Μίλαν Κούντερα, Συνάντηση, (μετ. Γιάννης Η. Χάρης), Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2010, σελ. 214.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα ακόμη βιβλίο με αριστουργηματικά δοκίμια από τον μεγάλο Τσέχο συγγραφέα.
Δύο είναι οι εν ζωή μυθιστοριογράφοι που μου αρέσουν ιδιαίτερα: ο Μάρκες και ο Κούντερα. Έχοντας τη στόφα του δοκιμιογράφου, προτιμώ τον Κούντερα o οποίος, μετά το «Αστείο», το πρώτο του μυθιστόρημα, δοκιμιογραφεί ακατάπαυστα, και μέσα στα μυθιστορήματά του και έξω από αυτά. Η τελευταία συλλογή δοκιμίων του κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, με τίτλο «Συνάντηση».
Στον δοκιμιογράφο Κούντερα διακρίνει κανείς όλες τις αρετές που μπορεί να έχει ένα δοκίμιο, και που σπάνια τις συναντάει κανείς μαζεμένες: Οξύτητα παρατήρησης, τολμηρές σκέψεις, εύρος γνωστικού πεδίου, υφολογικές αρετές. Πιστεύω ότι μόνο ο Έκο θα μπορούσε να τον συναγωνιστεί.
Στη «Συνάντηση» υπάρχουν κείμενα γραμμένα σε διάφορες περιόδους της ζωής του συγγραφέα, αν και τα περισσότερα δεν έχουν χρονολογική ένδειξη. Η πιο πρώιμη χρονολογία που είδαμε είναι το 1980. Τα θέματά του μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέροντα για τους περισσότερους αναγνώστες, όμως ο τρόπος πραγμάτευσής τους τα κάνει όλα ιδιαίτερα ελκυστικά. Κάποια από τα θέματά του τα επανα-πραγματεύεται, κάτω από το πρίσμα μιας, αν όχι πιο ώριμης, πάντως ελαφρά διαφορετικής οπτικής.
Με πατέρα πιανίστα και με σπουδές στη σύνθεση, είναι αναπόφευκτο να έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Μιλάει εκτενώς για τον Λέος Γιάνατσεκ, για τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ, ενώ αυτά που γράφει για τον Γιάννη Ξενάκη είναι ενδιαφέροντα για τον έλληνα αναγνώστη. Το παρακάτω απόσπασμα μας κάνει να νοιώθουμε υπερήφανοι για τον μεγάλο μας έλληνα συνθέτη.
«Στη μουσική του Ξενάκη βρήκα παρηγοριά. Έμαθα να την αγαπώ στην πιο ζοφερή εποχής της ζωής μου και της γενέτειράς μου» (σελ. 96). Γράφοντας αυτές τις γραμμές μπαίνω στον πειρασμό να τελειώσω αυτό το σημείωμα ακούγοντας Ξενάκη. Βάζω την Περσέπολη.
Για την Ελλάδα, που πατάει με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση, γράφει: «Το ίδιο δίλημμα ισχύει για την Ελλάδα, που κατοικεί ταυτόχρονα στον ανατολικοευρωπαϊκό κόσμο (παράδοση του Βυζαντίου, ορθόδοξη Εκκλησία, ρωσόφιλος προσανατολισμός) και τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο (ελληνορωμαϊκή παράδοση, ισχυροί δεσμοί με την Αναγέννηση, νεωτερικότητα). Οι Αυστριακοί ή οι έλληνες μπορεί σε ζωηρές αντιπαραθέσεις να αμφισβητούν ένα προσανατολισμό προς όφελος ενός άλλου, αλλά από κάποια απόσταση θα μπορούσε να πει κανείς υπάρχουν έθνη που η ταυτότητά τους χαρακτηρίζεται από τον δυισμό, από την πολυπλοκότητα του μεσαίου πλαισίου τους, και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ιδιαιτερότητά τους» (σελ. 115-116).
Εμείς θα το λέγαμε πιο λαϊκά: μπορούμε να το παίζουμε δίπορτο.
Πιο κάτω διαβάζουμε:
«Η επανάληψη των σκανδάλων είναι η βασίλισσα όλων των σκανδάλων». Αν μιλάμε για την Ελλάδα δεν θα λέγαμε βασίλισσα, αλλά αυτοκράτειρα.
Από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα είναι εκείνο για τον Ανατόλ Φρανς, όπου μιλάει για τις «μαύρες λίστες». Αναρωτιέται: Από πού αντλούν τη δύναμή τους οι μαύρες λίστες; Από πού έρχονται οι μυστικές διαταγές με τις οποίες συμμορφώνονται;» (σελ. 60).
Δίνει αμέσως την απάντηση: «Από τα σαλόνια. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν έπαιξαν τόσο μεγάλο ρόλο τα σαλόνια όσο στη Γαλλία. Χάρη στην αριστοκρατική παράδοση που κρατάει αιώνες, έπειτα χάρη στο Παρίσι, όπου σ’ έναν περιορισμένο χώρο συνωστίζεται όλη η πνευματική ελίτ της χώρας και κατασκευάζει απόψεις∙ που δεν τις διαδίδει με κριτικές μελέτες, με επιστημονικές συζητήσεις, αλλά με φανταχτερές διατυπώσεις, με λογοπαίγνια, με κακεντρεχή ευφυολογήματα».
Μόλις πριν τρεις μέρες βρέθηκα μάρτυρας ενός τέτοιου λογοπαίγνιου, που κάποιος προσπαθούσε να χώσει φίλο μου συγγραφέα σε μαύρη λίστα. Δεν θα πω το λογοπαίγνιο, γιατί θα αποκαλύψω το φίλο μου.
Παρακάτω:
«Προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τις πολιτικές απόψεις του συγγραφέα, αδημονώντας να τις κρίνουν. Ο ασφαλέστερος τρόπος να σου ξεφύγει ένα μυθιστόρημα» (σελ. 71).
Στη στρατευμένη λογοτεχνία (la literature engageé του Σαρτρ) δεν χρειάζεται καν να διαβάσεις για να αποκρυπτογραφήσεις, μπορείς να κρίνεις χωρίς καν να διαβάσεις. Σίγουρα δεν είναι μεγάλος, αλλά πολλοί τον έκριναν χωρίς να τον διαβάσουν: μιλάω για τον Λουντέμη. Με τον Γκόρκι βέβαια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Εκεί θα ψάξεις να βρεις την αχίλλειο πτέρνα. Κάποιος τη βρήκε στη «Μάνα», δεν θυμάμαι αν το διάβασα ή το άκουσα, πάντως πρόσφατα.
«Η κακία μπορεί καμιά φορά να γίνει ερήμην της εγκώμιο!» (σελ. 73). Αμέσως πιο πριν γράφει ο Κούντερα: «Ο Πωλ Βαλερύ (μέσα σε μια και μόνο σύντομη φράση) βάζει τα βιβλία του Φρανς πλάι στα βιβλία του Τολστόι, του Ίψεν και του Ζολά, κα τα χαρακτηρίζει ‘ελαφρά έργα’». Ο κρίνων κρίνοντας κρίνεται.
Θα τελειώσω την παρουσίαση αυτή του τελευταίου βιβλίου του Κούντερα με το παρακάτω απόσπασμα.
«Στην εποχή μας μάθαμε να υποτάσσουμε τη φιλία σ’ αυτό που αποκαλούμε πεποιθήσεις. Και μάλιστα με την περηφάνια μιας ηθικής ευθύτητας. Χρειάζεται όντως μεγάλη ωριμότητα για να καταλάβουμε ότι η άποψη την οποία προασπιζόμαστε είναι απλώς ένας ευσεβής πόθος, μια ιστορία αναγκαστικά ατελής, πιθανόν εφήμερη, που μόνο οι φοβερά στενόμυαλοι την παρουσιάζουν σαν βεβαιότητα ή αλήθεια. Αντίθετα με την παιδαριώδη πίστη σε μια πεποίθηση, η πίστη σ’ ένα φίλο είναι αρετή, ίσως η μοναδική, η ύστατη» (σελ. 140).
Με τον καλύτερό μου φίλο δεν μοιραζόμαστε τις ίδιες (πολιτικές) πεποιθήσεις.
Αυτά και άλλα ενδιαφέροντα θα βρει ο αναγνώστης στον Κούντερα. Και ελπίζω να μη γίνει και μ’ αυτόν ότι έγινε με τον Καζαντζάκη, να μείνει κορυφαίος αλλά χωρίς το Νόμπελ. Πάνε σχεδόν τριάντα χρόνια που το πήρε ο Μάρκες (για την ακρίβεια 28), καιρός να το πάρει και ο Κούντερα.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment