4. Η σχέση μου με την πολιτική
Το κείμενο αυτό το γράφω με ελάχιστο
ενθουσιασμό. Όμως το υποσχέθηκα στη Μάρω, που ασχολείται με την ιστορία της
«οργάνωσης», όπως λέγαμε το αριστερό γκρουπούσκουλο στο οποίο συμμετείχα την
περίοδο αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Δεν θέλω να πλατειάσω, θέλω να ξεμπερδεύω
μαζί του όσο γίνεται πιο σύντομα, δηλαδή μέσα στη μέρα. Σήμερα το πρωί που
ξαφνικά με έπιασε το κέφι να το γράψω, με εγκατέλειψε πάλι εντελώς ξαφνικά.
Όμως τελικά αποφάσισα να το γράψω, μήπως αργότερα το μετανιώσω που δεν το
έγραψα, όπως και εκείνο το κείμενο για την ψυχοπαθολογία του επαναστάτη, πριν
εικοσιπέντε χρόνια, στο οποίο θα μιλούσα και για τις εμπειρίες μου με την οργάνωση.
Ο πατέρας μου ήταν παπανδρεϊκός. Μέχρι που ο
Γεώργιος Παπανδρέου έγινε πρωθυπουργός. Μετά στο σπίτι δεν τον έλεγε πια
Παπανδρέου αλλά παπατζή. Αλλά το ίνδαλμά του ήταν ο Πλαστήρας, και μου μετέδωσε
κι εμένα την αγάπη του γι’ αυτόν.
Παθιαζόταν με τα πολιτικά. Τσακωνόταν συχνά
στο καφενείο γι’ αυτά, και στη συνέχεια με τη μητέρα μου, που του έλεγε: -Μη
μιλάς στα καφενεία, θα χαντακώσεις το γιο σου. Αμέσως μετά τη δικτατορία, συζητώντας
μαζί της για την περίοδο της Καραμανλοκρατίας, με ρώτησε: -Καλά, δικτατορία δεν
είχαμε τότε;
Δεν ήταν βέβαια δικτατορία, αλλά ήξερε για
τις διώξεις των αριστερών, και προπαντός ανησυχούσε που κάθε τρεις και μια
καλούσαν τον πατέρα μου στο αστυνομικό τμήμα για να κάνει δήλωση.
Είχε κάνει πολλές φορές δήλωση, χωρίς κανένα
ενδοιασμό. Γυρνώντας μια από αυτές από το αστυνομικό τμήμα μάς είπε ότι είχε
γράψει στη δήλωσή του: «Ούτε ήμουνα, ούτε είμαι, ούτε θα είμαι κομμουνιστής.
Ήμουνα, είμαι και θα είμαι αγροτικός».
Είχε πολύ ανεπτυγμένη ταξική συνείδηση: ήταν
αγρότης.
Χρόνια αργότερα διάβασα ότι το αγροτικό κόμμα
ήταν το μόνο κόμμα το οποίο είχε συνεργαστεί με το ΚΚΕ στον εμφύλιο.
Εγώ βέβαια μεγάλωσα αγαπώντας την Ένωση
Κέντρου και αντιπαθώντας τη Δεξιά και τον Καραμανλή, αλλά χωρίς ιδιαίτερο
πάθος.
Και το παλάτι.
Την ιστορία την έχω αφηγηθεί στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την
αυτοκατανάλωση στην αγορά», από το οποίο κάνω αντιγραφή και επικόλληση.
«Στο σχολείο, πριν μπούμε μέσα στην τάξη, κάποιος
μαθητής έλεγε την προσευχή. Μετά όλοι οι μαθητές τραγουδάγαμε το «κύριε των
δυνάμεων, μεθ' ημών γενού. Άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν εν θλίψαισι ουκ έχομεν,
κύριε των δυνάμεων ελέησον ημάς». Στη θέση αυτού του ύμνου τη σαρακοστή
τραγουδάγαμε το «τη υπερμάχω». Ο μαθητής έκλεινε με το «δι ευχών» και μπαίναμε
στην τάξη, με την ελπίδα πως ο καλός θεός θα εισάκουγε την προσευχή μας και δεν
θα εισπράτταμε κανένα ξύλο, ή γιατί ήμασταν αδιάβαστοι ή γιατί πειράζαμε. Δεν
μπορούμε να πούμε πως μας άκουγε πάντα.
Την προσευχή που έλεγε ο μαθητής δεν τη
θυμάμαι. Ίσως να ήταν το «πάτερ ημών». Την λέγαμε δε με τη σειρά. Κάθε ένας που
ερχόταν η σειρά του, ανέβαινε τις σκάλες και στεκόταν στο υπερυψωμένο υπόστεγο
δίπλα στους δασκάλους. Αφού στοιχιζόμασταν κανονικά κατά τριάδες, όχι μπουλούκι
όπως στέκονται σήμερα οι μαθητές, του έκανε νόημα ο διευθυντής και άρχιζε.
Το άγχος του τερματοφύλακα μπροστά στην μπάλα
δεν είναι τίποτα μπροστά στο άγχος απέναντι στους συμμαθητές σου, προ παντός
τους μεγαλύτερους, που περιμένουν με λαχτάρα ένα κόμπιασμά σου, ένα λάθος σου,
για να ξεσπάσουν στα χάχανα. Κι εσύ τότε είσαι για να ανοίξει η γη να σε
καταπιεί.
Στο δημοτικό τα κατάφερα όσες φορές είπα
προσευχή, και δεν γέλασε κανείς. Στο γυμνάσιο όμως, και συγκεκριμένα στη
δευτέρα γυμνασίου, κυριολεκτικά θριάμβευσα.
Λέγαμε τότε μια προσευχή που κατέληγε:
«...κραταίωσον τον βασιλέα και το έθνος ημών
εν δόξη και ευημερία και ανάδειξον ημάς άξια τέκνα της Ελλάδος».
Πλησίαζαν οι μέρες να έρθει η σειρά μου, κι
εμένα το μυαλό μου συνέχεια γύριζε στην προσευχή. «Ακούς εκεί, πρώτα το βασιλιά
και μετά το έθνος. Απαράδεκτο». Στο τέλος είχα κάνει περισσότερες προόδους.
«Και γιατί το βασιλιά; Χαραμοφάηδες δεν είναι όλοι τους; Εις βάρος των λαών...,
κ.λπ. κ.λπ.». Έτσι όταν ήρθε η μέρα μου, ανεβαίνω πάνω και λέω «κραταίωσον το
έθνος ημών εν δόξη και ευημερία...». Το βασιλιά τον είχα παραλείψει.
Οι καθηγητές, ακόμη κι αν άκουσαν, έκαναν πως
δεν κατάλαβαν. Στο διάλειμμα ήρθαν και με συνεχάρηκαν μεγαλύτεροι μαθητές για
το θάρρος μου. Εγώ καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι».
Όμως κάποια στιγμή έγινα κομμουνιστής. Όχι
από αγάπη για τον αγωνιζόμενο λαό, για κοινωνική δικαιοσύνη, κ.λπ. όχι. Αυτό
έγινε όταν στα δεκατρία μου έπαψα να πιστεύω στο Θεό. Την πίστη στο Θεό τη
θεώρησα αφελή. Και καθώς ήξερα ότι οι κομμουνιστές δεν πίστευαν στο Θεό τους
συμπάθησα αμέσως. Έτσι έγινα κομμουνιστής.
Εκείνη την εποχή είχα ανακαλύψει τον
Ντοστογιέφσκι και άρχισα να τον διαβάζω μετά μανίας. Παρόλο που δεν είχα
διαβάσει ακόμη τη ρήση του, «Αν δεν υπάρχει θεός όλα επιτρέπονται», κάπως έτσι
ένοιωθα. Και ποια ήταν η πρώτη μου αντίδραση όταν σταμάτησα να πιστεύω; Έπαψα
να βρίζω. Οι φίλοι μου κατέβαζαν χριστοπαναγίες με το παραμικρό, όμως εγώ σταμάτησα
να βρίζω εντελώς. Αν δεν υπάρχει ο φόβος του Θεού για να μας σταματάει –σιγά το
φόβο δηλαδή- θα πρέπει να σταματάμε μόνοι μας έχοντας μια υψηλή αίσθηση του τι
είναι σωστό και τι όχι. Αυτό βέβαια κράτησε για κανένα δυο χρόνια, τότε που ο
αθεϊσμός μου ήταν θρησκεία. Όταν έπαψε να είναι, ξανάρχισα πάλι το βρισίδι.
Ο αθεϊσμός για πολλούς είναι θρησκεία. Για
μένα δεν είναι. Ο γαμπρός αγαπητής φίλης δήλωνε πάνω στην ταυτότητά του
«άθεος». Δεν ένοιωσα έκπληξη όταν μου είπε πως αργότερα, αφού παντρεύτηκε την
αδελφή της, έγινε παπάς. Ο Σαούλ εύκολα γίνεται Παύλος.
Ποτέ δεν έκανα μπαντιγιέρα τον αθεϊσμό μου, και
όταν παντρεύτηκα ούτε κατά διάνοια σκέφτηκα να κάνω πολιτικό γάμο, τρέφοντας
σεβασμό στην παράδοση, σε αντίθεση με αρκετούς αριστερούς. Τώρα βέβαια έχω
ξεφύγει από το κυρίαρχο παράδειγμα του δίπολου «αθεϊσμός/ πίστη στο θεό», όπως
«υλισμός/ ιδεαλισμός», το μανιχαϊστικό δίπολο της αριστεράς. Αν με ρωτήσει
κανείς σήμερα σε τι πιστεύω, η πιο απλή απάντηση που θα μπορούσα να του δώσω
είναι ότι πιστεύω στους εξωγήινους. Μια πιο κοντινή στην απάντηση που δίνουν πάρα πολλοί όταν τους κάνουν την ερώτηση αν πιστεύουν στο Θεό, «Πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη», είναι «Πιστεύω σε πολλές ανώτερες δυνάμεις». Μια πιο πλήρη απάντηση δίνω βέβαια στο
μυθιστόρημά μου «Το μυστικό των εξωγήινων», γραμμένο το καλοκαίρου του 1990, για το οποίο δεν ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ να βρω εκδότη. Έχω
βάλει ως υπότιτλο σ’ αυτό το βιβλίο «Ίσως να ’ναι κι έτσι». Τότε, παγιδευμένος
στο παραπάνω δίπολο, θεωρούσα το μυθιστόρημά μου αυτό σαν έργο καθαρά
επιστημονικής φαντασίας. Τώρα την ιδέα που υπάρχει σ’ αυτό τη θεωρώ σαν την πιο
πιθανή εκδοχή.
Όμως με την μαρξιστική φιλολογία ήλθα σε
επαφή αρκετά αργότερα. Στο βιβλιοπωλείο της κυρίας Αεράκη στην Ιεράπετρα, που
ήταν ταυτόχρονα και πρακτορείο εφημερίδων, ήλθε αρκετός Ντοστογιέφσκι, αρκετός
Νίτσε, και κάποια άλλα μυθιστορήματα όπως «Η πείνα» του Κνουτ Χαμσούν, «Ανατολικός
και δυτικός άνεμος» της Περλ Μπακ, και πολλές πεζές μεταφράσεις έργων του
Σαίξπηρ. Όμως κάποτε ήλθε ένας πλανόδιος βιβλιοπώλης, λίγο πριν τη δικτατορία,
και στο πεζοδρόμιο στο κτίριο όπου τώρα βρίσκεται η καφετέρια του Βετεράνου
είχε αραδιάσει ένα σωρό βιβλία. Αγόρασα μπόλικο Νίτσε και τον «Διαλεκτικό
υλισμό» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Με αυτό το βιβλίο πρωτάρχισα τη
μαθητεία μου στον μαρξισμό. Αργότερα, φοιτητής στην Αθήνα, ήλθα σε επαφή και με
τους κλασσικούς του μαρξισμού. Το «Κεφάλαιο» δεν το διάβασα, η τιμή του
παραήταν τσουχτερή για το βαλάντιό μου, όμως διάβασα πολλά άλλα βιβλία του Μαρξ
και του Έγκελς. Αντίθετα, όπως θυμάμαι, διάβασα πολύ λίγο Λένιν. Με ενδιέφερε
πάντα περισσότερο η φιλοσοφική σκέψη του Μαρξ και του Έγκελς από ότι η πολιτική
σκέψη του Λένιν.
Η δικτατορία με βρήκε πεπεισμένο μαρξιστή και
ΚΚΕ. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος του ΚΚΕ, για έναν απλό λόγο: δεν βρέθηκα ποτέ στο
δρόμο κανενός οργανωμένου κομμουνιστή για να με στρατολογήσει. Όμως μπόρεσα και
επηρέασα φίλους προς την αριστερά. Ένας κολλητός μου έγινε αργότερα Κνίτης, προς
μεγάλη απελπισία του πατέρα του.
Θυμάμαι, ήταν δικτατορία, και εγώ του έκανα
κατήχηση με ανοιχτό το παράθυρο, μέχρι περασμένα μεσάνυχτα. Την επομένη με
συμβούλεψε η θυρωρός της πολυκατοικίας, όταν συζητάω με φίλους να έχω κλειστό
το παράθυρο. –Γιατί, ακουγόταν τι λέγαμε; -Τα πάντα, τα πάντα, μου είπε με
νόημα.
Άρχισα να ψιλοανησυχώ. Όμως δεν έγινε τίποτα.
Δεν πέσαμε πάνω σε κανένα καρφί.
Πέρα από το να μιλάω για μαρξισμό σε πολύ
στενούς φίλους δεν έκανα καμιά από τις λεγόμενες «αντιστασιακές πράξεις». Δεν
ήμουν εξάλλου οργανωμένος, για τον απλούστατο λόγο ότι, σε συνθήκες παρανομίας,
καμιά αντιστασιακή οργάνωση δεν έπεσε πάνω μου ούτε εγώ πάνω της. Θεωρούσα
βέβαια τον εαυτό μου ΚΚΕ.
Μια αντιστασιακή πράξη, αν μπορούμε να τη
χαρακτηρίσουμε έτσι, την έκανα μεθυσμένος. Με το φίλο μου το Θόδωρα και
κάποιους άλλους είχαμε πάει στον Παχύ Άμμο, στην ταβέρνα που της έδωσαν το
όνομα Ισραήλ γιατί σ’ αυτή έτρωγαν κάποιοι ισραηλινοί αεροπόροι που δούλευαν
τότε στα ψεκαστικά αεροπλάνα, πριν απαγορευτούν οι αεροψεκασμοί. Ο μεζές ήταν
μια λεκανίδα χοχλιοί.
Αφού μεθύσαμε για καλά πήγαμε στο λιμάνι.
Εκεί πήρα μια πέτρα και χάραξα πάνω στον σοβά του τοίχου του μουράγιου, με
μεγάλα κεφαλαία γράμματα, ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ. Ταυτόχρονα τραγουδάγαμε, τι άλλο
βέβαια; Θοδωράκη.
Δυο τρεις μέρες αργότερα ήμουν κρυωμένος με
πυρετό. Έγραψα τότε ένα ποίημα για εκείνο το «ανδραγάθημα». Δεν το θυμάμαι όλο,
το έχω γραμμένο στο ημερολόγιό μου στην Κρήτη, αλλά θυμάμαι αρκετό (το
συμπληρώνω τώρα το Πάσχα, που βρίσκομαι στην Κρήτη).
Τσ’ αγιάς
Μαρίνας ’72
(Στην
Υβόνη, στην Εύη
και στο Θόδωρα)
«Κάτω απ’ τα παράθυρα των κοριτσιών μας
κάναμε
καντάδα τη λευτεριά.
Ανέφελη ήταν
η βραδιά
κι ασημωμένο
το μουράγιο της γλυφής παραλίας.
Τα κορίτσια
μεσ’ στον ύπνο τους
έδωσαν πέντε
στροφές στον καιρό
Το τοπίο
έμεινε το ίδιο-κι όμως αλλιώτικο.
Ο ζέφυρος της
ελπίδας δεν είχε ακόμα στερέψει – και το χαμόγελο.
Έπειτα μας
είδαν στ’ όνειρό τους
που με μια
πέτρα χαράζαμε το μέλλον
και
χαμογέλασαν· λίγο πιο κει ’βλεπαν τα καρυοφύλλια–
και σιμά τη μέρα
Και μας
τραγούδησαν αυτή την παραλλαγή
πάνω στο
αιώνιο θέμα της Ελλάδας.
Κάτω στις
κοιλάδες και στις ρεματιές
Η λευτεριά ’στησε
τον ξέφρενο χορό της, και στη
Χούφτα της
κρατάει το σπαθί
με τη φοβερή
την κόψη
και με μιαν
όψη που με βια μετράει τη γη».
Αλλάζοντας το φ με ν στη λέξη «χούφτα», και με
τις αρχικές λέξεις των δυο προηγούμενων στίχων έχουμε «Κάτω η Χούντα».
Αυτό το «Κάτω η Χούντα» έμεινε χαραγμένο για
καμιά δεκαπενταριά μέρες εκεί. Τα αστυνομικά όργανα δεν έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο.
Μετά το σκέπασαν με ασβέστη, κάτω από τον οποίο όμως διαβαζόταν και πάλι αρκετά
καθαρά. Ακούσαμε ότι υποπτεύονταν τον Ραϊνάκη από τη Βασιλική, αριστερό με
εξορίες. Φυσικά, χωρίς να έχουν αποδείξεις, δεν του έκαναν τίποτα.
Στη δικτατορία, όπως είπα, δεν οργανώθηκα σε
καμιά οργάνωση. Όταν ξεκινούσε το φοιτητικό κίνημα, εγώ δούλευα τα βράδια σε
φροντιστήριο αγγλικών. Και όταν ήταν στην κορύφωσή του, εγώ είχα τελειώσει το
πανεπιστήμιο. Στις 17 Νοέμβρη του 1972, ακριβώς ένα χρόνο πριν, γύριζα στην
Κρήτη, σημειώνοντας τη μέρα στο ημερολόγιό μου σαν μια από τις μέρες σταθμούς
της ζωής μου. Πού να ξέρω ότι η ίδια μέρα, ένα χρόνο μετά, θα γινόταν σταθμός
στην ιστορία της Ελλάδας.
Τέλος Γενάρη του 1973 επέστρεψα στην Αθήνα,
φιλοξενούμενος του Θοδωρή, για να φύγω σε λίγες μέρες για φαντάρος. Πρόλαβα και
παρευρέθηκα σε μια συνέλευση της Ένωσης Κρητών Φοιτητών, τότε που η αριστερά άλωνε
το διοικητικό της συμβούλιο. Μου είχε κάνει τότε ζωηρή εντύπωση η Ιωάννα η
Καρυστιάνη.
Τα γεγονότα της νομικής με βρήκαν στην
Κόρινθο. Ήμουν υποψήφιος έφεδρος ανθυπολοχαγός. Υπέγραψα ευχαρίστως το έντυπο
ότι δεν έχω σχέση με τον κομμουνισμό και ότι θαυμάζω την εθνοσωτήρια
επανάσταση. Ήθελα να είμαι «μέσα», από όπου θα μπορούσα να προσφέρω
περισσότερα, όταν θα ερχόταν η στιγμή. Γιατί ήμουνα πεπεισμένος ότι κάποτε θα
ερχόταν η στιγμή.
Έγινα αξιωματικός γιατί πείστηκα από τη
ξαδέλφη μου τη Μαρίκα να τηλεφωνήσω στο θείο μου τον Ανδρέα, που ήταν
αξιωματικός στο ΓΕΣ. –Γεια σου θείε, του λέω. –Τι κάνεις Μπάμπη, πού βρίσκεσαι;
με ρωτάει -Στην Κόρινθο, τώρα παρουσιάστηκα. –Δώσε μου τον αριθμό μητρώου σου,
ήταν η επόμενη κουβέντα του. Δεν χρειάστηκε καν να του ζητήσω να μεσολαβήσει.
Πολύ με αγαπούσε αυτός ο θείος μου. Αργότερα
καμάρωνε να διαβάζει κείμενά μου στην «Διέξοδο», ένα γεραπετρίτικο περιοδικό,
ψυχή του οποίου ήταν ο ξάδελφός μου ο Κωστής ο Δερμιτζάκης. Αργότερα έγινε
αντιδήμαρχος και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές είναι βουλευτής του ΣΥΡΡΙΖΑ. Συγγραφέας
κι αυτός, μας ένωνε η πνευματική συγγένεια περισσότερο από αυτή του αίματος.
Τον θείο μου τον πέτυχα στη δεύτερη άδεια μου
από την Κόρινθο στο σπίτι της ξαδέλφης μου. Μου είπε ότι κάθε αξιωματικός, και
ήταν όλοι τους καμιά εικοσαριά, είχαν κάπου εκατό χαρτάκια με ονόματα πάνω τους.
Αν δεν τον είχα πάρει τηλέφωνο, δεν είχα καμιά ελπίδα. Από αυτούς τους 2.000
περίπου που είχαν γλείψιμο θα γινόντουσαν ΔΕΑ λιγότεροι από τους μισούς, κάπου
920 άτομα.
Έγινα ΔΕΑ εφοδιασμού μεταφορών. Από μια ομάδα
30 πτυχιούχων, μόνο εγώ και ένας άλλος, από τον Άγιο Νικόλαο, πτυχιούχος του
Πολυτεχνείου, λύσαμε ένα πρόβλημα που είχε να κάνει με μεταφορές.
Μετά τη βασική εκπαίδευση στην Κόρινθο πήγα στη
Σπάρτη, στη Σχολή Αξιωματικών του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών
(ΣΑ/ΚΕΕΜ). Είχα γραφεί στο μεταξύ, ως απόφοιτος του Τμήματος Αγγλικών Σπουδών,
στο Φιλοσοφικό Τμήμα της Φιλοσοφικής, στο τρίτο έτος, και διάβαζα στις σκοπιές
για να περάσω μια φιλοσοφία, με την οποία θα περνούσα και μια δεύτερη με τον
ίδιο βαθμό γιατί ο καθηγητής που τη δίδασκε είχε πάει στην Αμερική,
εξασφαλίζοντας έτσι κατά κάποιο τρόπο τη χρονιά.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για τους πέντε
μήνες που πέρασα εκεί, όμως θα γράψω μόνο δυο πράγματα. Το πρώτο:
Σε έναν μόνο «συμμαθητή», που έγινε κολλητός
μου, εκμυστηρεύτηκα, σήμερα σκέφτομαι ίσως αφελώς, τα αντιδικτατορικά μου
φρονήματα. Όχι, δεν με κάρφωσε. Και δυστυχώς πέθανε μετά από ένα χρόνο αφού
απολυθήκαμε από πνευμονία. Ήταν δασολόγος, και σε κάποιο δάσος όπου είχε πάει
τον έπιασαν τα πρωτοβρόχια, απροετοίμαστο. Πέτρου Ζήσης το όνομά του. Ας είναι
ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει.
Και το δεύτερο:
Στη σχολή μας έκαναν διάφορα καψόνια. Όμως
υπήρχε εθιμικά ένα φοβερό καψόνι, μια φορά για κάθε ΕΣΟ, ο λεγόμενος όρχος. Γινόταν
στον όρχο (χώρο στάθμευσης των οχημάτων), και γι’ αυτό πήρε αυτό το όνομα.
Ήταν κάτι το ασύλληπτο, κάτι που δεν
μπορούσαμε να το διανοηθούμε. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπό μας, όλοι
οι μύες μας πονούσαν αφάνταστα, και νομίζαμε ότι όπου να ’ναι θα αφήναμε την
τελευταία μας πνοή. Όμως το φοβερό αυτό καψόνι μου άφησε ένα μεγάλο δίδαγμα
ζωής: Ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει πολύ περισσότερα από ό,τι μπορεί να
φανταστεί. Οι αντοχές του είναι πολύ μεγαλύτερες από όσο νομίζει.
Μετά τη σχολή πήγα στην Κοζάνη, όπου κάθισα επτά
μήνες. Έμενα σε ένα τριάρι με δυο άλλους συναδέλφους. Θυμάμαι, ήταν μετά τα
γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ένας συνάδελφος είχε μόλις γυρίσει από την Αθήνα,
όπου είχε πάει με άδεια. Κουρασμένος, τον είχε πάρει ο ύπνος. Όμως είχε ξεχάσει
να κλείσει το κασετόφωνό του. Πλησιάζοντας στην πόρτα του δωματίου του ακούω: «Εδώ
Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων
αγωνιζόμενων φοιτητών, ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων
ελλήνων». Είχε ηχογραφήσει τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου. Ούτε εγώ
ούτε ο άλλος συνάδελφος υπήρχε περίπτωση να τον καρφώσουμε.
Μετά από επτά μήνες πήρα μετάθεση για τη
Λάρισα. Ήταν το Πάσχα του 1974. Το φύλο πορείας μου έλεγε ότι έπρεπε να
παρουσιαστώ το Μεγάλο Σάββατο, που τότε δεν ήταν ακόμη αργία αλλά ημιαργία. Εγώ
παρουσιάστηκα τη Δευτέρα, αφού πήγα πρώτα στην Κρήτη. Ο διοικητής μου,
βλέποντας την απουσία μου και επειδή φοβήθηκε, με δήλωσε αγνοούμενο. Ο λόγος; Ένας
άλλος διοικητής δεν δήλωσε έναν φαντάρο που δεν γύρισε από την άδεια του, για
να μην τον κάψει. Φαντάστηκε ότι θέλησε να πάρει μερικές μέρες ακόμη «από τη
σημαία». Μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, με τη χώρα σε κατάσταση γενικής
επιστράτευσης, με δυο μέρες αδικαιολόγητης απουσίας κηρυσσόσουν λιποτάκτης. Ο
στρατιώτης αυτός βρέθηκε αργότερα μέσα σε ένα πηγάδι νεκρός. Είχε αυτοκτονήσει.
Φυσικά ο διοικητής του βρήκε τον μπελά του, και όπως ήταν φυσικό ο δικός μου
διοικητής φοβήθηκε, μη του τύχει κάτι παρόμοιο.
Ένας λόγος που πήγα στην Κρήτη ήταν από
αγανάκτηση. Ο διοικητής μου αρνήθηκε να μου δώσει μια μέρα οδοιπορικά, ενώ είχε
δώσει σε άλλους, ξεχνώντας ότι έκανα δωρεάν φροντιστήριο αγγλικών στον ανιψιό
του. Αυτή την αγανάκτηση την πλήρωσα. Κηρύχτηκα λιποτάκτης. Έπρεπε να περάσω
στρατοδικείο. Θα γινόταν βέβαια προανάκριση. Όταν πήγα να παρουσιαστώ για την
προανάκριση, ρώτησα τον ανακριτή αν θα μπορούσα να πάω μετά στην Αθήνα να δώσω
κάτι μαθήματα που χρωστούσα. Μου είπε να πάω να δώσω τα μαθήματα, και μετά θα με
ανακρίνει.
Μου έκανε μεγάλη χάρη. Το έμαθα μετά. Με την
προανάκριση πήγαινα αμέσως φυλακή. Όλοι με λυπόντουσαν που βρέθηκα έτσι
στριμωγμένος για την απουσία μόνο μιας μέρας, και μάλιστα ημιαργίας. Αλλά οι
νόμοι είναι νόμοι. Έτσι, κάπου την πρώτη βδομάδα του Ιούλη του 1974 βρέθηκα
στις Στρατιωτικές Φυλακές Λαρίσης. Όμως δεν με έβαλαν μέσα στη φυλακή, αλλά σε
ένα δωματιάκι δίπλα στη φρουρά.
Πέρασα ωραιότατες διακοπές. Τη μέρα διάβαζα
φιλοσοφία και το βράδυ έπινα ρακές με τους στρατιώτες της φρουράς. Πριν λίγες
μέρες μου είχαν στείλει δέμα οι γονείς μου.
Η δίκη μου είχε οριστεί για την Τρίτη 16
Ιουλίου. Με ρωτούσαν πώς νοιώθω. Τους έλεγα χαριτολογώντας ότι δεν φοβάμαι το
θάνατο, αλλά αυτή η καθαίρεση είναι ατιμωτική (η μεγαλύτερη ποινή τότε, για αξιωματικούς,
ήταν εις θάνατον και καθαίρεση). Περιττό βέβαια να πω ότι αν τους περνούσε από
το μυαλό να κάνουν μια έρευνα στο διαμέρισμά μου και έβλεπαν σωριασμένα πάνω
στο τραπέζι τα βιβλία του Μαρξ και του Έγκελς δεν θα ήταν απίθανο να
καταδικαστώ σε μια τέτοια ποινή, αν και το πιο πιθανόν θα ήταν να καταδικαστώ
σε πολύχρονη φυλάκιση. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τα βάλω μέσα σε
κούτες, κάτω από άλλα αθώα βιβλία, και αυτό έκανα· για την περίπτωση βέβαια
μιας ανεπιθύμητης επίσκεψης, γιατί δεν ήμουν ύποπτος για να μου γίνει έρευνα. Πάντως
ούτε που μου πέρασε η σκέψη να τα πετάξω στα σκουπίδια. Τα βιβλία αυτά τα είχα
σαν ευαγγέλια.
Στη δίκη με υπερασπίστηκε καλύτερα ο
εισαγγελέας (Ρενιέρης, από τα Χανιά, δεν θυμάμαι το μικρό του) από ότι ο
δικηγόρος μου, ο κος Μαρκατάς. Αθωώθηκα λόγω συγγνωστής πλάνης (πήγα να δω την
άρρωστη μητέρα μου, που δεν ήταν ψέμα).
Ετοιμαζόμουν να κατεβώ στην Αθήνα για το
Σαββατοκύριακο, να γλεντήσω την αθώωσή μου με το φίλο μου το Θόδωρα που με
φιλοξενούσε και τους άλλους φίλους. Το λέω το Σάββατο το πρωί στο διοικητή μου,
τον κ. Γκίνη, όμως αυτός μου λέει –Περίμενε, γιατί κάτι λέει το ραδιόφωνο.
Αυτό που έλεγε το ραδιόφωνο ήταν η τουρκική
εισβολή στην Κύπρο. Το μεσημέρι βρισκόμασταν ήδη στο χώρο διασποράς. Το γλέντι
αναβλήθηκε επ’ αόριστον.
Λίγο μετά ήλθε ο Καραμανλής. Όμως η
εξασφάλιση της δημοκρατικής μετάβασης δεν ήταν ακόμη σίγουρη. Ο Καραμανλής, από
ό,τι θυμάμαι, κοιμόταν κάθε βράδυ και σε άλλο μέρος.
Πολλοί καταφέρθηκαν ενάντια στο Μίκη που είπε
«Καραμανλής ή τανκς».
Θα καταθέσω τη δική μου μαρτυρία.
Στο στρατόπεδό μας υπήρχε ένας διοικητής,
κρητικός, που φοβάμαι να γράψω το όνομά του. Τον ξέραμε σφοδρό αντικομουνιστή
και υπέρμαχο της χούντας. Εκείνη την εποχή μια ομάδα αξιωματικών στη Λάρισα
συνωμοτούσε ενάντια στον Καραμανλή. Στην ομάδα αυτή είχαν μυήσει και τον
παραπάνω αξιωματικό. Αυτός όμως, όπως μάθαμε αργότερα, ήλθε αμέσως σε επαφή με
το ΓΕΣ. Του συνέστησαν να μείνει στην ομάδα και να τους ενημερώνει για τις
κινήσεις της. Κάποια στιγμή τους συνέλαβαν. Αναρωτιέμαι: αν στη θέση του
Καραμανλή ήταν ένας κεντρώος πολιτικός, ο αξιωματικός αυτός θα είχε καρφώσει τη
συνωμοσία; Και αν δεν την είχε καρφώσει, δεν θα ήταν πολύ πιθανόν να πετύχει; Ως
οικολόγος ανήκω στους realos, τους πολύ realos, και πιστεύω ότι εκείνη την εποχή ο
Καραμανλής ήταν η πιο ασφαλής λύση για μια ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία.
Μόλις βρέθηκα στη μονάδα μου στη Λάρισα, στο
Λόχο Διοικήσεως της Διοίκησης Συντηρήσεως Στρατιάς (ΔΣΣ), έψαξα να βρω πού θα
μείνω. Νοίκιασα ένα δωμάτιο σε ένα παλιό αρχοντικό. Σ’ αυτό είχαν γυριστεί, όπως
μου είπε η σπιτονοικοκυρά, και κάποιες σκηνές από μια ταινία της Βουγιουκλάκη.
Δεν ήταν αυτό που με έπεισε να νοικιάσω το δωμάτιο, αλλά το ότι ήταν πολύ
φτηνό. Ήθελα να μείνω μόνος μου, δεν ήθελα να έχω συγκάτοικο που να βλέπει τι
βιβλία διαβάζω. Το σπίτι ήταν χωρίς θέρμανση και, το χειρότερο, χωρίς
θερμοσίφωνα. Το χειμώνα έκανα μπάνιο στα δημόσια λουτρά. Τις κρύες νύχτες έβαζα
την ηλεκτρική σόμπα σε μια καρέκλα στραμμένη προς το κρεβάτι μου.
Στη μονάδα συνάντησα και τον μετέπειτα
ξάδελφό μου (παντρεύτηκε την ξαδέλφη μου την Πόπη), τον Κωστή τον Κοντοπόδη,
από τη Μακρυλιά της Ιεράπετρας. Γίναμε φίλοι. Τον βλέπω μια μέρα να είναι
ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και να διαβάζει ένα κόμικς. Εγώ, μη έχοντας τότε
καμιά εκτίμηση για τα κόμικς (αργότερα με τον Αστερίξ άλλαξα γνώμη) του λέω:
-Ρε Κωστή, αυτά βρήκες να διαβάζεις; Γιατί δεν διαβάζεις κανένα σοβαρό βιβλίο;
Και τι μου απαντάει;
-Εδώ στη μονάδα ήταν κάποιος που διάβαζε
σοβαρά βιβλία, και τώρα βρίσκεται στην ΕΣΑ και τρώει ξύλο.
Ήταν ο Θανάσης ο Πόραβος.
Είχα μεγάλη περιέργεια να γνωρίσω αυτόν τον
αγωνιστή που βασανιζόταν στην ΕΣΑ, και που τον περίμενε στρατοδικείο, και ένας
Θεός ξέρει πόσα χρόνια φυλακή. Όμως έπρεπε να περιμένω. Να περιμένω μέχρι τη
μεταπολίτευση. Που δεν άργησε, ήλθε τρεις περίπου μήνες αργότερα.
Φυσικά μόλις αποφυλακίστηκε τον πλησίασα. Με αντιμετώπισε
βέβαια με επιφύλαξη. Τον πήγα σπίτι μου, και του έδειξα τα μαρξιστικά μου
βιβλία. Οι επιφυλάξεις μειώθηκαν, και σε λίγο μου μίλησε για την οργάνωσή του.
Με έφερε σε επαφή. Σε μόνιμη επαφή με ένα φίλο που ήταν σε μια άλλη μονάδα, και
σε περιστασιακή με ένα στέλεχος, που με επισκεπτόταν περαστικός από τη Λάρισα.
Ήταν ο Κ., με τον οποίο γίναμε φίλοι, και παραμείναμε φίλοι, ακόμη και τότε που
εγώ έφυγα από την οργάνωση, και φυσικά και όταν έφυγε και αυτός λίγο αργότερα.
Μας ένωναν αρκετά κοινά πράγματα για τα οποία θα μιλήσω αργότερα.
Λίγο μετά τη μεταπολίτευση μας κάλεσαν σε μια
συνεδρίαση των αξιωματικών. Έπρεπε να προσέχουμε τους επίστρατους, πολλοί από
τους οποίους ήταν αριστεροί. Μας έδωσαν ένα κατάλογο με τα ονόματά τους. Οι
περισσότεροι ήταν φακελωμένοι ως αριστεροί εξαιτίας των γονιών τους. Όμως
υπήρχαν και τρεις με δράση. Έδωσα τα ονόματά τους στο φίλο μου το Θανάση, για
να έλθει σε επαφή μαζί τους.
Στη Λάρισα γνωρίστηκα και με μια ανεξάρτητη
ομάδα αριστερών, με τους οποίους έγινα φίλος. Απόλαυσα κρασί και πολιτικές
συζητήσεις σε ταβέρνες μαζί τους. Ένοιωθα κυριολεκτικά σαν δημόσιος υπάλληλος, υποχρεωμένος
να πηγαίνω στη δουλειά μου το πρωί, ενώ κάποιες μέρες έπρεπε να μένω και στο
στρατόπεδο για υπηρεσία.
Μπορεί να αθωώθηκα στο στρατοδικείο, όμως έφαγα
20 μέρες φυλακή, γιατί απαγγέλθηκε εναντίον μου κατηγορία και πέρασα
στρατοδικείο. Έτσι αντί να απολυθώ Ιούλιο και να απολαύσω το καλοκαίρι στην Κρήτη
απολύθηκα τέλη Αυγούστου με αποτέλεσμα να κάνω πολύ λίγα μπάνια. Έπρεπε να ανέβω
στην Αθήνα, να βρω σπίτι. Θα δούλευα στο φροντιστήριο της κας Πολυξένη-Μάρκου
που δούλεψα και τεταρτοετής φοιτητής (τριτοετής είχα δουλέψει στο φροντιστήριο
της κας Σπυριδάκου, στο Αιγάλεω). Αφού φιλοξενήθηκα λίγες μέρες στης ξαδέλφης
μου της Μαρίκας βρήκα τελικά μια γκαρσονιέρα στο Παγκράτι, όπου και
εγκαταστάθηκα. Εκεί κοντά έμενε ο φίλος μου ο Γιώργος ο Παπαδάκης, με τον οποίο
συγκατοικήσαμε τον επόμενο χρόνο. Ένα δυάρι στοίχιζε λιγότερο από δυο
γκαρσονιέρες.
Ήλθα σε επαφή με την οργάνωση. Είχα υπεύθυνο
τον Α. Στο φροντιστήριο δούλευα μόνο δυο μέρες την εβδομάδα, κατόπιν δικής μου
επιλογής. Οι οργανωτικές δουλειές γίνονταν μόνο το βράδυ, και δεν ήθελα να
αφιερώνω τέσσερα βράδια τη βδομάδα στο φροντιστήριο. Ταυτόχρονα έψαξα να βρω
και πρωινή δουλειά. Δουλειά προλετάριου.
Η οργάνωση τότε έδινε κατεύθυνση στα μέλη της
που ήσαν φοιτητές να δουλεύουν σαν εργάτες για να «προλεταριοποιηθούν», να
ζήσουν τη ζωή της εργατικής τάξης την οποία ήθελαν να ελευθερώσουν από το ζυγό
του καπιταλισμού ώστε να τη γνωρίσουν καλύτερα.
Βρήκα δουλειά σε ένα επιπλοποιείο. Η δουλειά
μου ήταν να τρίβω με γυαλόχαρτο το λούστρο από τα έπιπλα. Ήμουν μέσα στη σκόνη.
Σε όσους κάναμε αυτή τη δουλειά μας έδιναν και ένα μπουκάλι γάλα, που
υποτίθεται καθάριζε τα πνευμόνια.
Ήλθε το τέλος της εβδομάδας για να
πληρωθούμε. Στηθήκαμε στη σειρά. Θα παίρναμε 198 δραχμές. Έφτασε και η σειρά
μου. Ο επιστάτης μετρούσε τα λεφτά για να με πληρώσει. Του λέω: -Καλά, δεν
μπορούσατε να το στρογγυλέψετε σε 200 δραχμές; Με κοιτάζει καλά καλά, μου δίνει
τα λεφτά και μου λέει: -Εσύ να μην ξανάρθεις.
Δεν μπορούσε να υπάρξει πιο βίαιος τρόπος για
την ταξική μου συνειδητοποίηση. Όμως ταυτόχρονα η ζωή της εργατικής τάξης
άρχισε να μου φαντάζει ελάχιστα ελκυστική, πολύ λιγότερο από της αγροτικής από
την οποία προερχόμουν, όπου μπορεί να ήσουν εκτεθειμένος στις βροχές –το κύριο
εισόδημά μας ήταν το λάδι-όμως ταυτόχρονα βρισκόσουν μέσα στη φύση και στον
καθαρό αέρα.
Άρχισα να έχω οικονομικά προβλήματα. Δυο
μέρες φροντιστήριο τη βδομάδα δεν ήσαν καθόλου αρκετές για να μου καλύψουν τα
έξοδα, που ήταν βέβαια στοιχειώδη. Ευτυχώς τα Χριστούγεννα διορίστηκε η Άσπα,
την οποία είχα συστήσει στην κυρία Πολυξένη όταν πήγα φαντάρος και με
αντικατέστησε στο φροντιστήριο. Έτσι από την καινούρια χρονιά, το 1976, δούλευα
κανονικό τετραήμερο.
Στο Κέντρο Ζωής και Πολιτισμού στη Δάφνη όπου
δραστηριοποιούμουν είχα αναλάβει πολιτιστικές δραστηριότητες. Οι εκδηλώσεις που
έφτιαχνα ήταν κυρίως μουσικές. Θυμάμαι που είχα κάνει μια εκδήλωση για τα spirituals, και μια άλλη εκδήλωση, μουσική και εικόνα,
κατά την οποία προβάλαμε σλάιντς που είχα επιλέξει από τον πόλεμο ενώ
ταυτόχρονα ακουγόταν η μουσική από την 7η συμφωνία του Ντιμίτρι
Σοστακόβιτς. Έφαγα μια ποινή από την οργάνωση, νομίζω ήταν απλή μομφή, γιατί
λέει εξέθεσα το Κέντρο Ζωής και Πολιτισμού ως αριστερό στέκι. Ο κόσμος το ’χε
τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι.
Δυσκολεύομαι να γράψω λεπτομέρειες για την
οργάνωση, όμως θα γράψω ό,τι μπορώ. Ζούσαμε σε μικρογραφία αυτό που συνέβαινε
στις μεγάλες οργανώσεις, τις αποχωρήσεις και τις διαγραφές, που συχνά γίνονταν
με βίαιο τρόπο. Αυτό μας στοίχιζε ψυχολογικά, γιατί τα μέλη που έφευγαν ήταν
φίλοι μας, άλλοι πολύ κοντινοί, άλλοι λιγότερο. Ενώ αρχικά είχα την αντίληψη «Η
οργάνωση έχει πάντα δίκιο», πιστεύοντας ότι μόνο η πειθαρχία στη γραμμή
εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα στη δράση, άρχισα σιγά σιγά κι εγώ να έχω
τις αμφιβολίες μου. Έτσι ποτέ δεν απόκτησα τη λεγόμενη «οικονομική σύνδεση», να
δίνεις στην οργάνωση το μεροκάματό σου κι αυτή να σου δίνει αυτά που πρέπει να
ζήσεις, σύμφωνα με τις δικές της προδιαγραφές.
Ξαναδιαβάζοντας το παραπάνω κείμενο
αποφάσισα να γράψω δυο τρία πράγματα ακόμη, και πρώτα πρώτα την κεντρική ιδέα
του άρθρου που δεν έγραψα, για την ψυχοπαθολογία του επαναστάτη· η οποία
ξαναβγήκε στην επιφάνεια πριν λίγους μήνες, βλέποντας μια συνέντευξη του Τίτου Πατρίκιου
σε ένα αφιέρωμα στον ιρανό ποιητή Φερεϊντούν Φαριάντ. Ευτυχώς το είχα κρατήσει
σε βίντεο και έτσι μπορώ να το ξαναδώ τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ώστε να
γράψω ακριβώς αυτό που ανέφερε ο Πατρίκιος και με είχε εντυπωσιάσει. Του λέει,
μετά από χρόνια, ή μητέρα του.
«Παιδί μου, όταν είχες έλθει τότε με εκείνη
την άδεια (από την εξορία), ήσουν ο πιο αντιπαθητικός άνθρωπος που έχω δει στη
ζωή μου. Γιατί μας κοίταζες όλους σαν μύγες».
Την ίδια αίσθηση είχα κι εγώ βλέποντας το
ύφος και τη συμπεριφορά μελών και στελεχών της οργάνωσης: ότι ήσαν οι εκλεκτοί,
και οι άλλοι ήσαν μύγες. Την ίδια αίσθηση επίσης είχα κάθε φορά που έβλεπα τον
Φλωράκη να μιλάει στην τηλεόραση. Και οι
μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές πρέπει να νοιώθουν και αυτοί ότι είναι εκλεκτοί,
και μάλιστα του Θεού, για να σκοτώνουν έτσι ανενδοίαστα απλό κόσμο.
Το κεντρικό σημείο της ψυχοπαθολογίας του
επαναστάτη είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση, ότι είναι ο εκλεκτός. Και το ερώτημα:
νοιώθει ότι είναι εκλεκτός γιατί προβαίνει σε θυσίες (φυλακίσεις, εξορίες
κ.λπ.) για την αγάπη του για το λαό, ή προβαίνει σε αυτές τις θυσίες για να
νοιώθει εκλεκτός;
Ένα χαρακτηριστικό της οργάνωσης ήταν η
υποχρέωση για απόλυτη διαφάνεια μπροστά στους συντρόφους, ιδιαίτερα του ίδιου
κύκλου. Έλεγες τα πάντα για τη ζωή σου, όλα σου τα προβλήματα, τα οποία η
οργάνωση προσπαθούσε να σου λύσει. Αν δεν είχες φίλη, η οργάνωση αναλάμβανε να
σε ζευγαρώσει. Πολλά τέτοια ζευγαρώματα κατέληξαν αργότερα σε χωρισμούς και σε
διαζύγια, αν η σχέση είχε προχωρήσει σε γάμο. Επίσης έπρεπε να πεις αν πήδηξες
ή δεν πήδηξες στο μεσοδιάστημα των συναντήσεων του οργάνου την φίλη σου ή, αν
δεν είχες φίλη, πουτάνα σε μπουρδέλο. Αυτό το τελευταίο έπρεπε οι μεγάλοι, όσοι
δεν είχαν φίλη, να το επισκέπτονται οπωσδήποτε μια φορά την βδομάδα, ενώ οι
πιτσιρικάδες μια φορά το μήνα.
Επίσης ήσουν υποχρεωμένος να μιλήσεις και για
τυχόν σεξουαλικά σου προβλήματα· τα οποία βέβαια, αν ένας σύντροφος έφευγε από
την οργάνωση, μάλλον δεν θα είχε και πολλούς ενδοιασμούς να τα κοινοποιήσει,
αλλά και αντίστροφα. Μετά από χρόνια έμαθα για κάποια σεξουαλικά προβλήματα
φίλων, λύνοντας έτσι το αίνιγμα για κάποιες συμπεριφορές τους. Ένοιωσα άσχημα
που τα έμαθα.
Τελευταία ένας φίλος με τον οποίο ήμασταν στον
ίδιο κύκλο, και συγκάτοικοι για πάνω από ένα χρόνο, μου εξομολογήθηκε με ποιο
τρόπο τον διέγραψαν. Σε ελεύθερη συζήτηση με τον υπεύθυνο, του μετέφερε
κάποιους προβληματισμούς για την πορεία της οργάνωσης. Την επομένη του
ανακοινώθηκε η διαγραφή του. Ήταν ο «Φαλακρός
πράκτωρ», ας του δώσω ψευδώνυμο και όχι αρχικά.
Όμως ας συνεχίσουμε την αφήγησή μας.
Κάποια στιγμή έρχεται από τη Θεσσαλονίκη η
αδελφή του Γιώργη, έχοντας τελειώσει τις σπουδές της, κι εγώ έπρεπε να ψάξω να
βρω σπίτι. Έμεινα τελικά σε ένα τριάρι στην Καλλιθέα, μαζί με δυο άλλα μέλη του
κύκλου μου, τον Γιάννη και τον Θανάση, ενώ το τέταρτο μέλος, ο Κώστας, μας
επισκεπτόταν αρκετά συχνά. Ο Θανάσης είχε οικονομική σύνδεση. Όμως τα χρήματα
που έπρεπε να ξοδέψει για τη διατροφή του ήταν πολύ λίγα, ίσα ίσα που έφταναν
για κάτι παραπάνω από όσπρια και μακαρονάδα για όλη τη βδομάδα. Εμείς, θέλοντας
και μη, έπρεπε να ευθυγραμμιστούμε με τις προδιαγραφές της οργάνωσης για τη
διατροφή του.
Αργότερα έμεινα στο «Κοινόβιο» στο Καλαμάκι.
Ήταν μια πολυκατοικία της οργάνωσης στην οποία κατοικούσαν μέλη, είτε
παντρεμένοι είτε ελεύθεροι. Οι γυναίκες μαγείρευαν εκ περιτροπής και τρώγαμε
όλοι μαζί, σοσιαλιστικά, σε μια μίνι εκδοχή των συσσιτίων στην Κίνα που
καθιερώθηκαν μετά την επανάσταση, αλλά που δεν κράτησαν για πολύ. Εδώ δεν
υπήρχαν περιθώρια για παραμπούκισμα, έτρωγα υποχρεωτικά αυτό που έτρωγαν όλοι.
Σε τρεις μήνες είχα χάσει όλα τα περιττά κιλά (πάντα είχα μια τάση προς το
πάχος). Δεν υπήρχε ούτε γραμμάριο λίπους στη μέση μου.
Από το κοινόβιο εκδιωχθήκαμε βίαια εγώ και ο
Ηλίας με τον οποίο συγκατοικούσαμε. Θα παντρευόταν ο Ανέστης, θεός συγχωρέστον,
σκοτώθηκε σε ατύχημα, και έπρεπε να εγκαταλείψουμε το σπίτι. Ο Ηλίας είχε
οικονομική σύνδεση, και άντε τότε να βρεις σπίτι με τα λεφτά που όφειλες να
ξοδέψεις για ενοίκιο σύμφωνα με τις προδιαγραφές της οργάνωσης. Εγώ
φιλοξενήθηκα προσωρινά στον πάνω όροφο του σπιτιού του φίλου μου του Μιχάλη,
που ανακαινιζόταν τότε, αλλά ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι ήταν απείραχτο. Ήμουν
σχεδόν άφραγκος. Έτρωγα για μέρες μόνο ψωμί με γάλα, το οποίο μοιραζόμουν με κάτι
γατάκια. Ευτυχώς γύρισαν από την Κρήτη, και άρχισα να τρώγω επί τέλους ένα
πιάτο μαγειρεμένο φαγητό από τη μητέρα του, τη συγχωρεμένη την κυρία Μαρκησία. Όσο
για τον Ηλία, δυσκολευόταν να βρει σπίτι, και για αρκετές μέρες έμενε στην
ταράτσα της πολυκατοικίας. Πριν προλάβει να βρει σπίτι τον έπιασε ένα
πρωτοβρόχι και τον έκανε μούσκεμα. Δεν θυμάμαι όμως αν πούντιασε ή όχι.
Εγώ και ο Κ. ήμασταν οι κουλτουριάρηδες της
οργάνωσης. Αυτός βέβαια στέλεχος στην κορυφή, ένας της τριανδρίας μαζί με τον Χ.
και τον Ψ., ενώ εγώ δεν είχα καν οικονομική σύνδεση με την οργάνωση, δεν ήμουν
δηλαδή πλήρες μέλος. Συχνά τα βάζαμε με τους ζντανοφικούς της οργάνωσης. Ο Χ,
ασχολούμενος με την οικονομία, ήταν αμέτοχος. Μια φορά όμως θυμάμαι που
τσακώθηκα με τον Ψ. υπερασπιζόμενος τον «Φύλακα στη σίκαλη». Γι’ αυτόν ήταν ένα
παρακμιακό έργο, αφού δεν είχε θετικό ήρωα, σύμφωνα με τις επιταγές του
σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Πήραμε όμως τη ρεβάνς μας. Κάποτε κάλεσαν στο
Κέντρο Ζωής και Πολιτισμού στην Καλλιθέα τον Δημήτρη Χατζή. Δεν θυμάμαι γιατί
μίλησε, όμως εξέφραζε ακριβώς τις απόψεις που εκφράζαμε κι εμείς.
Από την οργάνωση είχα σιγά σιγά
αποστασιοποιηθεί, όμως με ένωνε η φιλία με αρκετά μέλη. Στο μεταξύ άρχισα να
συμμετέχω και σε μιαν άλλη ομάδα, το «Κέντρο Οικολογικής και Εναλλακτικής
Πληροφόρησης», που εξέδιδε και ένα μικρό έντυπο, νομίζω μήνα παρά μήνα. Σ’
αυτήν συμμετείχε και κάποιος με τον οποίο η οργάνωση είχε συγκρουστεί παλιά. Ο
υπεύθυνός μου, ο Ο., μου μετέφερε την απανταχούσα στης οργάνωσης: δεν μπορούσα
να συμμετέχω ταυτόχρονα στην οργάνωσή μας και στο «Κέντρο Οικολογικής και
Εναλλακτικής Πληροφόρησης». –Ο., του λέω, δεν είναι αυτός ο λόγος, γιατί και ο Ψ.
είναι στους Βιοκαλλιεργητές και όμως δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο λόγος είναι ότι
στο Κέντρο αυτό συμμετέχει και ο Σ. Αναγκάστηκε να το παραδεχθεί. –Ο., του λέω,
δεν δέχομαι εκβιαστικά διλήμματα, και γι’ αυτό φεύγω από την οργάνωση, σαν οργανωμένο
μέλος. Μένω όμως στο Κέντρο Πολιτισμού σαν φίλος. Έμεινα πράγματι, μέχρι που
έκλεισε κι αυτό, και η οργάνωση μετεξελίχθηκε σε κάτι άλλο, ας μην το πούμε.
Στο Κέντρο Οικολογικής και Εναλλακτικής
Πληροφόρησης συμμετείχε και ένας δημοσιογράφος, ο Χριστόφορος Ορφανίδης, που
έστησε έναν βραχύβιο εκδοτικό οίκο. Πρόλαβε και εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Το
οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα», συλλογικό, με δική του επιμέλεια. Το δικό μου
κείμενο είχε τίτλο «Σοσιαλιστικό και οικολογικό κίνημα: συγκρίσεις και προοπτικές».
Το κείμενο αυτό τελειώνει προφητικά:
«Κι αν δεν κάνουμε την «επανάσταση»; Πάλι
κέρδος θα έχουμε. Όπως λέει ο Ντάνυ (Κον Μπεντίτ) σε μια συζήτηση με τον Καστοριάδη,
«Το οικολογικό κίνημα μετασχηματίζει την κοινωνία, όπως το εργατικό κίνημα μετασχημάτισε
την αστική κοινωνία, όταν κίνησε πόλεμο ενάντιά της». Έτσι κι αλλιώς θα
βοηθήσει τη ζωή μας να γίνει καλύτερη».
Οικολογική «επανάσταση» δεν έγινε, τα δυο
μεταγενέστερα πολιτικά σχήματα «Οικολόγοι-Εναλλακτικοί» και
«Οικολόγοι-Πράσινοι» (ένα από τα στελέχη του δεύτερου προέρχεται από την
οργάνωσή μας) δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν στις εκλογές το φράγμα του 3%. Όμως οι
οικολογικές ιδέες έχουν διαποτίσει την κοινωνία. Σαν παραδείγματα θα αναφέρω
μόνο την ανακύκλωση και την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους. Το
κάπνισμα ήταν αυστηρά απαγορευμένο στην οργάνωση. Υπάρχει η ρύπανση της
ατμόσφαιρας, δεν χρειάζεται να τη ρυπαίνουμε περισσότερο με το κάπνισμα.
Συμμετείχα στην εκστρατεία των
«Οικολόγων-Εναλλακτικών». Στα γραφεία που πήγαινα τα βράδια έβρισκα ελάχιστα
άτομα. Σε μόνιμη βάση ήταν η Μαρίνα η Δίζη.
Η Μαρίνα μου προλόγισε το βιβλίο μου
«Οικολογία και δημοκρατία», που το έγραψα το καλοκαίρι του 1989, σαν μια
μπροσούρα στην προεκλογική εκστρατεία των Οικολόγων-Εναλλακτικών. Δεν κατάφερε
να κυκλοφορήσει πριν τις εκλογές. Κυκλοφόρησε κοντά στα Χριστούγεννα. Για αυτό
το βιβλίο ξέρω ότι μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης δημοσίευσε σε ένα δισέλιδο
εκτενή αποσπάσματα (μου το είπε ο εκδότης μου), και ένας μαθητής μου στο
Βαρβάκειο μου είπε ότι ένα φροντιστήριο, σε ένα βοήθημα που είχε για τους
μαθητές του είχε βάλει και ένα απόσπασμα από αυτό το βιβλίο. Μου το έδειξε
μάλιστα. Ένα χρόνο πιο πριν είχε κυκλοφορήσει το άλλο βιβλίο μου «Περιβάλλον,
διατροφή και ποιότητα ζωής». Γι’ αυτό είχα ακούσει ότι το Υπουργείο Παιδείας
σκόπευε να το χρησιμοποιήσει σαν βοήθημα στο μάθημα υγιεινής που σκόπευε να
επανεισαγάγει στην εκπαίδευση, μάθημα που κάναμε όταν ήμουν μαθητής. Λίγο μετά
άρχισα να γράφω και τα οικολογικά παραμύθια, δώδεκα τον αριθμό, που
συμπληρωμένα με άλλα έξι και ένα μικρό διήγημα εκδόθηκαν επτά χρόνια αργότερα,
το 1997, με τον τίτλο «Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και διηγήματα»,
και μοιράστηκαν αρχικά στους μαθητές των δημοτικών σχολείων της Ηλιούπολης, και
αργότερα και σε άλλα σχολεία.
Η διαφήμιση είναι μεγάλη υπόθεση. Και η
εκλογή της Μαρίνας σαν βουλευτίνας ήταν μεγάλη διαφήμιση για την οικολογία.
Εκείνη την εποχή στο Γαλάτσι οικολόγος ήμουν εγώ και εναλλακτική (της Ρήξης του
Καραμπελιά), η Γ. Μετά της εκλογές μαζεύτηκαν από το πουθενά ένα σωρό άτομα, με
τα οποία στήσαμε την «Οικολογική Εναλλακτική Ομάδα Γαλατσίου». Μαζευτήκαμε
συνολικά 27 άτομα. Νοικιάσαμε ένα υπογειάκι, αγοράσαμε έπιπλα, και βγάλαμε και
ένα βραχύβιο έντυπο, την «Όμορφη πόλη». Εκδόθηκαν μόλις τέσσερα φύλα. Εκεί
δημοσιεύτηκαν νομίζω δυο βιβλιοκριτικές μου και δυο οικολογικά παραμύθια.
Μετά άρχισε η γκρίνια στους
«Οικολόγους-Εναλλακτικούς». Γιατί η Μαρίνα και όχι εγώ; Άρχισαν να υπάρχουν
διαλυτικές τάσεις, ενώ η δική μας ομάδα άρχισε να συρρικνώνεται. Τελικά είδαμε
πως δεν μπορούσαμε να πληρώνουμε μόνοι μας το νοίκι, και φιλοξενήσαμε τον
Συνασπισμό. Λίγο πιο πριν είχαμε συνεργαστεί με τον ενιαίο Συνασπισμό, πριν την
αποχώρηση του ΚΚΕ, στις δημοτικές εκλογές. Εκλέχτηκε μόνο ένα άτομο, αυτό που
εκλεγόταν χρόνια, του ΚΚΕ, ο Μπάμπης ο Ασφής. Υπολογίζαμε ότι θα βγάζαμε δυο
δημοτικούς συμβούλους, και ο δεύτερος θα ήταν δικός μας, ο Μάκης ο
Κατσιγιάννης. Τελικά βγήκε τρίτος. Τα γνωστά κόλπα.
Η ομάδα μας άρχισε να αιμορραγεί όλο και
περισσότερο. Επέμενα, ως ρεάλος, να βάζουμε διαφημίσεις στο έντυπο, για να
βγάζουμε τα έξοδά του. Όμως πέρασε η γνώμη ενός φούντος, ότι δεν είμαστε
διαφημιστικό έντυπο, και να σταματήσουμε τις διαφημίσεις. Σταματήσαμε τις
διαφημίσεις με αποτέλεσμα να σταματήσει, λόγω έλλειψης χρημάτων, η κυκλοφορία
του εντύπου, και αμέσως μετά ο φούντος αυτός σύντροφος την κοπάνισε κανονικά. Λίγο
αργότερα οι εφημερίδες κατάλαβαν ότι μόνο με τη διαφήμιση θα μπορούσαν να
επιβιώσουν, και γέμισαν τις σελίδες τους με διαφημίσεις. Μάλιστα διάβασα κάπου
ότι το κόστος μιας εφημερίδας είναι μεγαλύτερο από την τιμή που πουλιέται, και
ότι το κέρδος βγαίνει από τη διαφήμιση. Ο φονταμενταλισμός αποδείχθηκε μοιραίος
για την ομάδα μας. Στο Ισλάμ αντίθετα αντρειεύει και θεριεύει.
Η διαρροή συνεχιζόταν, και στο τέλος μείναμε μόνο
τέσσερις: Ο Μάκης, η Νίκη, ο Αρίστος και εγώ. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν
μπορούσαμε πια να συνεχίζουμε. Ήμασταν δυο, ήμασταν τρεις, όμως όχι χίλιοι
δεκατρείς, αλλά τέσσερις. Χαρίσαμε τον εξοπλισμό του στεκιού μας στον Συνασπισμό,
με τον οποίο πληρώναμε μαζί το νοίκι, τους ευχηθήκαμε καλή τύχη, και πήγαμε στο
σπιτάκι μας. Η ευχή μας, μετά από 20 τόσα χρόνια, έπιασε.
Ο Αρίστος βγήκε, χρόνια αργότερα, δημοτικός
σύμβουλος μιας ανεξάρτητης κίνησης στο Γαλάτσι. Και η Νίκη νομίζω κάπου
δραστηριοποιείται. Για τον Μάκη δεν ξέρω. Εγώ ιδιωτεύω συνειδητά. Έριχνα την
ψήφο μου στις εκλογές, αλλά ως ρεάλος ψήφιζα πάντα το «εκ των δύο κακών το μη
χείρον βέλτιστο». Τώρα βιώνω μια προσωπική τραγωδία, ανάλογη με αυτή που βίωσε
η σύγχρονη Ελλάδα. Είναι τραγικό να λέω, τι καλά που στον εμφύλιο δεν νίκησαν
οι αγνοί αγωνιστές αλλά οι δοσίλογοι. Αν είχε επικρατήσει και εδώ ο
κομμουνισμός θα ήμασταν Αλβανία ή Βουλγαρία. Επίσης είναι τραγικό να εύχομαι να
βγει πρώτο κόμμα στις εκλογές του περασμένου Ιούνη η Νέα Δημοκρατία, που τόση
ζημιά μου έκανε, και όχι ο Σύριζα. Δεν την ψήφισα βέβαια, ψήφισα ΠΑΣΟΚ, αλλά
φοβόμουν την κατάσταση που θα επικρατούσε αν έβγαινε πρώτο κόμμα ο Σύριζα: στη
χειρότερη περίπτωση ακυβερνησία, η πιο πιθανή, και στην καλύτερη μια καταγγελία
του μνημονίου με όλες τις συνέπειες. Η Κύπρος πήγε να το παίξει τσαμπουκάς
αρνούμενη το κούρεμα των καταθέσεων, πράγμα για το οποίο κάποιοι βιάστηκαν να
θριαμβολογήσουν, γιατί δεν πέρασαν δυο μέρες και άλλαξε ρότα.
Δεν θα επιχειρηματολογήσω για τις θέσεις μου.
Απλά η τελευταία κρίση με έκανε να αναθεωρήσω πολλές αντιλήψεις μου. Ο
πεσιμισμός μου έγινε πιο έντονος. Η αριστερά έχασε την αίγλη που είχε παλιά στη
συνείδησή μου. Όσο για το λαό, έπαψα πια να πιστεύω σ’ αυτόν. Όχι γιατί το 10%
ψήφισε Χρυσή Αυγή. Απλά περίμενα τα αποτελέσματα των εκλογών διαφορετικά. Η Νέα
Δημοκρατία, με την εξάχρονη διακυβέρνησή της είναι η κυρίως υπεύθυνη για την
κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας. Όμως ο λαός μαύρισε το ΠΑΣΟΚ,
που κλήθηκε να διαχειριστεί την κρίση υπογράφοντας μνημόνια και κόβοντας
μισθούς και συντάξεις. Κατηγορούν τον Γιωργάκη ότι είπε «λεφτά υπάρχουν» ενώ δεν
υπήρχαν. Μα μόνο αν τους έλεγε ψέματα θα τον ψήφιζαν, αφού ο λαός, με την
πελατειακή του νοοτροπία, μόνο αν του τάξεις θα σε ψηφίσει.
Θα ψήφιζα ευχαρίστως ένα Σύριζα αν έλεγε
«Ψηφίστε εμένα και όχι τους κλέφτες και τους διεφθαρμένους. Θα σεβαστώ το μνημόνιο,
αλλά θα πιάσω τους φοροφυγάδες». Όμως τότε θα τον ψήφιζα μόνο εγώ. Σεβασμός στο
μνημόνιο σημαίνει να διατηρηθούν οι κομμένοι μισθοί και οι συντάξεις. Οι
περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν αντιμνημονιακούς, τους ψήφισαν με την
ελπίδα, αν γίνουν εξουσία, να επαναφέρουν τους μισθούς τους στα προηγούμενα
επίπεδα, να καταργήσουν τις έκτακτες εισφορές, κ.λπ. κ.λπ. Δεν είχα άλλη
επιλογή από το να ψηφίσω ΠΑΣΟΚ, μια και είδα τον Κουβέλη αμφιταλαντευόμενο.
Δεν είναι μόνο αυτό. Μου έκανε φοβερά άσχημη
εντύπωση που τόσος κόσμος θριαμβολόγησε με τους νεκρούς που θάφτηκαν κάτω από
τους δίδυμους πύργους, που τόσος κόσμος θριαμβολόγησε για το χαστούκι που έφαγε
η Λιάνα Κανέλη από τον Κασιδιάρη της Χρυσής Αυγής. Ο ρομαντισμός εκθείαζε το
λαό. Εγώ νοιώθω, από αυτή την άποψη, εντελώς αντιρομαντικός. Τον λυπάμαι, αλλά
δεν πιστεύω πια σ’ αυτόν.
Δεν υπάρχει κείμενο που να το έγραψα με
μεγαλύτερη απροθυμία. Σταματάω εδώ. Το αναρτώ σήμερα (16-3-2014) μετά από πάνω
από ένα χρόνο αφού το έγραψα, και αφού ανάρτησα εν τω μεταξύ άλλα δυο
αυτοβιογραφικά αποσπάσματα, «Ο προπάππους» μου και «Η κακογραφία μου», εξαιτίας
μιας σύμπτωσης, μιας αναφοράς σε μια φίλη ενός άλλου αυτοβιογραφικού μου
αποσπάσματος. Νομίζω πως αν δεν το αναρτήσω τώρα δεν θα το αναρτήσω ποτέ.
2 comments:
Τελικά το ανάρτησα, σαν ντοκουμέντο. Και δεν σκοπεύω να το προωθήσω στο facebook. Ελπίζω να το διαβάσουν πολύ λίγοι. Επίσης, λόγω του θέματος, θα παρακαλούσα να μην υπάρξουν σχόλια, τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν θα δεχθώ. Αποφεύγω τις πολιτικές συζητήσεις όπως ο διάβολος το λιβάνι, και δεν θα υποχωρήσω εδώ.
Ένας σημαντικός λόγος που το ανάρτησα είναι για να ξεμπερδεύω και να προχωρήσω και σε άλλα αυτοβιογραφικά αποσπάσματα, όταν και αν μου έλθει το κέφι.
Post a Comment