Book review, movie criticism

Thursday, April 25, 2024

Βασίλης Ραΐσης, Επαγγελματίας υπνοβάτης (2023)

 

Βασίλης Ραΐσης, Επαγγελματίας υπνοβάτης (2023)

 


  Από σήμερα στο Στούντιο

  Ήμουν επιφυλακτικός στο να δω την ταινία, φοβούμενος ότι θα έπεφτα πάλι πάνω σε καμιά ακαταλαβίστικη κουλτουριάρικη όπως το «Wolfman radio», όμως όχι. Είναι μια πολύ καλή κωμωδία που με έκανε και γέλασα αρκετά.

  Ένας μέτριος ποιητής, που ο εκδότης του δεν είναι πρόθυμος να εκδώσει τα καινούρια του ποιήματα, πέφτει θύμα τροχαίου. Δεν μπορεί να περπατήσει, είναι σε καροτσάκι. Όταν κοιμάται απαγγέλει στίχους, που περιέργως ο εκδότης του τους θεωρεί καλούς. Η μητέρα του καλεί φίλες της, λέγοντάς τους ότι με αυτούς τους στίχους προλέγει το μέλλον.

  Με το αζημίωτο.

  Καλή επιχείρηση.

  Όταν αυτός το ανακαλύπτει, στην αρχή τσατίζεται, αλλά μετά του καλαρέσει η ιδέα, και θέλει να την εκμεταλλευτεί ο ίδιος.

  Και αυτό κάνει.

  Δεν έχει νόημα να αφηγηθώ επεισόδια, καλύτερα να τα δείτε βλέποντας την ταινία, που σας τη συνιστώ.

  Εξαιρετική στο ρόλο της μητέρας η Ελένη Γερασιμίδου.

  Το 7,4 που έχει στο IMDb ίσως να μην είναι ενδεικτικό, μια και ψήφισαν μόνο 9 άτομα, αλλά με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.

  Τελικά θα ξαναπερπατήσει;

  Όλοι μου οι φίλοι ξέρουν ότι είμαι τάφος στα μυστικά, αν και τώρα τελευταία είχα προβλήματα με μια φίλη που για να την υπερασπιστώ αναγκάστηκα να πω πράγματα που μου είχε πει. Όμως με τρώει πάντα ο κώλος μου για σπόιλερ, το οποίο, όπως και ο Ποκοπίκο, το κάνω έμμεσα.

  Έτσι θα κάνω και τώρα, αρκεί να συλλογιστείτε πάνω στο frame που βάζω σε αυτή την ανάρτηση.

  Αν και νομίζω είναι περιττό, κωμωδία έχουμε.

Lech Majewski, O μύλος και ο σταυρός (The mill and the cross, 2011)

 

Lech Majewski, O μύλος και ο σταυρός (The mill and the cross, 2011)

 


  Από σήμερα στο Στούντιο

  Σε συζήτηση με το φίλο μου το Γιάννη, αλλά μπορεί να το έχω γράψει κιόλας, έχω πει ότι συγγραφείς και σκηνοθέτες συχνά έχουν θεματικές εμμονές, ενώ όσον αφορά το ύφος τους μετακινούνται πολύ λίγο. Το βλέπω αυτό πολύ χαρακτηριστικά στον πολωνό Λεχ Μαγιέφσκι. 

  Έχει ξανασυμβεί, να προβάλλεται μια προηγούμενη ταινία ενός σκηνοθέτη μετά την επόμενη. Πριν επτά χρόνια προβλήθηκε η «Onirica» (2014) στην Αλκυονίδα και στο Στούντιο, γι’ αυτό θα μιλήσω πρώτα γι’ αυτήν, συγκρίνοντάς την με το «Μύλο και τον σταυρό».

  Στην «Onirica» ο Αδάμ, καθηγητής λογοτεχνίας, σώζεται σε ένα τροχαίο στο οποίο έχασαν τη ζωή τους η φίλη του η Μπάσια και ο καλύτερός του φίλος, ο Καμίλ. Εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο και γίνεται πωλητής σε σουπερμάρκετ.

  Τη νύχτα στα όνειρά του βλέπει εικόνες από την Θεία Κωμωδία του Δάντη, κυρίως από τον Παράδεισο, ενώ ακούμε και στίχους απ’ αυτήν.

  Στο «Μύλο και το σταυρό» ο Μαγιέφσκι ξεφορτώνεται το ρεαλιστικό μέρος και πηγαίνει κατευθείαν σ’ αυτό που τον ενδιαφέρει. Όπως στην «Onirica» χρησιμοποιεί τη Θεία Κωμωδία, εδώ χρησιμοποιεί τον πίνακα του Μπρίγκελ «Ο μύλος και ο σταυρός».

  Μια φωτογραφία είναι το πάγωμα μιας στιγμής μιας συνεχούς ροής γεγονότων. Το ίδιο είναι και ένας πίνακας. Στον πίνακα του Μπρίγκελ υπάρχουν ένα σωρό πρόσωπα και σκηνές που με τη δραματοποίησή τους δείχνει το πριν και το μετά τους. Και όλες αυτές τις σκηνές τις μεταφέρει σε ένα πραγματικό χωροχρόνο, στη Φλάντρα το 1564, με τον απηνή διωγμό των αιρετικών από τους κατακτητές ισπανούς.

  Οι σκηνές που βλέπουμε είναι σοκαριστικές, ιδιαίτερα αυτή με την ανάρτηση ενός αιρετικού πάνω σε έναν τροχό στην κορυφή ενός στύλου, όπου τα κοράκια του τρώνε τα μάτια και τις σάρκες. Όπως και να το κάνουμε όμως είναι μια εξαιρετικά πρωτότυπη ταινία που αξίζει να τη δείτε. Το μόνο προηγούμενό της που ξέρω είναι η δραματοποίηση ενός πίνακα του Βαν Γκονγκ σε ένα από τα «Όνειρα» του Κουροσάβα. 

  Η βαθμολογία της στο IMDb είναι 6,9. Εγώ έβαλα 8.

 

 

Tuesday, April 23, 2024

Ελένη Στασινού, Μύχια πάθη

 

Ελένη Στασινού, Μύχια πάθη, Γκοβόστης 2024, σελ 653

 


H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Μετά τον «Οδηγό που άφησε το τραίνο στη μέση του πουθενά» η Ελένη Στασινού επιστρέφει πάλι στο ιστορικό μυθιστόρημα και στην αγαπημένη της ιστορική περίοδο, τις αρχές του 19ου αιώνα. «Τα βρωμοθήλυκα της ιστορίας» ξεκινάνε με την επανάσταση, τα «Μύχια πάθη της ζωής και της επανάστασης», όπως είναι ο πλήρης τίτλος, καταλήγουν στην επανάσταση. Γίνεται κάμποσες φορές αναφορά και στους Λαλιώτες, τους οποίους συναντήσαμε και στα «Βρωμοθήλυκα της ιστορίας».

  Πρόκειται για ένα ερωτικό και ταυτόχρονα ιστορικό μυθιστόρημα, όπως για παράδειγμα ο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι. Τα γεγονότα που έχουν σχέση με τον έρωτα εναλλάσσονται με τα γεγονότα που έχουν σχέση με την επανάσταση, αν και αρκετές φορές συμπλέκονται.

  Εδώ έχουμε δυο ερωτικές ιστορίες, που και στις δυο πρωταγωνιστεί η Ελένη. Η πρώτη, με τον Αγγελή, θα μείνει ημιτελής, ο αγώνας για την ελευθερία έχει προτεραιότητα γι’ αυτόν, η δεύτερη όμως με τον Φιλώτα θα ολοκληρωθεί, με γάμο και ένα γιο.

  Όμως υπάρχει και ένας άλλος έρωτας, όπως του ερωτευμένου κεφαλλονίτη στα Βρωμοθήλυκα.  

  Στα Βρωμοθήλυκα, ο ερωτευμένος κεφαλλονίτης θα ρίξει τον αγαπημένο της σε ένα πηγάδι, αυτή θα την απαγάγει, θα την αρραβωνιαστεί με το ζόρι, θα την βιάσει και τέλος θα τη φυλακίσει. Θα πεθάνει αφού γεννήσει το γιο της, προϊόν του βιασμού.  

  Στα «Μύχια πάθη» η Λητώ θα πείσει τον αλβανό φύλακα που τον έχει εραστή να βάλει φωτιά στον πύργο για να καεί η Ελένη, η Ελένη που της πήρε την Φιλώτα, τον παιδικό της έρωτα. Μετά τον θάνατο της Ελένης θα τον παντρευτεί, και θα κάνει μαζί του δυο παιδιά.

  Από τα κορυφαία σημεία του έργου θεωρώ την αγαπησιάρικη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Ελένη και στο άλογο τον Κέλη, που θα αποτελέσει τη ρομφαία της θείας δίκης.

  «Κρατήθηκε για λίγο ήρεμος, μα εκείνη ήταν που είχε ήδη επιταχύνει, πώς να κρατιόταν κι αυτού η φύση, ανεβαίνει η χαρά και τον πνίγει, σηκώνεται στα πόδια και χλιμιντρίζει δυνατά, ήρθε, είναι εδώ, αρχίζει πάλι η ζωή μας, έλεγε το χλιμίντρισμά του, ηρέμησε καλό μου, ναι ήρθα τώρα, πάει πέρασε, θα αρχίσουμε πάλι τους περιπάτους μας, σκύψε να με πάρεις….» (σελ. 324).

  Μάθαμε αρκετά πράγματα για την ιστορία της πρώτης εικοσαετίας πριν την επανάσταση που αγνοούσαμε. Η Ελένη όπως πάντα μελετάει εξονυχιστικά τις πηγές της, ώστε να μην πέσει σε ανακρίβειες. Δεν θα διστάσει να εκθέσει τις μελανές πλευρές της ιστορίας.

  Οι ήρωες της επανάστασης, γιατί πήραν το όνομα κλέφτες;

  Μα γιατί ήταν κλέφτες.

  Όμως έκλεφταν όχι μόνο τούρκους αλλά ευκαιριακά και έλληνες, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν την οργή τους, που μεταφράστηκε κάποια στιγμή σε συνεργασία με τους τουρκαλβανούς για την καταδίωξή τους.

  Με εξαίρεση τη Λητώ και την Ελένη, όλοι είναι ταγμένοι στην Ιδέα, και κάποιοι απ’ αυτούς, όπως ο Φιλώτας, είναι μέλη της Φιλικής Εταιρείας.

  Το διαλογικό στοιχείο υποχωρεί εδώ μπροστά στην αφήγηση, σε αντίθεση με τα Βρωμοθήλυκα.

  Ένα υφολογικό στοιχείο που συναντάμε συχνά είναι ο μακροπερίοδος λόγος. Σε δυο περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός. Η πρώτη είναι όταν περιγράφεται η πυρκαγιά και η ταραχή που προκλήθηκε απ’ αυτήν. Εδώ έχουμε σχεδόν μια ολοσέλιδη παράγραφο (εξαιρούνται οι τρεις πρώτες γραμμές), και τη συνέχειά της, επίσης μια ολοσέλιδη παράγραφο (σελ. 405-407). Με τις δυο αυτές μακροπερίοδες παραγράφους υπογραμμίζεται υφολογικά η αγωνία να σωθεί η Ελένη και ο γιος της. Η δεύτερη περίπτωση υπογραμμίζει την εσωτερική ταραχή της Λητούς όταν, μετά από ένα ψυχολογικό σοκ νοσηλεύτηκε σε νευρολογική κλινική, και εκτείνεται σχεδόν σε μια σελίδα (σελ. 523).  

  Βλέπει τον αλβανό, τον εμπρηστή, με τον οποίο είχε σεξουαλικές σχέσεις, κρεμασμένο, και στη ψυχική της αναστάτωση τον μπερδεύει με τον πατέρα της, που κι αυτόν τον είδε, μικρό κορίτσι, κρεμασμένο.

  «…τι μπέρδεμα κι αυτό, καλά ο πατέρας της δεν είναι; Τότε γιατί ακούει πώς τον λένε Τζενκίζ Μπόρσα; Ήξερε κανένα Μπόρσα; Το Τζενκίζ κάτι της λέει…» (σελ. 524).

  Θα συνέλθει μόνο όταν επανέλθουν στη μνήμη της τα φαντάσματα του παρελθόντος, οι πράξεις της, που θα τη γεμίσουν φρίκη, μετά από πολλά χρόνια.

  Ένα άλλο υφολογικό στοιχείο που συναντάμε είναι η αποστροφή στη θέση του εσωτερικού μονόλογου ή της τριτοπρόσωπης αφήγησης.

  «…Κι έρχεται ένα κορίτσι που είναι όλες οι σειρήνες που θελήσανε να μαγέψουν τον Οδυσσέα, έρχεται στο δρόμο σου και τότε ψάχνεις δεξιά, ψάχνεις αριστερά να βρεις συντρόφους να σε δέσουν στο κατάρτι κι ανακαλύπτεις πως είσαι μόνος σου. Και πώς και πόσο να αντισταθείς;…» (σελ. 74).

  «Περπατάς κοιτώντας δεξιά και αριστερά, μια εσωτερική ταραχή την έχεις… Είσαι παιδί κι ακολουθείς αθόρυβα σαν σκιά…». Η αποστροφή αυτή στο γιο της Ελένης στη θέση της τριτοπρόσωπης αφήγησης απλώνεται σε πέντε ολόκληρες σελίδες, 488-493.

  Θα συναντήσουμε επίσης παραγράφους με συνεχόμενες περιόδους που καταλήγουν σε ερωτηματικό. Οι ήρωες συχνά αναρωτιούνται.

  Και τώρα να παραθέσουμε τρία αποσπάσματα.

  «Εγώ θα σου πω τι λέγανε οι πρόγονοί μας: Νους υγιής εν σώματι υγιεί» (σελ. 71).

  Αληθεύει πράγματι; Γιατί αν αληθεύει, ο Stephen Hawking αποτελεί εξαίρεση.

  «Θα πρέπει να ήταν κακός άνθρωπος…» (σελ. 543).

  Έχω καταλήξει εδώ και σχεδόν δυο δεκαετίες στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν άτομα άπειρης κακίας.

  Θα συναντήσουμε κάποιες φορές στίχους από δημοτικά τραγούδια. Οι παρακάτω είναι της Ελένης.

Στο δρόμο μου ξεπέζεψες νιε μου - αρχοντονιέ μου-

σε είδε ο ήλιος την αυγή – τη νύχτα το φεγγάρι.

Σε είδε κι η πικρόχολη και βάλθη να σε πάρει.

Μη μου τον παίρνεις μάγισσα – μη μου τον παίρνεις κλέφτρα

εσύ τους μάσεις αρμαθιά – μα γω τον έχω έναν (σελ. 566)   

  Τη μουσικότητα του λόγου της Στασινού, που κορυφώνεται με περιόδους που είναι σε κανονικά ποιητικά μέτρα, την είδαμε και στα προηγούμενα έργα της. Συνηθίζουμε να παραθέτουμε τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, οι οποίοι αφθονούν, αλλά εδώ θα παραθέσουμε και άλλα μέτρα.

  Και ξεκινάμε με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους. 

Ο ξένος ήταν δάσκαλος κι αυτός το μαθητούδι (σελ. 84)

Σαν πετεινό του ουρανού. Αλλά το ίδιο έρμος (σελ. 86)

Μαζί με τις κακίες τους και τα αμαρτήματά τους (σελ. 114)

Ο θόρυβος ανάρμοστος στη συνετή γυναίκα (σελ. 119)

Απλώνονταν εδώ κι εκεί ανάμεσα στα δένδρα (σελ. 231)

Πισθάγκωνα σε πάσσαλο που φτάνει ως το ταβάνι (σελ. 251)

Σαν οι γυναίκες άνοιγαν να κάνουν τις δουλειές τους (σελ. 291)

Να διαπεράσει ο ήχος του το σκορπισμένο χόρτο (σελ. 297)

Κατέληξαν να χαίρονται την απομάκρυνσή του (σελ. 346)

Κομμάτιασα τα όνειρα της παιδικής μου φίλης (σελ. 370)

Να καταστρέψει τον εχθρό μα είχε λίγους άντρες (σελ. 439)

Σαν θα το αποφάσιζε. Και σαν ερχόταν η ώρα (σελ. 454)

Που άλλη όψη είχαν στο φως και άλλη στο σκοτάδι (σελ. 486)

Το χέρι σου, μικρού παιδιού, χέρι που το ’χες κόψει (σελ. 489)

Θεραπευμένη την κοψιά, το κάψιμο, το τραύμα (σελ. 489)

Με βάρκες και μονόξυλα, νερόκοτες και χέλια (σελ. 507)

Αφήνει ένα σκούξιμο που έσκισε τις πέτρες (σελ. 521)

Μα εδωνά στα μάτια τους δεν βρίσκει αγριάδα (σελ. 544)

Το πούλησε ο σταβλίτης σου μετά το θάνατό της; (σελ. 584)

Κι εμείς θα τους θερίσουμε σαν γινωμένα στάχυα (σελ. 630)

Αυτή είχε κάτι μέσα της, πώς να στο εξηγήσω (σελ. 631)

Τροχαίος

Άντρες καιροσκόπους που η νύχτα ξεγυμνώνει (σελ. 131)

Δάκτυλος

Πόρτα μεγάλη στη μέση του τοίχου (σελ. 188)

Παίρνει τον Κέλη και χάνεται ώρες (σελ. 271)

Όλα τα είδε κοιτώντας τις στάχτες (σελ. 640)

Αμφίβραχυς

Το βλέπω στα μάτια σου (σελ. 367)

Κι εκείνος το ίδιο με μένα (σελ. 506)

Ανάπαιστος

Να κρατήσει τον άντρα κοντά της (σελ. 489)

Καρεκλάκι θα κάμει μ’ αυτό; (σελ. 507)

Που θα γεύονται όλοι στο μέλλον (σελ. 511)

Θα μπορούσαν να φύγουν αμέσως (σελ. 512)

Θα περνούσε σχεδόν από πάνω τους (σελ. 514)

Ώσπου γίνεται χώμα το χώμα (σελ. 514)

Που πονούσε ανθρώπινο πόνο (σελ. 514)

Το κατράμι το μαύρο της λίμνης (σελ. 586)

Μεγαλείο να νοιώθεις χορτάτος (σελ. 649)

  Προφανώς υπάρχουν κι άλλοι, αυτοί μόνο έπεσαν στην αντίληψή μας.

  Μου φαίνεται ότι αυτό είναι το καλύτερο μυθιστόρημα της Ελένης. Πιστεύουμε ότι θα είναι καλοτάξιδο.