José Manuel Fajardo, Γράμμα από την άκρη του κόσμου (μετ. Χαράλαμπος Δήμου), Όπερα 1997, σελ. 206
Στη χθεσινή μας ανάρτηση για τον Γκάτσμπυ γράφαμε ότι το μυστικό της επιτυχίας για ένα μυθιστόρημα είναι ένα τραβηχτικό στόρι. Όμως τι είναι αυτό που κάνει ένα στόρι τραβηχτικό;
Εδώ και χρόνια γράφω ότι ένας όρος εκ των ων ουκ άνευ για να είναι διαβαστερό ένα μυθιστόρημα είναι να υπάρχει σασπένς, αγωνία για την έκβαση. Γράψαμε χθες ότι ένας φίλος υποστηρίζει πως το ιστορικό μυθιστόρημα είναι πιασάρικο σήμερα. Διάβασα καπάκι τα δυο από τα τρία βιβλία που μου χάρισε ο εκδότης μου (Αλέξανδρος Δεσύλλας, εκδόσεις ΑΛΔΕ), και διαπιστώνω ότι εκτός από το ιστορικό μυθιστόρημα επίσης τραβηχτικό μπορεί να είναι και το εξωτικό μυθιστόρημα, το μυθιστόρημα δηλαδή που η πλοκή του τοποθετείται σε εξωτικά μέρη. Και θυμήθηκα μια ένσταση για τη μεγαλοσύνη του Καζαντζάκη, ότι τα βιβλία του είναι τραβηχτικά – ο Ζορμπάς κυρίως- λόγω του εξωτισμού τους. Η Ελλάδα του ’60, τότε που γυρίστηκε ταινία «Ζορμπάς ο Έλληνας», και προ παντός η Κρήτη, ήταν εξωτική.
Η πλοκή και στα δυο αυτά βιβλία τοποθετείται σε τόπους εξωτικούς. Σε εκείνο για το οποίο γράφουμε σήμερα η δράση τοποθετείται στην Εσπανιόλα, ένα νησί που, όπως μας πληροφορεί ο μεταφραστής σε ένα κατατοπιστικό επίλογο, σήμερα το μοιράζεται η Αϊτή και η Δομινικανική Δημοκρατία (παρεμπιπτόντως, το ίδιο μπορεί να γίνει-το απευχόμαστε-και με την Κύπρο, η λεγόμενη διπλή ένωση).
Όμως βέβαια αυτό δεν είναι αρκετό. Με τη περίπου διεκπεραιωτική γλώσσα που το διακρίνει (ο συγγραφέας ευχαριστεί τον πατέρα Gimferrer «για τις υποδείξεις του όσον αφορά στον περιορισμό του βερμπαλισμού του βιβλίου») θα έπρεπε να έχει μια «θέση», για να μην είναι μια απλή περιπέτεια όπως «Οι πειρατές της Καραϊβικής» (πρόσφατα είδα το 4ο). Και η θέση αυτή ποια είναι;
Η εκ των υστέρων καταδίκη από τα δισέγγονα των προπαππούδων τους που κατέσφαξαν τους ινδιάνους στη μανιασμένη αναζήτησή τους για χρυσό (Από πόσα δισέγγονα; Δεν είναι καιρός να ψηφίσουνε τα κοινοβούλια της Ασίας για την γενοκτονία των ινδιάνων; Τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια αποκλείεται, αφού οι ευρωπαίοι ακολούθησαν κατά στίφη τις καραβέλες του Κολόμβου. Όλοι έχουν μερίδιο σε αυτή τη γενοκτονία, με πρώτους και καλύτερους τους Ισπανούς βέβαια, για να ακολουθήσουν οι Πορτογάλοι – γι’ αυτούς θα μιλήσουμε αύριο- και οι Άγγλοι).
Βέβαια στη συγκεκριμένη ιστορία οι Ισπανοί αυτοί βρίσκουν το μάστορά τους, όπως και ο στρατηγός Κάστερ στο «Μεγάλο ανθρωπάκι» με τον Ντάστιν Χόφμαν. Ο αφηγητής που αφηγείται την ιστορία ημερολογιακά, εν είδει επιστολής προς τον αδελφό του, την οποία δεν θα μπορέσει ποτέ να στείλει, θα σκοτωθεί όπως και οι εναπομείναντες σύντροφοί του στο χωριό από τους εκδικητικούς ινδιάνους. Η επιστολή αυτή θα βρεθεί αργότερα, ανάμεσα στα αποκαΐδια του χωριού, από τους Ισπανούς. Ο ντον Νικόλας ντε Οβάντο την επιμελήθηκε και την παρέδωσε στον Ντιέγκο Κολόν, τον γιο του Κολόμβου, αντιβασιλέα των Δυτικών Ινδιών, που με τη σειρά του την έστειλε στον Ντον Χουάν Ροδρίγκεθ ντε Φονσέκα, επίσκοπο του Μπούργος, που, όπως διαβάζουμε στο επίμετρο όπου ο συγγραφέας αναφέρει ποια από τα πρόσωπα του έργου του είναι φανταστικά και ποια πραγματικά, ήταν «ορκισμένος εχθρός του μοναχού Βαρθολομαίου ντε λας Κάσας κι όλων εκείνων που προσπάθησαν να θέσουν σε ισχύ τα δικαιώματα των ίντιος απέναντι στους Ισπανούς». Και το έργο τελειώνει με ένα σύντομο έγγραφο του επισκόπου, το οποίο καταλήγει: «Για τη διασφάλιση της δόξας της καθολικής Μεγαλειότητός του, του Ντον Φερνάντο, Βασιλέως της Καστίλης, και για τη διαφύλαξη της ασφαλείας του Βασιλείου διατάσσω να αρχειοθετηθεί μυστικά η παρούσα επιστολή και να σκεπαστεί από τη λήθη. Γενηθήτω». Η επιστολή αυτή περιέγραφε τις φρικαλεότητες των Ισπανών.
Υπάρχει ένα ακόμη συστατικό στη συνταγή ενός καλού μυθιστορήματος, που το χρησιμοποιούν όλοι απαρέγκλιτα: ο έρωτας. Ο αφηγητής ερωτεύεται μια νεαρή ινδιάνα, που τον ερωτεύεται και αυτή. Μάλιστα μετά τον Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς και τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» χωράει και λίγο σεξ.
Ως ερασιτέχνη κοινωνικό ανθρωπολόγο με ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα ανθρωπολογικά στοιχεία. Θα παραθέσω το πιο χαρακτηριστικό: «Είναι συνήθειο ανάμεσα στους ίντιος να πλαγιάζουνε μαζί οι νέοι προτού παντρευτούν. Εκείνα τα κορίτσια που δεν έχουν αποκτήσει τη γνώση της σάρκας πριν το γάμο έχουνε τόσο πολύ κακή εκτίμηση από τους συγγενείς, όση έχουνε και στην πατρίδα μας εκείνες οι γυναίκες που προσφέρουνε τα κάλη τους έξω από το γάμο» (σελ. 163).
Η μετάφραση μας άρεσε ιδιαίτερα. Ο μεταφραστής χρησιμοποιώντας λέξεις από διάφορα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, για παράδειγμα κουζουλάδα και καρντάσης, δίνει πιο ανάγλυφη την εικόνα ενός απλοϊκού βαρελά όπως είναι ο αφηγητής του Fajardo.
Αύριο (ελπίζω) η συνέχεια με Sepúldeva.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment