Αντώνης Δεσύλλας, Μικροί άγιοι, ΑΛΔΕ 2003, σελ. 152
Διηγήματα
χαρακτηρίζει ο Αντώνης Δεσύλλας τα κείμενα του βιβλίου του «Μικροί Άγιοι», στην
πραγματικότητα όμως πρόκειται για (αυτο)βιογραφικά αφηγήματα, τουλάχιστον στο
μεγαλύτερο μέρος τους. Όμως ποιοι είναι αυτοί οι μικροί άγιοι;
«Της γης οι
κολασμένοι», μια φράση από τον ύμνο της Β΄Διεθνούς, είναι οι εργάτες που
υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση. «Της γης οι κολασμένοι» του Φραντς
Φανόν, τίτλος που δόθηκε στην απορριφθείσα διδακτορική του διατριβή όταν
εκδόθηκε, είναι οι λαοί του τρίτου κόσμου που υφίστανται την αποικιοκρατική και
ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση. Σήμερα οι λαοί αυτοί έχουν ξεχυθεί στις χώρες του
ανεπτυγμένου κόσμου προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη λιμοκτονία στις
καταδικασμένες σε υπανάπτυξη χώρες τους. Η θέση που τους επιφυλάσσεται είναι
μια θέση πολιτών τρίτης κατηγορίας, και ο άρτος ο επιούσιος συχνά δεν τους
δίνεται από τον μεγαλοδύναμο. Και υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μιας απροσδόκητης
συνάντησης με ρατσιστικά ακροδεξιά στοιχεία, που θέτει σε κίνδυνο ακόμη και την
ίδια τους τη ζωή. Της γης οι κολασμένοι είναι σήμερα οι μετανάστες και οι
πρόσφυγες.
Και οι «μικροί
άγιοι»;
Είναι τα παιδιά
τους, που μπαίνουν από νωρίς στη βιοπάλη προσπαθώντας να βοηθήσουν τις
οικογένειές τους. Η Φλωρίκα, η μικρή ρουμάνα στο πρώτο διήγημα «Γρανίτα καφέ»
ζητιανεύει. «…η Φλωρίκα, με το αβέβαιο μέλλον» (σελ. 21). Ο μικρός αλβανός Αλία
στο αμέσως επόμενο διήγημα είναι παιδί των φαναριών. Ο αφηγητής που τον
συναντάει στην καθημερινή διαδρομή του στη δουλειά, του δίνει πάντα φιλοδώρημα.
Μια μέρα δεν τον συναντάει. Έχει κακό προαίσθημα, που επιβεβαιώνεται. Ένα
αυτοκίνητο τον παρέσυρε και τον σκότωσε.
Η Υβόνη ανήκει σε
έναν άλλο λαό της προσφυγιάς, τους Εβραίους. Μέλος ενός μουσικοχορευτικού
συγκροτήματος που θα παρουσίαζε ένα φολκλορικό, μουσικοχορευτικό θέαμα των
εβραίων της Ισπανίας γοητεύει τον αφηγητή. Όμως όταν θα επιστρέψει στην πατρίδα
της το Ισραήλ θα βρει τραγικό θάνατο. Για να στεριώσει αυτός ο λαός έπρεπε να
καταδικάσει έναν άλλο στην προσφυγιά. Υπήρξε θύμα της εκδίκησής του. Ένας παλαιστίνιος
καμικάζι την έστειλε στο θάνατο, μαζί με μερικούς άλλους συμπατριώτες της.
Στο πέμπτο διήγημα πρωταγωνιστεί η μικρή
Παναγιώτα, που ανήκει σε μιαν άλλη φυλή της προσφυγιάς, τους τσιγγάνους. Ο
συγγραφέας τη γνώρισε σε ένα τσιγγάνικο καταυλισμό, στα πλαίσια ενός
προγράμματος για τη λαϊκή επιμόρφωση. Η τρυφερή σχέση του με τους «μικρούς
άγιους» φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα.
«Πολλές φορές κάποια
τρίχρονα ή τετράχρονα πιτσιρίκια έβαζαν το λερωμένο και κρύο χεράκι τους μες
στο δικό μου και γω το κράταγα καθώς συνέχιζα να μιλάω στα άλλα παιδιά ή να
περπατάω κρατώντας με αγάπη αυτό το τόσο τρυφερό χέρι. Διέκρινα τότε το
πιτσιρίκι να καμαρώνει και να επιδεικνύει στα άλλα παιδιά ως σημαντικό το ότι
κρατούσα το χέρι του. Η φανερή περηφάνια του τσιγγανόπουλου γινόταν και δική
μου κρυφή περηφάνια γιατί ήξερα ότι κανένας δεν είχε παρόμοια αίσθηση της χαράς
όταν του άγγιζα το χέρι» (σελ. 92). Στο διήγημα αυτό μαθαίνω ότι το Μαντουβάλα
είναι τσιγγάνικο όνομα (Μια Μαντουβάλα τραγούδησε ο Καζαντζίδης. Μετά είπε
«πάμε γι’ άλλα» και τραγούδησε και τη Ζιγκουάλα, προφανώς κι αυτό τσιγγάνικο
όνομα).
Η Μιλένα, στο
τελευταίο διήγημα της συλλογής, ανήκει σε άλλους πρόσφυγες, τους δικούς μας,
τους μικρασιάτες. Αλήθεια, πώς μπορείς να είσαι πρόσφυγας στην ίδια σου την
πατρίδα; Κι όμως, οι πρόσφυγες εκείνοι, οι δικοί μας, μετά τη μικρασιατική
καταστροφή, αντιμετωπίσθηκαν από τους ντόπιους με τον ίδιο τρόπο που
αντιμετωπίζονται σήμερα και οι άλλοι πρόσφυγες, οι αλλοεθνείς: με περιφρόνηση,
και στην καλύτερη περίπτωση με επιφύλαξη. Η νικημένη Ελλάδα προσπάθησε γι’
αυτούς όσο μπορούσε, προσπάθησαν κι εκείνοι, και έτσι σιγά σιγά έστησαν τις
ζωές τους.
Το ίδιο και η
οικογένεια της Μιλένας. Όμως ένα απροσδόκητο συμβάν, ένας γερμανικός
βομβαρδισμός, την οδήγησε στο θάνατο. Στη ζωή πολλές φορές δυστυχώς παραμονεύει
και το τυχαίο.
Από το ίδιο διήγημα
αγρεύω και ένα λαογραφικό στοιχείο (με τη λαογραφία του τόπου του θα ασχοληθεί
εκτενώς σε μεταγενέστερα έργα του ο Δεσύλλας), που το είχαμε και εμείς στην
Κρήτη. Έχει το εφέ του ομοιοτέλευτου. Το παραθέτω, για να μείνει και
διαδικτυακά.
«Μεγάλη Δευτέρα,
μεγάλη μαχαίρα. Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφθη. Μεγάλη Τετάρτη, Ο Χριστός
εχάθη. Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη. Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί.
Μεγάλο Σαββάτο, ο Χριστός στον τάφο. Μεγάλη Κυριακή, Χριστός Ανέστη χριστιανοί»
(σελ. 121).
Φαντάζομαι ότι για τις
περισσότερες μέρες λέγαμε ακριβώς τα ίδια και στην Κρήτη, σίγουρα όμως όχι για
όλες. Τουλάχιστον όχι για τη Μεγάλη Κυριακή, για την οποία θυμάμαι ότι εμείς λέγαμε:
Καλλιτσούνες και ρακή.
Τα διηγήματα αυτά
είναι ιδιαίτερα συγκινητικά. Ο συγγραφέας με την επιδέξια γραφή του καταφέρνει
να μεταδώσει στον αναγνώστη τη δική του συγκίνηση. Γιατί, αυτό που γράφει για
έναν από τους ήρωές του, ισχύει στο ακέραιο και για τον ίδιο: «Ο ανθρώπινος πόνος
κι η δυστυχία τον άγγιζαν στα μύχια της ψυχής του» (σελ. 65).
No comments:
Post a Comment