Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο κανένας, Άγρα 1998
Κρητικά Επίκαιρα, Μάιος 1999
Συνήθως οι θεατρικοί συγγραφείς είναι που κάνουν τη «μεταγραφή» τους στην πεζογραφία, όμως υπάρχει και μια εξαίρεση: Η Ρέα Γαλανάκη, η οποία μεταβαίνει από την πεζογραφία στην ποίηση. Τελικά, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην πεζογραφία, και δεν είναι να απορεί κανείς βλέποντας τα υψηλά τιράζ που κατέχει σήμερα, ιδίως το μυθιστόρημα.
Και όπως οι δραματουργοί γράφουν «θεατρικά», γεμίζοντας τα μυθιστορήματά τους με διαλόγους (ο Παύλος Μάτεσις και ο Κώστας Μουρσελάς είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα), αντίστοιχα και η Ρέα Γαλανάκη γράφει μια ποιητική πρόζα. Η πυκνότητα και η αφαιρετικότητα στην έκφραση ήταν το χαρακτηριστικό των δύο πρώτων ποιητικών της συλλογών, για τις οποίες γράψαμε ξεχωριστά σημειώματα στα Κ. Ε. («Πλην Εύχαρις», Ιούλης 1993, «Τα ορυκτά», Απρίλης 1995). Στο «Κέηκ» κάνει μια στροφή στο πεζοτράγουδο, όπου πάνω σε ένα υποτυπώδη αφηγηματικό ιστό η Γαλανάκη καταθέτει τη δική της ποιητική άποψη για την αιώνια σχέση αρσενικού θηλυκού, θεματική που προεκτείνει και στο επόμενο έργο της, μια συλλογή μικρών πινάκων με τίτλο «Πού ζει ο λύκος;». Όχι στη στέπα, εκεί ζει ο λύκος του Χέρμαν Έσσε, αλλά σε ένα διαμέρισμα, όπου συμβιώνει με τη γυναίκα του σε μια αναγκαστική σχέση.
Στα «Ομόκεντρα διηγήματα» η Γαλανάκη πατάει πλέον πιο ξεκάθαρα στην πεζογραφία. Ως χώρο της μυθοπλασίας της προτιμάει τον γενέθλιο κρητικό χώρο, λες και τον εμπιστεύεται περισσότερο για να κάνει μ’ αυτόν την είσοδό της στην πεζογραφία, ακολουθώντας το παράδειγμα της Μάρως Δούκα.
Ο γενέθλιος χώρος θα πρωταγωνιστήσει και στο πρώτο της μυθιστόρημα που γνώρισε ξεχωριστή επιτυχία, τον «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά», ένα έργο που διαθέτει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τα δύο επόμενά της: γνήσιες τραγικές καταστάσεις.
Ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς ήταν κρητικόπουλο που το πήραν οι τούρκοι αφού έσφαξαν τους γονείς του, και μεγάλωσε στην Αίγυπτο. Εκπαιδεύτηκε ως στρατιωτικός, και οι ικανότητές του τον ανέβασαν στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας. Χρόνια μετά θα έλθει επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος για να καταστείλει μια από τις πολλές επαναστάσεις στο νησί των γονέων του. Η παράδοση τον θέλει δολοφονημένο από τον Ομέρ πασά, ο οποίος τον έβλεπε απρόθυμο στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Ο αδελφός του ο Αρίστος Καμπάνης Παπαδάκης, που βρισκόταν στην Αθήνα, ενίσχυε οικονομικά την εξέγερση την οποία στάλθηκε να καταστείλει ο ίδιος.
Η Ρέα Γαλανάκη δεν γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, δεν ενδιαφέρεται για την ιστορική πιστότητα, κάνει λογοτεχνία μέσα από την ιστορία. Στο επόμενο έργο της, το επιστολογραφικό μυθιστόρημα «Θα υπογράφω Λουί», που αναφέρεται στη ζωή του επαναστάτη Ανδρέα Ρηγόπουλου (1821-1889) προσθέτει μάλιστα μια γυναίκα παραλήπτρια των επιστολών του, η οποία υπήρξε ανύπαρκτη στην πραγματική ζωή του. Όμως στο τελευταίο της έργο, το «Ελένη, ή ο κανένας» (Άγρα 1998) φαίνεται να είναι πιστή στις ιστορικές λεπτομέρειες.
Το έργο αυτό είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία της Ελένης Αλταμούρα - Μπούκουρα, της κόρης του πρώτου έλληνα θεατρώνη, του Γιάννη Μπούκουρα, που έχτισε το πρώτο χειμερινό θέατρο στην απελευθερωμένη Αθήνα το 1840. Η Ελένη φεύγει στην Ιταλία να σπουδάσει ζωγραφική. Παντρεύεται τον Σαβέριο Αλταμούρα, επίσης ζωγράφο, με τον οποίο απόκτησε δυο παιδιά. Ο άντρας της την εγκατέλειψε όμως, και αυτή γύρισε απογοητευμένη στην Ελλάδα, για να περάσει την υπόλοιπη ζωή της στις Σπέτσες.
Η ζωή της έχει μια θαυμαστή παραλληλία με τη ζωή της γλύπτριας Καμίγ Κλωντέλ (1864-1943), αδελφής του Πωλ Κλωντέλ. Ερωτεύεται τον Ροντέν, και έχει σχέσεις μαζί του για κάποιο διάστημα. Όταν αυτός την εγκαταλείπει, αρχίζει η κατάρρευση. Σε μια κρίση καταστρέφει τα περισσότερα έργα της. Το ίδιο έκανε και η Ελένη. Έβαλε φωτιά και έκαψε τους περισσότερους πίνακές της. Το τέλος όμως της Καμίγ Κλωντέλ ήταν πιο τραγικό, αφού κατέληξε σε φρενοκομείο.
Αξίζει επίσης να κάνουμε ένα παραλληλισμό της ζωής της Ελένης Μπούκουρα με τη ζωή της Ρόζας Κασιμάτη, από τη Λευκάδα. Η Ρόζα παντρεύτηκε ένα ιρλανδό γιατρό, τον Τσαρλς Χερν, και από το γάμο τους απέκτησε δυο παιδιά, από τα οποία το πρώτο πέθανε λίγο μετά τη γέννα. Η Ρόζα εγκαταλείπεται και αυτή από τον άντρα της για να πεθάνει, όπως η Καμίγ, σε ένα φρενοκομείο της Κέρκυρας το 1882. Ο γιος της όμως, ο Λευκάδιος (1850-1904), σε αντίθεση με τον Ιωάννη, το γιο της Ελένης, προικισμένο ζωγράφο που, όπως και η κόρη της, πέθανε νέος, θα προφτάσει να αναδείξει το λογοτεχνικό του ταλέντο. Παντρεύτηκε μια γιαπωνέζα, απόκτησε μαζί της τέσσερα παιδιά, και παρόλο που δεν έμαθε ποτέ γιαπωνέζικα, όλο του το έργο αναφέρεται στην Ιαπωνία. Δίκαια κατέκτησε μια περίοπτη θέση στο Πάνθεον των γιαπωνέζων συγγραφέων.
Η ποιητική πρόζα της Ρέας Γαλανάκη αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο στο έργο αυτό. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η μεταιώρηση πολλών μικροεπεισοδίων ανάμεσα στην ποιητική εικόνα/ μεταφορά («Το έμαθα από τη φλυαρία των κυμάτων», σελ. 115) και στη μυθοπλασία («Είχα ακούσει ότι στη μετά τη ζωή των γυναικών το πόδι δεν πατά συνέχεια στη γη. Ότι ο νους αρέσκεται στο να αιωρείται. Ότι ο κόσμος μοιάζει πιο ανάγλυφος, αφού δάκρυα μάλλον, αλλά και άλλα ανεξήγητα, φουσκώνουνε το σχήμα των πραγμάτων, είτε βαθαίνουν τις παλιές ρωγμές και αποσιωπήσεις» σελ. 173). Στις περιπτώσεις που κλείνει προς το δεύτερο σκέλος συναντάει την, κατά τα άλλα δημοσιογραφικά λιτή, πρόζα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη (Βλέπε τα βιβλιογραφικά μας σημειώματα για την «Ιστορία» 1984, Κ. Ε. Δεκέμβρης 1991 και «Ανωφελές διήγημα» 1993, Κ. Ε. Οκτώβρης 1997).
Το έργο αυτό της Γαλανάκη αποτελεί την συμμετοχή της Ελλάδας στο φετινό Ευρωπαϊκό Αριστείο για την πεζογραφία. Στο ίδιο βραβείο για την ποίηση υποψήφιος είναι επίσης ένας κρητικός, ο Μανώλης Πρατικάκης, με το έργο του «Η κοίμηση και η ανάσταση των σωμάτων του Δομήνικου». Τους ευχόμαστε να το κατακτήσουν.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment