Book review, movie criticism

Thursday, April 29, 2021

Andrzej Żuławski, Mes nuits sont plus belles que vos jours (1989)

Andrzej Żuławski, Mes nuits sont plus belles que vos jours (1989)

 

 

  Όταν διάβασα ότι ο Αντρέι Ζουλάφσκι φέρθηκε σε μια πρωταγωνίστριά του χειρότερα από ό,τι ο Μπερτολούτσι στη Μαρία Σνάιντερ, τον έβαλα κι αυτόν στη μαύρη λίστα· με πέντε εξαιρέσεις: τις τέσσερις ταινίες που γύρισε με πρωταγωνίστρια την τότε σύντροφό του Σοφί Μαρσώ και την κινηματογραφική μεταφορά του «Μπορίς Γκοντουνόφ», αγαπημένης μου όπερας, την οποία έχω ήδη δει. Το «Lamour braque» θα τo δω αφού ξαναδιαβάσω τον «Ηλίθιο», του οποίου αποτελεί χαλαρή μεταφορά.

  Ας το πω από τώρα: «Οι νύχτες μου είναι πιο ωραίες από τις μέρες σας» μου άρεσε πάρα πολύ. Όμως, όπως έγραψα και στην ανάρτηση για τον «Μπορίς Γκοντουνόφ», δεν σκοπεύω να δω άλλες ταινίες του εκτός από αυτές που ανέφερα, υπάρχουν ένα σωρό άλλες καλές ταινίες τις οποίες δεν θα προλάβω να δω.

  Ο Λούκας είναι ταλαντούχος κομπιουτεράς, όμως πάσχει από μια ανίατη αρρώστια του εγκεφάλου από την οποία σύντομα θα καταλήξει. Η Μπλανς είναι μέντιουμ. Ένας υπνωτιστής την υπνωτίζει και βγάζει τα άπλυτα των θεατών στα φόρα. Όμως στο τέλος βγάζει και τα ρούχα της, πράγμα που η Μπλανς θα το μάθει αργότερα από τον Λούκας. Δεν μπορεί να ξεφύγει, η μάνα της την πιέζει, ενεργώντας σαν προαγωγός.

  Θα συναντηθούν σε ένα εστιατόριο. Έρωτας με την πρώτη ματιά, όμως πρέπει να ακολουθήσει τη μητέρα της.

  Κουβαλάνε και οι δυο τραυματικές εμπειρίες. Σε λάιτ μοτίφ η Μπλανς, σε ένα φτωχικό δωμάτιο, βλέπει έναν άντρα να βιαιοπραγεί πάνω στη μητέρα της. Ίσως είναι ο πατέρας της, κανείς δεν ξέρει, η μητέρα της άλλαζε τους άντρες σαν τα πουκάμισα.

  Ο Λούκας έχει μια ακόμη πιο τραυματική εμπειρία. Ο πατέρας του, που δεν ήταν πατέρας του, έπνιξε στο ποτάμι όπου κολύμπαγαν τη μητέρα του με τον νεαρό, τον πατέρα του προφανώς, όταν τους είδε να ερωτοτροπούν. Το επεισόδιο το βλέπουμε αποσπασματικά, αλλά με σωστή χρονολογική σειρά, κατά διαστήματα στην ταινία.

  Θα την αναζητήσει, θα παρακολουθήσει μια séance, θα κάνουν έρωτα στην πολυτελή σουίτα του ξενοδοχείου την οποία πλήρωσε πανάκριβα. Στο μεταξύ η αρρώστια του εγκεφάλου του θα έχει επίδραση στο λόγο του. Οι φράσεις που βγαίνουν από το στόμα του είναι ελλειπτικές.

  Το αεροπλάνο της φεύγει σε λίγο. Τι να κάνουν, θα χωρίσουν για πάντα;

  Όχι. Προχωρούν και οι δυο μέσα στη θάλασσα, που είναι ελαφρά τρικυμισμένη. Ένα τελευταίο φιλί πριν τους σκεπάσει το κύμα.

  Ένας απελπισμένος έρωτας δυο ταλαιπωρημένων ψυχών, πολύ με συγκίνησε.

  Παραλίγο να το ξεχάσω: Μια παρόμοια σκηνή με μια κοπέλα, αυτοκτονική, να προχωράει μέσα στη θάλασσα μέχρι που κρύβεται το κεφάλι της κάτω από το νερό, είδαμε και στην «Κλειστή κουρτίνα» των Jafar Panahi και Cambuzia Partovi. Τον Jafar Panahi ελπίζω να τον ξέρετε. Αν δεν τον ξέρετε, διαβάσετε την ανάρτησή μου για την ταινία.   

    



Claude Pinoteau, L'Étudiante (1988)

Claude Pinoteau, L'Étudiante (1988)

 


  Μετά τα δύο «Μπουμ» ο Κλωντ Πινοτώ έχει για τρίτη φορά πρωταγωνίστρια σε ταινία του τη Σοφί Μαρσώ.

  Έχω γράψει κι άλλες φορές ότι μου αρέσουν τα romance, η τελευταία φορά που το έγραψα ήταν στην ανάρτησή μου για το «Police».

  «Η φοιτήτρια» είναι romance, αλλά…

  Το σασπένς και οι ανατροπές είναι οι μεγάλες αρετές μιας αφήγησης, καθώς κρατάνε αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του θεατή ή του αναγνώστη. Όμως τίποτα τέτοιο δεν βλέπουμε στη «Φοιτήτρια», και αυτό εξηγεί, κατά τη γνώμη μου, και τη χαμηλή της βαθμολογία στο IMDb. Μέχρι είκοσι λεπτά πριν το τέλος βλέπουμε το romance της σχέσης. Ερωτευμένοι, με τις μικροζήλειες και τα μικροκαυγαδάκια τους. Οι παρεξηγήσεις λύνονται σε δυο τρία λεφτά, στο ίδιο επεισόδιο.

  Αυτή είναι φιλόλογος και εργάζεται part-time σε Λύκειο, όμως πρέπει να ετοιμαστεί σκληρά για τις εξετάσεις που θα της δώσουν την μόνιμη άδεια άσκησης επαγγέλματος. Αυτός είναι μουσικός, συνθέτης, αλλά για τα προς το ζην εργάζεται με ένα μουσικό συγκρότημα και βρίσκονται συχνά σε περιοδείες και σε συναυλίες. Ένα μεγάλο μέρος της ταινίας αναφέρεται στις προσπάθειές τους να βρίσκονται.

  Όλα αυτά, μέχρι που αυτή ακούει ένα ηχογραφημένο μήνυμα σε τηλεφωνητή, ότι σκοπεύει να την παρατήσει. Οι επαγγελματικές τους απασχολήσεις τους κρατάνε μακριά, είναι πολύ καλή, δεν θέλει να την ταλαιπωρεί σε μια σχέση που φαίνεται να είναι χωρίς προοπτική. Στο μεταξύ βέβαια έχει μετανιώσει, και σ’ αυτό συνέβαλε το αγκάθι της ζήλιας. Όμως αυτή δεν το ξέρει. Του πετάει στα μούτρα τα κλειδιά του σπιτιού του, που της τα έδωσε όταν πήρε οριστικά την απόφασή του να μη χαλάσει το δεσμό τους.

  Θαύμασα τη Μαρσώ στην ερμηνεία της στο «Police», το ίδιο και εδώ στο τελευταίο αυτό εικοσάλεπτο, κυρίως στην προφορική εξέταση μπροστά στην επιτροπή καθηγητών. Το θέμα που της έτυχε ήταν ο «Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, και μιλάει παθιασμένα γι’ αυτόν, καθώς αποτελεί μια αντικατοπτρική ιστορία (mise en abyme) της δικής της σχέσης. Αυτός έχει εμφανιστεί στην αίθουσα, πράγμα που την κάνει τόσο παθιασμένη, ώστε κάποια στιγμή κυλάνε δάκρυα από τα μάτια της.

  Θα έλεγα ότι ήταν σαν μια υποστήριξη διδακτορικού (έχω την εμπειρία της υποστήριξης του δικού μου), μόνο που εδώ, αντί να κάθεται ισότιμα με τους εξεταστές σε ένα Π, κάθεται περίπου στο εδώλιο του κατηγορουμένου με τους δικαστές απέναντι. Μου θύμισε αίθουσα δικαστηρίου. Στη Σορβόννη αυτό.  

  Trivia: Ο Vincent Lindon ολόφτυστος ο Adrien Brody, όπως τον θυμάμαι στον «Πιανίστα» (2002) του Πολάνκσι.

  Ξαφνικά μου πέρασε από το μυαλό: και δεν βλέπω και την ταινία του Μπέργκμαν, δύο σε ένα, Μολιέρος και Μπέργκμαν.

  Νύσταξα κάποια στιγμή, ήταν μετά τα μεσάνυκτα, είπα να κοιμηθώ και να δω τη συνέχεια την επομένη.

  Το πρωί που ξύπνησα σκέφτηκα: και γιατί να μη διαβάσω και το βιβλίο;

  Αμ έπος αμ έργο, το διάβασα.

  Το αντικατοπτρικό στην ιστορία είναι η ένταση στη σχέση των δυο ερωτευμένων. Στον Μολιέρο όμως χωρίζουν οριστικά, ενώ στην ταινία τους βλέπουμε, στο τελευταίο πλάνο, να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο και να αγκαλιάζονται.

  Η Σοφί Μαρσώ διαβάζει φεμινιστικά τον «Μισάνθρωπο». Ο Μολιέρος, λέει, συζητάει, πριν έλθει η ώρα του, ένα σύγχρονο πρόβλημα: την ανεξαρτησία της γυναίκας… Στην Πέμπτη πράξη ελπίζει ακόμη ότι μπορεί να την αλλάξει. Όμως δεν μπορεί κανείς να αλλάξει έναν άλλο, δεν έχει το δικαίωμα… Η Σελιμέν προσπαθεί να κάνει τον Αλκέστ να το καταλάβει. Αν με αγαπάς δέξου με όπως είμαι. Δεν θα αλλάξω. Δέξου με όπως είμαι. Και εγώ θα σε δεχθώ όπως είσαι… Όπως τον 17ο αιώνα έτσι και σήμερα είναι δύσκολο να συνδυάσεις τον έρωτα και την προσωπική ανάπτυξη (διάβαζε: καριέρα). Ο Αλκέστ είναι αδιάλλακτος, εγωιστής, ιδιοτελής, κτητικός. Η Σελιμέν είναι άστατη, ανεύθυνη, άπιστη. Αν δέχονταν τα ελαττώματα ο ένας του άλλου αυτό θα ήταν μια νίκη του έρωτα πάνω στη φιλαυτία.  Μόνο ένας μεγάλος έρωτας αξίζει αυτές τις θυσίες. Και πώς αναγνωρίζει κανείς ένα μεγάλο έρωτα; Όταν το πρόσωπο που μπορεί να σε παρηγορήσει είναι εκείνο που σε πλήγωσε. Τότε ξέρεις ότι είστε ζευγάρι».

  Μετά παραθέτει τον Αλφρέντ ντε Μυσέ.

  «Ο Μισάνθρωπος είναι κωμωδία ή τραγωδία; Ενώ σε κάνει να γελάς, θα ’πρεπε να σε κάνει να κλαις. Η πτώση ενός μεγάλου έρωτα είναι άπειρα θλιβερή. Αυτά τα δυο πρόσωπα, φυλακισμένα για πάντα στη μοναξιά τους είναι τόσο θλιβερά».

  Συμφωνεί.

  «Νομίζω ότι αυτό είναι το μήνυμα του Μολιέρου».

  Και τελειώνει παραθέτοντας πάλι τον Μυσέ:

  «Όλοι οι άνδρες είναι ψεύτες, ασταθείς, ψεύτικοι, λογάδες, αλαζόνες, υποκριτές, δειλοί, ποταποί και λάγνοι. Όλες οι γυναίκες είναι άπιστες [Perfida omnia sunt: Κάτουλος], ματαιόδοξες, επιτηδευμένες, περίεργες και διεστραμμένες. Όμως δεν υπάρχει τίποτα πιο ιερό και υπέροχο από την ένωση ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο ατελή και βδελυρά πράγματα».

  Προοικονομία του happy end.

  Μπορείτε να σταματήσετε την ανάγνωση εδώ, γιατί η πρόσληψή μου είναι ελαφρά διαφορετική, καθόλου φεμινιστική παρά τον δεδηλωμένο φεμινισμό μου.

  Ο Αλέστ αγαπά παθιασμένα μια γυναίκα που έχει πολλούς γκόμενους. Προσπαθεί να ξεριζώσει από μέσα του αυτό τον έρωτα, όμως δεν μπορεί. Αυτή βέβαια τον προτιμάει από τους άλλους, τους οποίους στολίζει κατάλληλα σε μια επιστολή της, αλλά και τον ίδιο, για την μισανθρωπία του.

  Ο Αλκέστ δεν αντέχει πια την ανθρώπινη υποκρισία (η κεντρική σάτιρα της κωμωδίας, μαζί με το κουτσομπολιό), αρνείται να συμβιβαστεί όπως κάνει όλος ο κόσμος, θέλει να πάει να ζήσει μόνος, κάπου μακριά, αν θέλει μπορεί να τον ακολουθήσει.

  -Μπα, είμαι μόλις είκοσι χρονών, «Ν’ αφήσω εγώ τον κόσμο, πριν γεράσω/ για να ταφώ στην ερημιά μαζί σας;». Πριτς.

  Κανείς τους δεν θέλει να υποχωρήσει.

  Σηκώνεται και φεύγει.

  Το διαβάζω συχνά, ερωτευόμαστε το λάθος πρόσωπο, ενώ αδιαφορούμε για εκείνη/ον που μας αγαπά πραγματικά.

  Τον αγαπάει η μετρημένη Ελιάνθη. Αυτή την αγαπάει ο Φιλίντας, που θα την κερδίσει τελικά.

  Νομίζω ότι ο Ίψεν τον Αλκέστ είχε υπόψη του όταν έπλαθε τον χαρακτήρα του Ρέλινγκ στην «Αγριόπαπια». Γι’ αυτόν, πάνω απ’ όλα η αλήθεια, μια αλήθεια που θα σκοτώσει τη μικρή Χέντβιγκ.

  Ξέχασα να το γράψω, το έργο του Μπέργκμαν δεν είναι κινηματογραφικό, είναι μια φιλμαρισμένη παράσταση που ανέβασε ο ίδιος στη Δανία.

  Αλλά, γιατί όχι; Ας παραθέσω τα λίγα αποσπάσματα που υπογράμμισα στο θεατρικό, που είναι σε απόδοση Κώστα Βάρναλη και εκδόθηκε από τα Ελληνικά Γράμματα το 2000.

  «Φιλώτας: στη θέση, θα προτιμούσα εγώ την Ελιάνθη, τη φρόνιμη ξαδέλφη της. Με ειλικρινή και σταθερή καρδιά σ’ εχτιμάει. Σου ταιριάζει πολύ πολύ.

  Άλκης: Κ’ εμένα η λογική αυτό μου λέει, μα η λογική δεν κυβερνάει τον έρωτα».

  Πολύ μεγάλη αλήθεια αυτό.

  «Ένας φίλος, ο Ακάστης: Μ’ άλλα λόγια στον έρωτα είναι δίκιο να κάνουνε θυσίες και τα δυο μέρη».

  Μόνο που συνήθως η άλλη θέλει να κάνει περισσότερες θυσίες ο άλλος.

  «Έγινε ο φοβερότερος εχτρός μου, και ποτές του δε θα με συγχωρέσει που δεν το εβρήκα ωραίο το ποίημά του».

    Ένα κεντρικό επεισόδιο στην κωμωδία είναι η αυστηρή κρίση του Αλκέστ για το ποίημα του Ορόντη, πράγμα που θα τον οδηγήσει στο δικαστήριο.

  Μια φίλη έκοψε το καλημέρα σε ένα φίλο όταν της έκανε μια αυστηρή κριτική για την τελευταία της ποιητική της συλλογή. Είναι η τελευταία από τις περιπτώσεις που έχω ακούσει.

  «Θα ιδείτε πως ο νους δε χρησιμεύει και πως πάντα η καρδιά μας κυβερνάει».

  Εξαιρετικός ο Μολιέρος, πρέπει να διαβάσω και άλλα έργα του και μετά να δω φιλμογραφημένες θεατρικές παραστάσεις ή/και κινηματογραφικές μεταφορές τους.