Ιωάννα Καρυστιάνη, Τα σακιά, Καστανιώτης 2010, σελ. 356
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Με δυο βασικούς ήρωες η συγγραφέας στήνει μια ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς
Με δυο βασικούς ήρωες η συγγραφέας στήνει μια ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς
Η Καρυστιάνη, με το νέο της βιβλίο που έχει τον τίτλο «Τα σακιά» επιστρέφει στον διαταραγμένο ψυχικά ήρωα του «Άγιου της μοναξιάς». Μόνο που εδώ δεν είναι μητροκτόνος, είναι βιαστής και δολοφόνος. Δίπλα στον μητροκτόνο ήρωα υπάρχουν δυο γυναίκες, η μητέρα και η φιλενάδα. Δίπλα στον Λίνο, τον ήρωα στα «Σακιά», βρίσκεται μόνο η μητέρα. Ο «Άγιος της μοναξιάς» θα βρεθεί στο Δρομοκαΐτιο. Ο Λίνος τον Κορυδαλλό. Η πρώτη μάνα θα βρεθεί στον τάφο. Στη θέση της θα υποφέρει τη μοναξιά της η φιλενάδα. Η δεύτερη θα υποφέρει τη δική της μοναξιά μαζί με τις τύψεις της. Τι δεν έκανε σωστά στην ανατροφή του γιου της και κατάντησε βιαστής και δολοφόνος;
Η Καρυστιάνη παρουσιάζει όλα τα πιθανά αίτια που οδήγησαν το Λίνο στο να γίνει βιαστής. Κακές σχέσεις τον γονιών, ένας μέθυσος πατέρας, ο οποίος επί πλέον πεθαίνει όταν ο Λίνος ήταν παιδί αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή του, μια νονά που τον αποπλανεί σεξουαλικά, δυο κορίτσια που τον κοροϊδεύουν, όλα αυτά συνιστούν επαρκείς συνθήκες για μια ψυχολογική διαταραχή που θα οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές.
Στη διαπάλη nature versus nurture κυριαρχεί το nurture. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι τόσες και τέτοιες που σπρώχνουν τον ήρωα της Καρυστιάνη σε ενέργειες που δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Ή μάλλον προσπαθεί με έναν απεγνωσμένο τρόπο. Ο Λίνος, πριν από τον πρώτο από τους τρεις βιασμούς που διέπραξε και που ο δεύτερος κατέληξε στο φόνο του θύματος (η κοπέλα τον αναγνώρισε και αναγκάστηκε να την πνίξει), επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Στη συνέχεια επιχείρησε πάλι άλλες δυο φορές χωρίς να τα καταφέρει. Ο ήρωας δεν αθωώνεται, ο ίδιος πρώτα απ΄όλα δεν θέλει να αθωωθεί, παρουσιάζεται όμως με ελαφρυντικά. Η μητέρα μάταια ψάχνει να βρει βεβαρυμμένα περιστατικά στο οικογενειακό της δέντρο.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση της Καρυστιάνη είναι μια συνεχής εσωτερική εστίαση στους δυο ήρωές της, μια μαγνητική τομογραφία του εγκεφάλου τους που ανιχνεύει και το παραμικρότατο νοητικό συμβάν. Οι διάλογοι είναι ελάχιστοι.
Το ύφος της Καρυστιάνη είναι το γνωστό μας ύφος από τα προηγούμενα έργα της, με κύρια χαρακτηριστικά το ασύνδετο σχήμα και την ασθματική μακροπερίοδο. Εδώ μπαίνει όμως και κάτι καινούριο: το εφέ της απαρίθμησης. Απαντάται σχεδόν σε κάθε σελίδα. Τα αντικείμενα της απαρίθμησης μπορεί να δηλώνονται με μία λέξη, με σύντομες φράσεις ή και με ολόκληρες προτάσεις. Σε μια περίπτωση, κάπου στο τέλος, με ολόκληρες περιόδους. Είναι η απαρίθμηση των ηλικιωμένων που φροντίζει η μητέρα.
Όμως να κάνουμε και μια παρατήρηση επιμέλειας. Γράφει η Καρυστιάνη: «Αυτή τη φορά το παράκανε. Μπας ξαναπήγε στην Ηγουμενίτσα και τώρα πέρασε απέναντι στην Κέρκυρα; Μπας έπαθε κάτι;» (σελ. 223).
Μετά το «μπας» μπαίνει πάντα ένα «και». Μα τόσο γρήγορα ξέχασε η Καρυστιάνη το γνωστό «Μπας κι είναι εδώ; Μπας κι είναι εκεί; Μπας κι είναι παραπέρα;».
Ένας μαρξιστής θα έβαζε πιθανότατα τα «Σακιά», όπως και τα άλλα μυθιστορήματα της Καρυστιάνη, στον προκρούστη του ρεαλισμού με τους τυπικούς ήρωες που δίνουν τη γενικότερη εικόνα της κοινωνίας, και θα το έβρισκε ελλειμματικό με τους αποκλίνοντες ήρωές του. Ο ρεαλισμός όμως του σύγχρονου μυθιστορήματος, τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους του, δεν είναι ο ρεαλισμός των προσώπων, αλλά ο ρεαλισμός των ψυχικών καταστάσεων και των αισθημάτων, που μπορούν να περιγραφούν τόσο πιο πειστικά, όσο πιο ακραία είναι, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν «ντύνονται» με το σώμα αποκλινόντων προσώπων. Και στο έργο αυτό οι πρωταγωνιστές δεν είναι ο Λίνος και η μητέρα του αλλά η ψυχική διαταραχή και η μοναξιά, αισθήματα που βιώνει κάμποσες φορές στη ζωή του και ο μέσος άνθρωπος, αν και όχι σε τόσο ακραία μορφή.
Όπως είπαμε και πιο πριν, η αφηγημένη δράση συντελείται κυρίως στο μυαλό των ηρώων. Έτσι δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς το μυθιστόρημα αυτό να γίνεται κινηματογραφική ταινία. Η Καρυστιάνη, έχοντας συνείδηση ότι η εξωτερική δράση είναι ελάχιστη σε σχέση με την εσωτερική, γράφει χαρακτηριστικά:
«Α, όλα κι όλα, η Βιβή Χολέβα (η μαμά) στοίβαζε τα βιβλία που της φόρτωνε η σκληρόκαρδη καρδιολόγος, αλλά όποτε άνοιγε κάποιο, πηδούσε αυτές τις σελίδες συγκεντρωμένη πάντα στη δράση και στην αυστηρή γραμμή των βασικών γεγονότων, το ζουμί κάθε ιστορίας βράζει τελικά σε δυο τρεις το πολύ σελίδες, και η δική της, χίλια πλουμιά κι άλλες τόσες καλλιγραφίες για πορσελάνες και γραφικές σβουνιές γαϊδάρων ν’ άπλωνε ο γραφιάς με κατεργαριά, δεν γινόταν να ωραιοποιήσει την υπόθεση, ορθά κοφτά, τρεις βιασμοί, ένας φόνος, κάρφωμα από τη μάνα, ισόβια» (σελ. 350).
Πριν κλίσω θα ήθελα να επισημάνω μια τεχνική αφήγησης που χρησιμοποιεί η Καρυστιάνη η οποία δημιουργεί ένα πρωτότυπο σασπένς. Ενώ τα κύρια σασπένς είναι το σασπένς του τι θα γίνει στο τέλος και το σασπένς του πώς φτάσαμε σ’ αυτό που έγινε (παράδειγμα η αρχαία τραγωδία που το τέλος της ήταν γνωστό στους θεατές από τα έπη), εδώ έχουμε το σασπένς του τι έγινε στο παρελθόν. Η μητέρα και ο γιος βρίσκονται στους Δελφούς, και η μητέρα σαν διπλωματούχος ξεναγός ξεναγεί στο γιο της. Βλέπουμε όμως την ιδιόμορφη συμπεριφορά του γιου, και αναρωτιόμαστε τι του συνέβη και κατάντησε έτσι. Στη συνέχεια ξετυλίγεται η ιστορία από την αρχή. Η αφήγηση δεν ξεκινάει από το κλασικό in media res αλλά λίγο πριν το τέλος.
Δεξιοτέχνης λοιπόν στο χειρισμό του χρόνου και στην αφήγηση της εσωτερικής δράσης η Καρυστιάνη είναι από τις πιο ταλαντούχες πεζογράφους μας, και δίκαια έχει κατακτήσει το ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment