Herman Melville, Μόμπι Ντικ (μετ. Α. Κ. Χριστοδούλου) Gutenberg 1991, σελ. 901
Ο Μόμπι Ντικ είναι ένα από τα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και το πρωτογνώρισα στα Κλασικά Εικονογραφημένα, όταν ήμουν μαθητής. Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να διαβάσω το ίδιο το βιβλίο.
Πριν καταπιαστώ με το περιεχόμενο του έργου θα ήθελα να πω δυο πράγματα για τα υφολογικά χαρακτηριστικά του. Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι το εφέ της αποστροφής που χρησιμοποιεί με μεγάλη συχνότητα ο Μέλβιλ: «Ω, εσείς, προμηνύματα και οιωνοί», «Ω, άνθρωπε, μην κοιτάς…», «Ω, εσύ αβυθομέτρητη ομορφιά…», «Γύρε, ώ θάλασσα, τόσο που να φανεί ο βυθός σου…», «Ήλιε, φεγγάρι και αστέρια, ακούστε» κ.λπ. Η συχνότητα αυξάνει όσο πλησιάζουμε στο τέλος του βιβλίου. Οι αποστροφές αυτές, συνδυασμένες συχνά με ένα υψηλό ρητορικό ύφος, θυμίζουν σαιξπηρική τραγωδία. Δεν ξέρω πώς, μου βγήκε αυθόρμητα να παρωδήσω αυτό το ύφος στην προηγούμενη ανάρτησή μου για το «Κανταχάρ» του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ.
Το δεύτερο υφολογικό χαρακτηριστικό του Μέλβιλ είναι το εφέ της απαρίθμησης, που το χρησιμοποιεί με ένα πρωτότυπο τρόπο: επαναλαμβάνει την εισαγωγική λέξη ή φράση, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 362 που συναντούμε 6 φορές τη φράση «έχοντας υπόψη». Κάποιες φορές χρησιμοποιείται και ένα συνώνυμό, όπως «περνώντας… διασχίζοντας… περνώντας… περνώντας… διασχίζοντας…» (σελ. 397).
Το τρίτο υφολογικό χαρακτηριστικό του είναι ότι σπάει τη μακροπερίοδο, ιδιαίτερα στις απαριθμήσεις, με μια άνω τελεία. Η επανάληψη επίσης της αρχικής λέξης ή φράσης στην απαρίθμηση αυτό το στόχο έχει, να σπάσει τη μακροπερίοδο.
Ας προχωρήσουμε τώρα στο μακροεπίπεδο της αφήγησης. Ο Μέλβιλ εναλλάσσει κανονικά τα αφηγηματικά τμήματα με τα δοκιμιακά. Έχει διαβάσει τα πάντα που έχουν γραφεί για την σπερμοφάλαινα, και τα παραθέτει στο βιβλίο του. Και όχι μόνο για τη σπερμοφάλαινα. Μια και ο Μόμπι Ντικ είναι μια άσπρη φάλαινα, χρησιμοποιεί αρκετές σελίδες για να αναπτύξει μια ανθρωπολογία του λευκού χρώματος. Φαντάζομαι για αρκετούς αναγνώστες, στους οποίους συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ, αυτά τα τμήματα θα είναι από λίγο έως πολύ βαρετά.
Η ιστορία που αναπτύσσει είναι μια ιστορία εκδίκησης: Ο καπετάν Αχαάβ (Ahab στο πρωτότυπο) κυνηγάει την άσπρη φάλαινα που του έκοψε το πόδι. Ο Ισμαήλ, ο αφηγητής-μάρτυρας, αφηγείται την ιστορία.
Και ήλθε η στιγμή να συζητήσουμε το πιο επίμαχο ζήτημα σε σχέση με αυτό το έργο, το ζήτημα της πρόσληψης ή της ερμηνείας. Το έργο αυτό προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις, και υπάρχουν τμήματα που υποστηρίζουν την εγκυρότητα κάθε ανάγνωσης.
Μια ανάγνωση που μπορώ να κάνω εγώ, που διαθέτω κάποιες οικολογικές περγαμηνές, είναι μια «οικολογική» ανάγνωση του έργου. Διαβάζουμε: «…ένα ακαταμάχητο επιχείρημα για να αποδείξει πώς η φάλαινα-τα είδη που κυνηγούνται-δεν θα μπορούσε να γλιτώσει την εξαφάνιση, που θα συμβεί γρήγορα μάλιστα» (σελ. 735). Υπάρχει μια οργάνωση whaledefenders, που μου στέλνει κατά καιρούς e-mail. Σε ένα ντοκιμαντέρ άκουσα για ένα είδος φάλαινας ότι έχει απομείνει μόλις το 1% από τον πληθυσμό που είχε τον προηγούμενο αιώνα. Αληθινά προφητικό το βιβλίο, που εκδόθηκε ακριβώς 150 χρόνια πριν.
Ο Μέλβιλ γράφει σαρκαστικά: «Πήγαινε στην κρεαταγορά το βράδυ του Σαββάτου και δες τα ζωντανά δίποδα, όλα εκείνα τα πλήθη που έχουν στυλωμένα τα μάτια ψηλά, κοιτώντας τις μακριές σειρές τα νεκρά τετράποδα» (σελ. 479) και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «Σε πληροφορώ πως θα υποφέρει πιο λίγο ο Φιτζιανός που πάστωσε μες στο κελάρι του ένα λιπόσαρκο ιεραπόστολο για κάποιο μελλοντικό λοιμό• θα υποφέρει, λέω, πιο λίγο ο προνοητικός αυτός Φιτζιανός, τη μέρα της κρίσης, παρά εσύ, ο πολιτισμένος και μορφωμένος καλοφαγάς, που σκοτώνεις χήνες και απολαμβάνεις τα καπνιστά σκωτάκια τους στην κρεατόπιτά σου» (σελ. 479-480).
Το έργο είπαμε ότι είναι ένα έργο εκδίκησης. Όμως ποιος εκδικείται ποιον; Γιατί στο τέλος, όταν ο Μόμπι Ντικ έχει σπείρει την καταστροφή, διαλύοντας τις φαλαινοθηρικές βάρκες και βυθίζοντας το πλοίο, που από το πλήρωμά του δεν σώζεται παρά μόνο ο αφηγητής που αφηγείται την ιστορία, διαβάζουμε: «Η όψη της μαρτυρούσε αντίποινα, άμεση εκδίκηση, αιώνια κακία». Αν το δούμε ρεαλιστικά, στην πραγματικότητα δεν έχουμε παρά την ολοκλήρωση της εκδίκησης της φάλαινας, πάνω σε έναν καπετάνιο που προσπάθησε να την σκοτώσει.
Η άλλη ανάγνωση:
Είναι γνωστή η ρήση: «Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να προσθέσουμε: η προσπάθεια να εκδικηθείς μπορεί να αποβεί επικίνδυνη, και να την πληρώσεις ακριβά. Ο Αχαάβ (ο μεταφραστής προτιμάει αυτή τη βιβλική απόδοση του ονόματος αντί Έηχαμπ), παρά τις προειδοποιήσεις, παρά τις προσπάθειες του υποπλοίαρχου Στάρμπακ να τον μεταπείσει, παρά το ασύμφορο οικονομικά εγχείρημα να κυνηγήσουν την άσπρη φάλαινα αντί να κυνηγήσουν άλλες φάλαινες και να μαζέψουν πολύτιμο σπαρματσέτο, εμμένει στην εκδίκησή του, που θα τον οδηγήσει στο θάνατο, αυτόν και το πλήρωμά του. Και μια αντιανθρωπιστική πράξη: αρνείται να βοηθήσει έναν πλοίαρχο που ψάχνει μια χαμένη βάρκα πάνω στην οποία βρίσκεται ο γιος του, για να μη χάσει χρόνο και του ξεφύγει ο Μπόμπι Ντικ. Ακόμη διαβάζουμε: «Στα φλογερά μάτια του, που ήταν γεμάτα θρίαμβο και καταφρόνια, έβλεπες εκείνη την ώρα στον Αχαάβ σε όλη την ολέθρια έπαρσή του» (σελ. 820).
Όμως παρά την περίοδο αυτή μπορούμε να προβούμε και σε μια τρίτη ανάγνωση. Στην ανάγνωση αυτή δεν βλέπουμε τον Αχαάβ σε μια ολέθρια έπαρση, αλλά σε όλη την αποφασιστικότητά του. Σαν ρομαντικός και τραγικός συνάμα ήρωας, γεμάτος ισχυρή θέληση, ορμάει στην κατάκτηση του ανέφικτου όπως ο δον Κιχώτης πάνω στους ανεμόμυλους. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του κατά τη διάρκεια της καταιγίδας: «Ω, εσύ λαμπρό πνεύμα του ολόλαμπρου πυρός, που σε λάτρεψα κάποτε πάνω σ’ αυτές τις θάλασσες σαν Πέρσης... Παραδέχομαι την απερίγραπτη, απέραντη δύναμή σου• αλλά εγώ, ως την τελευταία πνοή της ταραγμένης ζωής μου, θα αντιστέκομαι στην απόλυτη και ολοκληρωτική κυριαρχία της πάνω μου… Μπορείς να με τυφλώσεις• εγώ ωστόσο και τότε ακόμα θα μπορώ να προχωρώ ψηλαφητά. Μπορείς να με κάψεις• εγώ ωστόσο και τότε ακόμη θα μπορώ να είμαι στάχτη» (σελ. 803). Υπάρχει άραγε καλύτερη έκφραση της ύβρης, αλλά και του μεγαλείου του τραγικού ήρωα;
Στο ταξίδι του ο Αχαάβ συναντάει έναν άλλο καπετάνιο. Του λείπει το χέρι. Του το έκοψε ο Μόμπι Ντικ. Όχι, δεν είναι τόσο βλάκας να τον κυνηγήσει, ώστε να χάσει και το άλλο του χέρι. Παρουσιάζεται το ίδιο αντιστικτικά στον Αχαάβ όπως η Ισμήνη στην Αντιγόνη. Και βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά μπροστά στο αιώνιο δίπολο, στο συμβιβασμό και το μη συμβιβασμό, στη φωνή της λογικής και στη φωνή του πάθους.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ισμαήλ κάνει πιο ζωντανή την ιστορία. Όμως η αφήγηση από τον Ισμαήλ του εσωτερικού μονόλογου του Στάρμπακ, παρά το «μουρμούρησε», είναι ολότελα αντιρρεαλιστική, όπως άλλωστε και του μικρού μαύρου Πιπ (σελ. 842-843). Τους κάνει όμως πολύ θεατρικούς καθώς τους παραθέτει σε ευθύ λόγο, σε δεύτερο επίπεδο αφήγησης.
Αξίζει να παραθέσουμε δυο απόψεις που εκτίθενται εδώ, και έχουν υποστηριχθεί και από άλλους. Διαβάζουμε τα σχετικά αποσπάσματα: «Γιατί όλοι οι τραγικά μεγάλοι άνθρωποι έγιναν μεγάλοι από κάποια νοσηρή κατάσταση. Να ’σαι σίγουρη γι’ αυτό, ω νεαρή φιλοδοξία, κάθε ανθρώπινο μεγαλείο δεν είναι παρά μια αρρώστια» (σελ. 129). Άραγε και το συγγραφικό;
Και το δεύτερο: «Ο άνθρωπος τελικά πρέπει… να μην τοποθετεί την ευτυχία ετούτη κάπου στο μυαλό ή στη φαντασία, αλλά στη σύζυγο, στην καρδιά, στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στη σέλα, στο τζάκι, στην εξοχή» (σελ. 666). Η ευτυχία βρίσκεται στα απλά καθημερινά πράγματα.
Δεν κλείσαμε ακόμη. Ανάμεσα στο πλήρωμα βρίσκεται και ένας περιθωριακός της ζωής και της τέχνης, ένας σιδεράς. Αυτός θα φτιάξει για τον Αχαάβ ένα καμάκι με πανίσχυρο ατσάλι, του οποίου η μύτη δεν θα σβηστεί μέσα σε νερό, αλλά μέσα σε αίμα, που θα χύσουν οι ναύτες.
Στο χωριό μου είχε έλθει κάποτε ένας σιδεράς, ή «χαλκιάς» όπως τον λέγαμε. Θυμάμαι ακόμη το φυσερό του. Είχε στήσει το χαλκιδιό του στο γωνιακό σπίτι, δίπλα στη μικρή βρύση, εκεί που είχε αργότερα το μπακάλικό του ο Γιάννης ο Τζανέτος (στην άλλη πλευρά ήταν ο Μιχάλης ο σωμαράς, για να αναφερθούμε και στα δυο αυτά εξαφανισμένα επαγγέλματα). Ήταν ερωτευμένος με μια χωριανή μου. Μια φορά κάρφωσε στο βρακί της που ήταν απλωμένο στην απλώστρα ένα φύλλο με μαντινιάδες. Αυτή δεν ανταποκρίθηκε. Τι, χαλκιά θα παντρευόταν; Έτσι πήρε τον οματιών του και έφυγε από το χωριό. Δεν ξανακούσαμε γι’ αυτόν.
Στη λογοτεχνία δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει άλλο σιδερά. Έχω συναντήσει όμως δυο άλλους, κακούς αυτή τη φορά. Ο ένας βρίσκεται στον «Ζίγκφριντ», την τρίτη όπερα από την τετραλογία του Βάγκνερ «Το δακτυλίδι των Νιμπελούνγκεν». Είναι ο Mime. Αναθρέφει τον Ζίγκφριντ ώστε να τον χρησιμοποιήσει για να κλέψει τον χρυσό του Ρήνου, που τον φυλάει ο δράκος Fafner. Στο τέλος ο Mime μηχανεύεται να δηλητηριάσει τον Ζίγκφριντ, όταν εκείνος έχει σκοτώσει πια τον δράκο. Όμως ο Ζίγκφριντ μαθαίνει το δόλιο σχέδιό του και τον σκοτώνει.
Ο άλλος είναι ο χαλκιάς που έφτιαξε τα καρφιά για να σταυρώσουν το Χριστό. «Χαλκιά χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια/ για να σταυρώσουν τον Χριστό, των πάντων βασιλέα…». Είναι στίχοι από τα κάλαντα που ψάλλαμε πιτσιρικάδες την Μεγάλη Παρασκευή. Ψάλλαμε επίσης κάλαντα και το Σαββάτο του Λαζάρου: «Δεύρο έξω Λάζαρέ μου/ φίλε και αγαπητέ μου». Σήμερα τα παιδιά λένε μόνο τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Το θυμήθηκα μόλις τώρα, ναι, υπάρχει και στον κινηματογράφο ένας σιδεράς, ο Μίμης, στη θαυμάσια κωμωδία της Λίνας Βερμίλερ Mimi megalurgico ferito nell’ onore. Άλλο τίποτα δεν μου έρχεται στο μυαλό.
Λίγο έλειψε να το ξεχάσω, είδα και δυο κινηματογραφικές μεταφορές του Μόμπι Ντικ, του 1956 και του 1998 (υπάρχει και μια του 1926, σε βουβό κινηματογράφο). Μεταφέρουν πιστά την ιστορία. Στην πρώτη, την οποία σκηνοθετεί ο Τζων Χιούστον, ο σαραντάχρονος Γκρέγκορι Πεκ παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον πενηνταοχτάχρονο Ahab. Στη δεύτερη, ογδοντάρης πια, παίζει το ρόλο του πάστορα, που κάνει ένα εκτεταμένο κήρυγμα δίνοντας τη δική του εκδοχή για τον Ιωνά που τον κατάπιε η φάλαινα.
Υπάρχει και μια τρίτη, πάλι Μόμπι Ντικ, που διατηρεί, εκτός από τα ονόματα κάποιων χαρακτήρων, ελάχιστα πράγματα από το μυθιστόρημα. Γυρίστηκε το 2010. Είναι μια ταινία φαντασίας. Η φάλαινα είναι εντελώς εξωπραγματική. Δίνει ένα πήδημα έξω από το νερό, και με τα δόντια της κόβει στη μέση ένα ελικόπτερο. Βγαίνει ακόμη και στην ξηρά για να κυνηγήσει τους διώκτες της. Και πάλι δεν γλιτώνει κανείς. Αφήνεται όμως η υποψία ότι μπορεί να τη γλίτωσε η ερευνήτρια, την οποία είχε απαγάγει ο Ahab για να τον βοηθήσει να βρει τον Μόμπι Ντικ.
Ο Μόμπι Ντικ είναι ένα από τα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και το πρωτογνώρισα στα Κλασικά Εικονογραφημένα, όταν ήμουν μαθητής. Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να διαβάσω το ίδιο το βιβλίο.
Πριν καταπιαστώ με το περιεχόμενο του έργου θα ήθελα να πω δυο πράγματα για τα υφολογικά χαρακτηριστικά του. Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι το εφέ της αποστροφής που χρησιμοποιεί με μεγάλη συχνότητα ο Μέλβιλ: «Ω, εσείς, προμηνύματα και οιωνοί», «Ω, άνθρωπε, μην κοιτάς…», «Ω, εσύ αβυθομέτρητη ομορφιά…», «Γύρε, ώ θάλασσα, τόσο που να φανεί ο βυθός σου…», «Ήλιε, φεγγάρι και αστέρια, ακούστε» κ.λπ. Η συχνότητα αυξάνει όσο πλησιάζουμε στο τέλος του βιβλίου. Οι αποστροφές αυτές, συνδυασμένες συχνά με ένα υψηλό ρητορικό ύφος, θυμίζουν σαιξπηρική τραγωδία. Δεν ξέρω πώς, μου βγήκε αυθόρμητα να παρωδήσω αυτό το ύφος στην προηγούμενη ανάρτησή μου για το «Κανταχάρ» του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ.
Το δεύτερο υφολογικό χαρακτηριστικό του Μέλβιλ είναι το εφέ της απαρίθμησης, που το χρησιμοποιεί με ένα πρωτότυπο τρόπο: επαναλαμβάνει την εισαγωγική λέξη ή φράση, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 362 που συναντούμε 6 φορές τη φράση «έχοντας υπόψη». Κάποιες φορές χρησιμοποιείται και ένα συνώνυμό, όπως «περνώντας… διασχίζοντας… περνώντας… περνώντας… διασχίζοντας…» (σελ. 397).
Το τρίτο υφολογικό χαρακτηριστικό του είναι ότι σπάει τη μακροπερίοδο, ιδιαίτερα στις απαριθμήσεις, με μια άνω τελεία. Η επανάληψη επίσης της αρχικής λέξης ή φράσης στην απαρίθμηση αυτό το στόχο έχει, να σπάσει τη μακροπερίοδο.
Ας προχωρήσουμε τώρα στο μακροεπίπεδο της αφήγησης. Ο Μέλβιλ εναλλάσσει κανονικά τα αφηγηματικά τμήματα με τα δοκιμιακά. Έχει διαβάσει τα πάντα που έχουν γραφεί για την σπερμοφάλαινα, και τα παραθέτει στο βιβλίο του. Και όχι μόνο για τη σπερμοφάλαινα. Μια και ο Μόμπι Ντικ είναι μια άσπρη φάλαινα, χρησιμοποιεί αρκετές σελίδες για να αναπτύξει μια ανθρωπολογία του λευκού χρώματος. Φαντάζομαι για αρκετούς αναγνώστες, στους οποίους συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ, αυτά τα τμήματα θα είναι από λίγο έως πολύ βαρετά.
Η ιστορία που αναπτύσσει είναι μια ιστορία εκδίκησης: Ο καπετάν Αχαάβ (Ahab στο πρωτότυπο) κυνηγάει την άσπρη φάλαινα που του έκοψε το πόδι. Ο Ισμαήλ, ο αφηγητής-μάρτυρας, αφηγείται την ιστορία.
Και ήλθε η στιγμή να συζητήσουμε το πιο επίμαχο ζήτημα σε σχέση με αυτό το έργο, το ζήτημα της πρόσληψης ή της ερμηνείας. Το έργο αυτό προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις, και υπάρχουν τμήματα που υποστηρίζουν την εγκυρότητα κάθε ανάγνωσης.
Μια ανάγνωση που μπορώ να κάνω εγώ, που διαθέτω κάποιες οικολογικές περγαμηνές, είναι μια «οικολογική» ανάγνωση του έργου. Διαβάζουμε: «…ένα ακαταμάχητο επιχείρημα για να αποδείξει πώς η φάλαινα-τα είδη που κυνηγούνται-δεν θα μπορούσε να γλιτώσει την εξαφάνιση, που θα συμβεί γρήγορα μάλιστα» (σελ. 735). Υπάρχει μια οργάνωση whaledefenders, που μου στέλνει κατά καιρούς e-mail. Σε ένα ντοκιμαντέρ άκουσα για ένα είδος φάλαινας ότι έχει απομείνει μόλις το 1% από τον πληθυσμό που είχε τον προηγούμενο αιώνα. Αληθινά προφητικό το βιβλίο, που εκδόθηκε ακριβώς 150 χρόνια πριν.
Ο Μέλβιλ γράφει σαρκαστικά: «Πήγαινε στην κρεαταγορά το βράδυ του Σαββάτου και δες τα ζωντανά δίποδα, όλα εκείνα τα πλήθη που έχουν στυλωμένα τα μάτια ψηλά, κοιτώντας τις μακριές σειρές τα νεκρά τετράποδα» (σελ. 479) και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «Σε πληροφορώ πως θα υποφέρει πιο λίγο ο Φιτζιανός που πάστωσε μες στο κελάρι του ένα λιπόσαρκο ιεραπόστολο για κάποιο μελλοντικό λοιμό• θα υποφέρει, λέω, πιο λίγο ο προνοητικός αυτός Φιτζιανός, τη μέρα της κρίσης, παρά εσύ, ο πολιτισμένος και μορφωμένος καλοφαγάς, που σκοτώνεις χήνες και απολαμβάνεις τα καπνιστά σκωτάκια τους στην κρεατόπιτά σου» (σελ. 479-480).
Το έργο είπαμε ότι είναι ένα έργο εκδίκησης. Όμως ποιος εκδικείται ποιον; Γιατί στο τέλος, όταν ο Μόμπι Ντικ έχει σπείρει την καταστροφή, διαλύοντας τις φαλαινοθηρικές βάρκες και βυθίζοντας το πλοίο, που από το πλήρωμά του δεν σώζεται παρά μόνο ο αφηγητής που αφηγείται την ιστορία, διαβάζουμε: «Η όψη της μαρτυρούσε αντίποινα, άμεση εκδίκηση, αιώνια κακία». Αν το δούμε ρεαλιστικά, στην πραγματικότητα δεν έχουμε παρά την ολοκλήρωση της εκδίκησης της φάλαινας, πάνω σε έναν καπετάνιο που προσπάθησε να την σκοτώσει.
Η άλλη ανάγνωση:
Είναι γνωστή η ρήση: «Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να προσθέσουμε: η προσπάθεια να εκδικηθείς μπορεί να αποβεί επικίνδυνη, και να την πληρώσεις ακριβά. Ο Αχαάβ (ο μεταφραστής προτιμάει αυτή τη βιβλική απόδοση του ονόματος αντί Έηχαμπ), παρά τις προειδοποιήσεις, παρά τις προσπάθειες του υποπλοίαρχου Στάρμπακ να τον μεταπείσει, παρά το ασύμφορο οικονομικά εγχείρημα να κυνηγήσουν την άσπρη φάλαινα αντί να κυνηγήσουν άλλες φάλαινες και να μαζέψουν πολύτιμο σπαρματσέτο, εμμένει στην εκδίκησή του, που θα τον οδηγήσει στο θάνατο, αυτόν και το πλήρωμά του. Και μια αντιανθρωπιστική πράξη: αρνείται να βοηθήσει έναν πλοίαρχο που ψάχνει μια χαμένη βάρκα πάνω στην οποία βρίσκεται ο γιος του, για να μη χάσει χρόνο και του ξεφύγει ο Μπόμπι Ντικ. Ακόμη διαβάζουμε: «Στα φλογερά μάτια του, που ήταν γεμάτα θρίαμβο και καταφρόνια, έβλεπες εκείνη την ώρα στον Αχαάβ σε όλη την ολέθρια έπαρσή του» (σελ. 820).
Όμως παρά την περίοδο αυτή μπορούμε να προβούμε και σε μια τρίτη ανάγνωση. Στην ανάγνωση αυτή δεν βλέπουμε τον Αχαάβ σε μια ολέθρια έπαρση, αλλά σε όλη την αποφασιστικότητά του. Σαν ρομαντικός και τραγικός συνάμα ήρωας, γεμάτος ισχυρή θέληση, ορμάει στην κατάκτηση του ανέφικτου όπως ο δον Κιχώτης πάνω στους ανεμόμυλους. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του κατά τη διάρκεια της καταιγίδας: «Ω, εσύ λαμπρό πνεύμα του ολόλαμπρου πυρός, που σε λάτρεψα κάποτε πάνω σ’ αυτές τις θάλασσες σαν Πέρσης... Παραδέχομαι την απερίγραπτη, απέραντη δύναμή σου• αλλά εγώ, ως την τελευταία πνοή της ταραγμένης ζωής μου, θα αντιστέκομαι στην απόλυτη και ολοκληρωτική κυριαρχία της πάνω μου… Μπορείς να με τυφλώσεις• εγώ ωστόσο και τότε ακόμα θα μπορώ να προχωρώ ψηλαφητά. Μπορείς να με κάψεις• εγώ ωστόσο και τότε ακόμη θα μπορώ να είμαι στάχτη» (σελ. 803). Υπάρχει άραγε καλύτερη έκφραση της ύβρης, αλλά και του μεγαλείου του τραγικού ήρωα;
Στο ταξίδι του ο Αχαάβ συναντάει έναν άλλο καπετάνιο. Του λείπει το χέρι. Του το έκοψε ο Μόμπι Ντικ. Όχι, δεν είναι τόσο βλάκας να τον κυνηγήσει, ώστε να χάσει και το άλλο του χέρι. Παρουσιάζεται το ίδιο αντιστικτικά στον Αχαάβ όπως η Ισμήνη στην Αντιγόνη. Και βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά μπροστά στο αιώνιο δίπολο, στο συμβιβασμό και το μη συμβιβασμό, στη φωνή της λογικής και στη φωνή του πάθους.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ισμαήλ κάνει πιο ζωντανή την ιστορία. Όμως η αφήγηση από τον Ισμαήλ του εσωτερικού μονόλογου του Στάρμπακ, παρά το «μουρμούρησε», είναι ολότελα αντιρρεαλιστική, όπως άλλωστε και του μικρού μαύρου Πιπ (σελ. 842-843). Τους κάνει όμως πολύ θεατρικούς καθώς τους παραθέτει σε ευθύ λόγο, σε δεύτερο επίπεδο αφήγησης.
Αξίζει να παραθέσουμε δυο απόψεις που εκτίθενται εδώ, και έχουν υποστηριχθεί και από άλλους. Διαβάζουμε τα σχετικά αποσπάσματα: «Γιατί όλοι οι τραγικά μεγάλοι άνθρωποι έγιναν μεγάλοι από κάποια νοσηρή κατάσταση. Να ’σαι σίγουρη γι’ αυτό, ω νεαρή φιλοδοξία, κάθε ανθρώπινο μεγαλείο δεν είναι παρά μια αρρώστια» (σελ. 129). Άραγε και το συγγραφικό;
Και το δεύτερο: «Ο άνθρωπος τελικά πρέπει… να μην τοποθετεί την ευτυχία ετούτη κάπου στο μυαλό ή στη φαντασία, αλλά στη σύζυγο, στην καρδιά, στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στη σέλα, στο τζάκι, στην εξοχή» (σελ. 666). Η ευτυχία βρίσκεται στα απλά καθημερινά πράγματα.
Δεν κλείσαμε ακόμη. Ανάμεσα στο πλήρωμα βρίσκεται και ένας περιθωριακός της ζωής και της τέχνης, ένας σιδεράς. Αυτός θα φτιάξει για τον Αχαάβ ένα καμάκι με πανίσχυρο ατσάλι, του οποίου η μύτη δεν θα σβηστεί μέσα σε νερό, αλλά μέσα σε αίμα, που θα χύσουν οι ναύτες.
Στο χωριό μου είχε έλθει κάποτε ένας σιδεράς, ή «χαλκιάς» όπως τον λέγαμε. Θυμάμαι ακόμη το φυσερό του. Είχε στήσει το χαλκιδιό του στο γωνιακό σπίτι, δίπλα στη μικρή βρύση, εκεί που είχε αργότερα το μπακάλικό του ο Γιάννης ο Τζανέτος (στην άλλη πλευρά ήταν ο Μιχάλης ο σωμαράς, για να αναφερθούμε και στα δυο αυτά εξαφανισμένα επαγγέλματα). Ήταν ερωτευμένος με μια χωριανή μου. Μια φορά κάρφωσε στο βρακί της που ήταν απλωμένο στην απλώστρα ένα φύλλο με μαντινιάδες. Αυτή δεν ανταποκρίθηκε. Τι, χαλκιά θα παντρευόταν; Έτσι πήρε τον οματιών του και έφυγε από το χωριό. Δεν ξανακούσαμε γι’ αυτόν.
Στη λογοτεχνία δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει άλλο σιδερά. Έχω συναντήσει όμως δυο άλλους, κακούς αυτή τη φορά. Ο ένας βρίσκεται στον «Ζίγκφριντ», την τρίτη όπερα από την τετραλογία του Βάγκνερ «Το δακτυλίδι των Νιμπελούνγκεν». Είναι ο Mime. Αναθρέφει τον Ζίγκφριντ ώστε να τον χρησιμοποιήσει για να κλέψει τον χρυσό του Ρήνου, που τον φυλάει ο δράκος Fafner. Στο τέλος ο Mime μηχανεύεται να δηλητηριάσει τον Ζίγκφριντ, όταν εκείνος έχει σκοτώσει πια τον δράκο. Όμως ο Ζίγκφριντ μαθαίνει το δόλιο σχέδιό του και τον σκοτώνει.
Ο άλλος είναι ο χαλκιάς που έφτιαξε τα καρφιά για να σταυρώσουν το Χριστό. «Χαλκιά χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια/ για να σταυρώσουν τον Χριστό, των πάντων βασιλέα…». Είναι στίχοι από τα κάλαντα που ψάλλαμε πιτσιρικάδες την Μεγάλη Παρασκευή. Ψάλλαμε επίσης κάλαντα και το Σαββάτο του Λαζάρου: «Δεύρο έξω Λάζαρέ μου/ φίλε και αγαπητέ μου». Σήμερα τα παιδιά λένε μόνο τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Το θυμήθηκα μόλις τώρα, ναι, υπάρχει και στον κινηματογράφο ένας σιδεράς, ο Μίμης, στη θαυμάσια κωμωδία της Λίνας Βερμίλερ Mimi megalurgico ferito nell’ onore. Άλλο τίποτα δεν μου έρχεται στο μυαλό.
Λίγο έλειψε να το ξεχάσω, είδα και δυο κινηματογραφικές μεταφορές του Μόμπι Ντικ, του 1956 και του 1998 (υπάρχει και μια του 1926, σε βουβό κινηματογράφο). Μεταφέρουν πιστά την ιστορία. Στην πρώτη, την οποία σκηνοθετεί ο Τζων Χιούστον, ο σαραντάχρονος Γκρέγκορι Πεκ παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον πενηνταοχτάχρονο Ahab. Στη δεύτερη, ογδοντάρης πια, παίζει το ρόλο του πάστορα, που κάνει ένα εκτεταμένο κήρυγμα δίνοντας τη δική του εκδοχή για τον Ιωνά που τον κατάπιε η φάλαινα.
Υπάρχει και μια τρίτη, πάλι Μόμπι Ντικ, που διατηρεί, εκτός από τα ονόματα κάποιων χαρακτήρων, ελάχιστα πράγματα από το μυθιστόρημα. Γυρίστηκε το 2010. Είναι μια ταινία φαντασίας. Η φάλαινα είναι εντελώς εξωπραγματική. Δίνει ένα πήδημα έξω από το νερό, και με τα δόντια της κόβει στη μέση ένα ελικόπτερο. Βγαίνει ακόμη και στην ξηρά για να κυνηγήσει τους διώκτες της. Και πάλι δεν γλιτώνει κανείς. Αφήνεται όμως η υποψία ότι μπορεί να τη γλίτωσε η ερευνήτρια, την οποία είχε απαγάγει ο Ahab για να τον βοηθήσει να βρει τον Μόμπι Ντικ.
No comments:
Post a Comment