Τα κουκιά
Ψάχνοντας μια
φωτογραφία στα «Διάφορα» στο blog
μου έπεσα πάνω στην παρακάτω ανάρτηση, με ημερομηνία 2 Νοεμβρίου 2011. Κάνω
αντιγραφή και επικόλληση.
«Δεν ξαναψήνω μπλιο κουκιά, δε στένω μπλιο τσικάλι
εκάηκα τη μια φορά να μη καώ την άλλη
Άκουσα με συγκίνηση τη μαντινιάδα αυτή στο Τρίτο πρόγραμμα, στην εκπομπή του Σόλωνα Μιχαηλίδη. Ο Μιχαηλίδης μας είπε ότι ο Δημήτρης Μητρόπουλος την άκουσε από έναν λυράρη, του άρεσε πάρα πολύ η μουσική, και από αυτήν εμπνεύστηκε το έργο του «Κρητική γιορτή», που το ακούσαμε σε ενορχήστρωση Νίκου Σκαλκώτα, δεν θυμάμαι όμως από ποια ορχήστρα. Σαν σήμερα πέθανε ο Μητρόπουλος, 2-11-1960, σε ηλικία 64 ετών.
Την μαντινιάδα αυτή την άκουσα με πόνο ψυχής από τον πατέρα μου, λίγες βδομάδες πριν πεθάνει. Ζούσε για χρόνια στην Κρήτη μόνος, μετά το θάνατο της μητέρας μου. Του έλεγα ότι μπορεί να έλθει να μείνει μαζί μας όποτε νομίζει ότι δεν μπορεί πια να τα καταφέρνει μόνος του. Ερχόταν όταν ήταν άρρωστος, αλλά μόλις ένοιωθε καλά, σε κανένα μήνα περίπου, έφευγε για την Κρήτη. «Δεν κάνω εγώ σ’ αυτή τη φυλακή», μου έλεγε. Δεν τον πίεζα. Στα 85 του όμως, το 1988, υποφέροντας από βρογχικό άσθμα, αποφάσισε να ζήσει μαζί μας οριστικά. Με τη λαχτάρα όμως της καλοκαιρινής επιστροφής στην Κρήτη.
Έζησε άλλα 9 χρόνια. Παρά τις τέσσερις εγχειρήσεις, καταρράκτη και γλαύκωμα σε κάθε μάτι, καθώς ήταν πολύ γέρος, έχασε σταδιακά το φως του. Δεν τυφλώθηκε, αυτοεξυπηρετείτο, έβλεπε ακόμη και το χάπι της πίεσης πάνω στο τραπέζι και το έπαιρνε, όμως στο τέλος είχε βαρεθεί τη ζωή του, και ήθελε να φύγει. Προσπαθούσα όσο μπορούσα να τον ενθαρρύνω. Τότε μου είπε την μαντινιάδα:
Άκουσα με συγκίνηση τη μαντινιάδα αυτή στο Τρίτο πρόγραμμα, στην εκπομπή του Σόλωνα Μιχαηλίδη. Ο Μιχαηλίδης μας είπε ότι ο Δημήτρης Μητρόπουλος την άκουσε από έναν λυράρη, του άρεσε πάρα πολύ η μουσική, και από αυτήν εμπνεύστηκε το έργο του «Κρητική γιορτή», που το ακούσαμε σε ενορχήστρωση Νίκου Σκαλκώτα, δεν θυμάμαι όμως από ποια ορχήστρα. Σαν σήμερα πέθανε ο Μητρόπουλος, 2-11-1960, σε ηλικία 64 ετών.
Την μαντινιάδα αυτή την άκουσα με πόνο ψυχής από τον πατέρα μου, λίγες βδομάδες πριν πεθάνει. Ζούσε για χρόνια στην Κρήτη μόνος, μετά το θάνατο της μητέρας μου. Του έλεγα ότι μπορεί να έλθει να μείνει μαζί μας όποτε νομίζει ότι δεν μπορεί πια να τα καταφέρνει μόνος του. Ερχόταν όταν ήταν άρρωστος, αλλά μόλις ένοιωθε καλά, σε κανένα μήνα περίπου, έφευγε για την Κρήτη. «Δεν κάνω εγώ σ’ αυτή τη φυλακή», μου έλεγε. Δεν τον πίεζα. Στα 85 του όμως, το 1988, υποφέροντας από βρογχικό άσθμα, αποφάσισε να ζήσει μαζί μας οριστικά. Με τη λαχτάρα όμως της καλοκαιρινής επιστροφής στην Κρήτη.
Έζησε άλλα 9 χρόνια. Παρά τις τέσσερις εγχειρήσεις, καταρράκτη και γλαύκωμα σε κάθε μάτι, καθώς ήταν πολύ γέρος, έχασε σταδιακά το φως του. Δεν τυφλώθηκε, αυτοεξυπηρετείτο, έβλεπε ακόμη και το χάπι της πίεσης πάνω στο τραπέζι και το έπαιρνε, όμως στο τέλος είχε βαρεθεί τη ζωή του, και ήθελε να φύγει. Προσπαθούσα όσο μπορούσα να τον ενθαρρύνω. Τότε μου είπε την μαντινιάδα:
Δεν ξαναψήνω μπλιο κουκιά δεν στένω μπλιο τσικάλι
εκάηκα τη μια φορά να μην καώ την άλλη»
Το «στένω»,
συμπληρώνω τώρα, είναι το «στήνω», που με την προσωδιακή προφορά των προγόνων μας
το ήτα ως μακρύ προφερόταν ως διπλό «ε».
No comments:
Post a Comment