Book review, movie criticism

Thursday, August 15, 2013

Ένα σπίτι κτίζεται



Ένα σπίτι κτίζεται, έκθεση που διάβασα μαθητής της Γ΄ Γυμνασίου την άνοιξη του 1965. Στη συνέχεια ένα τμήμα από τους «Μαθητικούς καημούς», γραμμένοι από το μαθητή της Β΄Λυκείου Μουζουράκη Εμμανουήλ, αυτό που υπήρχε στην κασέτα που μου έδωσε ο φίλτατος Γιώργης Λαμπράκης, αντιγραφή από το αρχείο του καθηγητή μας Μανώλη Μιλτιάδου Παπαδάκη που είχε την επιμέλεια μιας μαθητικής εκπομπής στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Ανατολικής Κρήτης. Τραγουδούν οι Μαστοράκης Εμμανουήλ και Γεωργακάκης Μαρίνος, και παίζουν μαντολίνο ο Φραγκιαδάκης Εμμανουήλ και κιθάρα ο Ψυλλάκης Ιωάννης.

Wednesday, August 14, 2013

Εγώ λύρα, ο Μάριος λαούτο, 14-8-2013

Ο γιος του φίλου μου του Γιώργη του Μανιαδάκη, ο Μάριος, παίζει λαούτο. Σήμερα κάναμε μια πρόβα να παίξουμε μαζί. Βιντεοσκοπήσαμε ένα μέρος. Βρίσκεται εδώ.

Tuesday, August 13, 2013

Χαρίδημος Παπαδάκης, Οίκοι ανοχής στην πολιτεία της ανοχής



Χαρίδημος Παπαδάκης, Οίκοι ανοχής στην πολιτεία της ανοχής, Ρέθυμνο 2013, σελ. 222

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Μια ιστορική αναδρομή στους οίκους ανοχής του Ρεθύμνου

  Το βιβλίο μου το έδωσε ο φίλος μου ο Γιώργης ο Μανιαδάκης· που του το έστειλε ο συγγραφέας. Μου είπε ότι είχε ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας». Όντας περίεργος να δω ποιο είναι αυτό το απόσπασμα, του ζήτησα να μου το δώσει να το διαβάσω.
  Και το διάβασα.
  Και βρήκα το απόσπασμα.
  Αναφερόταν στον ποιητή Στέφανο Σαχλίκη, έναν αρχοντορωμαίο που έζησε τον 15ο αιώνα, για τον οποίο, εκτός των άλλων, γράφω – και παραθέτει ο Παπαδάκης – ότι στα έργα του «κηρύττει την ηθική με την αυτάρεσκη περιγραφή της ίδιας του της ανηθικότητας». Για την ακρίβεια δεν το λέω εγώ αλλά ο Hesseling, όπως βλέπω ψάχνοντας το σχετικό απόσπασμα στο βιβλίο μου.
  Ένα εύγε πρέπει στον Παπαδάκη που ασχολήθηκε με το ζήλο του ιστοριοδίφη με ένα θέμα ταμπού, όπως αυτό της πορνείας. Όπως είναι φυσικό, όσο περισσότερο πλησιάζουμε τη δική μας εποχή τόσο περισσότερα είναι τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, κάνοντας έτσι την εικόνα γλαφυρότερη.
  Ο Παπαδάκης παραθέτει ντοκουμέντα, φωτογραφικό υλικό, καθώς και αποσπάσματα από έργα ρεθεμνιωτών συγγραφέων που αναφέρονται στο θέμα, προτάσσοντας ένα βιογραφικό σημείωμα για καθένα τους. Έτσι διαβάζουμε διαδοχικά για τον Παντελή Πρεβελάκη, για τον Γιώργη Καλομενόπουλο, για τον Ανδρέα Νενεδάκη, για την Λιλίκα Νάκου, και τέλος για τον Γιάννη Δαλέντζα, του οποίου, παρεμπιπτόντως, ο πατέρας καταγόταν από το χωριό της φίλης μου της Μαργαρίτας, την Κούφη.
  Μας είναι γνωστή η ατάκα «Κορίτσια, ο στόλος». Τα πορνεία γνώρισαν μεγάλη άνθιση στην Κρήτη όταν κατέφτασαν, όχι ένας στόλος αλλά τρεις: ο ιταλικός, ο γαλλικός και ο ρωσικός. Αυτό, κατά την επανάσταση του 1998. Όμως οι φουκαριάρες οι πόρνες δεν περνούσαν και την καλύτερη ζωή. Ζούσαν περίπου σαν φυλακισμένες.
  Μια πόρνη στην οποία ο Παπαδάκης αναφέρεται με πλήρες βιογραφικό είναι η περίφημη μαντάμ Ορτάνς, που έγινε διάσημη από το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη «Αλέξης Ζορμπάς». Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα έζησε στην Ιεράπετρα. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου την είχαν γνωρίσει. Είχε διάφορους εραστές, σε έναν από τους οποίους κόλλησαν το παρατσούκλι «μαντάμας». Διάβασα πριν χρόνια μια συνέντευξή του, νομίζω στο τοπικό περιοδικό «Διέξοδος», για την μαντάμ Ορτάνς.
  Μια από τις πιο όμορφες πόρνες του Ρεθύμνου ήταν η μουσουλμάνα Νουριγέ (Φωτεινή στα χριστιανικά), τα κάλλη της οποίας ύμνησε ο Καλομενόπουλος σε ένα του ποίημα (μπορεί και να τα απόλαυσε κιόλας, δεν μας λέει ο Παπαδάκης).

  Μέσα σε μαύρο φερετζέ, με σηκωτή μελάγια,
  καημούς ανάβει η Νουριγιέ όπως περνά όλο νιότη
  και περπατά και τρέμει η γης κι ανατριχιούν τα πλάγια
  κι αναστενάζει η καρδιά του κάθε Ρεθεμνιώτη.

  Κι όθε διαβεί καμαρωτή, χοτζάδες και παπάδες,
  γέροι, μεσόκοποι και νιοι, δασκάλια και δασκάλοι
  έμποροι και γραμματικοί, μαστόροι και καλφάδες
  στέκουνε καμαρώνοντας της Νουριγιέ τα κάλλη.

  Τον πόθο αργοσταλιάζουνε δυο χείλη κερασένια
  δυο μαύρα μάτια λαμπερά φωτιές ανάβουν γύρα,
  κι όπως περνά στην αγορά, λιγνή, κυπαρισσένια,
  οι Ρεθεμνιώτες κολυμπούν σ’ ερωτική πλημμύρα.

  Τα ήθη της εποχής ήταν αυστηρά, γι’ αυτό ας μη φανταζόμαστε ότι η «πολιτεία της ανοχής» ήταν ιδιαίτερα ανεκτική. Αυτό βέβαια σε σύγκριση με την εποχή μας, γιατί σε σύγκριση με άλλες πόλεις εκείνη την εποχή πρέπει να ήταν αρκετά ανεκτική.
  Διαβάζουμε:
  «Κόκκινα φανάρια δεν υπήρχαν πάνω στις πόρτες των πορνείων, το σήμα με το Χ στο κέντρο, γιατί στο Ρέθυμνο δεν υπήρχε ΕΣΑ» (σελ. 195).
  Το σήμα Χ σήμαινε ότι απαγορευόταν στους ΕΣΑτζίδες να πλησιάζουν το μέρος. Προφανώς από το απαγορευτικό Χ καθιερώθηκε σαν σήμα των πορνοταινιών το ΧΧΧ.
  Από το βιβλίο του Παπαδάκη μαθαίνω ότι και η πόρνες έχουν την προστάτιδά τους. «Προστάτισσα των πορνών είναι η οσία Μαρία η Αιγυπτία και όχι η Μαρία η Μαγδαληνή, η οποία δεν υπήρξε ποτέ πόρνη» (σελ. 211).
  Καθώς οι πόρνες βρίσκονται χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα, δεν γινόταν να έχουν προστάτισσα μιαν αγία. Μια οσία, και πολύ τους πάει.
  Και ένα ακόμη απολαυστικό απόσπασμα:
  «Υπάρχουν αρκετές ιστορίες για χωρικούς, οι οποίοι ήλθαν για μια ημέρα να πουλήσουν τα προϊόντα τους στο Ρέθυμνο και να επιστρέψουν πίσω, εξαιτίας όμως των πορνείων έμειναν στο Ρέθυμνο μέχρι που έφαγαν όλα τα χρήματα από την πώληση των προϊόντων στα πορνεία. Λέγεται ότι ένας από αυτούς πούλησε και το γάιδαρό του και γύρισε με τα πόδια στο χωριό του» (σελ. 209).
  Ένα επίσης γαργαλιστικό, αυτοβιογραφικό απόσπασμα:
  «Πρέπει να ήταν το 1970, η Ματούλα είχε γεράσει και δεν είχε πελατεία, μπήκαμε μέσα έξι-επτά μαθητές μαζεμένοι. Η Ματούλα έτριβε τα χέρια της για τους πελάτες και μας κέρασε καραμέλες για να μας περιποιηθεί. Το πειραχτήρι της παρέας μετά το κέρασμά της είπε ότι όλοι μαζί έχουμε ένα πενηνταράκι, και αν μπορούσε να μας δεχθεί όλους με το πενηνταράκι. Η συγχωρεμένη η Ματούλα μας πέταξε έξω τις κλωτσιές και με βρισιές. Ξεσηκώθηκε η γειτονιά και φύγαμε τρέχοντας» (σελ. 211).
  Το βιβλίο βέβαια ενδιαφέρει περισσότερο τους Ρεθεμνιώτες, όμως κι εγώ, αν και γεραπετρίτης, το απόλαυσα. Και εσείς θα το απολαύσετε αν το διαβάσετε.

Μπάμπης  Δερμιτζάκης
 
 
 

Friday, August 9, 2013

Ernest Hemingway, Να έχεις και να μην έχεις



Ernest Hemingway, Να έχεις και να μην έχεις (μετ. Σταύρος Παπασταύρου), Καστανιώτης 2005, σελ.  262

  Γράψαμε ήδη, πριν τρία χρόνια, για τα δυο αριστουργήματα του Χέμινγκγουέη, το «Για ποιον κτυπά η καμπάνα» και το «Ο γέρος και η θάλασσα», στην ίδια ανάρτηση. Επίσης γράψαμε και για μια βιογραφία του. Στη βιβλιοθήκη του ξαδέλφου μου του Γιώργη του Τζανετάκη, την κατωχωρίτικη, βρήκα το «Να έχεις και να μην έχεις» μαζί με άλλα τρία βιβλία που με ενδιέφεραν και τα δανείστηκα. Σήμερα θα γράψουμε γι’ αυτό, και αργότερα για τα άλλα.
  Το βιβλίο εκδόθηκε το 1937 και, όπως διαβάζω στην εργογραφία στο τέλος του βιβλίου, είναι «ένα από τα λιγότερο δημοφιλή μυθιστορήματά του… που όμως γίνεται εξαιρετική ταινία με τους Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ και Λορίν Μπακόλ».
  Να ξεκινήσουμε κατ’ αρχάς από τον τίτλο: To have and have not. Θυμίζει το σαιξπηρικό «To be or not to be». Μπορεί ο τίτλος αυτός, με το σχήμα της αντίθεσης, να είναι πιο εμπορικός, όμως ο τίτλος που θα αντιστοιχούσε ακριβώς στο περιεχόμενο του έργου είναι «Να έχεις και να χάνεις».
  Αυτό είναι το θέμα του έργου το οποίο αναπτύσσεται σε σπονδυλωτές ιστορίες, με κύρια βέβαια την ιστορία του Χάρι Μόργκαν. Ο Χάρι χάνει αρχικά το καΐκι του, μετά το χέρι του, και τέλος την ίδια του τη ζωή. Η Μαρί Μόργκαν τον άντρα της τον Άλμπερτ, που επέμενε να συνοδεύσει τον Χάρι στην ύποπτη αποστολή. Ο Χένρι Κάρπεντερ, χάνοντας περισσότερο από το μισό από το μηνιαίο εισόδημα που είχε, «ανέβαλλε την αναπόφευκτη αυτοκτονία του για βδομάδες, αν όχι για μήνες» (σελ. 234). Και όμως, «Τα χρήματα, που κατά τη γνώμη του δεν έφταναν να ζει κανείς (200 δολάρια το μήνα), ήταν κατά εκατόν εβδομήντα δολάρια το μήνα περισσότερα από εκείνα με τα οποία ο Άλμπερτ Τρέισι, ο ψαράς, συντηρούσε την οικογένειά του ως τη στιγμή που πέθανε, πριν μέρες πριν» (σελ. 234). Ο Ρίτσαρντ Γκόρντον χάνει τη γυναίκα του, και ταπεινώνεται βάζοντάς τα με εκείνον που του την πήρε. Όσο για τον εξηντάρη χρηματιστή, που έκανε περιουσία στηριζόμενος στην προίκα της γυναίκας του και πατώντας επί πτωμάτων, κι αυτός έχασε. Όμως όχι χρήματα, αλλά τον ύπνο του. «ξαπλωμένος στο κρεβάτι… ανήμπορος να κοιμηθεί, επειδή επιτέλους ένιωθε τύψεις» (σελ. 236-237).
  Δεν ξέρω αν είναι η χαλαρή σύνδεση των ιστοριών αυτών η αιτία που δεν άρεσε τόσο το μυθιστόρημα. Ίσως όμως απλά να οφείλεται στο ότι δίπλα σ’ αυτό στέκονται αριστουργήματα όπως το «Για ποιον κτυπάει η καμπάνα» και «Ο γέρος και η θάλασσα». Πάντως υπάρχουν ωραιότατες σελίδες μέσα στο έργο, όχι μόνο οι σκηνές δράσης με το πιστολίδι που πέφτει αλλά και οι μονόλογοι κάποιων από τους ήρωές του, σε αποκαλυπτικές και συγκινητικές εξομολογήσεις.   
  Ξαναείδαμε και την ταινία. Γυρίστηκε το 1944, σε σκηνοθεσία του Χάουαρντ Χοκς. Ελάχιστη σχέση έχει με το βιβλίο, το οποίο φαίνεται ότι αποτέλεσε απλώς το έναυσμα για ένα καινούριο σενάριο, το οποίο υπογράφει, ανάμεσα στους άλλους, και ο Ουίλιαμ Φώκνερ. Είχε μεγάλη επιτυχία.
  Για να πετύχεις ένα καλό γλυκό δεν έχει σημασία μόνο ο τρόπος παρασκευής αλλά και τα υλικά. Και στο μυθιστόρημα έλλειπε ένα υλικό που το είχε η ταινία: η γκόμενα. Δυο ωραίες γυναίκες παίζουν στο έργο του Χοκς, η μια από τις οποίες, η Λορίν Μπακόλ, επρόκειτο να γίνει γυναίκα του Χόμφρεϋ Μπόγκαρτ, ευτυχής κατάληξη ενός ειδυλλίου που πλέχτηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Δεν τους χώρισε το διαζύγιο, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κινηματογραφικούς αστέρες, αλλά ο θάνατος του Μπόγκαρτ, το 1957. Στο μυθιστόρημα όμως του Χεμινγουέη δεν υπάρχει καμιά όμορφη γυναίκα, ενώ υπάρχει στο «Για ποιον κτυπά η καμπάνα», το κουνελάκι. Τελικά ίσως ήταν αυτός ο λόγος που το μυθιστόρημα αυτό άρεσε λιγότερο από τα υπόλοιπα του Χεμινγουέη.
  Βέβαια, ούτε και στο «Ο γέρος και η θάλασσα» υπάρχει η γκόμενα, όμως αυτό το έργο είναι μια σονάτα για πιάνο, ενώ το «Να έχεις και να μην έχεις» είναι ένα πολυπρόσωπο, συμφωνικό έργο, ένα συμφωνικό έργο στο οποίο απουσιάζουν τα βιολιά.
  Κάποια στιγμή ευελπιστούμε ότι θα ξαναδιαβάσουμε και τα υπόλοιπα έργα του Χεμινγουέη, και θα γράψουμε και γι’ αυτά. Μόλις πέσει κάποιο στα χέρια μου θα το βάλω στην άκρη.  
  Ανακαλύψαμε ότι και ο ιρανός σκηνοθέτης Naser Taghvai έχει στηρίξει την ταινία του Captain Khorshid πάνω στο μυθιστόρημα αυτό του Hemingway. 
  Είδαμε τρεις ακόμη ταινίες, συμπληρώνω μετά από τρία χρόνια. Η πρώτη είναι το «Breaking point» (1950) του Michael Curtiz. Μένει πιστός στο βιβλίο, από το οποίο όμως αφηγείται μόνο το κύριο επεισόδιο με τον Χάρι σε αντίθεση με τον Χοκς, που όπως είπαμε έφτιαξε σχεδόν άλλο στόρι. Όμως ακολουθώντας τα χνάρια του μπάζει κι αυτός την γκόμενα. Και στο τέλος, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, ο Χάρι δεν χάνει το ζωή του αλλά μόνο το χέρι του. Η γυναίκα του, που ήταν έτοιμη να τον εγκαταλείψει για την επικίνδυνη δουλειά στην οποία έμπλεξε, βρίσκεται στο πλάι του.
  Η αμέσως επόμενη που είδα ήταν το «The gun runners» (1958) σε σκηνοθεσία Don Siegel. Εδώ ο Χάρι γίνεται Σαμ, και δεν έχει παιδιά όπως στο «The breaking point». Υπάρχουν δυο γκόμενες, αλλά το κεντρικό επεισόδιο γίνεται διαφορετικό. Δεν πρόκειται για ληστεία, όπως στο μυθιστόρημα και στο «The breaking point» αλλά για λαθρεμπόριο όπλων στους κουβανούς επαναστάτες. Όμως ο λαθρέμπορος έχει σκοπό να τους ξεγελάσει. Ο εκπρόσωπος των ανταρτών ανοίγει ένα κασόνι και βλέπει ότι είναι φορτωμένο πέτρες. Βάζει τις φωνές, τον σκοτώνουν. Ο γέρο ναυτικός, ο βοηθός του Σαμ, πέφτει στη θάλασσα να ξεφύγει. Τελικά ο Σαμ σκοτώνει τους λαθρέμπορους και ανεβάζει τον βοηθό του από τη θάλασσα. Ο ίδιος είναι πληγωμένος και του λέει να οδηγήσει αυτός το σκάφο πίσω. Η ταινία τελειώνει δείχνοντας τη γυναίκα του τη Λούσι να περιμένει στο λιμάνι. Πολύ καλή, με εξαιρετικό στην ερμηνεία του τον Eddie Albert στο ρόλο του λαθρέμπορου.
  Είδα και την τρίτη ταινία, το «The deep» (1977) για την οποία είχα διαβάσει στην βικιπαίδεια: The 1977 film The Deep reused characters and plot elements, setting the tale in Bermuda with the villain a Haitian drug lord. The alcoholic sidekick to the boat skipper was played by Eli Wallach.

  Ο «αλκοολικός σύντροφος» δεν έχει καμιά σχέση με εκείνον του μυθιστορήματος του Χέμινγουεϊ, μάλλον είναι η αντίθεσή του, αφού προδίδει το αφεντικό του. Ούτε οι υπόλοιποι ήρωες έχουν σχέση με τα πρόσωπα του «Να έχεις και να μην έχεις». Το μόνο κοινό είναι ότι μεγάλο μέρος της δράσης τοποθετείται σε ένα σκάφος, σαν αυτό του Χάρι. Όμως το «The deep», μεταφορά ενός μυθιστορήματος του Ben Benchley που έχει τον ίδιο τίτλο, είναι μια ταινία συναρπαστικότατη, με άφθονο σασπένς και υποβρύχιες λήψεις που σου κρατούν κομμένη την ανάσα. 

Thursday, August 8, 2013

Πέτρος Τατσόπουλος, Η πρώτη εμφάνιση



Πέτρος Τατσόπουλος, Η πρώτη εμφάνιση, Καστανιώτης 2006, σελ. 505

  Πριν λίγες μέρες γράψαμε για το «Τιμής ένεκεν» του Τατσόπουλου, προαναγγέλλοντας ότι θα γράφαμε και για την «Πρώτη εμφάνιση». Σήμερα ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, να γράψουμε γι’ αυτήν.
  Το έχουμε δηλώσει, θεωρούμε τον Τατσόπουλο ως έναν από τους καλύτερους νεοέλληνες πεζογράφους, και μας αρέσει ιδιαίτερα για το χιούμορ του. Για να μην επαναλάβω πράγματα, θα παραπέμψω στον παραπάνω σύνδεσμο.
  Στην «Πρώτη εμφάνιση» ο Τατσόπουλος σατιρίζει τον κόσμο του θεάματος, όπως λίγα χρόνια αργότερα, με το «Τιμής ένεκεν», θα σατιρίσει τον κόσμο του βιβλίου (Η «Πρώτη εμφάνιση» πρωτοεκδόθηκε το 1994 από την Εστία). Επινοώντας μια εντυπωσιακή πλοκή στην οποία το σασπένς αιωρείται συνεχώς παρουσιάζει τα παρασκήνια του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τα βραβεία, τις κριτικές των ταινιών και τα συναφή. Η διαγραφή των χαρακτήρων είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την τυπικότητα μέσα από την ατομικότητα.
  Ένα από τα στοιχεία του χιούμορ του Τατσόπουλου είναι οι ευφάνταστες μεταφορές και παρομοιώσεις, που ανάλογές τους συναντήσαμε μόνο στον Γιάννη Ξανθούλη. Να δώσουμε κάποια δείγματα.
  «…τα κάλλη της είχαν αποσυρθεί, όπως τα ύδατα κάποτε από την επιφάνεια του Άρη» (σελ. 174).
  «…στεκόταν στο αντικρινό ύψωμα, πάνω στη μηχανή του, αγέρωχος, σαν Ινδιάνος που αγναντεύει την ταχυδρομική άμαξα να πλησιάζει κι ορέγεται τα χλωμά πρόσωπα γδαρμένα» (σελ. 280).
  Κι ένα τελευταίο:
  «Την παρηγορούσε το γεγονός ότι ο Μπλέτσας έχανε τη δύναμή του όταν βρισκόταν μακριά από τη γενέτειρά του, όπως έχανε και ο Αστερίξ τη δική του δύναμη μόλις παρερχόταν η επίδραση του μαγικού φίλτρου» (σελ. 293).
  Από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου είναι το μεθυσμένο παραλήρημα του Βρεττού  και η περιγραφή του δυστυχήματος στο οποίο τραυματίζονται θανάσιμα δυο από τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας.
  Να σημειώσουμε τέλος κάτι που μας άρεσε, η χρήση της έλξης του αναφορικού που χρησιμοποιούμε στον προφορικό λόγο και που οι περισσότεροι συγγραφείς και μεταφραστές περιφρονούν: «…όλους όσους κάνουν…», «…όλους όσους θα λάβουν…» κ.ά.
  Και τώρα θα σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως συνηθίζουμε.
  «Όταν του ανέφερα ότι είστε κριτικός ταινιών και ονομάζεστε Ευθυμίου, εντυπωσιάστηκε. Ποιος Ευθυμίου, μου κάνει, ο Ευθυμίου της Ώρας; Είναι τόσο διάσημος λοιπόν;
  -Όποιος γράφει είναι διάσημος. Θέλει να πιστεύει ότι είναι. Και κάτι τύποι σαν τον άνδρα σας του τονώνουν το ηθικό» (σελ. 313).
  Εγώ δεν είμαι διάσημος, και γι’ αυτό θα μου τονώσετε το ηθικό αν βάλετε ένα like στην ανάρτηση αυτής της βιβλιοκριτικής στο facebook, από όπου πιθανότατα θα την διαβάσετε.
 Διαβάζουμε στην αρχή του κεφαλαίου «Το έτερον ήμισυ».
  «Ήταν λίγο πιο κοντός από μένα, λίγο πιο χοντρός από μένα – αλλά σε γενικές γραμμές: σαν εμένα. Στο πρόσωπό του κυριαρχούσαν δυο παιδικά μάτια και δυο φουσκωτά μάγουλα-χαρακτηριστικά που αποδίδουμε συνήθως σε άνθρωπο καλόκαρδο, εξωστρεφή και καλοζωισμένο» (σελ. 354).
  Μα αυτό είναι το πορτραίτο μου!
  Μια από τις τρυφερές προσφωνήσεις της φίλης μου είναι gordito. Επίσης mis ojitos, tan pequenitos (αυτά ριμάρουν). Και όταν της είπα ότι ένα από τα «αλλιώς» μου στο λόχο ΥΕΑ ήταν «Τα πρώτα μάγουλα του λόχου ΥΕΑ», της άρεσε τόσο, ώστε πρόσθεσε και το mis grandes mejillas (Για το λόχο ΥΕΑ έχω γράψει στην πρώτη από τις αυτοβιογραφικές μου σημειώσεις, με τίτλο «Το χαμόγελο»).
  Μόλις έχω απολυθεί από το στρατό, είναι Πάσχα, και παίζω παρτατζίκια (αυτοσχέδια πυροτεχνήματα) στην πλατεία του χωριού μας. Με βλέπει ένα σποράκι, τριών τεσσάρων μόλις χρόνων, νομίζω ο προ-τελευταίος γιος του Στέλιου του καφετζή (έχω γράψει μια κατωχωρίτικη ιστορία γι’ αυτόν), και μου φωνάζει επιτιμητικά: -Ε μπεμπάκι, μπεμπάκι.
  Το μπεμπάκι φώναζε εμένα μπεμπάκι!
  Τώρα δεν έχει νόημα να απολογηθώ μιλώντας για νεοτονία κ.λπ., έχει γράψει σχετικά ο Κόνραντ Λόρεντς στο «Η πίσω όψη του καθρέφτη», το οποίο έχω μεταφράσει. Είχε όμως πλάκα, και γι’ αυτό δεν το ξέχασα. Όταν το είπα στη φίλη μου της άρεσε, και άρχισε και αυτή να μου φωνάζει συχνά: E bebachi, bebachi. Με κρητική προφορά.
  Διαβάζουμε:
  «Ούτε ν’ ακούσουν δεν θέλουν, όχι μονάχα για ελληνική, μα και για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή… για καμία ταινία τελικά εκτός απ’ τις αγγλόφωνες» (σελ. 390).
  Βρίσκομαι στους αντίποδες. Το έχω δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν αντέχω να βλέπω ταινία στην οποία μιλάνε αγγλικά, με εξαίρεση τον Woody Allen. Αυτό για το οποίο διαβάζουμε παραπάνω είναι μια ακόμη έκφραση του αμερικάνικου πολιτιστικού ιμπεριαλισμού.
  «Νανούρισέ με, Ευθυμίου. Νανούρισέ με. Φέρε μου τον ύπνο. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ. Γιατί δεν έρχεται ο ύπνος; Ποιος εμποδίζει τον ύπνο μου;».
  Φαντάζομαι δεν μπήκε τυχαία. Και εγώ θα καμαρώσω για την διακειμενική μου επάρκεια:
  "Μην κοιμάστε πια! Μην κοιμάστε, τι ο Μάκβεθ σκοτώνει τον ύπνο, τον ύπνο τον αθώο, τον ύπνο που της έγνοιας τα μπερδεμένα νήματα ξεμπλέκει. (...) ο Μάκβεθ δεν θα κοιμηθεί ποτέ του πια".
  Είναι εξαιρετικότατο μυθιστόρημα «Η πρώτη εμφάνιση». Ο Μένης Κουμανταρέας γράφει στο «Διαβάζω» (και διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο): «Με έκανε να ζηλέψω την αφηγηματική του φλέβα, την ευφορία και τον οίστρο του».
  Τον καταλαβαίνουμε απόλυτα.