Ελίας Κανέτι, Πάρτι και αερομαχίες, μετ. Αλεξάνδρα Παύλου, Καστανιώτης FAQ, 2010, σελ. 230
Για τη σειρά «Βραβεία Νόμπελ» των εκδόσεων Καστανιώτη-FAQ είχα φοβερές αμφιβολίες (και εξακολουθώ να έχω). Η πιο απλή σκέψη που κάνω είναι ότι πρόκειται για βιβλία συγγραφέων, τιμημένων μεν με το Νόμπελ, όχι όμως πιασάρικα ώστε να εκδοθούν σε κανονική έκδοση, ενώ στην φτηνή, hard copy έκδοση των FAQ με την εβδομαδιαία κυκλοφορία στα περίπτερα θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη μοίρα. Έτσι αγόρασα την «Πτώση» του Καμύ, νομίζω το δεύτερο στη σειρά, μια και μόλις είχα διαβάσει τη βιογραφία του, γραμμένη από τον Ολιβιέ Τοντ, πάλι από τις εκδόσεις Καστανιώτης. Αν δεν κάνω λάθος το πρώτο της σειράς ήταν το πολυσέλιδο «Για ποιον κτυπά η καμπάνα» του Χεμινγουέη, κράχτες και τα δυο. Όταν είδα στα περίπτερα το «Πάρτι και αερομαχίες» του Κανέτι δεν με έπιασε μεγάλη επιθυμία να το αγοράσω. Λέω δεν με έπιασε μεγάλη επιθυμία, γιατί είχα ήδη διαβάσει τρία βιβλία του, την «Τύφλωση», τον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας του και το βιβλίο του για τον Κάφκα (δεν θυμάμαι ακριβώς τους τίτλους τους και βαριέμαι να ψάξω). Και η ζωή είναι μικρή, από τώρα και πέρα ακόμη πιο μικρή, και έχω να διαβάσω και άλλους συγγραφείς. Τελικά δεν άντεξα τον πειρασμό και το αγόρασα στην Κρήτη το Πάσχα.
Ευτυχώς!!! Είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Διαθέτει μια αρετή που μου αρέσει πάρα πολύ: το χιούμορ.
Και τον σαρκασμό. Τόσο το χιούμορ όσο και ο σαρκασμός σε κάνουν να (χαμο)γελάς, και ως γνωστόν το γέλιο μακραίνει τη ζωή (το χαμόγελο λιγότερο).
Ο Κανέτι σαρκάζει κατ’ αρχήν τους άγγλους για την αλαζονεία τους. Ως Εβραίος της Βιέννης κατέφυγε στην Αγγλία για να γλυτώσει από τους ναζί. Μπορεί να νοιώθει ευγνωμοσύνη για την φιλοξενία, όμως είναι αδυσώπητος στην κριτική του. Τους κατηγορεί σε αρκετά σημεία σ’ αυτό το βιβλίο για την αλαζονεία τους, που για αυτόν είναι «η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα της αγγλικής άρχουσας τάξης» (σελ. 132). Γράφει ακόμη: «Διαιώνιση της αλαζονείας: κληρονομείται από εκείνους που δεν έχουν δικαίωμα σ’ αυτήν. Η ζωή τους καταλήγει να είναι η εξής μία προσπάθεια: η εξαργύρωση της αλαζονείας» (σελ. 23).
Αλλά δεν είναι μόνο η αλαζονεία.
«Η υποκρισία, που ήταν η ουσιαστική συνοχή της αγγλικής ζωής, ξεσκεπάστηκε» (σελ. 188).
Επαινεί όμως την αποφασιστικότητα και την αυτοκυριαρχία τους.
Στο στόχαστρό του έχει κυρίως δύο άτομα: την Θάτσερ και τον Τ. Σ. Έλιοτ. Αυτόν τον δεύτερο δεν τον χωνεύει καθόλου. Για την αλαζονεία του; Όχι μόνο. Αυτό το μαθαίνουμε στον επίλογο του Τζέρεμι Άντλερ: Ο Έλιοτ ήταν αντισημίτης.
Κάποτε διάβασα μια δήλωση του Έλιοτ, ότι είναι φιλοβασιλικός, royalist in politics (exact words). Ήταν η περίοδος που εμείς διώχναμε τον βασιλιά μας. Δεν ήταν δήλωση για να τον συμπαθήσω.
Και μια ακόμη χιουμοριστική ατάκα σε σχέση με τον Έλιοτ: «Ο κύριος Μίλμπερν αγοράζει τα ‘Τέσσερα κουαρτέτα’ του Έλιοτ για ένα σελίνι το καθένα» (σελ. 37). Αν δηλαδή ήθελε να αγοράσει μόνο τα δυο τι θα έκανε ο βιβλιοπώλης, θα έκοβε το βιβλίο στη μέση;
Και πάλι για τους Μίλμπερν:
«Όταν η ετοιμασία (του φαγητού) αργούσε πολύ, οι Μίλμπερν άρχιζαν να πεινάνε. Δεν το έλεγαν ποτέ, ο φόβος μήπως η φωνή τους τραβούσε την προσοχή κάποιου πιλότου (γερμανικού βομβαρδιστικού) εκεί ψηλά δεν σταματούσε στιγμή…» (σελ. 53).
Υπάρχει και ένας ακόμη λόγος που μου αρέσει το βιβλίο. Είναι αυτοβιογραφικό, δηλαδή ο συγγραφέας παραθέτει κατά τεκμήριον αλήθειες. Η λογοτεχνία είναι γεμάτη ψευτιές. «Είντα τα διαβάζεις τα μυθιστορήματα (μιλάμε για τον Ντοστογιέφσκι), είναι γεμάτα ψευτιές, να διαβάζεις τα μαθήματά σου», μου έλεγαν και μου ξανάλεγαν οι γονείς μου, αλλά γονείς τώρα, ποιος τους ακούει.
Παράλληλα με την αυτοβιογραφία, ή μάλλον σαν μέρος της, ο Κανέτι φτιάχνει πορτραίτα ανθρώπων που συνάντησε κατά την παραμονή του στην Αγγλία, απλών ανθρώπων όπως οι άνθρωποι που τον φιλοξένησαν, αλλά και προσωπικοτήτων. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Μπέρτραν Ράσσελ. Αντιγράφω δυο αποσπάσματα.
«Αντί για δούκας του Μπέντφορντ, αυτός ήθελε να είναι απλώς ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ, και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν δείλιασε να πάει ως ειρηνιστής για έξι μήνες στη φυλακή» (σελ. 92).
Μπράβο στον Ράσελ! Πιο κάτω διαβάζουμε όμως:
«Κάτι ζωώδες στη φύση του περιεχόταν σ’ αυτό το γέλιο, ένας πολύ κοντός μεν, αλλά τρομερά ορμητικός και ακαταπόνητος σάτυρος» (σελ. 93).
Και στο τέλος του κεφαλαίου:
«Ξαφνικά άκουσα το βέλασμα ενός τράγου, τόσο έντονο, ώστε τρόμαξα-μόνο εκείνος μπορούσε να είναι… τώρα ήταν βυθισμένος στη συζήτηση… μόλις εκείνη τη στιγμή άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους που είχαν σχηματίσει έναν αδιαπέραστο κύκλο γύρω από τους δυο άντρες. Δεν πρόλαβα όμως να δω και πολλούς γιατί κοντά στον Μπέρτραντ Ράσελ στεκόταν μια νέα γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, η οποία μου είχε τραβήξει την προσοχή ήδη από την πρώτη μου βόλτα στο χώρο, κάμποση ώρα πριν ακούσω το οικείο βέλασμα…. Σαν να είχαν ραντεβού, ο ογδοντάχρονος και η εικοσάχρονη, έφυγε ο Ράσελ μαζί της από τη δεξίωση δίχως να το πολυσκεφτεί. Κατά την αποχώρησή του εξακολουθούσε να γελάει, εκείνη όμως έδειχνε με κάθε της βήμα όλο και ομορφότερη» (σελ. 96).
Έτσι έμεινε μπουκάλα ο Κανέτι. Η ζήλεια είναι εμφανής σε αυτό το απόσπασμα. Ζηλεύει τον όμοιό του. Αυτό το υποψιάζεσαι από το έργο, αλλά επιβεβαιώνεται περίτρανα από τον Τζέρεμι Άντλερ στον επίλογο. Ο Άντλερ λέει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι μια φορά έκανε έρωτα με μια φιλενάδα του ενώ η γυναίκα του βρισκόταν μέσα στο σπίτι (δεν υπογράμμισα δυστυχώς το απόσπασμα για να παραθέσω σελίδα). Μια από τις φιλενάδες του, που στο βιβλίο του μια την επαινεί και μια τη θάβει, είναι και η συγγραφέας Άιρις Μέρντοχ. Έγραψε 24 μυθιστορήματα. Δεν έχω διαβάσει κανένα. Το μόνο της βιβλίο που διάβασα είναι το πρώτο της, μια μελέτη για τον Σαρτρ. Είδα και την ταινία «Άιρις». Θλιβερό να τελειώσει τη ζωή της μέσα στο σκοτάδι του Αλτσχάιμερ.
Και μια κωμική – ή μήπως τραγική; - ιστορία με παραλίγο αδελφοφάδες.
«… θα προσπαθούσε να φτάσει στην Βενεζουέλα. Εκεί είχε έναν φίλο που ήταν στην κυβέρνηση, θα του ζητούσε να του δώσει μια υπουργική θέση και όταν θα είχε κλέψει αρκετά, μην τον είδατε, θα επέστρεφε στην Ισπανία, στην απελευθερωμένη Ισπανία. Ίσως τότε να κατάφερνε στο τέλος να σκοτώσει τον αδελφό του (ο αδελφός του ήταν δημοκρατικός, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, και δεν έφυγε στην εξορία μετά την επικράτηση του Φράνκο)» (σελ. 94).
Ένα από τα άτομα που προσωπογραφεί ο Κανέτι είναι ο Arthur Waley. «Ήταν γνώστης της κινεζικής και της ιαπωνικής και ενός αριθμού άλλων γλωσσών της Ανατολής, το πόσες κατείχε, αυτό δεν το ήξερε κανείς» (σελ. 98). Ένα από τα βιβλία που διάβασα γράφοντας το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» (ας το διαφημίσουμε, κυκλοφόρησε πριν τρεις μήνες από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ), είναι και το The Nō plays of Japan του Waley. Έτσι με ενδιέφερε τρομερά το τι έγραφε το Κανέτι γι' αυτόν.
Ήταν, όπως λέει ο Κανέτι, ο μοναδικός αναγνώστης του βιβλίου του «Η τύφλωση», που δεν είχε μεταφραστεί ακόμη στα αγγλικά. Ο λόγος που το διάβασε ήταν ότι ο κεντρικός ήρωας είναι ένας σινολόγος.
Ενώ εξαίρει τον επιστήμονα, δεν φαίνεται να έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον άνθρωπο. Τον παρουσιάζει ως αυταρχικό και αλαζόνα (άγγλος δεν είναι κι αυτός;). Μάλιστα ορίζει το είδος της αλαζονείας του: «ήταν αλαζονεία της κρίσης». Σε μια συζήτηση που είχε ο Γουόλεϊ με την Βέζα, τη γυναίκα του Κανέτι, όσους συγγραφείς του ανέφερε αυτή τους απέρριπτε. Απέρριψε τον Ντίκενς και τον Θάκερεϊ, για τον Φάουστ σχολίασε: very bad writing, πολύ κακό γράψιμο, και την Άννα Καρένινα την χαρακτήρισε «Pretty boring», πολύ πληκτική. Στους άλλους εμιγκρέδες δήλωνε ότι «εκτός από τον Κάφκα και την Τύφλωση δεν μπορούσε να διαβάσει κανένα σύγχρονο γερμανικό μυθιστόρημα» (σελ. 103).
Στο στόχαστρό του ο Κανέτι έχει επίσης τους ψυχαναλυτές. Η άποψή του είναι ότι «προσποιούνται ότι ακούνε» (σελ. 105). Θα περίμενε κανείς ότι θα εκτιμούσε το έργο του άλλου βιεννέζου εβραίου που βρέθηκε και αυτός στην Αγγλία κυνηγημένος από τους ναζί, του Φρόιντ.
Διαβάζουμε:
«…ο ίδιος ο Δάντης δεν συγχωρούσε τίποτα, ούτε συγχωρούσε ούτε ξεχνούσε» (σελ. 109). Ο Κομφούκιος επίσης είπε «Δεν είναι φοβερό αν σε προσέβαλαν, αν σε κορόιδεψαν ή αν σε λήστεψαν. Φοβερό είναι αν εσύ δεν μπορείς να το ξεχάσεις». Ο Μαντέλα είπε «Συγχωρούμε αλλά δεν ξεχνούμε». Εγώ λέω: Προσπαθώ να ξεχάσω αλλά δεν συγχωρώ.
Γράφει για κάποιον:
«… τόσο εύπορος, ώστε μπορούσε να αφοσιωθεί στην επιστήμη του δίχως να αναγκαστεί να αποδεχτεί έδρα στο πανεπιστήμιο. Ένας τζέντλεμαν και λόγιος σαν αυτούς που δεν σπάνιζαν στην Αγγλία του 19ου αιώνα, ο Δαρβίνος, είναι η γνωστότερη περίπτωση» (σελ. 128-129). Σήμερα ασφαλώς σπανίζουν.
Όλοι έχουν ακούσει το ανέκδοτο: Αν ο Χίτλερ είχε καταφέρει να περάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών η ανθρωπότητα θα είχε γλυτώσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τον Κοκόσκα όμως αυτή η ιστορία τον έχει γεμίσει ενοχές: αυτός του έφαγε τη θέση. Είναι αμφίβολο αν ο Χίτλερ γινόταν ποτέ ένας Κοκόσκα, σίγουρα όμως θα είχαμε ξεφύγει τον πόλεμο.
Διαβάζουμε:
«Μετά από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ ακολούθησαν σύντομα εκείνα από τις Χίλιες και μια νύχτες. Η επιθυμία για ιστορίες και μύθους δεν με εγκατέλειψε έκτοτε ποτέ» (σελ. 183).
Γιατί παραθέτω αυτό το απόσπασμα; Η χθεσινή μου ανάρτηση είναι ακριβώς για τις «Χίλιες και μια νύχτες». Εγώ το διάβασα με καθυστέρηση.
Ωραίος ο Κανέτι, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να διαβάσω το κλασικό του «Μάζες και εξουσία». Για δεύτερη φορά, μετά από χρόνια, επιχείρησα να διαβάσω τον «Μύθο του Σίσυφου» του Καμύ, και δεν κατάφερα να φτάσω πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Μπορώ να διαβάσω τα δοκίμια ενός επιστήμονα, όπως π.χ. τα «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού» του Κόνραντ Λόρεντς, που στηρίζονται στις γνώσεις του ως ηθολόγου, δυσκολεύομαι όμως να διαβάσω τα δοκίμια ενός λογοτέχνη. Και τα δοκίμια του Ουμπέρτο Έκο είναι καταπληκτικά, με πολύ χιούμορ, αλλά και αυτός είναι πρωτίστως επιστήμονας, πολύ αργότερα το έριξε στη λογοτεχνία.
Η μετάφραση είναι καλή, αλλά υπάρχει συχνά ένα πρόβλημα με μεταφραστές της μιας γλώσσας ή μεταφραστές που δεν είναι απλωμένοι στην κουλτούρα. Ο Βόγκαν Ουίλιαμς όπως μεταφράζει η μεταφράστρια είναι ο Βων Ουίλιαμς, ο άγγλος μουσικός που δεν είναι βέβαια πλατιά γνωστός, όμως είναι αρκετά γνωστός στους μουσικόφιλους. Γράφεται Vaughan.
Αυτός είναι λοιπόν ο Κανέτι, μάλλον θα ξαναασχοληθούμε με αυτόν.
Για τη σειρά «Βραβεία Νόμπελ» των εκδόσεων Καστανιώτη-FAQ είχα φοβερές αμφιβολίες (και εξακολουθώ να έχω). Η πιο απλή σκέψη που κάνω είναι ότι πρόκειται για βιβλία συγγραφέων, τιμημένων μεν με το Νόμπελ, όχι όμως πιασάρικα ώστε να εκδοθούν σε κανονική έκδοση, ενώ στην φτηνή, hard copy έκδοση των FAQ με την εβδομαδιαία κυκλοφορία στα περίπτερα θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη μοίρα. Έτσι αγόρασα την «Πτώση» του Καμύ, νομίζω το δεύτερο στη σειρά, μια και μόλις είχα διαβάσει τη βιογραφία του, γραμμένη από τον Ολιβιέ Τοντ, πάλι από τις εκδόσεις Καστανιώτης. Αν δεν κάνω λάθος το πρώτο της σειράς ήταν το πολυσέλιδο «Για ποιον κτυπά η καμπάνα» του Χεμινγουέη, κράχτες και τα δυο. Όταν είδα στα περίπτερα το «Πάρτι και αερομαχίες» του Κανέτι δεν με έπιασε μεγάλη επιθυμία να το αγοράσω. Λέω δεν με έπιασε μεγάλη επιθυμία, γιατί είχα ήδη διαβάσει τρία βιβλία του, την «Τύφλωση», τον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας του και το βιβλίο του για τον Κάφκα (δεν θυμάμαι ακριβώς τους τίτλους τους και βαριέμαι να ψάξω). Και η ζωή είναι μικρή, από τώρα και πέρα ακόμη πιο μικρή, και έχω να διαβάσω και άλλους συγγραφείς. Τελικά δεν άντεξα τον πειρασμό και το αγόρασα στην Κρήτη το Πάσχα.
Ευτυχώς!!! Είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Διαθέτει μια αρετή που μου αρέσει πάρα πολύ: το χιούμορ.
Και τον σαρκασμό. Τόσο το χιούμορ όσο και ο σαρκασμός σε κάνουν να (χαμο)γελάς, και ως γνωστόν το γέλιο μακραίνει τη ζωή (το χαμόγελο λιγότερο).
Ο Κανέτι σαρκάζει κατ’ αρχήν τους άγγλους για την αλαζονεία τους. Ως Εβραίος της Βιέννης κατέφυγε στην Αγγλία για να γλυτώσει από τους ναζί. Μπορεί να νοιώθει ευγνωμοσύνη για την φιλοξενία, όμως είναι αδυσώπητος στην κριτική του. Τους κατηγορεί σε αρκετά σημεία σ’ αυτό το βιβλίο για την αλαζονεία τους, που για αυτόν είναι «η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα της αγγλικής άρχουσας τάξης» (σελ. 132). Γράφει ακόμη: «Διαιώνιση της αλαζονείας: κληρονομείται από εκείνους που δεν έχουν δικαίωμα σ’ αυτήν. Η ζωή τους καταλήγει να είναι η εξής μία προσπάθεια: η εξαργύρωση της αλαζονείας» (σελ. 23).
Αλλά δεν είναι μόνο η αλαζονεία.
«Η υποκρισία, που ήταν η ουσιαστική συνοχή της αγγλικής ζωής, ξεσκεπάστηκε» (σελ. 188).
Επαινεί όμως την αποφασιστικότητα και την αυτοκυριαρχία τους.
Στο στόχαστρό του έχει κυρίως δύο άτομα: την Θάτσερ και τον Τ. Σ. Έλιοτ. Αυτόν τον δεύτερο δεν τον χωνεύει καθόλου. Για την αλαζονεία του; Όχι μόνο. Αυτό το μαθαίνουμε στον επίλογο του Τζέρεμι Άντλερ: Ο Έλιοτ ήταν αντισημίτης.
Κάποτε διάβασα μια δήλωση του Έλιοτ, ότι είναι φιλοβασιλικός, royalist in politics (exact words). Ήταν η περίοδος που εμείς διώχναμε τον βασιλιά μας. Δεν ήταν δήλωση για να τον συμπαθήσω.
Και μια ακόμη χιουμοριστική ατάκα σε σχέση με τον Έλιοτ: «Ο κύριος Μίλμπερν αγοράζει τα ‘Τέσσερα κουαρτέτα’ του Έλιοτ για ένα σελίνι το καθένα» (σελ. 37). Αν δηλαδή ήθελε να αγοράσει μόνο τα δυο τι θα έκανε ο βιβλιοπώλης, θα έκοβε το βιβλίο στη μέση;
Και πάλι για τους Μίλμπερν:
«Όταν η ετοιμασία (του φαγητού) αργούσε πολύ, οι Μίλμπερν άρχιζαν να πεινάνε. Δεν το έλεγαν ποτέ, ο φόβος μήπως η φωνή τους τραβούσε την προσοχή κάποιου πιλότου (γερμανικού βομβαρδιστικού) εκεί ψηλά δεν σταματούσε στιγμή…» (σελ. 53).
Υπάρχει και ένας ακόμη λόγος που μου αρέσει το βιβλίο. Είναι αυτοβιογραφικό, δηλαδή ο συγγραφέας παραθέτει κατά τεκμήριον αλήθειες. Η λογοτεχνία είναι γεμάτη ψευτιές. «Είντα τα διαβάζεις τα μυθιστορήματα (μιλάμε για τον Ντοστογιέφσκι), είναι γεμάτα ψευτιές, να διαβάζεις τα μαθήματά σου», μου έλεγαν και μου ξανάλεγαν οι γονείς μου, αλλά γονείς τώρα, ποιος τους ακούει.
Παράλληλα με την αυτοβιογραφία, ή μάλλον σαν μέρος της, ο Κανέτι φτιάχνει πορτραίτα ανθρώπων που συνάντησε κατά την παραμονή του στην Αγγλία, απλών ανθρώπων όπως οι άνθρωποι που τον φιλοξένησαν, αλλά και προσωπικοτήτων. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Μπέρτραν Ράσσελ. Αντιγράφω δυο αποσπάσματα.
«Αντί για δούκας του Μπέντφορντ, αυτός ήθελε να είναι απλώς ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ, και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν δείλιασε να πάει ως ειρηνιστής για έξι μήνες στη φυλακή» (σελ. 92).
Μπράβο στον Ράσελ! Πιο κάτω διαβάζουμε όμως:
«Κάτι ζωώδες στη φύση του περιεχόταν σ’ αυτό το γέλιο, ένας πολύ κοντός μεν, αλλά τρομερά ορμητικός και ακαταπόνητος σάτυρος» (σελ. 93).
Και στο τέλος του κεφαλαίου:
«Ξαφνικά άκουσα το βέλασμα ενός τράγου, τόσο έντονο, ώστε τρόμαξα-μόνο εκείνος μπορούσε να είναι… τώρα ήταν βυθισμένος στη συζήτηση… μόλις εκείνη τη στιγμή άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους που είχαν σχηματίσει έναν αδιαπέραστο κύκλο γύρω από τους δυο άντρες. Δεν πρόλαβα όμως να δω και πολλούς γιατί κοντά στον Μπέρτραντ Ράσελ στεκόταν μια νέα γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, η οποία μου είχε τραβήξει την προσοχή ήδη από την πρώτη μου βόλτα στο χώρο, κάμποση ώρα πριν ακούσω το οικείο βέλασμα…. Σαν να είχαν ραντεβού, ο ογδοντάχρονος και η εικοσάχρονη, έφυγε ο Ράσελ μαζί της από τη δεξίωση δίχως να το πολυσκεφτεί. Κατά την αποχώρησή του εξακολουθούσε να γελάει, εκείνη όμως έδειχνε με κάθε της βήμα όλο και ομορφότερη» (σελ. 96).
Έτσι έμεινε μπουκάλα ο Κανέτι. Η ζήλεια είναι εμφανής σε αυτό το απόσπασμα. Ζηλεύει τον όμοιό του. Αυτό το υποψιάζεσαι από το έργο, αλλά επιβεβαιώνεται περίτρανα από τον Τζέρεμι Άντλερ στον επίλογο. Ο Άντλερ λέει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι μια φορά έκανε έρωτα με μια φιλενάδα του ενώ η γυναίκα του βρισκόταν μέσα στο σπίτι (δεν υπογράμμισα δυστυχώς το απόσπασμα για να παραθέσω σελίδα). Μια από τις φιλενάδες του, που στο βιβλίο του μια την επαινεί και μια τη θάβει, είναι και η συγγραφέας Άιρις Μέρντοχ. Έγραψε 24 μυθιστορήματα. Δεν έχω διαβάσει κανένα. Το μόνο της βιβλίο που διάβασα είναι το πρώτο της, μια μελέτη για τον Σαρτρ. Είδα και την ταινία «Άιρις». Θλιβερό να τελειώσει τη ζωή της μέσα στο σκοτάδι του Αλτσχάιμερ.
Και μια κωμική – ή μήπως τραγική; - ιστορία με παραλίγο αδελφοφάδες.
«… θα προσπαθούσε να φτάσει στην Βενεζουέλα. Εκεί είχε έναν φίλο που ήταν στην κυβέρνηση, θα του ζητούσε να του δώσει μια υπουργική θέση και όταν θα είχε κλέψει αρκετά, μην τον είδατε, θα επέστρεφε στην Ισπανία, στην απελευθερωμένη Ισπανία. Ίσως τότε να κατάφερνε στο τέλος να σκοτώσει τον αδελφό του (ο αδελφός του ήταν δημοκρατικός, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, και δεν έφυγε στην εξορία μετά την επικράτηση του Φράνκο)» (σελ. 94).
Ένα από τα άτομα που προσωπογραφεί ο Κανέτι είναι ο Arthur Waley. «Ήταν γνώστης της κινεζικής και της ιαπωνικής και ενός αριθμού άλλων γλωσσών της Ανατολής, το πόσες κατείχε, αυτό δεν το ήξερε κανείς» (σελ. 98). Ένα από τα βιβλία που διάβασα γράφοντας το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» (ας το διαφημίσουμε, κυκλοφόρησε πριν τρεις μήνες από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ), είναι και το The Nō plays of Japan του Waley. Έτσι με ενδιέφερε τρομερά το τι έγραφε το Κανέτι γι' αυτόν.
Ήταν, όπως λέει ο Κανέτι, ο μοναδικός αναγνώστης του βιβλίου του «Η τύφλωση», που δεν είχε μεταφραστεί ακόμη στα αγγλικά. Ο λόγος που το διάβασε ήταν ότι ο κεντρικός ήρωας είναι ένας σινολόγος.
Ενώ εξαίρει τον επιστήμονα, δεν φαίνεται να έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον άνθρωπο. Τον παρουσιάζει ως αυταρχικό και αλαζόνα (άγγλος δεν είναι κι αυτός;). Μάλιστα ορίζει το είδος της αλαζονείας του: «ήταν αλαζονεία της κρίσης». Σε μια συζήτηση που είχε ο Γουόλεϊ με την Βέζα, τη γυναίκα του Κανέτι, όσους συγγραφείς του ανέφερε αυτή τους απέρριπτε. Απέρριψε τον Ντίκενς και τον Θάκερεϊ, για τον Φάουστ σχολίασε: very bad writing, πολύ κακό γράψιμο, και την Άννα Καρένινα την χαρακτήρισε «Pretty boring», πολύ πληκτική. Στους άλλους εμιγκρέδες δήλωνε ότι «εκτός από τον Κάφκα και την Τύφλωση δεν μπορούσε να διαβάσει κανένα σύγχρονο γερμανικό μυθιστόρημα» (σελ. 103).
Στο στόχαστρό του ο Κανέτι έχει επίσης τους ψυχαναλυτές. Η άποψή του είναι ότι «προσποιούνται ότι ακούνε» (σελ. 105). Θα περίμενε κανείς ότι θα εκτιμούσε το έργο του άλλου βιεννέζου εβραίου που βρέθηκε και αυτός στην Αγγλία κυνηγημένος από τους ναζί, του Φρόιντ.
Διαβάζουμε:
«…ο ίδιος ο Δάντης δεν συγχωρούσε τίποτα, ούτε συγχωρούσε ούτε ξεχνούσε» (σελ. 109). Ο Κομφούκιος επίσης είπε «Δεν είναι φοβερό αν σε προσέβαλαν, αν σε κορόιδεψαν ή αν σε λήστεψαν. Φοβερό είναι αν εσύ δεν μπορείς να το ξεχάσεις». Ο Μαντέλα είπε «Συγχωρούμε αλλά δεν ξεχνούμε». Εγώ λέω: Προσπαθώ να ξεχάσω αλλά δεν συγχωρώ.
Γράφει για κάποιον:
«… τόσο εύπορος, ώστε μπορούσε να αφοσιωθεί στην επιστήμη του δίχως να αναγκαστεί να αποδεχτεί έδρα στο πανεπιστήμιο. Ένας τζέντλεμαν και λόγιος σαν αυτούς που δεν σπάνιζαν στην Αγγλία του 19ου αιώνα, ο Δαρβίνος, είναι η γνωστότερη περίπτωση» (σελ. 128-129). Σήμερα ασφαλώς σπανίζουν.
Όλοι έχουν ακούσει το ανέκδοτο: Αν ο Χίτλερ είχε καταφέρει να περάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών η ανθρωπότητα θα είχε γλυτώσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τον Κοκόσκα όμως αυτή η ιστορία τον έχει γεμίσει ενοχές: αυτός του έφαγε τη θέση. Είναι αμφίβολο αν ο Χίτλερ γινόταν ποτέ ένας Κοκόσκα, σίγουρα όμως θα είχαμε ξεφύγει τον πόλεμο.
Διαβάζουμε:
«Μετά από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ ακολούθησαν σύντομα εκείνα από τις Χίλιες και μια νύχτες. Η επιθυμία για ιστορίες και μύθους δεν με εγκατέλειψε έκτοτε ποτέ» (σελ. 183).
Γιατί παραθέτω αυτό το απόσπασμα; Η χθεσινή μου ανάρτηση είναι ακριβώς για τις «Χίλιες και μια νύχτες». Εγώ το διάβασα με καθυστέρηση.
Ωραίος ο Κανέτι, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να διαβάσω το κλασικό του «Μάζες και εξουσία». Για δεύτερη φορά, μετά από χρόνια, επιχείρησα να διαβάσω τον «Μύθο του Σίσυφου» του Καμύ, και δεν κατάφερα να φτάσω πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Μπορώ να διαβάσω τα δοκίμια ενός επιστήμονα, όπως π.χ. τα «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού» του Κόνραντ Λόρεντς, που στηρίζονται στις γνώσεις του ως ηθολόγου, δυσκολεύομαι όμως να διαβάσω τα δοκίμια ενός λογοτέχνη. Και τα δοκίμια του Ουμπέρτο Έκο είναι καταπληκτικά, με πολύ χιούμορ, αλλά και αυτός είναι πρωτίστως επιστήμονας, πολύ αργότερα το έριξε στη λογοτεχνία.
Η μετάφραση είναι καλή, αλλά υπάρχει συχνά ένα πρόβλημα με μεταφραστές της μιας γλώσσας ή μεταφραστές που δεν είναι απλωμένοι στην κουλτούρα. Ο Βόγκαν Ουίλιαμς όπως μεταφράζει η μεταφράστρια είναι ο Βων Ουίλιαμς, ο άγγλος μουσικός που δεν είναι βέβαια πλατιά γνωστός, όμως είναι αρκετά γνωστός στους μουσικόφιλους. Γράφεται Vaughan.
Αυτός είναι λοιπόν ο Κανέτι, μάλλον θα ξαναασχοληθούμε με αυτόν.
No comments:
Post a Comment