Γιάννης Καλπούζος, Ιμαρέτ, Μεταίχμιο 2008, σελ. 559
Το έχω ξαναγράψει,
δεν αγοράζω πια βιβλία, όχι μόνο εξαιτίας της κρίσης, όχι μόνο γιατί πρέπει να
διαβάσω βιβλία φίλων, όχι μόνο γιατί έχω άλλα σε προτεραιότητα, όχι μόνο γιατί
βρίσκω τζάμπα βιβλία στο διαδίκτυο, αλλά και γιατί έχω ένα σωρό βιβλία, που και
στο προσδόκιμο ζωής να φτάσω δεν θα προλάβω να τα διαβάσω. Όμως όταν ξέρω ότι
ένα βιβλίο είναι καλό και διαπιστώνω ότι το έχει κάποιος φίλος μου, του ζητώ να
μου το δανείσει, εφόσον δεν τον πειράζει να κάνω υπογραμμίσεις. Για το
«Ιμαρέτ», εκτός του ότι πήρε το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ, κάποιοι φίλοι που
το διάβασαν μου είπαν καλά λόγια γι’ αυτό. Έτσι όταν ο φίλος μου ο Γιώργος ο
Βοϊκλής μου είπε ότι το έχει, του ζήτησα να μου το δανείσει. Και μου το
δάνεισε. Και ήταν πραγματική έκπληξη για
μένα, γιατί το βρήκα πολύ καλύτερο από ό,τι περίμενα.
Θα ξεκινήσω με κάτι
ανορθόδοξο: θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Γουδέλη «Το ωραίο
ατύχημα» που διαβάζω τώρα: «Το ζήτημα είναι παμπάλαιο αλλά παρόν: η γλώσσα
προηγείται ή το στόρι;» (σελ. 37).
Έχω ξαναγράψει
σχετικά με αυτό το ζήτημα. Σε ένα βιβλίο σπάνια πάνε και τα δυο μαζί. Στον
«Οδυσσέα» του Τζόυς προηγείται η γλώσσα, το στόρι είναι υποτυπώδες. Όμως σε ένα
μυθιστόρημα με συναρπαστική πλοκή είναι αναπόφευκτο να προηγείται το στόρι,
γιατί μια γλώσσα α λα Τζόυς σίγουρα θα το έπνιγε. Για παράδειγμα στον «Εξωμότη»
του José Manuel Fajardo που
διάβασα πρόσφατα, η γλώσσα υποχωρεί μπροστά στη συναρπαστική πλοκή. Και το
φέρνω αυτό σαν παράδειγμα, γιατί το βιβλίο του Καλπούζου πιστεύω ότι είναι πολύ
καλύτερο. Όμως ο Φαχάρδο έχει το πλεονέκτημα ότι γράφει σε μια γλώσσα που την
μιλάνε πολλά εκατομμύρια, όλες οι χώρες της Λατινικής Αμερικής εκτός της
Βραζιλίας και η Ισπανία, σε αντίθεση με τα νέα ελληνικά. Διαβάζω σε σελίδα του
εκδοτικού οίκου ότι μεταφράζεται στα ιταλικά και στα πολωνικά. Ελπίζω να
μεταφραστεί και στις κύριες γλώσσες, αγγλικά και ισπανικά. Και φυσικά στα τούρκικα.
Πιο συναρπαστικός
στην πλοκή από τον Φαχάρδο, με πιο
πλούσια ιστορικο-ανθρωπολογικά στοιχεία, και με «θέση» που απουσιάζει στον
Φαχάρδο, ο Καλπούζος με μάγεψε με αυτό του το μυθιστόρημα.
Και η θέση;
Την εκφράζει με
άμεσο τρόπο ο θυμόσοφος παππούς Ισμαήλ, δίνοντας στη λέξη Ιμαρέτ (φιλανθρωπικά
ιδρύματα που πρόσφεραν τροφή σε ταξιδιώτες και λειτουργούσαν και ως
ορφανοτροφεία, διαβάζουμε στο γλωσσάρι με τις τούρκικες λέξεις στο τέλος του
βιβλίου) μια μεταφορική σημασία:
« Ένα
Ιμαρέτ είναι η γη. Το Ιμαρέτ του Θεού. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι
ταξιδιώτες της ζωής που μας φιλοξενεί. Μας τρέφει, ανοίγει την αγκαλιά του, μας
δέχεται και μας επιτρέπει να απολαύσουμε τη ζωή. Κι εμείς θαρρούμε πως το
διαφεντεύουμε......Μας άφησε ο Θεός αυτό το Ιμαρέτ να το διαχειριστούμε κι
εμείς αρπάζουμε, κλέβουμε, αδικούμε, εκμεταλλευόμαστε, διεκδικούμε όλο και
περισσότερα, μέχρι την ώρα που θα επιστρέψουμε το τομάρι μας εκεί που ανήκει,
στο χώμα. Και θα αξίζει τότε με όσο ενός βοδιού ή ενός προβάτου, τίποτε
παραπάνω» (σελ. 111-112).
Η θέση αυτή βέβαια
αναπτύσσεται και μέσω της πλοκής, με τη φιλία του τούρκου Νετζίπ και του έλληνα
Λιόντου τον οποίο θήλασε η μάνα του Νετζίπ, και με τις περιπέτειες στις οποίες
ενεπλάκησαν οι δυο φίλοι.
Ο Καλπούζος μιλάει
διεξοδικά για το μυθιστόρημά του στον παραπάνω σύνδεσμο στον οποίο και
παραπέμπω, και εδώ θα πω μόνο ότι η πλοκή διαδραματίζεται στην Άρτα, στο
μεγαλύτερο μέρος της πριν το 1881, χρονιά κατά την οποία ενσωματώθηκε στην
Ελλάδα, και ότι περιέχει άφθονα λαογραφικά στοιχεία.
Η πόλωση στις σχέσεις δυο
κοινοτήτων είναι είδηση, όχι όμως και οι φιλικές τους σχέσεις σε εποχές
ειρηνικές, δημιουργώντας την ψευδή εντύπωση ότι οι σχέσεις τους ήταν πάντα
τεταμένες. Αυτές τις ειρηνικές σχέσεις των δύο κοινοτήτων, της τουρκικής και
της ελληνικής, περιγράφει στο μυθιστόρημά του ο Καλπούζος. Τούρκοι πήγαινα στα
γλέντια των χριστιανών το Πάσχα και τις άλλες γιορτές, και χριστιανοί
γλεντούσαν με τους τούρκους στο Ραμαζάνι και στο Μπαϊράμι. Και οι τούρκοι δεν παρέλειπαν
να κάνουν τάματα και προσφορές και στους χριστιανούς αγίους-δεν ξέρεις καμιά
φορά τι γίνεται. Πριν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, που μπήκε πάλι το
ζήτημα της ενσωμάτωσης της Άρτας στον εθνικό κορμό με αποτέλεσμα να οξυνθούν
κάπως οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο κοινότητες, οι εντάσεις είχαν να κάνουν με
την αγανάκτηση και τις αντιδράσεις των δουλοπάροικων ενάντια στην καταπίεση,
τόσο του οθωμανικού κράτους όσο και των τσιφλικάδων. Και ο πιο στυγνός εκμεταλλευτής
τσιφλικάς της περιοχής δεν ήταν τούρκος αλλά έλληνας.
Θα παραθέσω τώρα κάποια
αποσπάσματα.
«Η μικρή εκκλησία
κατάμεστη, με συντριπτική υπεροχή των γυναικών. Επόμενο, αφού για όσες ανήκαν
στις μεσαίες και κατώτερες κοινωνικές τάξεις, και ιδιαίτερα τις νεαρές, ο
εκκλησιασμός αποτελούσε ευκαιρία εξόδου από το σπίτι και συναναστροφής στον
προαύλιο χώρο» (σελ. 131).
Τη θυμάμαι αυτή την
κατάσταση και στο χωριό μου. Εκείνη την εποχή, την εποχή των sixties, οι
γυναίκες δεν πήγαιναν στο καφενείο. Επίσης στην εκκλησία υπήρχε αυστηρός
διαχωρισμός των δύο φύλων: αριστερά οι γυναίκες, δεξιά οι άνδρες. Τώρα οι
γυναίκες και στο καφενείο πηγαίνουν και στα δεξιά μπορούν να καθίσουν με τους
άνδρες τους. Όχι όμως γυναίκες μόνες τους. Και με έκπληξη διαβάζω ότι «…οι
μουσουλμάνες απαγορευόταν να επισκέπτονται τα τζαμιά» (σελ. 166). Φαντάζομαι
για να μην περισπούν τους άντρες από την προσευχή τους και να τους βάζουν σε
πειρασμό.
Ο Καλπούζος όπως είπαμε παραθέτει
άφθονα λαογραφικά στοιχεία. Εδώ θα αναφέρω μόνο κάτι που αγνοούσα, και πιθανώς
να αγνοείτε και εσείς: «Ο πειναλέος Καραγκιόζης, με τον τεράστιο φαλλό, που
έφτανε να τον κουβαλά στον ώμο… οι αισχρολογίες και τα τολμηρά αστεία…» (σελ.
346). Μετά βέβαια ο Καραγκιόζης ελληνοποιήθηκε και έγινε πιο σεμνός, πριν
ξεπέσει σε θέαμα για παιδιά. Θυμάμαι όμως που ερχόταν καραγκιοζοπαίχτες στο
χωριό μας και έπαιζαν κάθε καλοκαίρι, για μια βδομάδα περίπου, στην πλατεία του
χωριού, για τους μεγάλους. Εμείς οι μικροί καθόμασταν σταυροπόδι μπροστά, για
να βλέπουμε καλύτερα. Κάποιοι από μας τρύπωναν χωρίς να κόψουν εισιτήριο.
«…και ξύρισα το μπροστινό
μέρος του κεφαλιού μου, όπως έκαναν όλοι οι επαναστάτες και οι κλέφτες από την
εποχή του 1821, αλλά και παλαιότερα και οι αρχαίοι Έλληνες, προκειμένου στις
συμπλοκές σώμα με σώμα να μην μπορούν οι εχθροί να τους αρπάζουν απ’ τα μαλλιά»
(σελ. 398).
Αναρωτιέμαι: γι’ αυτό
άραγε και οι σαμουράι είχαν κουρεμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους;
Καθόλου δεν αποκλείεται.
Κάποιες τούρκικες λέξεις
τις χρησιμοποιούμε σήμερα σαν βρισιά. Στα κρητικά η λέξη μαϊμούνι σημαίνει
μικρός πίθηκος. Όμως οι κρητικοί τη χρησιμοποιούν συχνά σαν βρισιά: «Ρε
μαϊμούνι». Δεν ήξερα ότι στα τούρκικα σημαίνει πίθηκος. Το έμαθα διαβάζοντας
τον τούρκικο τίτλο της ταινίας του Nuri
Bilge Ceylan «Οι τρεις πίθηκοι»: Üç Maymun. Όπως άλλωστε και το τσογλάνι, βρισιά στην
κοινή νεοελληνική, που χρόνια αργότερα έμαθα ότι σημαίνει στα τούρκικα παιδί. Διαβάζοντας
το Ιμαρέτ έμαθα ότι το «χαϊβάνι», άλλη ελληνική βρισιά, στα τούρκικα σημαίνει
ζώο.
Εξαιρετικό βιβλίο, όσοι
δεν το διαβάσατε σας συνιστώ να το διαβάσετε. Και εσείς που θα αναλάβετε την ΝΕΡΙΤ,
τη διάδοχο της ΕΡΤ, φροντίστε να το γυρίσετε σήριαλ. Αφού οι έλληνες έχουν
τέτοια μανία με τα τούρκικα, ευχαρίστως θα δουν ένα σήριαλ όπου ο ένας εκ των δύο
ηρώων είναι τούρκος.
2 comments:
Κυριε Δερμιτζάκη, το "Ιμαρέτ" είναι ένα εξαιρετικό ιστόρημα, σε πολλά επίπεδα. Χαίρομαι που τα ανέδειξες όλα.
Η ομολογία σου για τα πραγματικά προβλήματα του κριτικού, μου έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσω γιατί καάποια "Ιμαρέτ" μένουν μακρυά απο το αναγνωστικό κοινό για πολύ χρόνο.
Χαίρομαι που σου άρεσε Γιώργο, σ' ευχαριστώ
Post a Comment