.
Να σχολιάσω τώρα κάποια πράγματα από το βιβλίο:
Από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου είχα ακούσει τότε ότι ο στρατάρχης Αμπντέλ Χακίμ Άμερ, μετά την ταπεινωτική ήττα, αυτοκτόνησε. Είχα την εντύπωση ότι αυτοκτόνησε από ευθιξία, όντας ο κύριος υπεύθυνος της ήττας. Στο βιβλίο διάβασα ότι τα πράγματα δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι. Παραμερίστηκε από τα αξιώματά του, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα επανακτήσει. Περιστοιχιζόταν από μια φρουρά πραιτοριανών. Κατάφεραν και τον εξουδετέρωσαν, θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό. Και τελικά, όπως γράφει ο Σινουέ, κανείς δεν πιστεύει ότι η αυτοκτονία ήταν όντως αυτοκτονία.
Αντιγράφω:
«Ο αιγυπτιακός λαός είναι φτιαγμένος από υπομονή… όλα θα πάνε καλύτερα. Μην ξεχνάς ποτέ: Πέρσες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Μαμελούκοι, Τούρκοι, Γάλλοι, Άγγλοι… Σε όλους αυτούς δόθηκε το σήμα της υποχώρησης, αλλά εμείς εξακολουθούμε να είμαστε εδώ» (σελ. 11).
Ποιος αιγυπτιακός λαός; Αυτός που έφτιαξε τις πυραμίδες;
Και θυμάμαι ένα συνέδριο στο Κάιρο, πριν δέκα χρόνια. Μας είχαν πάει να δούμε μια «παράσταση» για τις πυραμίδες. Ήταν κάτι σαν θερινός κινηματογράφος, μπροστά μας μια οθόνη, και πίσω οι πυραμίδες. Στην οθόνη παρουσιάζονταν εικόνες σχετικές με τις πυραμίδες και την αιγυπτιακή ιστορία. Κάποια στιγμή ο σχολιαστής λέει κάτι ανάλογο με τα παραπάνω: Οι Πέρσες ήλθαν και έφυγαν, οι Έλληνες ήλθαν και έφυγαν, οι Ρωμαίοι ήλθαν και έφυγαν, οι Τούρκοι ήλθαν και έφυγαν, οι Γάλλοι ήλθαν και έφυγαν, οι Άγγλοι ήλθαν και έφυγαν, όμως οι πυραμίδες είναι πάντα εδώ.
Αυτό που ξέχασε να πει είναι ότι οι Άραβες ήλθαν αλλά δεν έφυγαν. Και όχι μόνο δεν έφυγαν, αλλά κατάφεραν να αφομοιώσουν τους Αιγύπτιους που έκτισαν τις πυραμίδες. Τόσους αιώνες ελληνικής και ρωμαϊκής κατάκτησης και δεν έχασαν τη γλώσσα τους. Όμως με τους Άραβες, ήδη τον ενδέκατο αιώνα, δηλαδή μετά από τέσσερις ήμισυ μόλις αιώνες αραβικής κατάκτησης η αιγυπτιακή γλώσσα έπαψε να μιλιέται. Αν κάποιοι απόγονοι των αρχαίων αιγυπτίων διατήρησαν ένα στοιχείο ταυτότητας αυτό οφείλεται στην χριστιανική θρησκεία. Είναι οι λεγόμενοι Κόπτες, που κατά τον Σινουέ ανέρχονται σήμερα σε περίπου οκτώ χιλιάδες. Μάλιστα για αυτή την καταγωγή διαβάζουμε το εξής εκπληκτικό: «…οι Νούβιοι, όπως οι Κόπτες, αντίθετα από τους εξαραβισθέντες Αιγυπτίους, έχουν διατηρήσει εκπληκτική ομοιότητα με τους αρχαίους Αιγυπτίους. Θαρρείς και βγήκαν από πρόστυπο» (ανάγλυφη παράσταση της οποίας οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από την υπόλοιπη επιφάνεια, σελ. 93).
Αξίζει όμως να διαβάσουμε όλο το ιστορικό των Κοπτών, όπως το παραθέτει ο Σινουέ.
«Έχοντας χάσει σιγά σιγά τη μητρική τους γλώσσα, εκτός από τη λειτουργία, εξαιτίας της αραβοποίησης της χώρας, οι Κόπτες πλήρωναν – όπως οι εβραίοι στην Ιβηρική χερσόνησο-έναν ειδικό φόρο, τον τζίζια, και δεν είχαν πλέον δικαίωμα να φέρουν όπλα ή να ιππεύουν. Το αποκορύφωμα του παραλογισμού: τους απαγόρεψαν να διδάσκονται τα αραβικά ‘την ιερή γλώσσα του Ισλάμ’. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρξε σε όλα αυτά μια ανάπαυλα υπό την βασιλεία του Μοχάμετ Άλι, ο οποίος άνοιξε στους Κόπτες τις πύλες των στρατώνων, κατήργησε τον ταπεινωτικό φόρο τζίζια και συμπεριέλαβε πολλούς απ’ αυτούς στην κυβέρνησή του. Μια ανάπαυλα που δεν κράτησε πολύ. Σήμερα, μέσα στην αδιαφορία του κόσμου, δεν είναι παρά ένα πολιορκημένο οχυρό, στόχοι επιθέσεων, δολοφονιών και καταπιεστικών μέτρων» (σελ. 129-130)
Διαβάζουμε επίσης ότι ο Νάσερ, σε μια μαθητική παράσταση, έπαιξε το ρόλο του Ιούλιου Καίσαρα. «Λέγεται ότι εκείνη την ημέρα ο πατέρας του, βλέποντάς τον να πέφτει κάτω από το μαχαίρι του Βρούτου, λίγο έλειψε να σπεύσει σε βοήθειά του» (σελ. 36).
Ο απόλυτος ιλουζιονισμός στο θέατρο, η ψευδαίσθηση δηλαδή ότι αυτά που συμβαίνουν στη σκηνή είναι πραγματικότητα, της οποίας κάθε ίχνος ήθελε να διαλύσει ο Μπρεχτ. Διάβασα κάπου ότι σε παραστάσεις καραγκιόζη στην επαρχία, κάποιοι θεατές περίμεναν στο τέλος της παράστασης να ξυλοφορτώσουν τον Βεληγκέκα. Έχω διαβάσει και για άλλα σχετικά επεισόδια που τα έχω ξεχάσει.
Δεν αναρωτήθηκα ποτέ πώς φτιάχτηκε η κρέμα σαντιγί, σκασίλα μου, σκασίλα και σε σας φαντάζομαι, όμως μια και το βρήκαμε εδώ, ας το αντιγράψουμε.
«Διηγούνται ότι κατά τη διάρκεια ενός γεύματος στον πύργο του Σαντιγί δεν υπήρχε αρκετή φρέσκια κρέμα. Τότε ένας τρελαμένος παραμάγειρας είχε την ιδέα να τη χτυπήσει για να αυξήσει τον όγκο της ώστε να φτάσει για όλους τους καλεσμένους» (σελ. 95).
Αδικία. Η κρέμα σαντιγί θα έπρεπε να πάρει το όνομα αυτού του τρελαμένου παραμάγειρα και όχι του πυργοδεσπότη.
Και ένα ανθρωπολογικό στοιχείο: «σφιχτά βαμμένα αυγά που συμβολίζουν την άνοιξη» (σελ. 131).
Για το φράγμα του Ασουάν ξέρουμε όλοι, πόσοι όμως ξέρουν πως είναι σχέδιο ενός Έλληνα, του Ανδρέα Δανίνου; Σε όσους το υπέβαλλε τον περνούσαν για τρελό. Ευτυχώς όχι ο Μαχμούντ Γιουνές, ένας συνταγματάρχης, μηχανικός του στρατηγείου, που το είδε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στις 15 Ιανουαρίου 1971 ο Άνουαρ ελ Σαντάτ εγκαινιάζει το φράγμα του Ασουάν. «Ο Νικίτα Κρούτσεφ θα είναι στο πλευρό του, αλλά όχι ο εμπνευστής της ιδέας, ο Έλληνας Ανδρέας Δανίνος. Από την ημέρα που ανέλαβαν οι Σοβιετικοί μηχανικοί, ο Δανίνος απομακρύνθηκε. Ο Νάσερ, ωστόσο, φάνηκε μεγαλόψυχος απέναντί του. Τον κάλεσα στο γραφείο του και του εξήγησε ότι η νέα κατάσταση υπαγορευόταν από τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της Αιγύπτου. Εν είδει φιλοδωρήματος του πρόσφερε το ποσό των τριάντα χιλιάδων λιρών. Δυστυχώς, ο άνθρωπος ήταν πνιγμένος στα χρέη. Μόλις τα επέστρεψε, ξανακύλησε στην αβεβαιότητα. Ο Νάσερ του χορήγησε τότε μια σύνταξη που του επέτρεψε να επιβιώσει όπως όπως. Ο οραματιστής μηχανικός πέθανε στα ογδόντα εννέα του χρόνια, στις 23 Σεπτεμβρίου 1976 στο Κάιρο, λησμονημένος από όλους» (σελ. 326).
Εμείς στην Ιεράπετρα στον Ολλανδό Πολ Κούιπερς (Paul Kuijpers), που τον λέμε για ευκολία Κούπερς (η γυναίκα του η κα Βίλη μας έκανε αγγλικά στο φροντιστήριο του κου Σταυρακάκη), τον γεωπόνο που πειραματίστηκε με τα θερμοκήπια και που σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1971 σε ηλικία μόλις 32 χρόνων, του κάναμε άγαλμα. Η Αίγυπτος τι περιμένει;
Αυτό το υπέροχο βιβλίο τελειώνει με το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη. Πιο πριν ο Σινουέ είχε παραθέσει το ποίημά του «Η νύχτα». Φόρος τιμής στον μεγάλο Έλληνα ποιητή που γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Να τελειώσουμε και εμείς τη βιβλιοπαρουσίασή μας με το να σας το συστήσουμε ανεπιφύλακτα.
Υπάρχει στο εξώφυλλο η φωτογραφία τους: Αναγνώρισα τον συνταγματάρχη. Είναι ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ. Το παιδί-βασιλιάς με το φέσι στο κεφάλι δεν μπορεί να είναι άλλος από τον βασιλιά της Αιγύπτου, τον Φαρούκ. Σε πολύ νεαρή ηλικία, ίσως τότε που ανέβηκε στο θρόνο, όταν ήταν 16 ετών. Γιατί μετά άρχισε να παίρνει κιλά. Πολλά κιλά. Έφτασε τα 140 κιλά. Με τόσα κιλά το προσδόκιμο ζωής δεν μπορεί να είναι πάρα πολύ μεγάλο. Η υπέρταση είναι ένα πρόβλημα υγείας που ακολουθεί με μαθηματική ακρίβεια την παχυσαρκία. Πέθανε στα 45 του. Εξόριστος. Όχι τόσο από τη στενοχώρια του που έχασε το θρόνο του, όσο από τα προβλήματα που του δημιούργησε αυτή η παχυσαρκία.
Βίοι παράλληλοι. Γεννήθηκαν την ίδια εποχή, το 1918 ο Νάσερ, το 1920 ο Φαρούκ. Το φτωχόπαιδο ανέτρεψε τον βασιλιά και του πήρε την εξουσία. Τον δισέγγονο του τουρκαλβανού Μωχάμετ Άλι, ενός φωτισμένου ηγέτη, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οποίου η Αίγυπτος γνώρισε μεγάλη ακμή. Και η Κρήτη, που βρισκόταν τότε κάτω από αιγυπτιακή διοίκηση, κέρδισε από αυτόν τον φωτισμένο ηγεμόνα. Όμως η παρακμή ήλθε πολύ γρήγορα με τους διαδόχους του. Η αποικιοκρατία είχε ξεκινήσει. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις άρχισαν να ροκανίζουν σιγά σιγά τα εδάφη του «μεγάλου ασθενούς», της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Αλγερία ήταν η πρώτη που υπέκυψε, το 1830.
Ο Μοχάμετ Άλι! Που δεν είχε ενδοιασμό να κάνει έναν ουσάρο του Ναπολέοντα αρχιστράτηγο του στρατού του. Αυτός ο ουσάρος παντρεύτηκε μια ελληνίδα «που την είχε απαγάγει από έναν έμπορο της Πελοποννήσου» (σελ. 94). Μια εγγονή του παντρεύτηκε τον βασιλιά Φουάντ, «συνεπώς θα γίνει η μητέρα του Φαρούκ. Μ’ αυτόν τον παράξενο τρόπο το γαλλικό αίμα αναμίχτηκε με εκείνο της παλιάς τουρκικής δυναστείας» (σελ. 94). Ξέχασε να γράψει και το ελληνικό. Καλύτερα.
Ο Ζιλμπέρ Σινουέ γεννήθηκε το 1947 στην Αίγυπτο, από αιγύπτιο πατέρα και γαλλίδα μητέρα. Μια γιαγιά του ήταν ελληνίδα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Η πορφύρα και η ελιά», ιστορικό μυθιστόρημα, τιμήθηκε με το βραβείο Jean d’ heurs. Αποδείχτηκε τελικά δεξιοτέχνης του ιστορικού μυθιστορήματος και της μυθιστορηματικής βιογραφίας. Όμως, από την εργογραφία του, μόνο από τρεις τίτλους μπορέσαμε να καταλάβουμε ποιων τη ζωή πραγματευόταν: «Αβικένας ή ο δρόμος του Ισπαχάν», «Μοχάμεντ Άλι-ο τελευταίος φαραώ της Αιγύπτου» και «Ακενατόν-ο καταραμένος θεός». Η «Σταυρωμένη βασίλισσα» ποια να είναι άραγε; Και ποιο το «Αγόρι της Φλάνδρας»;
Ο ξάδελφός μου ο Γιώργης ο Τζανετάκης μου συνέστησε με θέρμη αυτό το βιβλίο. Είναι συναρπαστικό, μου είπε. Το είχε φέρει μαζί του από την Αθήνα. Το δανείστηκα λοιπόν και έκανα κι εγώ την ίδια διαπίστωση: είναι πράγματι συναρπαστικό.
Πέρα από την διαβεβαίωση του Γιώργη είχα και ειδικό ενδιαφέρον για το θέμα. Όχι μόνο γιατί με ενδιαφέρουν τα τεκταινόμενα στον αραβικό κόσμο, αλλά γιατί έζησα συναισθηματικά δραματικές στιγμές της Αιγυπτιακής ιστορίας, όταν ήμουν μαθητής, στην Κρήτη.
Στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στην Ιεράπετρα στη δεκαετία του ’60, δεν πιάναμε ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, ή τους πιάναμε πολύ αμυδρά. Όχι δηλαδή πως τώρα τους πιάνουμε όλους. Το τρίτο πρόγραμμα για παράδειγμα, το μόνο που ακούω, δεν το πιάνουμε. Ευτυχώς που υπάρχει το ίντερνετ και έτσι μπορώ και το ακούω και στην Κρήτη. Στο χωριό μου ακούγαμε τις ειδήσεις από την ελληνική εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού του Καΐρου στις τρεις η ώρα κάθε μεσημέρι. Ήμουν πολύ ενημερωμένος για τα πράγματα της Αιγύπτου εκείνη την εποχή. Θυμάμαι μια εκπομπή με τη θεία Λένα. «Καλημέρα θεία Λένα». «Καλημέρα σας παιδάκια». Μια άλλη ελληνική μουσική εκπομπή άρχιζε με τη μουσική του Θοδωράκη «Ο χορός του Ζορμπά».
Ήμουν στην πέμπτη τάξη όταν έγινε ο πόλεμος των έξι ημερών. Με έθλιψε φυσικά η ήττα των αράβων, όμως για μένα ήταν μια μουσική πανδαισία. Πικάπ ή κασετόφωνο στο σπίτι δεν είχαμε, κλασική μουσική μπορούσα να ακούσω μόνο από το ραδιόφωνο. Και ο σταθμός του Καΐρου μετέδιδε συνέχεια, πένθιμα, κλασική μουσική. Ήταν τότε περίοδος εξετάσεων. Δεν διάβαζα καθόλου, καθόμουν και άκουγα συνέχεια κλασική μουσική. Έγραψα χάλια, αλλά δεν το μετάνιωσα. Ευτυχώς που δεν ήμουν στην έκτη τάξη, να έχω τις εξετάσεις για το λεγόμενο τότε «ακαδημαϊκό απολυτήριο».
Με τον ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου έκανα εξάσκηση και στα αγγλικά μου. Παρακολουθούσα τακτικά τις αγγλικές εκπομπές.
Και όχι μόνο. Άκουσα αρκετές ομιλίες του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, που μεταφράζονταν ταυτόχρονα στα αγγλικά.
Να σχολιάσω τώρα κάποια πράγματα από το βιβλίο:
Από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου είχα ακούσει τότε ότι ο στρατάρχης Αμπντέλ Χακίμ Άμερ, μετά την ταπεινωτική ήττα, αυτοκτόνησε. Είχα την εντύπωση ότι αυτοκτόνησε από ευθιξία, όντας ο κύριος υπεύθυνος της ήττας. Στο βιβλίο διάβασα ότι τα πράγματα δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι. Παραμερίστηκε από τα αξιώματά του, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα επανακτήσει. Περιστοιχιζόταν από μια φρουρά πραιτοριανών. Κατάφεραν και τον εξουδετέρωσαν, θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό. Και τελικά, όπως γράφει ο Σινουέ, κανείς δεν πιστεύει ότι η αυτοκτονία ήταν όντως αυτοκτονία.
Αντιγράφω:
«Ο αιγυπτιακός λαός είναι φτιαγμένος από υπομονή… όλα θα πάνε καλύτερα. Μην ξεχνάς ποτέ: Πέρσες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Μαμελούκοι, Τούρκοι, Γάλλοι, Άγγλοι… Σε όλους αυτούς δόθηκε το σήμα της υποχώρησης, αλλά εμείς εξακολουθούμε να είμαστε εδώ» (σελ. 11).
Ποιος αιγυπτιακός λαός; Αυτός που έφτιαξε τις πυραμίδες;
Και θυμάμαι ένα συνέδριο στο Κάιρο, πριν δέκα χρόνια. Μας είχαν πάει να δούμε μια «παράσταση» για τις πυραμίδες. Ήταν κάτι σαν θερινός κινηματογράφος, μπροστά μας μια οθόνη, και πίσω οι πυραμίδες. Στην οθόνη παρουσιάζονταν εικόνες σχετικές με τις πυραμίδες και την αιγυπτιακή ιστορία. Κάποια στιγμή ο σχολιαστής λέει κάτι ανάλογο με τα παραπάνω: Οι Πέρσες ήλθαν και έφυγαν, οι Έλληνες ήλθαν και έφυγαν, οι Ρωμαίοι ήλθαν και έφυγαν, οι Τούρκοι ήλθαν και έφυγαν, οι Γάλλοι ήλθαν και έφυγαν, οι Άγγλοι ήλθαν και έφυγαν, όμως οι πυραμίδες είναι πάντα εδώ.
Αυτό που ξέχασε να πει είναι ότι οι Άραβες ήλθαν αλλά δεν έφυγαν. Και όχι μόνο δεν έφυγαν, αλλά κατάφεραν να αφομοιώσουν τους Αιγύπτιους που έκτισαν τις πυραμίδες. Τόσους αιώνες ελληνικής και ρωμαϊκής κατάκτησης και δεν έχασαν τη γλώσσα τους. Όμως με τους Άραβες, ήδη τον ενδέκατο αιώνα, δηλαδή μετά από τέσσερις ήμισυ μόλις αιώνες αραβικής κατάκτησης η αιγυπτιακή γλώσσα έπαψε να μιλιέται. Αν κάποιοι απόγονοι των αρχαίων αιγυπτίων διατήρησαν ένα στοιχείο ταυτότητας αυτό οφείλεται στην χριστιανική θρησκεία. Είναι οι λεγόμενοι Κόπτες, που κατά τον Σινουέ ανέρχονται σήμερα σε περίπου οκτώ χιλιάδες. Μάλιστα για αυτή την καταγωγή διαβάζουμε το εξής εκπληκτικό: «…οι Νούβιοι, όπως οι Κόπτες, αντίθετα από τους εξαραβισθέντες Αιγυπτίους, έχουν διατηρήσει εκπληκτική ομοιότητα με τους αρχαίους Αιγυπτίους. Θαρρείς και βγήκαν από πρόστυπο» (ανάγλυφη παράσταση της οποίας οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από την υπόλοιπη επιφάνεια, σελ. 93).
Αξίζει όμως να διαβάσουμε όλο το ιστορικό των Κοπτών, όπως το παραθέτει ο Σινουέ.
«Έχοντας χάσει σιγά σιγά τη μητρική τους γλώσσα, εκτός από τη λειτουργία, εξαιτίας της αραβοποίησης της χώρας, οι Κόπτες πλήρωναν – όπως οι εβραίοι στην Ιβηρική χερσόνησο-έναν ειδικό φόρο, τον τζίζια, και δεν είχαν πλέον δικαίωμα να φέρουν όπλα ή να ιππεύουν. Το αποκορύφωμα του παραλογισμού: τους απαγόρεψαν να διδάσκονται τα αραβικά ‘την ιερή γλώσσα του Ισλάμ’. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρξε σε όλα αυτά μια ανάπαυλα υπό την βασιλεία του Μοχάμετ Άλι, ο οποίος άνοιξε στους Κόπτες τις πύλες των στρατώνων, κατήργησε τον ταπεινωτικό φόρο τζίζια και συμπεριέλαβε πολλούς απ’ αυτούς στην κυβέρνησή του. Μια ανάπαυλα που δεν κράτησε πολύ. Σήμερα, μέσα στην αδιαφορία του κόσμου, δεν είναι παρά ένα πολιορκημένο οχυρό, στόχοι επιθέσεων, δολοφονιών και καταπιεστικών μέτρων» (σελ. 129-130)
Διαβάζουμε επίσης ότι ο Νάσερ, σε μια μαθητική παράσταση, έπαιξε το ρόλο του Ιούλιου Καίσαρα. «Λέγεται ότι εκείνη την ημέρα ο πατέρας του, βλέποντάς τον να πέφτει κάτω από το μαχαίρι του Βρούτου, λίγο έλειψε να σπεύσει σε βοήθειά του» (σελ. 36).
Ο απόλυτος ιλουζιονισμός στο θέατρο, η ψευδαίσθηση δηλαδή ότι αυτά που συμβαίνουν στη σκηνή είναι πραγματικότητα, της οποίας κάθε ίχνος ήθελε να διαλύσει ο Μπρεχτ. Διάβασα κάπου ότι σε παραστάσεις καραγκιόζη στην επαρχία, κάποιοι θεατές περίμεναν στο τέλος της παράστασης να ξυλοφορτώσουν τον Βεληγκέκα. Έχω διαβάσει και για άλλα σχετικά επεισόδια που τα έχω ξεχάσει.
Δεν αναρωτήθηκα ποτέ πώς φτιάχτηκε η κρέμα σαντιγί, σκασίλα μου, σκασίλα και σε σας φαντάζομαι, όμως μια και το βρήκαμε εδώ, ας το αντιγράψουμε.
«Διηγούνται ότι κατά τη διάρκεια ενός γεύματος στον πύργο του Σαντιγί δεν υπήρχε αρκετή φρέσκια κρέμα. Τότε ένας τρελαμένος παραμάγειρας είχε την ιδέα να τη χτυπήσει για να αυξήσει τον όγκο της ώστε να φτάσει για όλους τους καλεσμένους» (σελ. 95).
Αδικία. Η κρέμα σαντιγί θα έπρεπε να πάρει το όνομα αυτού του τρελαμένου παραμάγειρα και όχι του πυργοδεσπότη.
Και ένα ανθρωπολογικό στοιχείο: «σφιχτά βαμμένα αυγά που συμβολίζουν την άνοιξη» (σελ. 131).
Για το φράγμα του Ασουάν ξέρουμε όλοι, πόσοι όμως ξέρουν πως είναι σχέδιο ενός Έλληνα, του Ανδρέα Δανίνου; Σε όσους το υπέβαλλε τον περνούσαν για τρελό. Ευτυχώς όχι ο Μαχμούντ Γιουνές, ένας συνταγματάρχης, μηχανικός του στρατηγείου, που το είδε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στις 15 Ιανουαρίου 1971 ο Άνουαρ ελ Σαντάτ εγκαινιάζει το φράγμα του Ασουάν. «Ο Νικίτα Κρούτσεφ θα είναι στο πλευρό του, αλλά όχι ο εμπνευστής της ιδέας, ο Έλληνας Ανδρέας Δανίνος. Από την ημέρα που ανέλαβαν οι Σοβιετικοί μηχανικοί, ο Δανίνος απομακρύνθηκε. Ο Νάσερ, ωστόσο, φάνηκε μεγαλόψυχος απέναντί του. Τον κάλεσα στο γραφείο του και του εξήγησε ότι η νέα κατάσταση υπαγορευόταν από τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της Αιγύπτου. Εν είδει φιλοδωρήματος του πρόσφερε το ποσό των τριάντα χιλιάδων λιρών. Δυστυχώς, ο άνθρωπος ήταν πνιγμένος στα χρέη. Μόλις τα επέστρεψε, ξανακύλησε στην αβεβαιότητα. Ο Νάσερ του χορήγησε τότε μια σύνταξη που του επέτρεψε να επιβιώσει όπως όπως. Ο οραματιστής μηχανικός πέθανε στα ογδόντα εννέα του χρόνια, στις 23 Σεπτεμβρίου 1976 στο Κάιρο, λησμονημένος από όλους» (σελ. 326).
Εμείς στην Ιεράπετρα στον Ολλανδό Πολ Κούιπερς (Paul Kuijpers), που τον λέμε για ευκολία Κούπερς (η γυναίκα του η κα Βίλη μας έκανε αγγλικά στο φροντιστήριο του κου Σταυρακάκη), τον γεωπόνο που πειραματίστηκε με τα θερμοκήπια και που σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1971 σε ηλικία μόλις 32 χρόνων, του κάναμε άγαλμα. Η Αίγυπτος τι περιμένει;
Αυτό το υπέροχο βιβλίο τελειώνει με το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη. Πιο πριν ο Σινουέ είχε παραθέσει το ποίημά του «Η νύχτα». Φόρος τιμής στον μεγάλο Έλληνα ποιητή που γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Να τελειώσουμε και εμείς τη βιβλιοπαρουσίασή μας με το να σας το συστήσουμε ανεπιφύλακτα.
Tuesday, August 10, 2010
Νίκου Γεωργακάκη, Η Αθήνα του χιούμορ
Νίκου Γεωργακάκη, Η Αθήνα του χιούμορ
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούλιος-Αύγουστος 2000
Η Αθήνα του Χιούμορ λέγεται το βιβλίο που δημοσίευσε ο Νίκος Γεωργακάκης, και είναι ειδολογικά εντελώς πρωτότυπο. Αποτελείται από φωτογραφίες προσόψεων καταστημάτων με τις πινακίδες τους και συνθημάτων στους τοίχους, που έχουν ένα φαιδρό, χιουμοριστικό, σαρκαστικό, σατιρικό, γενικώς ευτράπελο χαρακτήρα, που επιτείνεται από το κατάλληλο σχόλιο του «συνθέτη», όπως αυτοχαρακτηρίζεται ο ίδιος. Τις φωτογραφίες αυτές τις συνέθεσε σε είκοσι θεματικές ενότητες. Όμως το δύσκολο δεν ήταν η σύνθεση ή ο σχολιασμός τους, αλλά η άγρα τους. Κυνηγός ή ερευνητής είναι οι χαρακτηρισμοί που θα του ταίριαζαν καλύτερα. Γιατί, όπως μπορεί κανείς να φαντασθεί, χρειάσθηκε πολύ κόπο και χρόνο για να αλωνίσει την Αθήνα και να συλλέξει αυτό το χιουμοριστικό υλικό, κόπο και χρόνο που μόνο ένα μεγάλο μεράκι και μια δυνατή πίστη σ’ αυτό το έργο θα έκανε δυνατή τη θυσία τους. Και προ παντός πίστη στην αναγκαιότητα ενός λυτρωτικού και αγχολυτικού χιούμορ, που γίνεται όλο και πιο απαραίτητο στις μέρες μας. Για την ευεργετική σημασία του χιούμορ ο Γεωργακάκης προτάσσει μάλιστα ρήσεις μεγάλων αντρών, όπως η παρακάτω του Αριστοτέλη: «Η πιο χαμένη από τις μέρες μας είναι εκείνη που δεν γελάσαμε».
Μια ανάλογη προσπάθεια θυμάμαι παλιά στο έντυπο της ΕΛΠΑ, όταν ήμουν συνδρομητής, τώρα δεν ξέρω τι γίνεται, που σε μια σελίδα του δημοσίευε φωτογραφίες με πινακίδες πολύ ευτράπελες, που έδειχναν την αγραμματοσύνη αυτών που τις έγραψαν. Όμως το έργο αυτό ήταν συλλογικό, τις φωτογραφίες τις έστελναν οι συνδρομητές της ΕΛΠΑ, και δεν ήσαν λίγοι. Εδώ απεναντίας πρόκειται για το έργο ενός ανδρός.
Δεν ξέρω αν όλοι οι μπαρόβιοι αισθάνονται καμιά φορά εκείνο το «Barέθηκα», όμως όλοι μας θα προσυπογράφαμε το «F16 να ’ναι οι μέρες σας» (για το Κόσοβο). Όσο για το γνωστό «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω κι εγώ χιουμοριστικά «και τα ψάρια αυτά σε ποιον ανήκουν; Σε μας ή στους τούρκους;»
Ως οικολόγος με κάποιες μικρές περγαμηνές θα ’λεγα ότι δεν πρέπει να ανήκουν σε κανένα, φτάνει πια η υπεραλίευση των θαλασσών, αν το πάμε έτσι, σε μερικές δεκαετίες δεν θα υπάρχουν ψάρια ούτε για δείγμα. Πάλι καλά που υπάρχουν οι ιχθυοκαλλιέργειες.
Με τον Νίκο ήμασταν συμμαθητές. Πανέξυπνος, τον θυμάμαι να βάζει συχνά γυαλιά στους καθηγητές μας των θετικών μαθημάτων, προς μεγάλη ικανοποίηση εμάς των υπολοίπων, που δεν τους θεωρούσαμε βέβαια ως Ες Ες, όμως περίπου ως βασανιστές. Και σίγουρα ΕΣΑ, μια φρικτή στρατιωτική αστυνομία, καθώς μας απαγόρευαν την έξοδο μετά τις οκτώ το βράδυ, χειρότερα δηλαδή κι από την κατοχή που δεν γνωρίσαμε, και όποιον συνελάμβαναν στο σινεμά του Αεράκη ή του Μανουσάκη έτρωγε την επομένη αποβολή. Ακόμα και εφόδους έκαναν στα σπίτια όπου έμεναν τα χωριατάκια, για να δούνε αν ήσαν μέσα και δεν νυχτογύριζαν, αν και συνήθως την αποστολή αυτή την εκτελούσε ο Μανώλης ο παιδονόμος.
Ω εσείς μισητοί ή αγαπημένοι καθηγητές μας, εκτελεστικά όργανα ενός Υπουργείου Παιδείας, που ανάμεσα στα άλλα μας ήθελε με κοντά μαλλιά (συμμαθητή και νυν συνάδελφε Γιάννη Ταβλάκη, δεν θα ξεχάσω ακόμη την κλωτσιά στον πισινό που έφαγες από τον φιλόλογό μας στην Τρίτη Λυκείου - αργότερα πολιτεύτηκε μάλιστα με ένα προοδευτικό κόμμα - γιατί τα μαλλιά σου ήταν μισό πόντο παραπάνω απ’ ότι θα ήθελε), που βλέπατε την αποστολή σας ως εκείνη του ιεροεξεταστή, του χωροφύλακα ή του βασανιστή (το ξύλο που έφαγα το θυμάμαι ακόμα), όπου κι αν βρίσκεστε, είτε διαβάζετε είτε δεν διαβάζετε αυτές τις γραμμές, συχωρεμένοι να ’στε.
Πανέξυπνος ο Νίκος, πέρασε αμέσως στο Πολυτεχνείο. Στρατεύθηκε κι αυτός, όπως όλοι μας, στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Δεν έχει σημασία που δεν φτάσαμε στην Ιθάκη, που η Ιθάκη αποδείχθηκε μια χίμαιρα, μετράει το ταξίδι που κάναμε, σε σχεδόν παράλληλες διαδρομές.
Νίκο, σου εύχομαι πάντα δημιουργικός
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούλιος-Αύγουστος 2000
Η Αθήνα του Χιούμορ λέγεται το βιβλίο που δημοσίευσε ο Νίκος Γεωργακάκης, και είναι ειδολογικά εντελώς πρωτότυπο. Αποτελείται από φωτογραφίες προσόψεων καταστημάτων με τις πινακίδες τους και συνθημάτων στους τοίχους, που έχουν ένα φαιδρό, χιουμοριστικό, σαρκαστικό, σατιρικό, γενικώς ευτράπελο χαρακτήρα, που επιτείνεται από το κατάλληλο σχόλιο του «συνθέτη», όπως αυτοχαρακτηρίζεται ο ίδιος. Τις φωτογραφίες αυτές τις συνέθεσε σε είκοσι θεματικές ενότητες. Όμως το δύσκολο δεν ήταν η σύνθεση ή ο σχολιασμός τους, αλλά η άγρα τους. Κυνηγός ή ερευνητής είναι οι χαρακτηρισμοί που θα του ταίριαζαν καλύτερα. Γιατί, όπως μπορεί κανείς να φαντασθεί, χρειάσθηκε πολύ κόπο και χρόνο για να αλωνίσει την Αθήνα και να συλλέξει αυτό το χιουμοριστικό υλικό, κόπο και χρόνο που μόνο ένα μεγάλο μεράκι και μια δυνατή πίστη σ’ αυτό το έργο θα έκανε δυνατή τη θυσία τους. Και προ παντός πίστη στην αναγκαιότητα ενός λυτρωτικού και αγχολυτικού χιούμορ, που γίνεται όλο και πιο απαραίτητο στις μέρες μας. Για την ευεργετική σημασία του χιούμορ ο Γεωργακάκης προτάσσει μάλιστα ρήσεις μεγάλων αντρών, όπως η παρακάτω του Αριστοτέλη: «Η πιο χαμένη από τις μέρες μας είναι εκείνη που δεν γελάσαμε».
Μια ανάλογη προσπάθεια θυμάμαι παλιά στο έντυπο της ΕΛΠΑ, όταν ήμουν συνδρομητής, τώρα δεν ξέρω τι γίνεται, που σε μια σελίδα του δημοσίευε φωτογραφίες με πινακίδες πολύ ευτράπελες, που έδειχναν την αγραμματοσύνη αυτών που τις έγραψαν. Όμως το έργο αυτό ήταν συλλογικό, τις φωτογραφίες τις έστελναν οι συνδρομητές της ΕΛΠΑ, και δεν ήσαν λίγοι. Εδώ απεναντίας πρόκειται για το έργο ενός ανδρός.
Δεν ξέρω αν όλοι οι μπαρόβιοι αισθάνονται καμιά φορά εκείνο το «Barέθηκα», όμως όλοι μας θα προσυπογράφαμε το «F16 να ’ναι οι μέρες σας» (για το Κόσοβο). Όσο για το γνωστό «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω κι εγώ χιουμοριστικά «και τα ψάρια αυτά σε ποιον ανήκουν; Σε μας ή στους τούρκους;»
Ως οικολόγος με κάποιες μικρές περγαμηνές θα ’λεγα ότι δεν πρέπει να ανήκουν σε κανένα, φτάνει πια η υπεραλίευση των θαλασσών, αν το πάμε έτσι, σε μερικές δεκαετίες δεν θα υπάρχουν ψάρια ούτε για δείγμα. Πάλι καλά που υπάρχουν οι ιχθυοκαλλιέργειες.
Με τον Νίκο ήμασταν συμμαθητές. Πανέξυπνος, τον θυμάμαι να βάζει συχνά γυαλιά στους καθηγητές μας των θετικών μαθημάτων, προς μεγάλη ικανοποίηση εμάς των υπολοίπων, που δεν τους θεωρούσαμε βέβαια ως Ες Ες, όμως περίπου ως βασανιστές. Και σίγουρα ΕΣΑ, μια φρικτή στρατιωτική αστυνομία, καθώς μας απαγόρευαν την έξοδο μετά τις οκτώ το βράδυ, χειρότερα δηλαδή κι από την κατοχή που δεν γνωρίσαμε, και όποιον συνελάμβαναν στο σινεμά του Αεράκη ή του Μανουσάκη έτρωγε την επομένη αποβολή. Ακόμα και εφόδους έκαναν στα σπίτια όπου έμεναν τα χωριατάκια, για να δούνε αν ήσαν μέσα και δεν νυχτογύριζαν, αν και συνήθως την αποστολή αυτή την εκτελούσε ο Μανώλης ο παιδονόμος.
Ω εσείς μισητοί ή αγαπημένοι καθηγητές μας, εκτελεστικά όργανα ενός Υπουργείου Παιδείας, που ανάμεσα στα άλλα μας ήθελε με κοντά μαλλιά (συμμαθητή και νυν συνάδελφε Γιάννη Ταβλάκη, δεν θα ξεχάσω ακόμη την κλωτσιά στον πισινό που έφαγες από τον φιλόλογό μας στην Τρίτη Λυκείου - αργότερα πολιτεύτηκε μάλιστα με ένα προοδευτικό κόμμα - γιατί τα μαλλιά σου ήταν μισό πόντο παραπάνω απ’ ότι θα ήθελε), που βλέπατε την αποστολή σας ως εκείνη του ιεροεξεταστή, του χωροφύλακα ή του βασανιστή (το ξύλο που έφαγα το θυμάμαι ακόμα), όπου κι αν βρίσκεστε, είτε διαβάζετε είτε δεν διαβάζετε αυτές τις γραμμές, συχωρεμένοι να ’στε.
Πανέξυπνος ο Νίκος, πέρασε αμέσως στο Πολυτεχνείο. Στρατεύθηκε κι αυτός, όπως όλοι μας, στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Δεν έχει σημασία που δεν φτάσαμε στην Ιθάκη, που η Ιθάκη αποδείχθηκε μια χίμαιρα, μετράει το ταξίδι που κάναμε, σε σχεδόν παράλληλες διαδρομές.
Νίκο, σου εύχομαι πάντα δημιουργικός
Monday, August 9, 2010
Αγγέλα Καστρινάκη, Τα όρια της ζεστασιάς
Αγγέλα Καστρινάκη, Τα όρια της ζεστασιάς, Πόλις 1999, σελ. 126
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούνης 2000
Παρόλο που υφολογικά υπάρχει μια μικρή μετατόπιση στην τελευταία συλλογή διηγημάτων της Αγγέλας Καστρινάκη που φέρει τον τίτλο Τα όρια της μοναξιάς από τις δυο προηγούμενες συλλογές της, Φιλοξενουμένη 1990 και Εκδρομές με φίλες 1993, η θεματική παραμένει η ίδια, κάτι που μάλλον είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στους συγγραφείς. Η θεματική αυτή είναι η ματαίωση της επικοινωνίας, η δυσκολία ή η ένταση στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ στο Κεκλεισμένων των θυρών είχε πει ότι οι κόλαση είναι οι άλλοι. Για την Καστρινάκη η κόλαση αυτή δεν είναι τόσο ζοφερή. Οι ηρωίδες της στο Εκδρομές με φίλες είναι σαν να λένε «αυτή είναι η κατάσταση, αλλά τι να κάνουμε, θα την ανεχθούμε».
Για τον Στρίνμπεργκ η κόλαση είναι πάντα το έτερο ήμισυ. Ο Ντύρρενματ συνόψισε τη θεματική του μεγάλου Νορβηγού δραματουργού στο έργο του Play Strinberg. Η Καστρινάκη γράφει μια αντιστροφή του στο τελευταίο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο «Αναγγελία». Το ζευγάρι τσακώνεται μπροστά σε φίλους, για να συμφιλιωθούν στην αναγγελία της γυναίκας ότι είναι έγκυος.
O τίτλος του διηγήματος «Στα όρια της ζεστασιάς» θα μπορούσε να τιτλοφορήσει όχι μόνο την τρίτη συλλογή, αλλά και όλο το έργο της. Με τη διευκρίνιση ότι αυτά τα όρια δεν υπερβαίνονται, ότι οι ήρωες συχνά τα προσεγγίζουν, όμως είτε δεν τολμούν, όπως στην «τριγωνομετρία», είτε δεν μπορούν, όπως στο «Νασρόμπια», να τα διαβούν. Τα αγγίζουν στα «Τριζόνια», με το ερωτικό χάδι στο γόνατο.
Η ανάδειξη αυτής της θεματικής είναι κάτι το εξαιρετικά δύσκολο. Κι αυτό γιατί, αν επενδυθεί με «σπουδαίες», δηλαδή ασυνήθιστες, ιστορίες, κατά το πρότυπο των αρχαίων τραγωδιών, υποβαθμίζεται, περιοριζόμενη ως μια εξαιρετική και ασυνήθιστη κατάσταση. Αν είναι να προβληθεί όμως ως η κατεξοχήν ανθρώπινη κατάσταση, αυτό θα πρέπει να γίνει μέσα από καθημερινές ιστορίες που έχουν ελάχιστο αφηγηματικό ενδιαφέρον. Τον δύσβατο αυτό δρόμο επιλέγει η Καστρινάκη, την ανάδειξη της δυσκολίας στις διαπροσωπικές σχέσεις μέσα από τετριμμένες, καθημερινές καταστάσεις.
Δεν είναι εύκολο επίτευγμα. Στην πρώτη της συλλογή μόλις τα καταφέρνει. Η απουσία διαλόγου που θα έδινε δραματικότητα στην πλοκή κάνει να ατονήσει, αντί να διεγείρει, ένα αφηγηματικό ενδιαφέρον που οι ιστορίες της ελάχιστα διαθέτουν. Στο «Εκδρομές με φίλες» ο διάλογος θα διεισδύσει σταδιακά, για να καταλάβει μια πιο περίοπτη θέση στην τελευταία της συλλογή.
Κάνει και άλλες επινοήσεις. Προσφέρει το εφέ του απροσδόκητου ως εφέ τέλους, κερδίζοντας έτσι το διήγημα την τελευταία εντύπωση. Στο «Διάβασέ το ξανά» αποκαλύπτεται στο τέλος ο κενόδοξος χαρακτήρας του συγγραφέα που ενδιαφέρει την αφηγήτρια, και στην «Τριγωνομετρία» η φιλενάδα που υποδέχεται τον νέο με τον οποίο η αφηγήτρια φλέρταρε στο τρένο εντείνει την αίσθηση της ματαίωσης της επικοινωνίας με τον συνταξιδιώτη εκείνο που την ενδιέφερε πραγματικά.
Όμως η πιο πρωτότυπη επινόησή της είναι η διαπλοκή του πραγματικού με το μυθιστορηματικό, που αναδεικνύει το πραγματικό ως την κύρια διάσταση του μυθιστορηματικού. Το διήγημα «Τριγωνομετρία» εμφανίζεται ως εγκιβωτισμένο μέσα σε ένα πραγματικό γεγονός, με την υπόσχεση της αφηγήτριας στον νεαρό συνταξιδιώτη της ότι θα του στείλει «μια εντελώς καθημερινή και ασήμαντη ιστορία». Στο «Μαγειρεύοντας ένα διήγημα» φαίνεται η συγγραφέας «σαν να» (μπορεί και να) διηγηματοποιεί ένα πραγματικό γεγονός. Η υπογράμμιση του μυθοπλαστικού στοιχείου («Η γυναίκα του Γιώργου, η Αμαλία, αμίλητη ως τώρα (μπορεί να είναι αληθοφανές ένα διήγημα, όταν όλοι σε μια παρέα σαραντάρηδων είναι μόνοι ή εργένηδες;)») (σελ. 121) υπογραμμίζει μια διάσταση πραγματικού γεγονότος.
Το διήγημα κλείνει με ένα εφέ ανοιχτού τέλους:
«Τι έγινε μετά (ανάμεσα στον Ξενοφώντα και τη Λίνα), ο συγγραφέας δεν θα το πει, αφήνοντας τον αναγνώστη να προσθέσει στην τούρτα το κερασάκι».
Ένα τέτοιο τέλος προβάλλει κάποια ζητήματα της θεωρίας της πρόσληψης. Ένα ερωτηματολόγιο σε μια σειρά αναγνώστες θα έδινε ίσως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Χωρίς να μπορώ να φανταστώ ποσοστά, νομίζω ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες απαντήσεων.
Στην πρώτη η απάντηση είναι ότι κοιμήθηκαν μαζί. Την δίνουν οι αναγνώστες που διαβάζουν ρομάντζα, και θέλουν ένα happy end.
Στη δεύτερη η απάντηση είναι ότι δεν κοιμήθηκαν μαζί. Γιατί όμως αυτή η απάντηση;
Και εδώ οι αναγνώστες θα χωριστούν σε δυο κατηγορίες. Αυτοί που χλευάζουν τα ρομαντικά happy end, και αυτοί που, γνωρίζοντας τους αφηγηματικούς κώδικες της συγγραφέως, ξέρουν ότι έτσι θα το τέλειωνε, αν ήθελε η ίδια να το τελειώσει. Η τρίτη κατηγορία είναι οι απρόβλεπτες απαντήσεις. Μια απ’ αυτές θα μπορούσε να είναι ότι η συγγραφέας χλευάζει το αριστοτελικό «τελείας». Γιατί άραγε θα πρέπει το ενδιαφέρον σε μια αφήγηση να εστιάζεται αναγκαστικά στην έκβαση; Η αντίληψη αυτή βλέπει την πεζογραφία «εικαστικά», ως μια πινακοθήκη με πρόσωπα και χώρους της σύγχρονης πραγματικότητας, και το σασπένς της αφήγησης υπονομεύει την πρόσληψη αυτών των εικόνων. Η Καστρινάκη με το έργο της φαίνεται ως η πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπος μιας τέτοιας αντίληψης.
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούνης 2000
Παρόλο που υφολογικά υπάρχει μια μικρή μετατόπιση στην τελευταία συλλογή διηγημάτων της Αγγέλας Καστρινάκη που φέρει τον τίτλο Τα όρια της μοναξιάς από τις δυο προηγούμενες συλλογές της, Φιλοξενουμένη 1990 και Εκδρομές με φίλες 1993, η θεματική παραμένει η ίδια, κάτι που μάλλον είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στους συγγραφείς. Η θεματική αυτή είναι η ματαίωση της επικοινωνίας, η δυσκολία ή η ένταση στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ στο Κεκλεισμένων των θυρών είχε πει ότι οι κόλαση είναι οι άλλοι. Για την Καστρινάκη η κόλαση αυτή δεν είναι τόσο ζοφερή. Οι ηρωίδες της στο Εκδρομές με φίλες είναι σαν να λένε «αυτή είναι η κατάσταση, αλλά τι να κάνουμε, θα την ανεχθούμε».
Για τον Στρίνμπεργκ η κόλαση είναι πάντα το έτερο ήμισυ. Ο Ντύρρενματ συνόψισε τη θεματική του μεγάλου Νορβηγού δραματουργού στο έργο του Play Strinberg. Η Καστρινάκη γράφει μια αντιστροφή του στο τελευταίο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο «Αναγγελία». Το ζευγάρι τσακώνεται μπροστά σε φίλους, για να συμφιλιωθούν στην αναγγελία της γυναίκας ότι είναι έγκυος.
O τίτλος του διηγήματος «Στα όρια της ζεστασιάς» θα μπορούσε να τιτλοφορήσει όχι μόνο την τρίτη συλλογή, αλλά και όλο το έργο της. Με τη διευκρίνιση ότι αυτά τα όρια δεν υπερβαίνονται, ότι οι ήρωες συχνά τα προσεγγίζουν, όμως είτε δεν τολμούν, όπως στην «τριγωνομετρία», είτε δεν μπορούν, όπως στο «Νασρόμπια», να τα διαβούν. Τα αγγίζουν στα «Τριζόνια», με το ερωτικό χάδι στο γόνατο.
Η ανάδειξη αυτής της θεματικής είναι κάτι το εξαιρετικά δύσκολο. Κι αυτό γιατί, αν επενδυθεί με «σπουδαίες», δηλαδή ασυνήθιστες, ιστορίες, κατά το πρότυπο των αρχαίων τραγωδιών, υποβαθμίζεται, περιοριζόμενη ως μια εξαιρετική και ασυνήθιστη κατάσταση. Αν είναι να προβληθεί όμως ως η κατεξοχήν ανθρώπινη κατάσταση, αυτό θα πρέπει να γίνει μέσα από καθημερινές ιστορίες που έχουν ελάχιστο αφηγηματικό ενδιαφέρον. Τον δύσβατο αυτό δρόμο επιλέγει η Καστρινάκη, την ανάδειξη της δυσκολίας στις διαπροσωπικές σχέσεις μέσα από τετριμμένες, καθημερινές καταστάσεις.
Δεν είναι εύκολο επίτευγμα. Στην πρώτη της συλλογή μόλις τα καταφέρνει. Η απουσία διαλόγου που θα έδινε δραματικότητα στην πλοκή κάνει να ατονήσει, αντί να διεγείρει, ένα αφηγηματικό ενδιαφέρον που οι ιστορίες της ελάχιστα διαθέτουν. Στο «Εκδρομές με φίλες» ο διάλογος θα διεισδύσει σταδιακά, για να καταλάβει μια πιο περίοπτη θέση στην τελευταία της συλλογή.
Κάνει και άλλες επινοήσεις. Προσφέρει το εφέ του απροσδόκητου ως εφέ τέλους, κερδίζοντας έτσι το διήγημα την τελευταία εντύπωση. Στο «Διάβασέ το ξανά» αποκαλύπτεται στο τέλος ο κενόδοξος χαρακτήρας του συγγραφέα που ενδιαφέρει την αφηγήτρια, και στην «Τριγωνομετρία» η φιλενάδα που υποδέχεται τον νέο με τον οποίο η αφηγήτρια φλέρταρε στο τρένο εντείνει την αίσθηση της ματαίωσης της επικοινωνίας με τον συνταξιδιώτη εκείνο που την ενδιέφερε πραγματικά.
Όμως η πιο πρωτότυπη επινόησή της είναι η διαπλοκή του πραγματικού με το μυθιστορηματικό, που αναδεικνύει το πραγματικό ως την κύρια διάσταση του μυθιστορηματικού. Το διήγημα «Τριγωνομετρία» εμφανίζεται ως εγκιβωτισμένο μέσα σε ένα πραγματικό γεγονός, με την υπόσχεση της αφηγήτριας στον νεαρό συνταξιδιώτη της ότι θα του στείλει «μια εντελώς καθημερινή και ασήμαντη ιστορία». Στο «Μαγειρεύοντας ένα διήγημα» φαίνεται η συγγραφέας «σαν να» (μπορεί και να) διηγηματοποιεί ένα πραγματικό γεγονός. Η υπογράμμιση του μυθοπλαστικού στοιχείου («Η γυναίκα του Γιώργου, η Αμαλία, αμίλητη ως τώρα (μπορεί να είναι αληθοφανές ένα διήγημα, όταν όλοι σε μια παρέα σαραντάρηδων είναι μόνοι ή εργένηδες;)») (σελ. 121) υπογραμμίζει μια διάσταση πραγματικού γεγονότος.
Το διήγημα κλείνει με ένα εφέ ανοιχτού τέλους:
«Τι έγινε μετά (ανάμεσα στον Ξενοφώντα και τη Λίνα), ο συγγραφέας δεν θα το πει, αφήνοντας τον αναγνώστη να προσθέσει στην τούρτα το κερασάκι».
Ένα τέτοιο τέλος προβάλλει κάποια ζητήματα της θεωρίας της πρόσληψης. Ένα ερωτηματολόγιο σε μια σειρά αναγνώστες θα έδινε ίσως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Χωρίς να μπορώ να φανταστώ ποσοστά, νομίζω ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες απαντήσεων.
Στην πρώτη η απάντηση είναι ότι κοιμήθηκαν μαζί. Την δίνουν οι αναγνώστες που διαβάζουν ρομάντζα, και θέλουν ένα happy end.
Στη δεύτερη η απάντηση είναι ότι δεν κοιμήθηκαν μαζί. Γιατί όμως αυτή η απάντηση;
Και εδώ οι αναγνώστες θα χωριστούν σε δυο κατηγορίες. Αυτοί που χλευάζουν τα ρομαντικά happy end, και αυτοί που, γνωρίζοντας τους αφηγηματικούς κώδικες της συγγραφέως, ξέρουν ότι έτσι θα το τέλειωνε, αν ήθελε η ίδια να το τελειώσει. Η τρίτη κατηγορία είναι οι απρόβλεπτες απαντήσεις. Μια απ’ αυτές θα μπορούσε να είναι ότι η συγγραφέας χλευάζει το αριστοτελικό «τελείας». Γιατί άραγε θα πρέπει το ενδιαφέρον σε μια αφήγηση να εστιάζεται αναγκαστικά στην έκβαση; Η αντίληψη αυτή βλέπει την πεζογραφία «εικαστικά», ως μια πινακοθήκη με πρόσωπα και χώρους της σύγχρονης πραγματικότητας, και το σασπένς της αφήγησης υπονομεύει την πρόσληψη αυτών των εικόνων. Η Καστρινάκη με το έργο της φαίνεται ως η πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπος μιας τέτοιας αντίληψης.
Subscribe to:
Posts (Atom)