Τζέημς Τζόυς, Οι Δουβλινέζοι (μετ. Κοσμάς Πολίτης), Γράμματα 1990, σελ. 227
Οι «Δουβλινέζοι» είναι το πρώτο βιβλίο του Τζέημς Τζόυς. Αποτελείται από μια σειρά διηγήματα που εικονογραφούν το Δουβλίνο των παιδικών του χρόνων. Ψάχνοντας στην Βικιπαίδεια για τον συγγραφέα, διαπίστωσα ότι ο Τζόυς ήταν ένα φοβερό υπόδειγμα επιμονής και υπομονής. Δεκαοχτώ φορές υπέβαλε το χειρόγραφο σε δεκαπέντε εκδότες, και έπρεπε να περιμένει εννιά χρόνια μέχρι να το δει τυπωμένο. Ο «Οδυσσέας» είχε καλύτερη τύχη: ο όγδοος εκδότης το έκανε δεκτό. (Κι εγώ εννιά χρόνια περίμενα για το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας, αλλά το υπέβαλλα μόνο σε πέντε εκδότες. Στον πέμπτο, τον ένατο χρόνο. Μετά από εννιά χρόνια επίσης εκδόθηκε το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της Κρητικής λογοτεχνίας». Ήδη από τον πρώτο χρόνο το έκανε δεκτό ο τρίτος εκδότης, αλλά πέρασαν εννιά χρόνια μέχρι να μου το εκδώσει).
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά συνελάμβανα συχνά τον εαυτό μου να αφαιρείται. Δεν θα ήθελα όμως εδώ να κάνω ολόκληρη παρέκβαση για τους όρους και τις συνθήκες της πρόσληψης που αυξάνουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά να πω δυο μόνο πράγματα: Όταν ένας συγγραφέας έχει γράψει ένα βιβλίο σαν τον «Οδυσσέα», έχουμε (ή δεν έχουμε) την περιέργεια να διαβάσουμε και ό, τι άλλο έχει γράψει. Επίσης έχει ενισχυθεί η πεποίθησή μου για μια ακόμη φορά, ότι το σασπένς είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για να κερδίσει ο συγγραφέας την προσοχή του αναγνώστη. Και στα διηγήματα αυτά δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου σασπένς.
Κάνω αποκοπή και επικόλληση από την Βικιπαίδεια: They were meant to be a naturalistic depiction of Irish middle class life in and around Dublin in the early years of the 20th century. Όμως αν ήταν μόνο αυτό, η νατουραλιστική απεικόνιση της ιρλανδέζικης μεσαίας τάξης στο Δουβλίνο, τα διηγήματα αυτά δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον. Ή μάλλον θα είχαν ενδιαφέρον μόνο για τους Ιρλανδούς. Όμως είναι ενδιαφέροντα γιατί απεικονίζουν μια ανθρώπινη κατάσταση που ξεπερνάει όχι μόνο το Δουβλίνο αλλά και ολόκληρη την Ιρλανδία: τη ματαίωση (frustration). Αλλά για να φτάσουμε σ’ αυτήν θα πρέπει να επισκεφτούμε όλα τα μπαρ του Δουβλίνου και να πιούμε άφθονη μπύρα και ουίσκι με τους ήρωές τους.
Ο Τζόυς χρησιμοποιεί συχνά το αυγό σαν μεταφορά στην εξωτερική περιγραφή κάποιων ηρώων του. Γενικά τους περιγράφει με αδρές πινελιές. Εξίσου αδρός είναι και στην περιγραφή του χαρακτήρα τους. Εστιάζει περισσότερο στις συζητήσεις τους και στα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται.
Έχω γράψει αλλού για το εφέ τέλους, ένα υφολογικό ή αφηγηματικό σχήμα που εντυπώνεται στο πολλαπλάσιο στον αναγνώστη καθώς τοποθετείται στο τέλος του έργου. Εδώ, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο εφέ τέλους, σε αρκετά από τα διηγήματα το τέλος είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, καθώς δίνει συναισθηματικές καταστάσεις των ηρώων του σε κορυφαίες στιγμές της ζωής τους που θα τις χαρακτηρίζαμε ανοίκειες, μη αναμενόμενες. Δυο γυναίκες, βυθισμένες στις σκέψεις τους χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας. Η Πόλυ, στην «Πανσιόν»: «Τότε θυμήθηκε τι ήταν αυτό που περίμενε» (σελ. 71). Και όμως, το είχε επιδιώξει, να «τυλίξει» τον νοικάρη τους. Η Έβλιν, στο ομώνυμο διήγημα: «Κι ο Φρανκ όρμησε πέρ’ απ’ τα κάγκελα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. Του αντιφώναξε να φύγει με το καράβι, μα εκείνος συνέχισε να φωνάζει. Γύρισε προς το μέρος του το χλομό της πρόσωπο, δίχως έκφραση, σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της δεν του έδωσαν κανένα σημάδι αγάπης ή αποχαιρετισμού ή πως τον αναγνώρισαν» (σελ. 42). Είχε πει το μεγάλο όχι.
«Ο νεκρός», που γυρίστηκε ταινία από τον John Huston το 1987, είναι το πιο εκτενές διήγημα. Με τις πενήντα σελίδες του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουβέλα. Εδώ ο Τζόυς παρουσιάζει την προσωπογραφία ενός ακόμη αποτυχημένου της ζωής, του Γκαμπριέλ. Στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος τον βλέπουμε σε διάφορα επεισόδια της ζωής του στα οποία διαγράφεται ο χαρακτήρας του, ένας χαρακτήρας για τον οποίο κάποια στιγμή αποκτά μια οδυνηρή αυτοσυνείδηση (epiphany, κατά την ορολογία του ίδιου του Τζόυς). Χωρίς να έχει αφηγηματικό ενδιαφέρον, αναρωτήθηκα πού θα οδηγούσε αυτή η ιστορία. Το τέλος όμως ήταν συναρπαστικό. Ο ήρωάς μας νοιώθει την πιο μεγάλη απογοήτευση της ζωής του, μαθαίνοντας ότι η γυναίκα του κρύβει έναν μυστικό. Ένας άντρας, ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι την αγάπησε όταν και η ίδια ήταν μικρή, και αφέθηκε να πεθάνει όταν αυτή έφυγε μακριά του. Η αγάπη του την ακολουθεί ως εμμονή σε όλη της τη ζωή. Όταν το μαθαίνει ο άντρας της, βυθίζεται συγκλονισμένος σε σκέψεις: «Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σε κείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση κάποιου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γερατιά» (σελ. 226).
Η αφηγηματική λειτουργία των προηγούμενων σελίδων που δεν μου τράβηξαν το ενδιαφέρον συνοψίζεται στην παρακάτω παράγραφο: «Την ώρα που ήταν γεμάτος αναμνήσεις από την κρυφή ζωή τους, γεμάτος τρυφερότητα, χαρά και πόθο, αυτή τον παρέβαλλε μέσα στο νου της μ’ έναν άλλο. Ντροπή τον κυρίεψε. Είδε τον εαυτό του σαν μια γελοία μορφή, έναν θεληματάρη για τις θείες του, έναν νευρικό, καλοπροαίρετο αισθηματία που ρητορεύει σε αμόρφωτους και εξιδανικεύει τους αγροίκους πόθους του, έναν οικτρό, ηλίθιο τύπο, που τον είχε πάρει το μάτι του μέσα στον καθρέφτη. Γύρισε την πλάτη του ακόμα περισσότερο στο φως, για να μη δει η γυναίκα του την ντροπή που του φλόγιζε το μέτωπό του» (σελ. 223).
Στο «Οδυνηρό γεγονός», ένα προηγούμενο διήγημα της συλλογής, έχουμε την αντιστροφή του «Νεκρού»: Σ’ αυτό είναι ο ήρωας που οδηγεί την ερωτευμένη ηρωίδα στο θάνατο. Και αυτόν θα τον στοιχειώσει ο θάνατός της, όπως την Γκρέτα ο θάνατος του αγοριού. Εδώ η κατάστασή του δίνεται, αντίθετα επίσης, με εσωτερική εστίαση. «Γιατί της είχε στερήσει τη ζωή; Γιατί την είχε καταδικάσει σε θάνατο; Ένιωσε την ηθική του υπόσταση να σωριάζεται… Αναμάσησε τη χρηστότητα της ζωής του˙ ένιωσε απόβλητος από το γλέντι της ζωής. Ένα ανθρώπινο πλάσμα φάνηκε να τον αγαπάει, κι αυτός είχε απαρνηθεί τη ζωή της και την ευτυχία: κι αυτός την είχε καταδικάσει στην ντροπή, σ’ έναν επαίσχυντο θάνατο». Και το διήγημα τελειώνει με τις λέξεις: «Ένιωσε ολομόναχος» (σελ. 119).
Παρά την ύπαρξη μερών που κουράζουν, στους «Δουβλινέζους» υπάρχουν σελίδες εξαίρετης ομορφιάς. Πιστεύω όμως πως και ο ίδιος ο Τζόυς κατάλαβε ότι η επινόηση μιας ιστορίας και ο χειρισμός της στην πλοκή δεν συγκαταλεγόταν στις ικανότητές του, και έτσι, μετά το ημι-αυτοβιογραφικό «The portrait of the artist as a young man», που το στόρι ήταν περίπου δεδομένο, στα επόμενα κορυφαία έργα του το στόρι είναι υποτυπώδες, είναι το πρόσχημα για να αναδειχθεί η γλώσσα, ο αληθινός πρωταγωνιστής. Μιλάω για τον «Οδυσσέα» και το «Finnegan’s wake».
Θα κλείσω επικολλώντας ένα απόσπασμα από την Βικιπαίδεια, ένα σπαρταριστό ανέκδοτο από τη ζωή του Τζόυς. Να μην το μεταφράσω, όλοι σήμερα ξέρουμε λίγο πολύ αγγλικά.
Throughout the 1930s he traveled frequently to Switzerland for eye surgeries and treatments for Lucia (την κόρη του), who, according to the Joyces, suffered from schizophrenia. Lucia was analysed by Carl Jung at the time, who after reading Ulysses, concluded that her father had schizophrenia.[26] Jung said she and her father were two people heading to the bottom of a river, except that he was diving and she was falling.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment