Alber Camus,
Ο μύθος του Σίσυφου (μετ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου), Γαλαξίας 1971, σελ. 159
Τελικά μου πέσανε μαζεμένα. Η προ-προηγούμενη ανάρτησή μου
ήταν για το «Κουτσό»
του Χούλιο Κορτάσαρ, ένα καλό βιβλίο που όμως εμένα δεν ήταν του γούστου μου. Σε
σημείωση του μεταφραστή διαβάζω: «Ο Μύθος του Σίσυφου καθιέρωσε τον Καμύ στην
παγκόσμια σκέψη σαν στοχαστή πρώτου μεγέθους». Εμένα όμως δεν μου άρεσε. Το
αγόρασα φοιτητής και δεν μπόρεσα να το διαβάσω. Το ξαναέπιασα πέρυσι ή πρόπερσι
και πάλι, έμεινα μόνο στο πρώτο κεφάλαιο. Όμως αυτή τη φορά είπα ότι θα
επιμείνω. Σ’ αυτό συνετέλεσε βέβαια και αυτό που διάβασα στον Tristram Shandy: «Ο Πλίνιος ο
Νεότερος δηλώνει ότι ουδέποτε διάβασε βιβλίο οσοδήποτε κακό, χωρίς να έχει
κάποιο όφελος» (σελ. 63)». Και βέβαια το βιβλίο αυτό του Καμύ δεν είναι κακό,
όμως εκπέμπει σε ένα μήκος κύματος που αδυνατούν να συλλάβουν οι δικές μου αντένες.
Και βέβαια είχα κάποιο όφελος, έστω και πιέζοντας τον εαυτό μου να το διαβάσω
μέχρι τέλους, και δεν ήταν μόνο για κάποιες ρήσεις του Νίτσε που παραθέτει.
Διάβασα με ενδιαφέρον τα κεφάλαια στα οποία σχολιάζει δυο άλλους συγγραφείς,
τον Κάφκα και τον Ντοστογιέφσκι.
Όταν ο θεματικός άξονας ενός βιβλίου ή απλά ενός επιχειρήματος
μου είναι ξένος, δεν έχει νόημα να το συζητήσω ή να το σχολιάσω, αφού η
διαφωνία ξεκινάει από τα θεμέλια. Η έννοια του παράλογου μου είναι ξένη, και θα
εξηγήσω γιατί.
Παράλογο είναι κάθε τι που έρχεται σε αντίθεση με τη λογική.
Όμως ποια λογική; Για τους ισλαμιστές της ISIS η ανατίναξη των δυο αρχαίων ναών
στην Παλμύρα είναι εντελώς λογική, σύμφωνη με το Κοράνι. Το ίδιο και η
καταστροφή των αρχαιοελληνικών ναών για τους πρώτους χριστιανούς, σύμφωνα με
την Καινή Διαθήκη. Αυτά όμως, σύμφωνα με τη δική μας λογική, μας φαίνονται παράλογα.
Να το κάνω πιο κατανοητό; Είναι κατά τη δική μου λογική (και
όχι μόνο) παράλογο το να ψηφίζεις Νέα Δημοκρατία, το κόμμα το κατ’ εξοχήν
υπεύθυνο για τη σημερινή κρίση. Γι’ αυτούς όμως που θα το ψηφίσουν δεν είναι.
Βέβαια η αντίρρησή μου βρίσκεται και στον τρόπο γραφής. Θέλω
σε ένα δοκιμιακό έργο οι προτάσεις να έχουν τη συνεκτικότητα των κρίκων μιας
αλυσίδας και όχι να είναι χαλαρά συνδεμένες, όπως οι στίχοι ενός ποιήματος.
Αυτά για τον δοκιμιογράφο Καμύ. Ίσως να προσπάθησα να
διαβάσω και τον «Επαναστατημένο άνθρωπο», δεν θυμάμαι, νομίζω όχι. Όμως με
ενθουσίασε ο «Ξένος» που διάβασα στα νιάτα μου, ενώ η «Πτώση» που
διάβασα πριν πέντε χρόνια μου άρεσε, όμως όχι όσο ο «Ξένος».
Να το ξαναπώ άλλη μια φορά, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα;
Και τώρα κάποια αποσπάσματα.
«Οι Έλληνες πίστευαν – περίεργο για μια τόσο προικισμένη
φυλή – πως οι θεοί αγαπούσαν τους ανθρώπους που πέθαιναν νέοι. Αυτό δεν είναι
αλήθεια…» (σελ. 71).
Υπάρχει μεγαλύτερη παρηγοριά για τον απαρηγόρητο γονιό που πέθανε
το παιδί του; Και βέβαια αυτό δεν είναι αλήθεια (ακόμη κι αν υπήρχαν θεοί),
αλλά είναι ένας μύθος ολότελα παρηγορητικός. Το θέμα το έχω πραγματευθεί στο
δεύτερο βιβλίο μου «Η αναγκαιότητα του μύθου».
«…τον Ρουσσώ που έπεφτε κάτω περπατώντας στα τέσσερα ή τον
Νίτσε που φερόταν κτηνωδώς στη μητέρα του» (σελ. 79).
Να κάτι που δεν ήξερα για τον Νίτσε. Διαβάζοντας όμως τα
παρακάτω, αποκαταστάθηκε πάλι στη συνείδησή μου: «Εκείνο που έχει σημασία, λέει
ο Νίτσε, δεν είναι η αιώνια ζωή, είναι η αιώνια ζωντάνια» (σελ. 94). Επίσης:
«Τέχνη και μόνο τέχνη, λέει ο Νίτσε, έχουμε την τέχνη για να
μην πεθάνουμε απ’ την αλήθεια» (σελ. 107).
Ποιαν αλήθεια;
«Και το ένα τούτο δεν υπάρχει». Ο Καζαντζάκης στη θέση της
τέχνης τοποθετεί τον αγώνα.
Και ένα ανέκδοτο:
«Ξέρουμε την ιστορία
του τρελού που ψάρευε μέσα σε μια μπανιέρα· ένας γιατρός με δικές του
ιδέες για τις ψυχιατρικές μεθόδους τον ρώτησε αν τσιμπάει τίποτε, και δέχτηκε
την αυστηρή απάντηση: -Όχι ανόητε, αφού ψαρεύω μέσα σε μια μπανιέρα» (σελ.
150).
Και θυμήθηκα.
Πρέπει να πήγαινα στο γυμνάσιο, αλλά ήμασταν στην αυλή του
δημοτικού σχολείου του χωριού μου. Είχαμε περικυκλώσει έναν καθυστερημένο –
κουζουλό στα κρητικά - νεαρό από ένα διπλανό χωριό και συζητάγαμε μαζί του κοροϊδεύοντάς
τον διακριτικά, με γέλια και φωνές. Κάποια στιγμή αυτός μας φωνάζει
αγανακτισμένος: - Σωπάτε μωρέ μη μας περάσουνε για κουζουλούς.
Αλήθεια, ποια διαφορά έχει ο κουζουλός από τον παράλογο;
No comments:
Post a Comment