Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Ο θησαυρός των αηδονιών, Γαβριηλίδης 2009, σελ. 105
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Με αυτοβιογραφικά κυρίως κείμενα παρουσιάζεται ο συγγραφέας στο καινούριο του βιβλίο.
Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, στρατιωτικός γιατρός, είναι κυρίως διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος του Διαβάζω για τη συλλογή διηγημάτων του «Ροζαμούνδη». Ήμουν στην απονομή, και θυμάμαι το πόσο σπαρταριστό ήταν το διήγημα που διαβάστηκε.
Ο «Θησαυρός των αηδονιών» είναι η τελευταία του συλλογή διηγημάτων. Στην πραγματικότητα τα διηγήματα της συλλογής αυτής είναι αυτοβιογραφικά κείμενα. Σ’ αυτά ανακαλεί έναν τεταρταίο πυρετό που πέρασε μικρός, ένα σεισμό που τους υποχρέωσε να μετακομίσουν, μια πρωτοχρονιά στη στρατιωτική σχολή, αναμνήσεις από την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Λιούμπιτελ (παρεμπιπτόντως ήταν και εμένα η πρώτη μου φωτογραφική μηχανή, και θυμήθηκα με συγκίνηση την περιγραφή του χειρισμού της. Σίγουρα δεν ήταν το ίδιο μοντέλο, αλλά ο χειρισμός ήταν ο ίδιος). Αυτά μέχρι τη σελίδα 70. Μετά ακολουθούν επίσης αυτοβιογραφικά αφηγήματα αλλά μικρότερα σε έκταση, όπου ο Ηλίας αντί να φωτογραφίζει τον εαυτό του φωτογραφίζει: έναν αγρότη με την κόρη του να οργώνουν, έναν τρελό, τα πάρκιν της εθνικής, και στη συνέχεια με ακόμη πιο μικρά αφηγήματα, ένα νεκροταφείο γαϊδουριών, ένα σκυλί, ένα χοίρο, ένα μουλάρι και έναν τράγο. «Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν», είναι και τίτλος ταινίας, αλλά δυστυχώς τα γαϊδούρια τα αφήνουν και πεθαίνουν από την πείνα. Στα υπόλοιπα αφηγήματα ο Παπαδημητρακόπουλος περιγράφει τη συναισθηματική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στα ζώα αυτά και στον άνθρωπο.
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά του Παπαδημητρακόπουλου συνειδητοποίησα κάτι σε σχέση με το γλωσσικό. Ναι, η δημοτική νίκησε κατά κράτος την καθαρεύουσα, όμως, πιστεύω, μια κάποια διγλωσσία εξακολουθεί να υπάρχει. Πάρα πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν ένα ύφος που άλλοι θα το χαρακτήριζαν υψηλό, εγώ το λέω επιτηδευμένο, και που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η προτίμηση καθαρευουσιάνικων λέξεων αντί λέξεων της δημοτικής. Πιστεύω ότι δεν είναι ζήτημα μεγαλύτερης σαφήνειας, αλλά επίδειξης λεξιλογικού πλούτου, που αυτόματα διαχωρίζει τον διανοούμενο, τον καλλιεργημένο, από τον απλό λαό, όπως παλιά η καθαρεύουσα ξεχώριζε τον μορφωμένο από τον αμόρφωτο. Έτσι ο κοιλαράς γίνεται προγάστωρ, και το υποχωρώντας γίνεται υπείκων (λέξη που το word μού υπογραμμίζει αυτόματα ως λάθος). Μετά από αυτό, γιατί να γράψει νύχτα και όχι νύκτωρ, δαιμονισμένο θόρυβο και όχι δαιμονιώδη θόρυβο; Έτσι το λιτό ύφος του Παπαδημητρακόπουλου γίνεται αυτόματα και υψηλό.
Υψηλό; Όχι πάντα. Συχνά χρησιμοποιεί λέξεις λαϊκές που κάνουν το ύφος χαμηλό όπως «Τον φάγαμε κι αυτόν στη μάπα» (σελ. 48-49), ενώ πιο συχνά λαϊκές λέξεις ανακατεύονται με το λόγιο ύφος όπως «…δεν θα φτουρήσω επί πολύ» (σελ. 57), «…οι οδηγοί μας τον μεταβάλουν προοδευτικώς σε οικογενειακόν σκατώνα» (σελ. 90) κ.ά. Αν το ύφος αυτό δεν εχρησιμοποιείτο και στον δοκιμιακό λόγο θα έλεγα ότι ήταν απλά παπαδιαμαντική επιρροή.
Πάντως η χρήση του πολυτονικού νομίζω ότι είναι απλά αποτέλεσμα νοσταλγίας. Είναι αρκετοί αυτοί που επιμένουν πολυτονικά. Οι τελευταίες εκδόσεις των windows τους πήραν υπόψη τους.
Τα παραπάνω δεν είναι ένσταση, είναι απλά διαπίστωση. Ο Παπαδημητρακόπουλος είναι ένας ταλαντούχος λογοτέχνης, και δικαίως κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική γραμματεία.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment