Luis Sepúlveda, Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης), Όπερα 2010, σελ. 135
Στην προχθεσινή ανάρτηση στο blog μας γράφαμε ότι ένα από τα συστατικά της συνταγής του επιτυχημένου μυθιστορήματος-που χρησιμοποιείται εξάλλου και σχεδόν σε όλα τα αποτυχημένα- είναι και ο έρωτας. Εδώ όμως βλέπουμε τον Λουίς Σεπούλβεδα να τον αγνοεί. Μάλιστα ίσως υπάρχει και ένας ελαφρός σαρκασμός για τις «ιστορίες αγάπης» που διάβαζε ο ήρωάς του. Όμως υπάρχει το πιο βασικό συστατικό: η συναρπαστική πλοκή. Και επί πλέον, όπως στο βιβλίο του Χοσέ Μανουέλ Φαχάρδο («Γράμμα από την άκρη του κόσμου), ο εξωτισμός. Μόνο που ο εξωτισμός αυτός δεν τοποθετείται στο απώτερο παρελθόν, αλλά στο παρόν, και συγκεκριμένα στην Αμαζονία. Με απλή και λιτή γλώσσα αφηγείται ο Σεπούλβεδα την περιπέτεια του ήρωά του, που, όπως και στο «Μόμπι Ντικ», όπως και στο «Ο γέρος και η θάλασσα», είναι το κυνήγι. Στα δυο αυτά έργα είναι το κυνήγι ενός κήτους, εδώ το κυνήγι ενός φονικού ζώου, ενός οσελότου, μιας τεράστιας «γάτας» που ξεπερνούσε τα δυο μέτρα.
Υπάρχουν και άλλες διαφορές. Στο «Μόμπι Ντικ» κίνητρο είναι η εκδίκηση, στο «Ο γέρος και η θάλασσα» είναι το πιάσιμο ενός «μεγάλου ψαριού». Εδώ είναι ο φόνος ενός φονιά. Ενός φονιά που δεν ευθύνεται ο ίδιος που έγινε φονιάς, αλλά ένας ανόητος γκρίνγκο που του σκότωσε τα μικρά και τραυμάτισε θανάσιμα τη θηλυκιά του. Και ενώ το κυνήγι στα δυο πρώτα έργα γίνεται περίπου εκ του ασφαλούς, εδώ ο κυνηγός ρισκάρει άμεσα την ίδια του τη ζωή. Δεν πρόκειται απλά για μια καταδίωξη αλλά για μια μονομαχία. Ο οσελότος καραδοκεί, πολιορκεί, και όταν είναι σίγουρος για την επιτυχία του επιτίθεται. Άραγε συνειδητοποιεί ότι το κοντάρι που έχει στραμμένο πάνω του ο γέρος είναι μια καραμπίνα, που θα του διαλύσει το στήθος ενώ βρίσκεται στον αέρα;
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον φίλο του συγγραφέα, αγωνιστή της φυλής των Σουάρ του Σούμπι, στον Άνω Νανγαρίτσα και μέγα υπέρμαχο της Αμαζονίας, που οι διηγήσεις του χρησίμεψαν στο πλάσιμο αυτής της ιστορίας. Οι Σουάρ είναι ο συλλογικός πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας, δίπλα στον γέρο, τον Αντόνιο Χοσέ Μπολίβαρ Προάνιο. Παρόλο που ο Σεπούλβεδα δεν θεματοποιεί άμεσα το διωγμό των Σουάρ και όλων των φυλών της Αμαζονίας στο όνομα μιας αμφιλεγόμενης ανάπτυξης, υπάρχει σαν απόηχος σ’ αυτή την ιστορία, που δυστυχώς τοποθετείται στο προσκήνιο με το προλογικό σημείωμα του συγγραφέα. Τότε που διαβαζόταν το βιβλίο από μια κριτική επιτροπή που του απένειμε το βραβείο Tigre Juan, μας λέει, πληρωμένοι δολοφόνοι δολοφονούσαν τον Τσίκο Μέντες, έναν από τους υπερασπιστές της Αμαζονίας.
Και δεν είναι ο μόνος που δολοφονήθηκε. Έχουν δολοφονηθεί και άλλοι στο παρελθόν, που αγωνίστηκαν για τα δικαιώματα των αυτόχθονων.
Μου έχει μείνει στο μυαλό ένα ντοκιμαντέρ που είδα πριν δεκαετίες. Παρακολουθούσε τη ζωή τριών μελών μιας φυλής της Αμαζονίας, που ήσαν οι τελευταίοι εναπομείναντες, και οι τελευταίοι που μιλούσαν τη γλώσσα της. Είναι πιθανόν τα τρία αυτά άτομα να μη ζουν πια, και μια ακόμη γλώσσα να έχει χαθεί.
Στην προ-προηγούμενη ανάρτησή μας για το βιβλίο του Γιώργου Βέη «Μανχάταν-Μπανγκόκ» παραθέσαμε το απόσπασμα που μιλάει για το βουνό όπου παρατούσαν τους γέρους για να πεθάνουν. Αναφέραμε την ταινία «Η μπαλάντα του Ναραγιάμα» που βασίζεται σ’ αυτή την αποτρόπαια πρακτική. Αναφερθήκαμε και σε μια άλλη ταινία, με Εσκιμώους, όπου είδαμε μια παρόμοια πρακτική. Μίλησα και για τον πατέρα μου που έλεγε συχνά, σε βαθιά γεράματα, πάσχοντας από την κατάθλιψη των γηρατειών, «καλύτερα ήταν τότε που τους γέρους τους γκρεμίζανε». Και βλέπω εδώ μια ανάλογη πρακτική στους Σουάρ. Μια πρακτική που, όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, υπαγορεύεται από τη σπάνι των διατροφικών πόρων. Στους Σουάρ όμως δεν γίνεται με εξαναγκασμό όπως στους γιαπωνέζους (όταν φτάσουν τα εξήντα λέει η ταινία. Αν ήμουν γιαπωνέζος και ζούσα εκείνα τα χρόνια θα είχα ανέβει κι εγώ πέρυσι το βουνό), αλλά με ελεύθερη προαίρεση. Αντιγράφω τη σχετική παράγραφο.
«Μοιράστηκε το πλουσιοπάροχο γεύμα που προσέφεραν όσοι γέροντες είχαν αποφασίσει ότι είχε έρθει η ώρα να «αποχωρήσουν», κι όταν αυτοί αποκοιμήθηκαν κάτω απ’ την επίδραση του τσίτσα και του νατέμα, μέσα στην ευτυχία των παραισθητικών οραμάτων που τους άνοιγαν τις πόρτες μιας προκαθορισμένης μελλοντικής ζωής, βοήθησε να τους μεταφέρουν σε μια απομακρυσμένη καλύβα και ν’ αλείψουν τα σώματά τους με το γλυκύτατο μέλι της φοινικιάς» (σελ. 49).
Και ένα ακόμη ανθρωπολογικό στοιχείο:
Το φιλί είναι άγνωστο στους Σουάρ, και μάλιστα το αντιμετωπίζουν με αποτροπιασμό. Μια γυναίκα χιβάρο (ινδιάνοι που ζουν με τους λευκούς) την οποία δοκίμασε ένας άντρας να φιλήσει ενώ έκαναν έρωτα «πέταξε από πάνω της τον άντρα, του ’ριξε στα μάτια μια χούφτα άμμο και πήγε παράμερα να ξεράσει απ’ τη σιχασιά» (σελ. 81).
Πρόκειται για ένα πραγματικά θαυμάσιο βιβλίο. Το διάβασα στη δέκατη τρίτη έκδοση. Είναι φανερό από αυτό ότι άρεσε και σε πάρα πολλούς αναγνώστες.
Στην προχθεσινή ανάρτηση στο blog μας γράφαμε ότι ένα από τα συστατικά της συνταγής του επιτυχημένου μυθιστορήματος-που χρησιμοποιείται εξάλλου και σχεδόν σε όλα τα αποτυχημένα- είναι και ο έρωτας. Εδώ όμως βλέπουμε τον Λουίς Σεπούλβεδα να τον αγνοεί. Μάλιστα ίσως υπάρχει και ένας ελαφρός σαρκασμός για τις «ιστορίες αγάπης» που διάβαζε ο ήρωάς του. Όμως υπάρχει το πιο βασικό συστατικό: η συναρπαστική πλοκή. Και επί πλέον, όπως στο βιβλίο του Χοσέ Μανουέλ Φαχάρδο («Γράμμα από την άκρη του κόσμου), ο εξωτισμός. Μόνο που ο εξωτισμός αυτός δεν τοποθετείται στο απώτερο παρελθόν, αλλά στο παρόν, και συγκεκριμένα στην Αμαζονία. Με απλή και λιτή γλώσσα αφηγείται ο Σεπούλβεδα την περιπέτεια του ήρωά του, που, όπως και στο «Μόμπι Ντικ», όπως και στο «Ο γέρος και η θάλασσα», είναι το κυνήγι. Στα δυο αυτά έργα είναι το κυνήγι ενός κήτους, εδώ το κυνήγι ενός φονικού ζώου, ενός οσελότου, μιας τεράστιας «γάτας» που ξεπερνούσε τα δυο μέτρα.
Υπάρχουν και άλλες διαφορές. Στο «Μόμπι Ντικ» κίνητρο είναι η εκδίκηση, στο «Ο γέρος και η θάλασσα» είναι το πιάσιμο ενός «μεγάλου ψαριού». Εδώ είναι ο φόνος ενός φονιά. Ενός φονιά που δεν ευθύνεται ο ίδιος που έγινε φονιάς, αλλά ένας ανόητος γκρίνγκο που του σκότωσε τα μικρά και τραυμάτισε θανάσιμα τη θηλυκιά του. Και ενώ το κυνήγι στα δυο πρώτα έργα γίνεται περίπου εκ του ασφαλούς, εδώ ο κυνηγός ρισκάρει άμεσα την ίδια του τη ζωή. Δεν πρόκειται απλά για μια καταδίωξη αλλά για μια μονομαχία. Ο οσελότος καραδοκεί, πολιορκεί, και όταν είναι σίγουρος για την επιτυχία του επιτίθεται. Άραγε συνειδητοποιεί ότι το κοντάρι που έχει στραμμένο πάνω του ο γέρος είναι μια καραμπίνα, που θα του διαλύσει το στήθος ενώ βρίσκεται στον αέρα;
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον φίλο του συγγραφέα, αγωνιστή της φυλής των Σουάρ του Σούμπι, στον Άνω Νανγαρίτσα και μέγα υπέρμαχο της Αμαζονίας, που οι διηγήσεις του χρησίμεψαν στο πλάσιμο αυτής της ιστορίας. Οι Σουάρ είναι ο συλλογικός πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας, δίπλα στον γέρο, τον Αντόνιο Χοσέ Μπολίβαρ Προάνιο. Παρόλο που ο Σεπούλβεδα δεν θεματοποιεί άμεσα το διωγμό των Σουάρ και όλων των φυλών της Αμαζονίας στο όνομα μιας αμφιλεγόμενης ανάπτυξης, υπάρχει σαν απόηχος σ’ αυτή την ιστορία, που δυστυχώς τοποθετείται στο προσκήνιο με το προλογικό σημείωμα του συγγραφέα. Τότε που διαβαζόταν το βιβλίο από μια κριτική επιτροπή που του απένειμε το βραβείο Tigre Juan, μας λέει, πληρωμένοι δολοφόνοι δολοφονούσαν τον Τσίκο Μέντες, έναν από τους υπερασπιστές της Αμαζονίας.
Και δεν είναι ο μόνος που δολοφονήθηκε. Έχουν δολοφονηθεί και άλλοι στο παρελθόν, που αγωνίστηκαν για τα δικαιώματα των αυτόχθονων.
Μου έχει μείνει στο μυαλό ένα ντοκιμαντέρ που είδα πριν δεκαετίες. Παρακολουθούσε τη ζωή τριών μελών μιας φυλής της Αμαζονίας, που ήσαν οι τελευταίοι εναπομείναντες, και οι τελευταίοι που μιλούσαν τη γλώσσα της. Είναι πιθανόν τα τρία αυτά άτομα να μη ζουν πια, και μια ακόμη γλώσσα να έχει χαθεί.
Στην προ-προηγούμενη ανάρτησή μας για το βιβλίο του Γιώργου Βέη «Μανχάταν-Μπανγκόκ» παραθέσαμε το απόσπασμα που μιλάει για το βουνό όπου παρατούσαν τους γέρους για να πεθάνουν. Αναφέραμε την ταινία «Η μπαλάντα του Ναραγιάμα» που βασίζεται σ’ αυτή την αποτρόπαια πρακτική. Αναφερθήκαμε και σε μια άλλη ταινία, με Εσκιμώους, όπου είδαμε μια παρόμοια πρακτική. Μίλησα και για τον πατέρα μου που έλεγε συχνά, σε βαθιά γεράματα, πάσχοντας από την κατάθλιψη των γηρατειών, «καλύτερα ήταν τότε που τους γέρους τους γκρεμίζανε». Και βλέπω εδώ μια ανάλογη πρακτική στους Σουάρ. Μια πρακτική που, όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, υπαγορεύεται από τη σπάνι των διατροφικών πόρων. Στους Σουάρ όμως δεν γίνεται με εξαναγκασμό όπως στους γιαπωνέζους (όταν φτάσουν τα εξήντα λέει η ταινία. Αν ήμουν γιαπωνέζος και ζούσα εκείνα τα χρόνια θα είχα ανέβει κι εγώ πέρυσι το βουνό), αλλά με ελεύθερη προαίρεση. Αντιγράφω τη σχετική παράγραφο.
«Μοιράστηκε το πλουσιοπάροχο γεύμα που προσέφεραν όσοι γέροντες είχαν αποφασίσει ότι είχε έρθει η ώρα να «αποχωρήσουν», κι όταν αυτοί αποκοιμήθηκαν κάτω απ’ την επίδραση του τσίτσα και του νατέμα, μέσα στην ευτυχία των παραισθητικών οραμάτων που τους άνοιγαν τις πόρτες μιας προκαθορισμένης μελλοντικής ζωής, βοήθησε να τους μεταφέρουν σε μια απομακρυσμένη καλύβα και ν’ αλείψουν τα σώματά τους με το γλυκύτατο μέλι της φοινικιάς» (σελ. 49).
Και ένα ακόμη ανθρωπολογικό στοιχείο:
Το φιλί είναι άγνωστο στους Σουάρ, και μάλιστα το αντιμετωπίζουν με αποτροπιασμό. Μια γυναίκα χιβάρο (ινδιάνοι που ζουν με τους λευκούς) την οποία δοκίμασε ένας άντρας να φιλήσει ενώ έκαναν έρωτα «πέταξε από πάνω της τον άντρα, του ’ριξε στα μάτια μια χούφτα άμμο και πήγε παράμερα να ξεράσει απ’ τη σιχασιά» (σελ. 81).
Πρόκειται για ένα πραγματικά θαυμάσιο βιβλίο. Το διάβασα στη δέκατη τρίτη έκδοση. Είναι φανερό από αυτό ότι άρεσε και σε πάρα πολλούς αναγνώστες.
No comments:
Post a Comment