Ανδρέας Μήτσου, Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια, Καστανιώτης
2014, σελ. 157
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια ακόμη εξαιρετική
συλλογή με διηγήματα του βραβευμένου πεζογράφου
Ο Ανδρέας
Μήτσου, βραβευμένος με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, το βραβείο Κώστα
Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ, είναι φίλος
και έχουμε γράψει για όλα του τα έργα, εκτός από το πρώτο. Συνήθως σε μια
βιβλιοκριτική δίνω τους συνδέσμους με τις βιβλιοκριτικές άλλων έργων του
συγγραφέα για τα οποία έχω γράψει στο παρελθόν. Επειδή του Ανδρέα Μήτσου είναι δώδεκα
τον αριθμό θα δώσω απλώς τον σύνδεσμο με τις βιβλιοκριτικές μου, όπου μπορεί να
τις βρει κανείς βάζοντας το όνομα Μήτσου στο find του browser.
O σύνδεσμος
αυτός είναι http://www.babisdermitzakis.gr/criticism.html
Ο Ανδρέας Μήτσου
είναι κατ’ εξοχήν διηγηματογράφος. Από τα 14 βιβλία του τα 9 είναι συλλογές
διηγημάτων, τα 4 είναι μυθιστορήματα και 1 είναι νουβέλα. Τόσο τα μυθιστορήματα
όσο και τα διηγήματα είναι συνήθως ολιγοσέλιδα. Ένα χαρακτηριστικό της γραφής
του Μήτσου είναι η λιτότητα και η πυκνότητα στο ύφος, προϊόν επεξεργασίας.
Ακολουθώντας το σεφέριο «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
ετούτη η χάρη…», αποφεύγει τους πλατειασμούς δουλεύοντας τα κείμενά του σαν να
είναι ποιήματα, γι’ αυτό και έχουν αυτό το άψογο του απέριττου.
Το ενοποιητικό
στοιχείο των συλλογών διηγημάτων, όλων των συγγραφέων και όχι μόνο του Μήτσου,
σε αντίθεση με πολλές συλλογές ποιημάτων που διαθέτουν θεματική ενότητα, είναι κυρίως
το ύφος. Τα περισσότερα από τα διηγήματα αυτής της συλλογής δημοσιεύτηκαν σε
διάφορα έντυπα, τα οποία παραθέτει ο Ανδρέας στο τέλος του βιβλίου του. Αν και
δεν αναφέρει το χρόνο δημοσίευσης μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει μια απόσταση
μεταξύ τους, τόσο στο χρόνο της δημοσίευσης όσο και στο χρόνο συγγραφής τους.
Όμως, πέρα από το ύφος του Μήτσου που είναι άμεσα αναγνωρίσιμο, διαθέτουν τα
περισσότερα και κάποια άλλα κοινά χαρακτηριστικά και μοτίβα που έχουμε
συναντήσει και σε άλλα του έργα.
Χωρίς να είναι
συμπτωματικός ο ρεαλισμός τους όπως συμβαίνει στις «Ιστορίες
συμπτωματικού ρεαλισμού», τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του όπου ο Μήτσου ακροβατεί
στα όρια του ρεαλιστικού και του φανταστικού, προσεγγίζει συχνά το φανταστικό, κυρίως
σε παραισθήσεις και φαντασιώσεις των ηρώων του, δίνοντάς τους κατά κάποιο τρόπο
μια νότα «μαγικού ρεαλισμού».
Ένα άλλο
χαρακτηριστικό είναι μια ορισμένη σκληρότητα, μια σκληρότητα που είδαμε και σε
άλλα του διηγήματα. Τη συναντάμε κυρίως στο «Μια χελώνα τον Δεκαπενταύγουστο»
και στο «Φτηνό τίμημα».
Μια πρωτοτυπία που
συναντήσαμε εδώ είναι η καταπληκτική ομοιότητα της πλοκής δύο διηγημάτων, σαν
να είναι το ένα η συνέχεια του άλλου, αν και στη συλλογή είναι τοποθετημένα
πρωθύστερα. Αυτά είναι τα διηγήματα «Ο μπουκαδόρος και οι άπιστες γυναίκες» και
«Ο Αιγύπτιος»· τον οποίο ο αφηγητής στο τέλος αντιμετωπίζει σαν γύφτο·
και στο οποίο διαβάζουμε αυτό το θαυμάσιο: «Η ορμόνη του έρωτα εξαφάνισε τη
νεοπλασία. Την κατανίκησε» (σελ. 103). Την κατανίκησε στη γυναίκα στην οποία
ο ερωτευμένος αφηγητής έστελνε συνεχώς τριαντάφυλλα, τριαντάφυλλα που έκλεβε
από ξένους κήπους. Ο έρωτας έχει αντικαρκινικές ιδιότητες, το έχουμε
ξαναδιαβάσει, όχι σε έργο μυθοπλασίας.
Η κλοπή των τριαντάφυλλων
είναι το κοινό μοτίβο των δύο αυτών διηγημάτων.
Ο Ανδρέας
χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ακόμη και όταν ο
αφηγητής του είναι γυναίκα. Και ο αφηγητής αυτός, αποκλίνων από τον μέσο όρο,
διακρίνεται όχι μόνο από μια ιδιόρρυθμη συμπεριφορά, συνήθως μια εμμονή που
εδράζεται σε μια νοσταλγία ή μιαν ανάμνηση, αλλά και από τον (ανα)στοχαστικό
του λόγο, καθώς προσπαθεί να ερμηνεύσει τα συναισθήματά του και τις συμπεριφορές
του, αλλά και τις καταστάσεις μέσα στις οποίες εμπλέκεται.
Και όταν δεν είναι
αποκλίνων ο αφηγητής, είναι το πρόσωπο στο οποίο εστιάζει. Στο πρώτο διήγημα,
το «Πρόβατα επί σφαγής», και οι δυο στήθηκαν στο ραντεβού τους. Όμως ο «άλλος»,
σε μια παράδοξη αντίδραση, άρχισε να τρώει το μπουκέτο με τα αγριολούλουδα το
οποίο κρατούσε για την «καλή» του.
Στο «Πουλί» ο ήρωας
έχει παραισθήσεις, όπως και στο «Εικασίες για άγρια ζώα». Λιγότερες στο «Οι
ατμοί του κορμιού», στο «Σερσέγκι» και στο «Η φωνή της». Στο «Πιο βολικό ψέμα» ο
ήρωας μαγνητίζεται από τα γαλάζια μάτια μιας γίδας. Το «Τέρας» ασκεί μια
μαγνητική επίδραση στην αδελφή και στην ανιψιά. Καμιά σχέση με το παραμύθι, και
όχι μόνο γιατί ο Ανδρέας δεν μας λέει αν είναι ωραίες. Ακόμη και ο
«Κωνσταντίνος ο τετραδάχτυλος» τρέφει φρούδες ελπίδες στην απελπισία του, ότι
θα του φυτρώσει το δάχτυλο που έχασε από γάγγραινα και θα μπορεί να ξαναγράψει.
Όμως στα «Κληρονομικά συμπτώματα» ο ιδεοψυχαναγκασμός της θείας αρχίζει να
καταλαμβάνει σιγά σιγά και τον ανιψιό-αφηγητή. Ακόμη και στο διήγημα «Ο
‘Λαμπράκης’ κι εγώ» ο αφηγητής διακρίνεται για την υπερβολική του αντίδραση,
όντας αγανακτισμένος. Όσο για το τελευταίο διήγημα της συλλογής, το δισέλιδο «Ο
δίχρωμος λύκος», ο αφηγητής, αναπολώντας την εποχή που υπήρχε ο κουκουμάς, η
πένα, το μελάνι, το στυπόχαρτο, γράφει:
«Μερικές νύχτες μόνο
γιομίζουν ξαφνικά τα σεντόνια μου. Ρουφούν μελάνι σαν τεράστια λευκά
στυπόχαρτα, γίνονται και τα πόδια μου δυο στυπόχαρτα. Και το μισό κορμί μου.
Μισός λευκός,
άσπιλος, μισός εμποτισμένος στο μελάνι. Έτσι βγαίνω από τον ύπνο κι έτσι
κυκλοφορώ μετά στο δρόμο. Ινδιάνος πολεμιστής, βαμμένος για τη μάχη. Το όνομά
μου; Ο δίχρωμος λύκος.
Εκείνη τη μέρα είμαι
επικίνδυνος και πρέπει να φυλάγεται όποιος με συναντά.
Να κόβει δρόμο από
μακριά».
Το απόσπασμα αυτό,
το τέλος του διηγήματος, δίνει πολύ χαρακτηριστικά το υφολογικό και θεματικό
στίγμα του Μήτσου.
Ανάμεσα στα
διηγήματα θα ξεχωρίσουμε αυτό που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή με το
σαρδόνιο τέλος του, μια παρωδία της ερωτικής εμμονής που χαρακτηρίζει τον ήρωα
στο «Θαύμα του έρωτα», ένα άλλο διήγημα της συλλογής. Το ίδιο και στο «Άνδρες
ευάλωτοι το Πάσχα» (το νου σας άντρες, μέρες που έρχονται), όπου η αφηγήτρια
αποφαίνεται στο τέλος του διηγήματος, αφού έχει παρατήσει τον άντρα:
«Σαν τον κισσό είναι
οι άντρες. Σε περιτυλίγουν, κολλούν επάνω σου, αναρριχώνται στο κορμί σου. Και
σε πνίγουν…» (σελ. 65).
Γιατί δηλαδή, οι
γυναίκες πάνε πίσω;
Την ίδια απόρριψη θα
βιώσει και ο Αχμέτ στο «Οι έρωτες των άλλων».
Έχω μιλήσει και για
τη δική μου εμμονή, να ανιχνεύω κανονικούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, όχι
μόνο στον ελεύθερο στίχο της σύγχρονης ποίησης αλλά και σε πεζά κείμενα.
Προχθές παραθέσαμε τους δεκαπεντασύλλαβους που βρήκαμε στην δεύτερη ποιητική
συλλογή της Εσμεράλδας Γκέκα «Ουρανόδεικτος»,
σήμερα θα παραθέσουμε αυτούς που εντοπίσαμε στα διηγήματα του Μήτσου. Και
επειδή αυτό γίνεται υποσυνείδητα και αυθόρμητα, σίγουρα θα μας ξέφυγαν αρκετοί.
«…κούνησε το κεφάλι του με λύπηση για μένα» (σελ. 98).
«…απλώνεται ταχύτατα και το περιτυλίγει» (σελ. 101).
«Μου δείχνει ότι μένει εκεί για συμπαράστασή μου» και
«Φαίνεται να ’ναι σίγουρος πως τον έχω ανάγκη» (σελ. 102).
«Απέφευγε όμως να το πει, να το ομολογήσει» (σελ. 112).
«Έκλεισα το τηλέφωνο λουσμένος στον ιδρώτα» (σελ. 137).
«Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς άλλη κουβέντα» (σελ. 143).
Κάποιοι βρίσκονται σε διασκελισμό, όπως «Είναι καιρός να
ζητήσω
τώρα από τον Αιγύπτιο να σηκωθεί να φύγει» (σελ. 104) και
«…να φύγει από
τη σιδερένια αυλόπορτα που ’χε το διπλό ύψος» (σελ. 106).
«Πήρε τη σκούπα η μάνα μου κι έριξε κάτω όλο
το ξύλινο εικονοστάσι» (σελ. 133).
Γιατί αυτή η εμμονή;
Αφενός λόγω
καταγωγής, γιατί οι κρητικοί
Με μαντινιάδες
τραγουδούν, με μαντινιάδες κλαίνε,
με μαντινιάδες
σκέφτονται, και ό,τι θες σου λένε
και ο ιαμβικός
δεκαπεντασύλλαβος είναι ο στίχος της μαντινιάδας, και αφετέρου για να δείξω ότι
ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυλάει πολλές φορές αβίαστα, μη προγραμματικά, στο
λόγο μας, τον οποίο έλκει σαν μαγνήτης.
Εξαιρετικά τα
διηγήματα του Μήτσου, να ευχηθούμε κι από εδώ να είναι καλοτάξιδα.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment