Book review, movie criticism

Wednesday, April 7, 2010

Στέλλα Αρκάδη Κωστάκη, Δέκα νύχτες και δυόμιση παραμύθια

Στέλλα Αρκάδη Κωστάκη, Δέκα νύχτες και δυόμιση παραμύθια

Κρητικά Επίκαιρα, Φλεβάρης 1994

Το "Δέκα νύχτες και δυόμιση παραμύθια" της Στέλλας Αρκάδη
(Εργαστήριο Τέχνης και Λόγου 1992) είναι μια συλλογή δέκα
διηγημάτων και τριών παραμυθιών. Είναι το δεύτερο βιβλίο
της, ενώ αργότερα κυκλοφόρησε και το "Τοπία και σώματα",
θεατρικό έργο, το οποίο είχαμε την ευκαιρία να δούμε στο
"θεατράκι" και να θαυμάσουμε και την ίδια στον πρωταγωνιστικό
ρόλο.
Γιατί όμως τα ονομάζει "νύχτες"; Φαντάζομαι γιατί τα
διηγήματα αυτά (παρεμπιπτόντως, τα περισσότερα δημοσιευμένα
στην Φιλολογική Πρωτοχρονιά) είναι σκληρά, ανελέητα, σκοτεινά
σαν τη νύχτα. Είναι ιστορίες ζωής που στάθηκε σκληρή στους
πρωταγωνιστές τους. Ένα κοριτσάκι φοβάται το θάνατο στο
πρόσωπο της κόρης της δασκάλας της, τη στιγμή που φαίνεται,
χωρίς να το συνειδητοποιεί, ότι κατά τραγική ειρωνεία, η ίδια
είναι το επόμενο θύμα. Μια γυναίκα ξαγρυπνά τον ετοιμοθάνατο
σύζυγό της. Η ετοιμόγεννη γυναίκα βρίσκεται στο έλεος μιας
νεροποντής. Το παιδί της δεν το θέλει(και γι' αυτό έφυγε από
το σπίτι με τέτοιον καιρό)τρέμοντας, σαν την Φραγκογιαννού
στην "Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη, για τη μοίρα που το
περιμένει, σε ένα κόσμο γεμάτο πολέμους και δυστυχία. Ένα
κορίτσι μένει αδάκρυτο μπροστά στο θάνατο της μητέρας της. Ο
αβυσσαλέος πόνος που νιώθει στέγνωσε τα μάτια της. Ένας
αφηγητής είναι μάρτυρας της αυτοκτονίας ενός νέου, που έπεσε
από το πλοίο. Και ένα πάμφτωχο παιδί, που στη ζωή του απόκτησε
μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια, θα βάλει στο μάτι τα παπούτσια ενός
πεθαμένου, βλέποντάς τα την ώρα της κηδείας του. Θα ανοίξει
τον τάφο και θα τα κλέψει, για να καταλήξει στον εισαγγελέα.
Από τα διηγήματα χαρακτηριστικό είναι εκείνο με τίτλο "πώς
γράφεται ένα διήγημα". Πρόκειται για ένα εσωτερικό μονόλογο,
όπου ο αφηγητής τελικά διαπιστώνει την αδυναμία του να γράψει
ένα διήγημα. Όμως το διήγημα έχει ήδη γραφεί, και απαρτίζεται
από τα flashes back της τυραννημένης ζωής του. Ένα παρόμοιο
διήγημα έχει γράψει ο Στρατής Τσίρκας, με τίτλο "Η μνήμη". Το
διήγημα γράφεται καθώς ο αφηγητής περιγράφει τις προσπάθειές
του να το γράψει.
Το "Ζήτω η Αγγλία" είναι αξιοθαύμαστο για την τεχνική του. Ο
αγωνιστής καταδικάζεται σε θάνατο, είναι έτοιμος για
εκτέλεση. Όμως όλα αυτά δεν είναι παρά ένα όνειρο. Τώρα είναι ο
συμβιβασμένος μεγαλέμπορος που εμπορεύεται με τους Γερμανούς,
αυτούς που πολέμησε στην κατοχή.
Στην ποίηση (την ποιητική συλλογή της "Χωρίς εισαγωγικά" την
έχουμε ήδη παρουσιάσει στα Κ.Ε.),στο διήγημα, στο θέατρο, η
Στέλλα Αρκάδη αποδεικνύεται μια ταλαντούχος συγγραφέας, ενώ
πάνω στη σκηνή την θαυμάσαμε και σαν ταλαντούχο ηθοποιό. Είναι
μια πραγματικά προικισμένη γυναίκα.


ΣΤΕΛΛΑ ΑΡΚΑΔΗ,ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΒΡΟΧΗ,ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ
1993

Μετά από μια ποιητική συλλογή, μια συλλογή διηγημάτων και
ένα θεατρικό έργο, η Στέλλα Αρκάδη ξαναγυρνάει στην ποίηση με
την τελευταία της συλλογή, "ευλογημένη βροχή" (εργαστήριο
τέχνης και λόγου 1993).
Εξαίσια όλα τα ποιήματα της Αρκάδη, όμως εμάς πάλι μας
άρεσαν περισσότερο τα μικρά της άτιτλα, όπως και στην πρώτη
της συλλογή.
"Τα σπίτια μας τα γεμίσαμε αγαθά
αφού λαφυραγωγήσαμε την πόλη μας".
Θα μπορούσε άραγε να συμπυκνώσει κανείς σε πιο
επιγραμματικούς στίχους την τραγωδία της νεότερης Ελλάδας;
Κατακρατήσεις ΦΠΑ, φοροδιαφυγή, απάτες εις βάρος του
δημοσίου, αυτά είναι τα λάφυρα. Πάντως να εξηγούμαστε: δεν
νομίζω να συμπεριλαμβάνει η Αρκάδη τον εαυτό της στο
"εμάς", ούτε κι εγώ τον εαυτό μου, όντας δημόσιος υπάλληλος. Η
πόλη μας από μας τους μισθωτούς κοιτάζει να βγάλει τα λάφυρα
των άλλων.
Μετά τον θάνατο της Μελίνας Μερκούρη,και διαβάζοντας τη
συλλογή την επομένη της κηδείας του Γιώργου Γενηματά,δεν
μπορώ να μην παραθέσω και το παρακάτω άτιτλο, που μια χαρά θα
του πήγαινε ο τίτλος "επικήδειο":
"Αραιώνει η ζωή
Λιγότεροι,
Λιγότεροι ωραίοι..."
Πάντως από όλα τα ποιήματα μου άρεσε πιο πολύ το "μοιρολόι"
(το "οφειλή σε νεανικά ακούσματα" πήγαινε περισσότερο ως
υπότιτλος, και όχι ανάποδα),ιδιαίτερα το πρώτο μέρος.
"Μη μου το παίρνεις χάροντα, θέλω να το στολίσω...
Ας το να βάλει το χακί, να πάει στρατιώτης..
Ας το να ζήσει, να χαρεί, να κλάψει, να πονέσει!!!
μη το περιγελάσουνε σαν άπραγο κι αθώο,
εκεί στο ανήλιο στέκι σου όπου μυρίζει μούχλα
Ας το να μάθει, χάροντα, κι ύστερα μου το παίρνεις..."
Υπάρχουν ακόμη ποιητές, όπως π.χ. ο Χρήστος Παπαδάκις, που
στη φόρμα του παραδοσιακού τραγουδιού μπορούν και δίνουν
εξαίσιους στίχους. Και στίχοι όπως οι παραπάνω αποδεικνύουν
για άλλη μια φορά ότι η καλή ποίηση δεν είναι ζήτημα
φόρμας, αλλά ευαισθησίας.

Tuesday, April 6, 2010

Μάρω Βαμβουνάκη, Του νεκρού αδελφού

Μάρω Βαμβουνάκη, Του νεκρού αδελφού.

Κρητικά Επίκαιρα, Φλεβάρης 1994

"Μάνα με τους εννιά σου γιους, και με τη μια σου κόρη
στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει
στ' άστρα και στον αυγερινό ήπλεκε τα μαλλιά της".
Το "Τραγούδι του νεκρού αδελφού" ήταν ένα από τα τραγούδια
που ηχογράφησα τη μάνα μου να μου απαγγέλει, τα χριστούγεννα
του 1978,ένα χρόνο ακριβώς πριν πεθάνει. Το είχα ακούσει
πολλές φορές από το στόμα της, και με συνόδευαν πάντα οι
παιδικές εικόνες της φαντασίας μου με τις οποίες το είχα
ντύσει, όταν μου το πρωτοαπάγγειλε .
Τώρα οι εικόνες αυτές πλουτίσθηκαν και από τις θεατρικές
εικόνες της παράστασης του Δημοτικού Θιάσου του Μοσχάτου, σε
μια εμπλουτισμένη μεταγραφή του τραγουδιού από τη Μάρω
Βαμβουνάκη, η οποία, πέρα από το δικό της λόγο, παρεμβάλλει και
άλλα δημοτικά τραγούδια, σε μια καταπληκτική πρεμιέρα που
καταχειροκροτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου (Κοίτα να δεις, γράφω τώρα
που το διορθώνω για την ιστοσελίδα, είναι η μέρα των γενεθλίων μου
και δεν το ανέφερα). Γιατί, πέρα από την ποιότητα του λόγου του
δημοτικού τραγουδιού και της Μάρως, υπήρξε και η καταπληκτική
σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη, οι εξαίσιες χορογραφίες της
Τέτας Κόλλια, τα πολύ όμορφα σκηνικά και τα κοστούμια της Έρσης
Δρίνη, η καταπληκτική μουσική που επέλεξαν οι Μαίρη Λυριτζή και
Σωτήρης Καραμπεσίνης (τα Κρητικά κομμάτια ήσαν απίθανα) και γενικά η εξαιρετική επιμέλεια όλων των συντελεστών της παράστασης.
Ήταν μια παράσταση πρωτότυπη, γεμάτη μουσική και όρχηση, όπου
το λυρικό σκέλος διεκδίκησε ξανά το μερίδιό του, μερίδιο που
είχε στην αρχαία τραγωδία και εξοβελίστηκε στο σύγχρονο
δράμα, που μας θύμισε το καταπληκτικό ανέβασμα, μια μουσική και
ορχηστική πανδαισία, του "Κασπάρ" του Πέτερ Χάντκε που είδαμε
πέρυσι πάλι από τον Σωτήρη Χατζάκη και την Σοφία Κακαρελίδου.
Η Μάρω παθιάζεται με τις σκοτεινές τραγωδίες του δημοτικού
τραγουδιού, με τα βαθειά συναισθήματα που χαρακτηρίζουν τους
ήρωές του, η συγγραφέας αυτή που εικονογραφεί το αδιέξοδο των
σημερινών διαπροσωπικών σχέσεων και την τραγωδία της
καθημερινής ματαίωσης. Και ενώ στα "Κλειστά μάτια" έφτιαξε μια
δική της ιστορία βασισμένη σε ένα δημοτικό της Καρπάθου, το
οποίο παρεμβάλει με την τεχνική του mise en abyme (αντικατροπτική
ιστορία), εδώ αφήνει το ίδιο το δημοτικό τραγούδι να κυριαρχήσει,
παρεμβάλλοντας απλώς το δικό της σχόλιο και την ερμηνεία του. Στα
"Κλειστά μάτια" ο νέος ερωτεύεται παθιασμένα μια νεκρή. Εδώ, στην
εκδοχή της Βαμβουνάκης, ο Κωνσταντής ερωτεύεται την αδελφή του, και
για να πνίξει το ανεπίτρεπτο αίσθημα, ματαιωμένο λόγω της
αιμομικτικής φύσης του, πείθει τη μάνα να παντρέψουνε την
αδελφή στα ξένα όταν της έρχεται η προξενιά. Και όταν
πεθαίνουν τα αγόρια της και η μάνα καταριέται τον Κωνσταντή
που στάθηκε η αιτία να δώσουν την Αρετή στα ξένα, θα σηκωθεί
από το μνήμα του και θα πάει να της την φέρει.
Αλήθεια, γιατί η μάνα δεν ευχαριστήθηκε που η Αρετή, μια και
ήταν στα ξένα, γλύτωσε το θανατικό που βρήκε τα αδέλφια της;
Ανόητη ερώτηση, απ' αυτές που κάνουν συνήθως οι φιλόλογοι
(όπως π.χ. αυτή που άκουσα πρόσφατα σε κάποιο σεμινάριο,
γιατί ο Οιδίπους αφέθηκε να σκοτώσει έναν άντρα μεγαλύτερό
του και να παντρευτεί μια μεγαλύτερή του γυναίκα, ενώ ήξερε
τον χρησμό;). Φιλόλογος και εγώ έκανα την παραπάνω σκέψη, και
την πετάω στην περιφρόνησή σας.
Αλήθεια σας λέω, θα χάσετε αν χάσετε την παράσταση αυτή.

Monday, April 5, 2010

Μάρω Βαμβουνάκη, Λουλούδι της κανέλας

Μάρω Βαμβουνάκη, Λουλούδι της κανέλας.

Κρητικά Επίκαιρα, Ιανουάριος 1994

Mια από τις κεντρικές ιδέες του Απόστολου Δοξιάδη, όχι τόσο
στο τελευταίο του μυθιστόρημα "Ο θείος Πέτρος και η εικασία
του Γκόλντμπαχ" όσο στα δυο πρώτα του "Βίος παράλληλος" και
"Μακαβέτας", είναι η σημασία του τυχαίου στη ζωή μας. "Τυχαία"
βρήκα στην βιβλιοθήκη της Π.Ε.Φ. το βιβλίο της Μάρως
Βαμβουνάκη "Ντούλια", και του έκανα μια βιβλιοπαρουσίαση.
"Συμπτωματικά" εκείνες τις μέρες η Βάσω Μουντάκη με
παρακάλεσε να βοηθήσω στην έκθεση Κρητικού βιβλίου που
διοργάνωνε η Κρητική Εστία. Στα πλαίσια αυτής της συμμετοχής
μου είχα μια τηλεφωνική επικοινωνία με τη Μάρω Βαμβουνάκη και
μια προσωπική επαφή με τον Μανώλη Πρατικάκη, που "έτυχε" μόλις
να έχει κυκλοφορήσει η ποιητική του συλλογή "Η μαγεία της μη
διεκδίκησης", την οποία και παρουσίασα στα Κ.Ε. Και οι δυο
τους εκφράστηκαν πολύ κολακευτικά για τις βιβλιοπαρουσιάσεις
μου, όχι βέβαια γιατί τους επαινούσα - φτασμένοι λογοτέχνες
και οι δυο, το σημείωμα ενός άγνωστου βιβλιοκριτικού δεν είχε
να προσφέρει και πολλά στη φήμη τους. Έτσι αγκάλιασα την στήλη
των "βιβλιοκρητικών" που κρατούσα επί χρόνια στα Κ.Ε. από
καθαρό πατριωτισμό (τα ενδιαφέροντά μου μέχρι τότε ήταν
στραμμένα στην οικολογία, στην ηθολογία και την κοινωνική
ανθρωπολογία) με ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Κάποιες άλλες
συμπτώσεις που δεν χρειάζεται να τις αναφέρω εδώ μου έδωσαν
τη δυνατότητα να δημοσιεύω βιβλιοκριτικές και στο περιοδικό
"Έρευνα", για τους μη Κρητικούς συγγραφείς. Από τότε έχω
δημοσιεύσει βιβλιοκρητικές σε πολλά έντυπα, ανάμεσα στα οποία
το "Διαβάζω", η "Φιλολογική" και το "Γράμματα και τέχνες".
Και το πιο σημαντικό, γράφω τώρα μια διδακτορική διατριβή (δεν
χρειάζεται να αναφέρω κι εδώ τις συμπτώσεις που με οδήγησαν
στον επιβλέποντα καθηγητή κύριο Θόδωρο Γραμματά) με θέμα την
αφηγηματολογία με εφαρμογή στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Η εκπαιδευτική άδεια που έχω μου αφήνει μπόλικο χρόνο για
διάβασμα και γράψιμο, χρόνο που ίσως δεν θα είχα χωρίς την
αλυσίδα των συμπτώσεων που ανέφερα.
Η Μάρω, αυτό που μου λέει ότι της αρέσει στις βιβλιοκριτικές
μου είναι η πρωτοτυπία προσέγγισης, μακριά από τα στερεότυπα
των επαγγελματιών βιβλιοκριτικών, που κάνουν τα κείμενά τους
πολλές φορές πεζά και ανιαρά, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας.
Διαβάζοντας το τελευταίο της βιβλίο "λουλούδι της
κανέλας"(Δεκ.93),έβλεπα με φρίκη, χωρίς να μπορώ να αντισταθώ,
να πέφτω σε παρόμοια ατοπήματα, να το τοποθετώ άθελά μου πάνω
στον προκρούστη της αφηγηματικής θεωρίας της Mieke Ball, μια
εκλεκτική και χρηστική δουλειά που χρησιμοποίησα σαν
μπούσουλα στο διάβασμά μου για το διδακτορικό μου. Έβλεπα όμως
με ικανοποίηση να ανθίσταται σ' αυτή την τοποθέτηση. Στα
περιθώρια σημείωνα σειρές και παραγράφους με D (description,
περιγραφή), Ν (Narration,αφήγηση), και Α (argument, θέσεις και
αντιλήψεις). Στο τέλος σταμάτησα. Όταν κάτι φαίνεται με γυμνό
μάτι, τι το χρειάζεσαι το μέτρημα; Το argumentative τμήμα του
έργου της Μάρως Βαμβουνάκη είναι πολύ μεγάλο, το έχουμε γράψει
στις προηγούμενες κριτικές μας, και ας μην έχουμε
χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο, που ως προς την ελληνική του
μετάφραση έχουμε ακόμη κάποιους ενδοιασμούς.
Πάντως το τελευταίο αυτό βιβλίο της μου έδωσε πολλές
ενοράσεις πάνω σε ζητήματα αφηγηματολογίας που δεν μπορώ να
αναφέρω εδώ, γιατί το σημείωμα θα μάκραινε, και έχω
διαπιστώσει ότι το αν θα δημοσιευθεί ή πόσο γρήγορα θα
δημοσιευθεί μια βιβλιοκριτική μου, η ποιότητα είναι μια
ουδέτερη παράμετρος, ενώ με την έκτασή της υπάρχει η ακριβώς
αντίστροφη σχέση. Έτσι θα είμαι σύντομος.
α) Υπάρχει μια στροφή στη θεματολογία της Βαμβουνάκη. Ο
μεταφυσικός-θρησκευτικός στοχασμός υποκαθιστά τη συλλογιστική
πάνω στον έρωτα και στις σχέσεις των δυο φύλων.
β)Το έργο θα άφηνε σε αμηχανία ένα ταξινομητή σε
λογοτεχνικά είδη (genre):ένα ταξιδιωτικό όπου παρεμβάλλονται
σκηνές ενός αδημοσίευτου θεατρικού έργου για τον Γκρέκο, με
πολλά arguments, αλλά και πολλές περιγραφές, κάτι που δεν το
συνηθίζει η Μάρω. Σε πιο μεγάλη αμηχανία θα βρεθεί όταν
δημοσιευτεί το έργο της για την Άννα Καρένινα,ένα
ιμπρεσσιονιστικό-ποιητικό argument πάνω στο αριστούργημα του
Τολστόι, του οποίου σταμάτησε το γράψιμο για χάρη του Γκρέκο.
γ)Μάρω, θα σου τα ψάλλω. Μας αναφέρεις ένα θαύμα, για το πως
σώθηκε ένα παιδί από τροχαίο, όμως το λιγότερο εντυπωσιακό
θαύμα που ανασύρεις στον "ορίζοντα των προσδοκιών" του
αναγνώστη (να μπείτε στο σπίτι του Γκρέκο που είναι κλειστό
λόγω ανακαίνισης) δεν υλοποιείται τελικά. Λες:(σελ.65) -Να
ερχόμαστε κάθε μέρα έξω απ' το σπίτι. Δεν μπορεί να μας συμβεί
αυτό...δεν γίνεται...Μια μέρα απ' αυτές η πόρτα θ' ανοίξει. Το
ξέρω. Να ερχόμαστε όμως." Αλήθεια σου λέω, μετά απ' αυτά σου τα
λόγια περίμενα ότι θα σας άνοιγαν την πόρτα. Δημιούργησες ένα
suspense που στηρίχθηκε σε ψεύτικη anticipation
(πρόλεξη, προσήμανση),αφηγηματικά επιτρεπτή, αλλά σε διάσταση με το
μεταφυσικό κλίμα του έργου σου και τη "διάνοιά" του.
δ)Ένα κείμενο χωρίς συγκείμενο είναι σαν άνθρωπος μόνο με
το σώβρακο. Το "νόημα" του "Λουλουδιού της κανέλας", της
πανηγυριώτικης ρουλέτας που παρακολουθούν στην Πλάθα μαγιόρ,
αντλείται τόσο από το χρονικό συγκείμενο,( αιώνες πριν, άλλοι
θεατές, στην ίδια πλατεία, παρακολουθούσαν με διεστραμμένη
ηδονή τους καταδικασμένους από την ιερά εξέταση να πεθαίνουν
πάνω στην πυρά),όσο και από το χωρικό συγκείμενο, (την ίδια
ώρα σ' όλα τα μήκη και πλάτη της γης αποχαυνωμένοι άνθρωποι
παρακολουθούν στην τηλεόραση εξίσου ευτελή θεάματα, ενώ δίπλα
τους ορθώνεται η λερναία ύδρα με ξαναπεταμένα τα κεφάλια ενός
αιμοβόρου εθνικισμού και ενός αδίστακτου ρατσισμού).Πάλι
παραπλανά ο ρομαντικός τίτλος "Λουλούδι της κανέλας" όπως και
ο τίτλος του "Χρόνια πολλά γλυκιά μου", του έκτου της
μυθιστορήματος.
ε)κλείνω με δυο "καλολογικά" στοιχεία. Ο "τολεδιανός σκύλος"
(σελ.127) ανακαλεί συνειρμικά τον "ανδαλουσιανό σκύλο", την
πρώτη σουρεαλιστική ταινία του μεγάλου Ισπανού σκηνοθέτη Λουί
Μπουνιουέλ. Στο "η οδός προς την ψυχή είναι τεθλιμμένη"
(σελ.90) το "-μένη" που υπάρχει παραδειγματικά στην
"τεθλασμένη οδό" σαν αντίθεση της ευθείας οδού, αναδεικνύει
περισσότερο την ανοίκεια σύζευξη της τεθλιμμένης οδού.

Sunday, April 4, 2010

Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, Γλώσσα και Εκπαίδευση

Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, «Γλώσσα και Εκπαίδευση» (Κρητικά Επίκαιρα, Φλεβάρης 1994)

Η εκπαίδευσή νοσεί από πολλές απόψεις και αυτό μπορεί να το ξέρει καλύτερα ο εκπαιδευτικός. Έτσι βιβλία όπως το «Γλώσσα και Εκπαίδευση του καθηγητή της γλωσσολογίας Χριστόφορου Χαραλαμπάκη (Γεννάδειος Σχολή 1994) είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτα στην εκπαιδευτική κοινότητα και μάλιστα στον κλάδο των φιλολόγων, που αγωνιζόμαστε για τη γλωσσική εκπαίδευση των μαθητών μας (αν και, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, η γλωσσική εκπαίδευση είναι καθήκον όλων των εκπαιδευτικών και όχι μόνο των φιλολόγων). Πέρα από τον κατακλυσμό των παιδικών συνειδήσεων με την εικόνα (αν η γενιά μας είναι καλύτερα μορφωμένη γλωσσικά είναι γιατί διαβάζαμε «κείμενα» όπως Μικρό Ήρωα και Γκαούρ Ταρζάν και όχι κόμικς, με το λόγο να περιορίζεται στο ρόλο της λεζάντας. Και φυσικά δεν είχαμε τηλεόραση) υπάρχουν και τα εσωτερικά προβλήματα στη γλωσσική εκπαίδευση, με τις ελλείψεις των αναλυτικών προγραμμάτων, την ακαταλληλότητα των μεθόδων διδασκαλίας, των εγχειριδίων κ.λπ.
Η βασική αρχή που διαπνέει τις τοποθετήσεις του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη είναι ότι καθώς η γλώσσα είναι όργανο επικοινωνίας, η γλωσσική εκπαίδευση πρέπει να τονίζει τον επικοινωνιακό της χαρακτήρα. Η επικοινωνιακή διάσταση, επισημαίνει, λείπει από το μάθημα της έκθεσης, το οποίο χαρακτηρίζεται ως υφολογική άσκηση (από ανθρώπους που δεν φιλοδοξούν να γίνουν λογοτέχνες, θα πρόσθετα εγώ, και που τα μόνα γραπτά κείμενα με τα οποία θα καταπιαστούν είναι τίποτα πράξεις πρακτικής αριθμητικής, καμιά αίτηση διορισμού στο δημόσιο, άντε και καμιά κάρτα στους φίλους).
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ακόμη ότι όλες οι γλωσσικές ποικιλίες πρέπει να θεωρούνται ίσες και να μην υπάρχουν γλωσσικές προκαταλήψεις, να μην κοροϊδεύονται κάποιοι μαθητές για την αποκλίνουσα προφορά τους (όπως κοροϊδεύαμε εμείς -μια φορά μάλιστα και ο καθηγητής μας, ο κος Ασπραδάκης- τους Μαλλιώτες συμμαθητές μας για την κάπως ένρινη και «τραβηχτή» προφορά τους.
Ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης κάνει εκτενείς αναφορές στις διάφορες γλωσσολογικές θεωρίες. Τις αντιρρήσεις των (επιμορφούμενων) εκπαιδευτικών για τη χρησιμότητα της γνώσης αυτών των θεωριών (τις έζησα πέρυσι στα ΠΕΚ) τις θεωρεί, παραθέτοντας τον Halliday, ως απόδειξη «διανοητικής οκνηρίας», χαρακτηριστικό, θα πρόσθετα εγώ, ενός δημόσιου υπαλλήλου (όπου στη διανοητική προστίθεται και η φυσική οκνηρία) και όχι ενός λειτουργού που (πρέπει να) είναι ο εκπαιδευτικός. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος, τόσα λεφτά παίρνουμε, τόση δουλειά βγάζουμε κ.λπ. Συμφωνώ. Μόνο που και πάλι πιστεύω ότι για αρκετούς τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι παρά μια ακόμη εκλογίκευση της διανοητικής τους οκνηρίας. Ο συγγραφέας λέει ακόμη ότι πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, η διδασκαλία της γλώσσας να μην ταυτίζεται με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, η σημασιολογία να πάρει ισοδύναμη σχέση με τη σύνταξη στο γλωσσικό μάθημα, να εκπαιδεύονται πιο συστηματικά οι εκπαιδευτικοί, να υπάρχει μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση σε θέματα παιδείας και άλλα πολλά που θα ήταν δύσκολο να τα απαριθμήσουμε εδώ. Σε όλα αυτά που υποστηρίζει ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης ότι πρέπει να γίνουν, εμείς δεν έχουμε να προσθέσουμε παρά «αμήν»....

Saturday, April 3, 2010

Καντέρ Αμπντολάχ, Το σπίτι του τεμένους

Καντέρ Αμπντολάχ, Το σπίτι του τεμένους, μετ. Γιάννης Ιωαννίδης, Καστανιώτης 2009, σελ. 425

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την πρόσφατη ιστορία του Ιράν.

Ας ξεκινήσουμε με τον συγγραφέα, που είναι άγνωστος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Γεννήθηκε το 1954 στο Ιράν. Το 1988 ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Ολλανδία. Το 1993 άρχισε να γράφει στα Ολλανδικά. Το «Σπίτι του τεμένους» κέρδισε τη δεύτερη θέση σε διαγωνισμό που έγινε το 2008 για το καλύτερο ολλανδικό βιβλίο του 20ου αιώνα. Το πραγματικό του όνομα είναι Χοσεΐν Σαντγιαντί Γκεμαγκαμί. Το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί απαρτίζεται από τα ονόματα δύο εκτελεσμένων φίλων του. Στη Βικιπέντια που ψάξαμε για να επαληθεύσουμε ότι το «Χοσεΐον» που γράφεται στο αυτί του βιβλίου είναι τυπογραφικό λάθος, είδαμε με έκπληξη ότι είναι πολυγραφότατος, με 13 βιβλία στο ενεργητικό του, όλα στα ολλανδικά. Το τελευταίο αποτελείται από μια βιογραφία του προφήτη Μωάμεθ και το Κοράνι σε μετάφραση δική του στα Ολλανδικά. Διαβάζουμε επίσης ότι η αγγλική μετάφραση του τεμένους κυκλοφόρησε το 2010. Εμείς είχαμε την πρωτιά, αφού το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2009.
Το έργο είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Μάλιστα, διαβάζοντάς το, θυμήθηκα τον «ήρωα που βρίσκεται στη μέση του δρόμου» στα ιστορικά μυθιστορήματα του Ουόλτερ Σκοτ, για τον οποίο μιλάει ο Γκέοργκ Λούκατς στο έργο του «Ιστορικό μυθιστόρημα» (το μετέφρασα από τα αγγλικά για κάποιον τυπογράφο που φιλοδοξούσε να γίνει εκδότης, και λυπήθηκα που τελικά δεν το εξέδωσε. Ο όρος στα αγγλικά είναι in the middle of the road hero).
Ο «ήρωας που βρίσκεται στη μέση του δρόμου» στο έργο αυτό του Καντέρ Αμπντολάχ, η υπόθεση του οποίου διαδραματίζεται πριν και μετά την πτώση του Σάχη και την άνοδο του Αγιατολάχ Χομεϊνί στην εξουσία, είναι ο Αγά Τζαν, στον οποίο μάλιστα αφιερώνεται και το βιβλίο, πράγμα που βλέπω τυχαία ξεφυλλίζοντάς το για να γράψω αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση: «Στον αγά Τζαν, για να τον αφήσω να φύγει». Στην τελευταία παράγραφο του μονοσέλιδου «απολογισμού» με τον οποίο κλείνει το βιβλίο ο συγγραφέας, διαβάζουμε: «Παρότι οι διηγήσεις του Σπιτιού του τεμένους βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα, όλα τα ονόματα και τα περιστατικά που παραπέμπουν στην πραγματικότητα πρέπει να διαβαστούν με τους κανόνες της λογοτεχνίας». Τι μπορεί να σημαίνει η φράση «τα ονόματα και τα περιστατικά που παραπέμπουν στην πραγματικότητα πρέπει να διαβαστούν με τους κανόνες της λογοτεχνίας;», όταν, αντίθετα, πολλοί συγγραφείς συνήθως γράφουν, «τα πρόσωπα και τα περιστατικά είναι φανταστικά»; Η αφιέρωση δείχνει ότι το πρόσωπο του Αγά Τζαν είναι πραγματικό, πράγμα που μας κάνει να υποθέσουμε ότι και άλλα πρόσωπα (πόσα; ποια;) είναι πραγματικά (με τα πραγματικά τους ονόματα ή όχι δεν έχει και τόση σημασία).
Συνήθως σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα ενώ τα ιστορικά γεγονότα είναι πραγματικά, τα κύρια πρόσωπα είναι φανταστικά και εμπλέκονται επίσης σε επινοημένα επεισόδια. Στον «Πόλεμο και Ειρήνη» για παράδειγμα η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Ρωσία είναι πραγματική, και ο Ναπολέων και ο Κουτούζοφ που εμφανίζονται σε κάποια επεισόδια είναι πραγματικά πρόσωπα (τον πρώτο τον ξέρουν όλοι, ο δεύτερος είναι ο ρώσος αρχιστράτηγος που νίκησε τον Ναπολέοντα), όχι όμως και ο Πιέρ, ο Αντρέι Μπαλκόνσκι και η Νατάσα. Νόμιζα ότι, με ανάλογο τρόπο, μόνο ο Χομεϊνί που πρωταγωνιστεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι πραγματικό πρόσωπο ενώ ο Αγάς Τζαν και τα πρόσωπα γύρω από αυτόν είναι φανταστικά. Τελικά η αφιέρωση μας κάνει να υποθέσουμε ότι και πολλά άλλα πρόσωπα στο έργο, μη πρωταγωνιστικά στα ιστορικά γεγονότα, είναι πραγματικά. Και βέβαια το πρόβλημα, για κάτι περίεργους σαν και μένα, παραμένει άλυτο: ποια πρόσωπα και ποια επεισόδια είναι πραγματικά και ποια επινοημένα; Ο συγγραφέας, για να σε βγάλει από το αδιέξοδο, σου υποδεικνύει: «Πρέπει να διαβαστούν με τους κανόνες της λογοτεχνίας». Λίγο ασαφές, αλλά νομίζω ότι σημαίνει «όπως διαβάζεται και κάθε μυθιστόρημα με επινοημένα πρόσωπα και επινοημένη πλοκή». Έτσι βέβαια μας κάνει να συμπεράνουμε ότι πάρα πολλά πρόσωπα και επεισόδια είναι πραγματικά.
Ο Αγά Τζαν είναι ένας παραδοσιακός μουσουλμάνος, ευσεβής αλλά όχι φανατικός, που βρίσκεται μέσα στη δίνη της σύγκρουσης του σάχη και των ισλαμιστών, για να πέσει θύμα και των δύο. Μέσα από την ιστορία της οικογένειας του αγά Τζαν, στην οποία ανήκει το τέμενος, παρακολουθούμε την ιστορία σχεδόν δύο δεκαετιών της πρόσφατης ιστορίας του Ιράν. Ο Καντέρ Αμπντολάχ σηματοδοτεί την έναρξή της με την προσσελήνωση των αμερικανών, το 1969, και την ολοκληρώνει περίπου με τη φυγή του από το Ιράν.
Αυτό που παρατηρούμε στον μουσουλμανικό κόσμο είναι ότι οι μουσουλμάνοι γίνονται σιγά σιγά ισλαμιστές. Στο Ιράν μάλιστα κατέλαβαν την εξουσία, το ίδιο και στο Αφγανιστάν, αν και οι Ταλιμπάν αργότερα εκδιώχθηκαν από τους αμερικάνους. Από την εξουσία, όχι από τη χώρα, την οποία φιλοδοξούν να ανακαταλάβουν. Διαβάζουμε:
«Τώρα το Ισλάμ επέφερε μια σοβαρή διάσπαση στην οικογένεια του Αγά Τζαν. Τους τελευταίους οχτώ μήνες το σπίτι, ενωμένο, είχε πολεμήσει τους εχθρούς του Ισλάμ από τον άμβωνα του τεμένους. Αλλά για πρώτη φορά το ίδιο το Ισλάμ στεκόταν σαν εχθρός απέναντι στην οικογένεια» (σελ. 320-321). Η ιστορία της οικογένειας είναι μια ιστορία διώξεων από το καθεστώς του σάχη και στη συνέχεια του Χομεϊνί. Η οικογένεια χωρίστηκε στα δυο, ανάμεσα στους φονταμενταλιστές και στους μετριοπαθείς μουσουλμάνους. Υπήρξε και ένας κομμουνιστής. Ένας γαμπρός του σπιτιού του τεμένους έγινε αρχιδικαστής-εκτελεστής του Χομεϊνί. Στο τέλος βρίσκεται στο Αφγανιστάν, με ψεύτικη ταυτότητα. Το καθεστώς δεν τον χρειάζεται πλέον, αλλά πρέπει να τον προστατεύσει. Οι μοτζαχεντίν όμως θα τον ανακαλύψουν. Ο Σαχμπάλ, ανιψιός του Αγά Τζαν, θα πάει στο Αφγανιστάν, θα τον βρει και θα τον εκτελέσει. Η σκηνή της εκτέλεσης είναι θαυμάσια. Τέτοια υπέροχη σκηνή εκτέλεσης συνάντησα μόνο στη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ.
Ο Σαχμπάλ γράφει ένα γράμμα, που καταλαμβάνει την προτελευταία σελίδα του βιβλίου. Η νοσταλγία του εμιγκρέ εκφράζεται πολύ συγκινητικά: «…νοσταλγώ τη μέρα που θα μπορέσω ν’ ανοίξω για ακόμα μια φορά την εξώπορτα του σπιτιού μας και να μπω μέσα… η μέρα αυτή θα έρθει! Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, εσείς μου είπατε ότι πρέπει πάντα να ονειρεύομαι και ότι πρέπει να εκπληρώνω τα όνειρά μου…».
Και συνεχίζει πιο κάτω: «Αγαπημένε μου θείε, εξακολουθώ πάντα να γράφω. Τα τελευταία χρόνια δεν έκανα τίποτε άλλο από το να δίνω μορφή στις ιστορίες μου. Το έκανα για σας και για τη χώρα μας. Έχω αλλάξει γλώσσα γραφής, αλλά προσπάθησα πάντα να δώσω στα διηγήματά μου μια θέση στο ποιητικό πνεύμα της όμορφης παλιάς γλώσσας μας». Και τελειώνει: «Δεν θα πεθάνετε. Θα μείνετε μέχρι να φύγουν όλοι και μέχρι να έρθουν όλοι».
Εδώ το πρόβλημα της διάκρισης του πραγματικού από το επινοημένο είναι εντελώς δραματικό, δεν είναι ζήτημα μιας απλής περιέργειας. Είναι ο Σαμπάχ η περσόνα του συγγραφέα; Αυτός ήταν τελικά ο εκτελεστής που κατέφυγε στη συνέχεια στην Ολλανδία ως πολιτικός πρόσφυγας; Οι στενοί του φίλοι μπορεί να ξέρουν. Εμείς μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Το Ισλάμ είναι ανεξάντλητο, ξέρω αρκετά πράγματα γι αυτό αλλά συνεχώς μαθαίνω περισσότερα. Διαβάζω: «Έβγαλε το Κοράνι του κι έψαξε για τη σούρα Ενκάλτο, μια σούρα που διαβάζεις όταν θέλεις να κοιμηθείς με μια γυναίκα που δεν είναι η νόμιμη γυναίκα σου. Όταν εκείνος θα διάβαζε τη σούρα κι η Ζινάτ θα έλεγε τη λέξη γκαλπέλτο (συμφωνώ), εκείνος θα μπορούσε σύμφωνα με τη διδαχή του βιβλίου να τη γδύσει αμέσως» (σελ. 156) και πιο κάτω σε σημείωση: «Σύμφωνα με την παλιά σαρία του Ισλάμ, ένας άντρας μπορεί εκτός από τη νόμιμη γυναίκα του να έχει και μερικές ακόμα. Οι τελευταίες, προσωρινές γυναίκες δεν κληρονομούν τίποτα και δεν εγγράφονται στα μητρώα του δήμου ή του τεμένους» (σελ. 191). Αυτά, ασχολίαστα.
Το παρακάτω όμως θα το σχολιάσω: «…ο σάχης πριν λίγο καιρό είχε επισκεφθεί τον τάφο του Κύρου (600 ή 576-530), του πρώτου βασιλιά της Περσικής Αυτοκρατορίας» (σελ. 251). Στους «Έρωτες τοπίων», ένα ταξιδιωτικό βιβλίο του Γιώργου Βέη, διαβάσαμε ότι ο συγγραφέας επισκέφτηκε τον τάφο του Κομφούκιου (551-479). Έζησαν την ίδια περίπου εποχή, πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Και αναρωτιέμαι: Εμάς εδώ, ο τάφος του Περικλή τι έγινε; Καλά, ο Αισχύλος θάφτηκε στη Γέλα, αλλά του Σοφοκλή και του Ευριπίδη; Του Πλάτωνα έστω; Πάλι καλά που έχουμε τον Παρθενώνα, ας είναι και χωρίς τις μετώπες.
Η λιτή, απέριττη αφήγηση, τα επεισόδια που βγαίνουν σαν παραφυάδες από τον κορμό της ιστορίας του Ιράν (για παράδειγμα η αγωνιώδης αναζήτηση τάφου από τον Αγά Τζαν για τον εκτελεσμένο γιο του), κάνουν το βιβλίο ιδιαίτερα συναρπαστικό. Τα περίεργα πρόσωπα (η «σαύρα», το ραχιτικό παιδί που πηγαίνει με τα τέσσερα και δεν μιλάει, οι «γιαγιάδες», περίεργες φιγούρες που επιλέγουν να πεθάνουν σε μια σπηλιά στη Μέκκα για να πάνε κατ’ ευθείαν στον παράδεισο, η τρελή που λέει όλα τα νέα αλλά αφού προηγηθεί ένα συγκεκριμένο τελετουργικό ερωτήσεων, ο τυφλός που έχει ένα εσωτερικό ρολόι και λέει την ώρα με ακρίβεια λεπτού, και ένα σωρό άλλοι παράξενοι τύποι δίνουν μια περίεργη γεύση μαγικού ρεαλισμού, ή καλύτερα μια μαγική γεύση μαγικού ρεαλισμού. Πρόκειται για ένα πραγματικά εξαιρετικό βιβλίο.

Friday, April 2, 2010

Σωτήρης Δημητρίου, Η πολιτική διάσταση στην τέχνη

Σωτήρης Δημητρίου, Η πολιτική διάσταση στην τέχνη, Σαββάλας 2009, σελ. 438

H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Με μια ανθρωπολογική οπτική ο Σωτήρης Δημητρίου ερευνά την τέχνη ως πολιτικό φαινόμενο

Με το έργο του Σωτήρη Δημητρίου έχουμε ασχοληθεί και άλλες φορές στο παρελθόν. Πρόκειται για μια πολυσχιδή προσωπικότητα, με ενδιαφέροντα που καλύπτουν ποικίλους τομείς, από την σημειωτική και τον κινηματογράφο μέχρι την πολιτική και την κοινωνική ανθρωπολογία. Θα αναφέρουμε ακόμη μια φορά τα πολύτομα μνημειώδη έργα του «Λεξικό όρων» και «Η εξέλιξη του ανθρώπου». Στο τελευταίο του έργο ασχολείται με την τέχνη, και πιο συγκεκριμένα με την πολιτική της διάσταση, με «μια ανθρωπολογική προσέγγιση», όπως γράφεται στον υπότιτλο.
Ο Σωτήρης Δημητρίου έχει τη στόφα του εγκυκλοπαιδιστή. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο τελευταίος νεοέλληνας διαφωτιστής. Στα βιβλία του, και ιδιαίτερα στο πολύτομο «Η εξέλιξη του ανθρώπου» αλλά και στο παρόν, δίνει μια πανοραμική εικόνα κατακτήσεων και αντιλήψεων πάνω στα θέματα που τον απασχολούν, παραθέτοντας, συχνά με εφέ απαρίθμησης, ανακαλύψεις, διαπιστώσεις, σκέψεις και αντιλήψεις των επιστημόνων που έχουν ασχοληθεί με το θέμα, αναφέροντας όμως πάντοτε ποιες είναι οι επικρατέστερες απόψεις ή ποιες ο ίδιος θεωρεί ότι είναι οι πιο έγκυρες.
Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Προϊστορική τέχνη» παραθέτει όλες τις ανακαλύψεις αλλά και όλες τις ερμηνείες που έχουν δοθεί. Εδώ ανατρέπεται η μέχρι τώρα αντίληψη ότι η πρωτόγονη τέχνη εξελίσσεται από τον ρεαλισμό στο στυλιζάρισμα. Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Πολιτισμικοί συμβολισμοί και τέχνη» ανάμεσα στα άλλα ο Σωτήρης μιλάει για την κατηγοριοποίηση των συμβολισμών σε δύο είδη: τον πρακτικό και τον πολιτισμικό. Ως παράδειγμα φέρνει το φίδι, που είναι σύμβολο της ιατρικής αλλά και της αμαρτίας ή του θανάτου. Το τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Η πρωτόγονη τέχνη» είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, και βέβαια συζητείται εκτεταμένα η τουριστικοποίησή της. Στο τέταρτο κεφάλαιο μεταβαίνουμε και στο δικό μας «εδώ και τώρα» με τη «Λαϊκή τέχνη», που δυστυχώς από αυθεντική έκφραση της λαϊκής ψυχής ξεπέφτει συχνά στο φαινόμενο της μαζικής κουλτούρας, που παράγεται από τα ΜΜΕ και κυρίως την τηλεόραση.
Στο πέμπτο κεφάλαιο που έχει τίτλο «Η θέση της τέχνης στις σχέσεις δύναμης» προβάλλεται ιδιαίτερα η πολιτική διάσταση της τέχνης. Εκεί διαβάζουμε: «Στην τυπογραφία οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η απαλλαγή του πεζού λόγου από τις τυποποιημένες μορφές της ποίησης, που είχαν πηγάσει από τις ανάγκες απομνημόνευσης» (σελ. 213). Ενδιαφέρουσα ιδέα, που ερμηνεύει την κυριαρχία της πεζογραφίας στη σύγχρονη λογοτεχνία (τα τιράζ είναι αλάθητος δείκτης) και την εγκατάλειψη του μέτρου στη σύγχρονη ποίηση.
Το πέμπτο κεφάλαιο έχει τίτλο «Η δυτική τέχνη: πεδίο αμφισβήτησης». Εδώ δίνεται μια διαγραμματική ιστορία των επί μέρους τεχνών στη Δύση καθώς και των αισθητικών θεωριών που εμφανίστηκαν και κυριάρχησαν κατά περιόδους. Ακόμη διαβάζουμε: «Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέοι που στρέφονται στην τέχνη είχαν σε μεγαλύτερη αναλογία παραβατικές συμπεριφορές ούτε είναι τυχαία η μεγάλη απήχηση της ψυχαναλυτικής ερμηνείας της τέχνης, η οποία συνδέει τους καλλιτέχνες με τους νευρωσικούς» (σελ. 280). Την ίδια αντίληψη προβάλλει και ο μπηχεβιοριστής Hans Eysenck, συμπληρώνοντας όμως ότι ο τύπος του εγκληματία και του πολιτικού ανήκει στους ψυχωσικούς, καθώς διαθέτουν, αντίθετα από τους νευρωσικούς και τους καλλιτέχνες, χαμηλή συναισθηματικότητα και μεγάλη εξωστρέφεια.
Το τελευταίο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Τελετουργία και αντίσταση» είναι το περισσότερο ανθρωπολογικό και πολιτικό. Ενδιαφέρουσα βρήκα την αντίληψη περί «αισθητικοποίησης της φιλοσοφίας» (σελ. 314). Λάτρης της φιλοσοφίας στα νεανικά μου χρόνια (το δεύτερό μου πτυχίο είναι από το φιλοσοφικό τμήμα της φιλοσοφικής σχολής) την εγκατέλειψα γιατί διαπίστωσα ότι οι διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες δεν μου γνώριζαν τον κόσμο, τον οποίο μου αποκάλυπταν καλύτερα οι ψυχολόγοι και οι ηθολόγοι (να αναφέρω μόνο την επιστημονική θεμελίωση των απόψεων του Καντ στο «Η πίσω όψη του καθρέπτη» του Κόνραντ Λόρεντς). Στο εξής τις θεωρούσα ως κομψά οικοδομήματα σκέψης, που μπορεί να τα θαυμάσει κανείς ως αισθητικά δημιουργήματα αλλά όχι και να τα πάρει πολύ στα σοβαρά.
Επαναλαμβάνω, το βιβλίο αποτελεί ένα εγκυκλοπαιδικό πανόραμα από το οποίο εγώ, στα πλαίσια μιας σύντομης παρουσίασης, επέλεξα σημεία που είχαν για μένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα ήθελα να κλείσω αυτή την παρουσίαση δίνοντας τον λόγο στον ίδιο το Σωτήρη, όπου στις τρεις τελευταίες παραγράφους του βιβλίου του συνοψίζει τις προσωπικές του θέσεις.
«Αν η τέχνη της αντίστασης συμβάλλει στον μετασχηματισμό σε έναν άλλο εφικτό κόσμο, οφείλει να προδιαγράψει τις νέες κοινωνικές σχέσεις που θα τον συγκροτήσουν. Συνεπώς, οφείλει να ανασυστήσει την ηθική διάσταση η οποία προέχει για αυτή τη συγκρότηση-δεδομένου ότι η άμβλυνση της ηθικής στη δυτική αισθητική συνδέθηκε με τη διάβρωση του κοινωνικού ιστού της Δύσης και ότι η απόσπαση του έργου από το τελεστικό πλαίσιο ενίσχυσε τη θέση του μοναχικού ατόμου σε βάρος του κοινοτισμού.
Η άμβλυνση του κοινοτισμού παίρνει διαστάσεις αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού. Αυτό γίνεται φανερό από τις πολλές πλευρές, για παράδειγμα από τη σχέση του ατόμου με την πόλη. Η αιφνίδια ανάπτυξη των παραγκουπόλεων, η αντικατάσταση της βιωματικής σχέσης από την αναπαραστατική της διαφήμισης και η παρανοϊκή συνάντηση της ομογενοποίησης με τον αποκλεισμό οδηγούν στον «μη τόπο» κατά τον Μ. Augé (1999), στη δυσκολία να «δημιουργηθούν τόποι επειδή ακριβώς είναι ακόμη πιο δύσκολο να προσδιοριστούν δεσμοί».
Είναι γι αυτόν ακριβώς τον λόγο που η τέχνη της αντίστασης παρουσιάζει τελεστικό χαρακτήρα. Μέσα από την τελεστική διαδικασία μέθεξης οι δημιουργοί και το κοινό αναβαπτίζονται στο πνεύμα του κοινοτισμού, επιτελούν κοινωνική πράξη, συμμετέχουν στην ιστορική διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού».
Στην πεζογραφία υπάρχει συχνά το εφέ τέλους. Εδώ, μια και πρόκειται για επιστημονικό έργο, μπορούμε να πούμε απλά ότι το τέλος είναι πολύ εντυπωσιακό.

Thursday, April 1, 2010

Το Φραγκιό

Το Φραγκιό

Το Φραγκιό είναι ο «τρελός» του χωριού. Το «τρελός» το βάζω σε εισαγωγικά, γιατί η λέξη, στη λαϊκή της χρήση, έχει μεγάλο σημασιολογικό εύρος, καθώς περιλαμβάνει κάθε άνθρωπο με αποκλίνουσα συμπεριφορά που μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, από ψυχολογικές διαταραχές μέχρι νοητικές καθυστερήσεις. Οι μέθυσοι ανήκουν σε άλλη κατηγορία, και από αυτούς το χωριό δεν είχε μόνο ένα.
Το Φραγκιό ήταν ήδη μεγάλος όταν εγώ ήμουν μικρός. Τον θυμάμαι να τρέχει πάνω κάτω στους δρόμους με τα δυο του χέρια μπροστά στην κοιλιά του, στριφογυρίζοντας τις παλάμες σαν να είναι ρόδα που γυρίζει. Έκανε πως ήταν αμάξι. Πάντα με κοντό παντελόνι, πάντα ξυπόλυτος, χειμώνα καλοκαίρι. Τώρα έχει περάσει τα εβδομήντα, τα μαλλιά του έχουν γκριζάρει. Έχει ενηλικιωθεί προ πολλού, εδώ και δεκαετίες έχει πάψει να κάνει το αμάξι. Τον έχω δει πολλές φορές να περπατάει με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη, σαν αριστοκράτης.
Σήμερα, μεγάλη Τετάρτη, πήγα και κάθισα στην πλατεία του χωριού, την πιο όμορφη πλατεία που υπάρχει σε χωριό της Ελλάδας-τουλάχιστον αυτή τη φήμη έχει. Μεγάλα πλατάνια και ευκάλυπτοι τη στολίζουν. Ιδανικό καταφύγιο η σκιά τους τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού. Βέβαια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να σου κουτσουλίσει το κεφάλι, το πουκάμισο ή το παντελόνι κάποιο σπουργίτι που έχει κουρνιάσει σε κάποιο κλαδί από πάνω σου, και θέλησε, ατυχώς, να κάνει τσίσα του τη στιγμή που εσύ καθόσουν αμέριμνος από κάτω, κουβεντιάζοντας με τους φίλους σου ή απλά χουζουρεύοντας, αποχαυνωμένος από τη ζέστη του μεσημεριού. Το να σε πάρει ο ύπνος πάνω στην καρέκλα, όπως συνέβαινε με κάποιους γέρους, και να έχεις γερμένο πίσω το κεφάλι ροχαλίζοντας με ορθάνοιχτο το στόμα, ήταν άκρως επικίνδυνο. Γι αυτό κι εγώ, προνοητικά, μια και δεν είμαστε ακόμη στο καλοκαίρι, απόφυγα να καθίσω κάτω από τα κλαδιά του διπλανού πλατάνου.
Απολάμβανα την πλατεία, τη θέα στον ορίζοντα, την πορτοκαλάδα που παράγγειλα –οι ρακές είναι για άλλη ώρα και με παρέα-αλλά κάποτε βαρέθηκα. Έβγαλα το κινητό μου και τα ακουστικά για να ακούσω μουσική, όπως κάνουν οι μαθητές μου τα διαλείμματα, συχνά μάλιστα και την ώρα του μαθήματος. Πριν τα συνδέσω όμως θυμήθηκα ότι το Τρίτο Πρόγραμμα δεν φτάνει μέχρι χωριό μου. Η λύση θα ήταν να ακούσω κρητικά τραγούδια, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν θα κατάφερνα να βρω σταθμό που να έχει κρητική μουσική. Το πιο πιθανό ήταν να πέσω σε τίποτα «βαριά λαϊκά», βαριά και ασήκωτα, ή, μέρες που είναι, σε λειτουργία. Άλλαξα λοιπόν γνώμη και έκρυψα πάλι το κινητό μου στην τσέπη του παντελονιού μου και τα ακουστικά στην τσέπη του πέτου του μπουφάν μου, όπου τα κουβαλάω μόνιμα. Μου έχουν φανεί πολύ χρήσιμα στις αίθουσες αναμονής των ιατρείων, όταν η σειρά μου αργεί να έλθει και η τηλεόραση έχει εκείνες τις χαζοεκπομπές που όλοι ανεχόμαστε θέλοντας και μη σε τέτοιους χώρους. Δηλαδή σχεδόν όλοι, υπάρχουν πάντα εκείνοι που και στο σπίτι τους θα τις έβλεπαν ευχαρίστως.
Επάνω που άρχισα να νοιώθω μοναξιά, να ’σου το Φραγκιό. Πιάνει μια καρέκλα και κάθεται απέναντί μου. Και αρχίζει την αφήγηση. Μια αφήγηση παθιασμένη που τη συνόδευε με ζωηρές χειρονομίες, ενώ κατά διαστήματα ξεσπούσε σε τρανταχτά γέλια. Σκέφτηκα πως κάτι ήξερε Αυτός που είπε «Μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι». Αν και, πιστεύω εγώ, οι πλούσιοι τω χρήματι είναι ακόμη πιο μακάριοι. Εγώ ευτυχώς δεν ανήκω –θέλω να πιστεύω- στους πρώτους, και δυστυχώς δεν ανήκω– για αυτό είμαι σίγουρος- στους δεύτερους.
Τον παρακολουθούσα με αφοσίωση. Κουνούσα συγκαταβατικά το κεφάλι και χαμογελούσα όταν γελούσε. Οι μόνες λέξεις που ξεχώριζα ήταν «ψάρια», «αστυνομία», «παπάς», «σημαία», και δεν θυμάμαι ποιες άλλες. Όταν τις άκουγα τις επαναλάμβανα κι εγώ, για να δείξω ότι τον παρακολουθώ. Και όντως τον παρακολουθούσα, χωρίς να καταλαβαίνω γρι.
Ένοιωθα να τον λυπάμαι. Πραγματικά τα άτομα που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση (ξέρω άλλον ένα) είναι αξιολύπητα, καθώς οι δυσχέρειες που έχουν στο λόγο καθιστούν την επικοινωνία μαζί τους από δύσκολη έως αδύνατη. Όπως είναι φυσικό όλοι τούς αποφεύγουν, και έτσι δυσκολεύονται να βρουν άτομα να επικοινωνήσουν. Εμένα με βρήκε μπόσικο, καθώς καθόμουνα μόνος. Επίσης βολικό, μια και ανέχτηκα την τιράδα του κοντά ένα μισάωρο, νοιώθοντας σαν προσκοπάκι που κάνει μια καλή πράξη.
Μετά από κανένα τέταρτο, αφού πήρε θάρρος, ήλθε και κάθισε δίπλα μου, και έγινε ακόμη πιο εκφραστικός ακουμπώντας με στον ώμο πότε πότε. Συνέχισε να μου λέει την ιστορία του – ή μήπως ήταν περισσότερες από μια;- για κανένα τέταρτο ακόμη. Εντελώς ξαφνικά σηκώθηκε και έφυγε. Αλλά γιατί έφυγε έτσι απότομα; Με ήθελε πιο «επικοινωνιακό» ως συνομιλητή και απογοητεύτηκε που δεν ήμουν; Του τέλειωσαν οι ιστορίες, ή απλά βαρέθηκε;
Τον έβλεπα να απομακρύνεται ξυπόλυτος. Έκανα τη σκέψη ότι αν, για κάποιο λόγο, έκλειναν όλες οι εταιρείες παραγωγής παπουτσιών και οι άνθρωποι δεν είχαν παπούτσια να φορέσουν, θα πέθαιναν όλοι τους από γρίπες και πνευμονίες. Ο μόνος που θα επιβίωνε θα ήταν το Φραγκιό.

Μπάμπης Δερμιτζάκης
Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, 31-3-2010