Ελίας Κανέττι, Τύφλωση, μετ. Τζένη Μαστοράκη, Γράμματα 1985, σελ. 549.
Υπάρχουν γυναίκες που ψωνίζουν με τις εκπτώσεις και γυναίκες που ψωνίζουν μόνο τις προσφορές. Οι δεύτερες πρέπει να είναι απόλυτη μειοψηφία. Κατ’ αναλογία, ανήκω κι εγώ όχι σε αυτούς που αγοράζουν βιβλία με έκπτωση αλλά σ’ αυτούς που αγοράζουν βιβλία σε προσφορά, μειοψηφία κι εγώ. Έτσι αγόρασα το «Ο Χεμινγουέη στην Κούβα» για το οποίο έχω κάνει ήδη ανάρτηση, έτσι αγόρασα και την «Τύφλωση» του Ελίας Κανέττι, του οποίου παρουσιάσαμε πέρυσι ένα τόμο της αυτοβιογραφίας του. Το αγόρασα δεν θυμάμαι πότε, 5 ευρώ (δηλαδή 4.90, οι γύφτοι καρπουζάδες ήταν νομίζω οι πρώτοι διδάξαντες) και πριν λίγες μέρες με έπιασε η επιθυμία να το διαβάσω.
Θα ξεκινήσω αφοριστικά: Είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Και, όπως διάβασα και στην βιογραφία του Κανέττι, είναι το μόνο του μυθιστόρημα, και εκδόθηκε όταν ήταν 30 χρόνων, το 1935.
Θα επαναλάβω πάλι πράγματα που έχω πει: Δυο αρετές μου αρέσουν σε ένα μυθιστόρημα, το σασπένς και το χιούμορ. Το σασπένς είναι εγγενές λίγο πολύ σε κάθε αφήγηση, και έτσι δεν μπορούσε να λείπει και από εδώ. Όμως το χιούμορ δεν υπάρχει υποχρεωτικά, και σε αυτό το βιβλίο υπάρχει άφθονο και σπαρταριστό.
Οι λατινοαμερικάνοι μας δίδαξαν τον μαγικό ρεαλισμό, όρος που παραπέμπει συνειρμικά στο μαγικό παραμύθι. Το αντίστοιχο – και αντίστροφο - στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα δεν έχει δηλωθεί με έναν όρο, ή τουλάχιστον δεν έχω υπόψη μου, αλλά για τις ανάγκες αυτής της ανάρτησης θα το ονόμαζα αφηγηματικό γκροτέσκο. Το φανταστικό, όπως το ορίζει ο Τσβετάν Τοντόροφ, είναι πολύ ευρύτερο. Σ’ αυτή την κατηγορία θα κατέτασσα τον Κάφκα (Δίκη, Πύργος, Μεταμόρφωση), τον Μπουλγκάκοφ (Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα) τον «Θαυμαστό καινούριο κόσμο» του Χάξλεϊ και τα «1984» και «Η φάρμα των ζώων» του Όργουελ, έργα πολυσυζητημένα. Α, ναι, και τους «Σατανικούς στίχους» του Σαλμάν Ρασντί, θα υπάρχουν κι άλλα που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή, και περισσότερα που δεν τα έχω υπόψη μου. Πάντως το χαρακτηριστικό όλων τους είναι μια ζοφερή, εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα, και έχουν σχεδόν πάντα unhappy end (να μην πω πάντα γιατί δεν είμαι σίγουρος). Τέλος ο αλληγορικός και σατιρικός χαρακτήρας τους είναι ιδιαίτερα έντονος. Σ’ αυτή την κατηγορία θα κατέτασσα και την «Τύφλωση».
Οι ήρωες στο έργο αυτό σκιαγραφούνται με την υπερβολή της καρικατούρας. Ο Πέτερ Κην είναι σινολόγος και διαθέτει μια τεράστια βιβλιοθήκη. Έχει μεγάλη φήμη, η οποία όμως τον αφήνει αδιάφορο. Είναι αφιερωμένος στις μελέτες του. Μαζί με τον αδελφό του τον Γκέοργκ είναι οι μόνοι «θετικοί» ήρωες στο έργο. Τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν προσωποποίηση της ευτέλειας, της ψευτιάς και της απάτης. Και πρώτα πρώτα η οικονόμος που γίνεται στη συνέχεια γυναίκα του για να του ψήσει το ψάρι στα χείλη. Κατόπιν ο θυρωρός, συνταξιούχος αστυνομικός, που και αυτός κοιτάζει πώς να τον εκμεταλλευτεί. Τέλος είναι ο καμπούρης νάνος με την «συνταξιούχα», την πόρνη γυναίκα του, που και αυτός κοιτάζει να εκμεταλλευτεί τον Κην, έχοντας στην υπηρεσία του την ομάδα των τεσσάρων, όλα αποβράσματα της κοινωνίας με πρώτο και καλύτερο έναν ζητιάνο που είναι τυφλός μόνο εν ώρα εργασίας. «Το επάγγελμά του τον ανάγκαζε να το βουλώνει όταν κανένα καθίκι του ’ριχνε κουμπί στο κασκέτο του, κι έτσι, εκτός υπηρεσίας είχε τα μάτια του τέσσερα» (σελ. 255). Λένε όλοι τους ασύστολα ψέματα. Επίσης, κουτοπόνηροι καθώς είναι, ερμηνεύουν αλλιώς καταστάσεις και επεισόδια, και σ’ αυτό στηρίζονται πολλά από τα ειρωνικά εφέ που υπάρχουν στο έργο.
Όλοι αυτοί, που με τον ένα ή τον άλλο λόγο κοιτάζουν πώς να ξεγελάσουν και να εξαπατήσουν τον Κην, δεν αποτελούν παρά τη μάζα. Ο εστέτ της διανόησης Κανέττι στο πρόσωπο του Κην σκιαγραφούσε όχι μόνο γενικά τον διανοούμενο αλλά πιο ειδικά τον εαυτό του. Γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα ίσως δεν φανταζόταν πως η ζωή του θα έμοιαζε σε αρκετά σημεία με τη ζωή του Κην. Όπως θυμάμαι από τον μοναδικό τόμο της αυτοβιογραφίας του που διάβασα, δεν τον ενδιέφερε η «επιτυχία», όπως την εννοούν συνήθως. Τον ενδιέφερε η μελέτη και η γνώση. Θεωρείται κυρίως ως φιλόσοφος και όχι ως λογοτέχνης, αν και λιγότερο βέβαια από τον Μπεργκσόν, που και αυτός πήρε Νόμπελ λογοτεχνίας.
Όπως είπαμε δεν έγραψε άλλο μυθιστόρημα. Το έργο ζωής του ήταν η μελέτη της μάζας, που εκδόθηκε το 1960 με τον τίτλο «Μάζα και εξουσία». Φαντάζομαι ότι οι θέσεις του για τη μάζα στο έργο αυτό θα είναι περίπου οι ίδιες μ’ αυτές που φαίνονται σε μια χαρακτηριστική παράγραφο στις σελίδες 481-482, από την οποία θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα. «Η μάζα παφλάζει, ένα πελώριο, άγριο, αγκρισμένο ζώο που ξεχειλίζει από χυμούς βρίσκεται μέσα σ’ όλους μας, βαθιά. Παρά την ηλικία της, είναι το νεαρότερο ζώο, το κύριο δημιούργημα της γης, ο σκοπός και το μέλλον της. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη μάζα. Ζούμε ακόμη ως δήθεν άτομα. Κάποιες φορές η μάζα μας κατακλύζει, μια βρυχώμενη θύελλα, ένας απέραντος, πολύβουος ωκεανός, που όλες οι σταγόνες του είναι ζωντανές και λαχταρούν το ίδιο πράγμα. Σε λίγο όμως διαλύεται, και ξαναγινόμαστε «εμείς»: φτωχοί, λεηλατημένοι».
Ο Κην μοιάζει με τον δον Κιχώτη στις εμμονές του. Η Δουλτσινέα του είναι τα βιβλία, τα οποία αγωνίζεται να προστατεύσει – όχι μόνο τα δικά του, αλλά και τα ξένα. Και ο καμπούρης δίπλα του μοιάζει με τον Σάντσο Πάντσα, με τη διαφορά βέβαια ότι κοιτάζει να τον εκμεταλλευτεί, να του πάρει τα λεφτά που χρειάζεται για το πολυπόθητο ταξίδι του στην Αμερική (Αμέρικα Αμέρικα!!!), ταξίδι που δεν θα προλάβει να κάνει γιατί θα δολοφονηθεί. Αλλά όλοι οι διανοούμενοι δεν έχουν κάτι από τον δον Κιχώτη; Το πρακτικό πνεύμα τούς είναι λίγο πολύ ξένο, καθώς είναι δοσμένοι στις μελέτες τους. Και θυμήθηκα ένα ανέκδοτο που μου είπε ο φίλος μου ο Χρήστος. Ένας καθηγητής, εργένης, είχε δύο γάτες, μια μικρή και μια μεγάλη. Επειδή δεν ήθελε να τον ενοχλούν νιαουρίζοντας να τους ανοίξει την πόρτα για να μπουν στο γραφείο του, παράγγειλε μια ειδική πόρτα στον μαραγκό, η οποία στο κάτω μέρος θα είχε δυο τρύπες, μια μεγάλη και μια μικρή, από τη μεγάλη να μπαίνει η μεγάλη γάτα και από τη μικρή να μπαίνει η μικρή γάτα. Πραγματική ιστορία.
Και οι συνειρμοί:
Διαβάζοντας το βιβλίο θυμήθηκα τον Μπόρχες. Όχι μόνο γιατί ήταν καταδικασμένος κάποια στιγμή να τυφλωθεί αλλά και γιατί και αυτός γνώρισε την επιτυχία δια της τεθλασμένης. Αναγνωρίστηκε στην πατρίδα του αφού αναγνωρίστηκε πρώτα στο εξωτερικό. Το ίδιο και η «Τύφλωση» του Κανέττι, της έγινε μια περίπου αδιάφορη υποδοχή στη Γερμανία όταν πρωτοεκδόθηκε, για να αναγνωριστεί μόνο αφού αναγνωρίστηκε σαν αριστούργημα στην Αγγλία, την Αμερική και τη Γαλλία.
Ο τίτλος επίσης μου θύμισε τους τυφλούς του Ερνέστο Σαμπάτο, για να θυμηθώ στη συνέχεια ότι και αυτός σπούδασε θετικές επιστήμες όπως και ο Κανέττι, και ήταν εξίσου ολιγογράφος. Μήπως η ολιγογραφία είναι ίδιον αυτών που σπουδάζουν θετικές επιστήμες;
Διαβάζω για τον καμπούρη: «… κι αποφάσισε να ξεπετάει δυο γλώσσες τη βδομάδα στις ελεύθερες ώρες που θα του ’μεναν από το πρωταθλητηλίκι στην Αμέρικα. Έχουμε και λέμε, δηλαδή, εξήντα έξι γλώσσες το χρόνο, και παραπάνω δε χρειάζεται βράσ’ τες τις τοπικές διαλέκτους, αυτές και με τα ψέματα τις πασαλείβεις!» (σελ. 421).
Προς τι η ειρωνεία; Το έκανα κι εγώ, δυο γλώσσες τη βδομάδα, μόλις είχα τελειώσει τη στρατιωτική μου θητεία, ΔΕΑ ΕΜ, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός εφοδιασμού μεταφορών. Σε επίπεδο βέβαια άνευ διδασκάλου, με τη σειρά Teach yourself books, και σε κάποιες γλώσσες και με τη σειρά Assimil, με κασέτες. Έμαθα έξι, σε τρεις βδομάδες. Ήταν για να εντυπωσιάσω μια κοπέλα. Δεν τα κατάφερα. Έτσι σταμάτησα. Αργότερα είδα ότι δεν θα μπορούσα να διαβάσω σ’ αυτές βιβλία, και τις παράτησα. Όχι όλες. Κράτησα τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Τα ισπανικά έγιναν η γλώσσα επικοινωνίας με μια άλλη κοπέλα, τα πορτογαλικά ξέρω και τα διαβάζω. Ήδη στο πρώτο μου βιβλίο, την παραψυχολογία, παραπέμπω σε ένα βραζιλιάνικο βιβλίο το οποίο το διάβασα όλο.
«Οι διάλογοι (από τη μέθοδο άνευ διδασκάλου που μάθαινε αγγλικά ο καμπούρης) ήταν θαύμα πρωτοτυπίας, όλο ‘ο ήλιος λάμπει’ και ‘η ζωή είναι μικρή’» (σελ. 415). Κοίτα να δεις, κι εγώ που νόμιζα για πρωτότυπη τη φράση a vida e corta από το πορτογαλικό Assimil μου, που τη θυμάμαι ακόμη.
Ο κυρίαρχος αφηγηματικός τρόπος του βιβλίου είναι ο ελεύθερος πλάγιος λόγος, που τονίζει περισσότερο την ειρωνεία, καθώς συμφύρονται σ’ αυτόν ο λόγος ή οι σκέψεις των ηρώων και η πρόσληψή τους από τον εξωδιηγητικό αφηγητή. «Κοίταξε το ελεύθερο χέρι του. Όχι, δεν ήτανε σε ξένη τσέπη. Και να πεις πως έβρισκε και τίποτα; Ψιλοπράγματα… Καλέ, πώς τα βάζουν έτσι με αθώους; Ακόμα δεν πρόφτασε να κλέψει και του ρίχνονται; Από πάνω πέφτουν σφαλιάρες, από κάτω κλοτσιές» (σελ. 377).
Η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη (τη θυμάμαι ακόμη από τις ‘δεκαεφτάχρονες κουβεντούλες’ στο Μοντέρνοι Ρυθμοί και Τραγούδια», όταν εγώ ήμουν δεκαεξάχρονος) είναι από τις καλύτερες που έχω συναντήσει μέχρι τώρα. Τώρα βέβαια μια ένσταση για το πέντε στα κινέζικα που δεν είναι βου αλλα γου (η Τζένη διαβάζει το wu στα γερμανικά) δεν σημαίνει τίποτα, γιατί οι κινέζικες λέξεις κακοπαθαίνουν στις ελληνικές μεταφράσεις, αλλά γι αυτό θα ξαναγράψω στο βιβλίο που διαβάζω τώρα. Δεν είμαι σινολόγος σαν τον Κην, αλλά ξέρω κάτι λίγα κινέζικα, και επίσης κάτι λίγα για το κινέζικο θέατρο. Αν δεν με πιστεύετε, να, έτσι γράφεται το πέντε στα κινέζικα, 五. Όσο για το θέατρο, κάντε κλικ εδώ.
Η γυναίκα του Κην, η Θηρεσία, τον περνούσε 16 χρόνια. Την παντρεύτηκε αφού την είχε οκτώ χρόνια στην υπηρεσία του σαν οικονόμο. Σεξ δεν έκαναν ποτέ. Και θυμήθηκα το παρακάτω ανέκδοτο, για να τελειώσω μ’ αυτό την παρουσίαση.
Ένας πανεπιστημιακός πηγαίνει να περάσει τις διακοπές του σε ένα χωριό, στο σπίτι μιας χωριάτισσας. Της χωριάτισσας της καλάρεσε, και του παρουσιάζεται το επόμενο πρωί, φέρνοντάς του το πρωινό, με ένα ελαφρώς προκλητικό ντύσιμο. –Εσείς κύριε καθηγητά πώς τη βρίσκεται; -Να, εμείς οι πανεπιστημιακοί τη βρίσκουμε με το διάβασμα. Μας αρέσει πάρα πολύ, αυτό είναι η χαρά της ζωής μας. Δεν φάνηκε να κατάλαβε τίποτα από την πρόκληση. Το άλλο πρωί του παρουσιάζεται με ακόμη πιο τολμηρό ντύσιμο. – Καλά κύριε καθηγητά, εκτός από το διάβασμα δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να σας γεμίζει με χαρά στη ζωή; -Μα πως, το γράψιμο. Δεν φαντάζεστε τι χαρά βρίσκουμε εμείς οι πανεπιστημιακοί γράφοντας τις πραγματείες μας. Πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο καθηγητής. Αφού έφαγε το πρωινό του, έκανε μια βόλτα στην αυλή. Στην άκρη της αυλής ήταν το κοτέτσι. Πηγαίνει προς τα εκεί, και βλέπει με έκπληξη ότι υπήρχαν πέντε κοκόροι. Πηγαίνει στη σπιτονοικοκυρά και της λέει έκπληκτος. –Μα πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν πέντε κοκόροι σε ένα κοτέτσι; -Μην ανησυχείτε κύριε καθηγητά, ο ένας μόνο πηδάει, οι υπόλοιποι είναι πανεπιστημιακοί. Βέβαια ο Κην δεν ήταν πανεπιστημιακός, αλλά θα μπορούσε να είναι, είχε αποποιηθεί πολλές προτάσεις.
Για όσους πείστηκαν από την παρουσίασή μου και θα ήθελαν να διαβάσουν το βιβλίο, στο newsletter της Πρωτοπορίας είδα ότι υπάρχει δεμένο με 10 ευρώ (για την ακρίβεια, 9.90, το λέω για κανένα τσιγκούνη).
Αλλά στον Κανέττι θα επανέλθουμε με ένα άλλο έργο του, το «Η άλλη δίκη: τα γράμματα του Κάφκα στη Φελίτσε». Και μια και το έπιασα για να αντιγράψω τον τίτλο, και βλέπω ότι δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, ας το διαβάσω και αυτό, να βάλω τις δυο παρουσιάσεις μαζί μαζί.
Υπάρχουν γυναίκες που ψωνίζουν με τις εκπτώσεις και γυναίκες που ψωνίζουν μόνο τις προσφορές. Οι δεύτερες πρέπει να είναι απόλυτη μειοψηφία. Κατ’ αναλογία, ανήκω κι εγώ όχι σε αυτούς που αγοράζουν βιβλία με έκπτωση αλλά σ’ αυτούς που αγοράζουν βιβλία σε προσφορά, μειοψηφία κι εγώ. Έτσι αγόρασα το «Ο Χεμινγουέη στην Κούβα» για το οποίο έχω κάνει ήδη ανάρτηση, έτσι αγόρασα και την «Τύφλωση» του Ελίας Κανέττι, του οποίου παρουσιάσαμε πέρυσι ένα τόμο της αυτοβιογραφίας του. Το αγόρασα δεν θυμάμαι πότε, 5 ευρώ (δηλαδή 4.90, οι γύφτοι καρπουζάδες ήταν νομίζω οι πρώτοι διδάξαντες) και πριν λίγες μέρες με έπιασε η επιθυμία να το διαβάσω.
Θα ξεκινήσω αφοριστικά: Είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Και, όπως διάβασα και στην βιογραφία του Κανέττι, είναι το μόνο του μυθιστόρημα, και εκδόθηκε όταν ήταν 30 χρόνων, το 1935.
Θα επαναλάβω πάλι πράγματα που έχω πει: Δυο αρετές μου αρέσουν σε ένα μυθιστόρημα, το σασπένς και το χιούμορ. Το σασπένς είναι εγγενές λίγο πολύ σε κάθε αφήγηση, και έτσι δεν μπορούσε να λείπει και από εδώ. Όμως το χιούμορ δεν υπάρχει υποχρεωτικά, και σε αυτό το βιβλίο υπάρχει άφθονο και σπαρταριστό.
Οι λατινοαμερικάνοι μας δίδαξαν τον μαγικό ρεαλισμό, όρος που παραπέμπει συνειρμικά στο μαγικό παραμύθι. Το αντίστοιχο – και αντίστροφο - στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα δεν έχει δηλωθεί με έναν όρο, ή τουλάχιστον δεν έχω υπόψη μου, αλλά για τις ανάγκες αυτής της ανάρτησης θα το ονόμαζα αφηγηματικό γκροτέσκο. Το φανταστικό, όπως το ορίζει ο Τσβετάν Τοντόροφ, είναι πολύ ευρύτερο. Σ’ αυτή την κατηγορία θα κατέτασσα τον Κάφκα (Δίκη, Πύργος, Μεταμόρφωση), τον Μπουλγκάκοφ (Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα) τον «Θαυμαστό καινούριο κόσμο» του Χάξλεϊ και τα «1984» και «Η φάρμα των ζώων» του Όργουελ, έργα πολυσυζητημένα. Α, ναι, και τους «Σατανικούς στίχους» του Σαλμάν Ρασντί, θα υπάρχουν κι άλλα που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή, και περισσότερα που δεν τα έχω υπόψη μου. Πάντως το χαρακτηριστικό όλων τους είναι μια ζοφερή, εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα, και έχουν σχεδόν πάντα unhappy end (να μην πω πάντα γιατί δεν είμαι σίγουρος). Τέλος ο αλληγορικός και σατιρικός χαρακτήρας τους είναι ιδιαίτερα έντονος. Σ’ αυτή την κατηγορία θα κατέτασσα και την «Τύφλωση».
Οι ήρωες στο έργο αυτό σκιαγραφούνται με την υπερβολή της καρικατούρας. Ο Πέτερ Κην είναι σινολόγος και διαθέτει μια τεράστια βιβλιοθήκη. Έχει μεγάλη φήμη, η οποία όμως τον αφήνει αδιάφορο. Είναι αφιερωμένος στις μελέτες του. Μαζί με τον αδελφό του τον Γκέοργκ είναι οι μόνοι «θετικοί» ήρωες στο έργο. Τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν προσωποποίηση της ευτέλειας, της ψευτιάς και της απάτης. Και πρώτα πρώτα η οικονόμος που γίνεται στη συνέχεια γυναίκα του για να του ψήσει το ψάρι στα χείλη. Κατόπιν ο θυρωρός, συνταξιούχος αστυνομικός, που και αυτός κοιτάζει πώς να τον εκμεταλλευτεί. Τέλος είναι ο καμπούρης νάνος με την «συνταξιούχα», την πόρνη γυναίκα του, που και αυτός κοιτάζει να εκμεταλλευτεί τον Κην, έχοντας στην υπηρεσία του την ομάδα των τεσσάρων, όλα αποβράσματα της κοινωνίας με πρώτο και καλύτερο έναν ζητιάνο που είναι τυφλός μόνο εν ώρα εργασίας. «Το επάγγελμά του τον ανάγκαζε να το βουλώνει όταν κανένα καθίκι του ’ριχνε κουμπί στο κασκέτο του, κι έτσι, εκτός υπηρεσίας είχε τα μάτια του τέσσερα» (σελ. 255). Λένε όλοι τους ασύστολα ψέματα. Επίσης, κουτοπόνηροι καθώς είναι, ερμηνεύουν αλλιώς καταστάσεις και επεισόδια, και σ’ αυτό στηρίζονται πολλά από τα ειρωνικά εφέ που υπάρχουν στο έργο.
Όλοι αυτοί, που με τον ένα ή τον άλλο λόγο κοιτάζουν πώς να ξεγελάσουν και να εξαπατήσουν τον Κην, δεν αποτελούν παρά τη μάζα. Ο εστέτ της διανόησης Κανέττι στο πρόσωπο του Κην σκιαγραφούσε όχι μόνο γενικά τον διανοούμενο αλλά πιο ειδικά τον εαυτό του. Γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα ίσως δεν φανταζόταν πως η ζωή του θα έμοιαζε σε αρκετά σημεία με τη ζωή του Κην. Όπως θυμάμαι από τον μοναδικό τόμο της αυτοβιογραφίας του που διάβασα, δεν τον ενδιέφερε η «επιτυχία», όπως την εννοούν συνήθως. Τον ενδιέφερε η μελέτη και η γνώση. Θεωρείται κυρίως ως φιλόσοφος και όχι ως λογοτέχνης, αν και λιγότερο βέβαια από τον Μπεργκσόν, που και αυτός πήρε Νόμπελ λογοτεχνίας.
Όπως είπαμε δεν έγραψε άλλο μυθιστόρημα. Το έργο ζωής του ήταν η μελέτη της μάζας, που εκδόθηκε το 1960 με τον τίτλο «Μάζα και εξουσία». Φαντάζομαι ότι οι θέσεις του για τη μάζα στο έργο αυτό θα είναι περίπου οι ίδιες μ’ αυτές που φαίνονται σε μια χαρακτηριστική παράγραφο στις σελίδες 481-482, από την οποία θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα. «Η μάζα παφλάζει, ένα πελώριο, άγριο, αγκρισμένο ζώο που ξεχειλίζει από χυμούς βρίσκεται μέσα σ’ όλους μας, βαθιά. Παρά την ηλικία της, είναι το νεαρότερο ζώο, το κύριο δημιούργημα της γης, ο σκοπός και το μέλλον της. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη μάζα. Ζούμε ακόμη ως δήθεν άτομα. Κάποιες φορές η μάζα μας κατακλύζει, μια βρυχώμενη θύελλα, ένας απέραντος, πολύβουος ωκεανός, που όλες οι σταγόνες του είναι ζωντανές και λαχταρούν το ίδιο πράγμα. Σε λίγο όμως διαλύεται, και ξαναγινόμαστε «εμείς»: φτωχοί, λεηλατημένοι».
Ο Κην μοιάζει με τον δον Κιχώτη στις εμμονές του. Η Δουλτσινέα του είναι τα βιβλία, τα οποία αγωνίζεται να προστατεύσει – όχι μόνο τα δικά του, αλλά και τα ξένα. Και ο καμπούρης δίπλα του μοιάζει με τον Σάντσο Πάντσα, με τη διαφορά βέβαια ότι κοιτάζει να τον εκμεταλλευτεί, να του πάρει τα λεφτά που χρειάζεται για το πολυπόθητο ταξίδι του στην Αμερική (Αμέρικα Αμέρικα!!!), ταξίδι που δεν θα προλάβει να κάνει γιατί θα δολοφονηθεί. Αλλά όλοι οι διανοούμενοι δεν έχουν κάτι από τον δον Κιχώτη; Το πρακτικό πνεύμα τούς είναι λίγο πολύ ξένο, καθώς είναι δοσμένοι στις μελέτες τους. Και θυμήθηκα ένα ανέκδοτο που μου είπε ο φίλος μου ο Χρήστος. Ένας καθηγητής, εργένης, είχε δύο γάτες, μια μικρή και μια μεγάλη. Επειδή δεν ήθελε να τον ενοχλούν νιαουρίζοντας να τους ανοίξει την πόρτα για να μπουν στο γραφείο του, παράγγειλε μια ειδική πόρτα στον μαραγκό, η οποία στο κάτω μέρος θα είχε δυο τρύπες, μια μεγάλη και μια μικρή, από τη μεγάλη να μπαίνει η μεγάλη γάτα και από τη μικρή να μπαίνει η μικρή γάτα. Πραγματική ιστορία.
Και οι συνειρμοί:
Διαβάζοντας το βιβλίο θυμήθηκα τον Μπόρχες. Όχι μόνο γιατί ήταν καταδικασμένος κάποια στιγμή να τυφλωθεί αλλά και γιατί και αυτός γνώρισε την επιτυχία δια της τεθλασμένης. Αναγνωρίστηκε στην πατρίδα του αφού αναγνωρίστηκε πρώτα στο εξωτερικό. Το ίδιο και η «Τύφλωση» του Κανέττι, της έγινε μια περίπου αδιάφορη υποδοχή στη Γερμανία όταν πρωτοεκδόθηκε, για να αναγνωριστεί μόνο αφού αναγνωρίστηκε σαν αριστούργημα στην Αγγλία, την Αμερική και τη Γαλλία.
Ο τίτλος επίσης μου θύμισε τους τυφλούς του Ερνέστο Σαμπάτο, για να θυμηθώ στη συνέχεια ότι και αυτός σπούδασε θετικές επιστήμες όπως και ο Κανέττι, και ήταν εξίσου ολιγογράφος. Μήπως η ολιγογραφία είναι ίδιον αυτών που σπουδάζουν θετικές επιστήμες;
Διαβάζω για τον καμπούρη: «… κι αποφάσισε να ξεπετάει δυο γλώσσες τη βδομάδα στις ελεύθερες ώρες που θα του ’μεναν από το πρωταθλητηλίκι στην Αμέρικα. Έχουμε και λέμε, δηλαδή, εξήντα έξι γλώσσες το χρόνο, και παραπάνω δε χρειάζεται βράσ’ τες τις τοπικές διαλέκτους, αυτές και με τα ψέματα τις πασαλείβεις!» (σελ. 421).
Προς τι η ειρωνεία; Το έκανα κι εγώ, δυο γλώσσες τη βδομάδα, μόλις είχα τελειώσει τη στρατιωτική μου θητεία, ΔΕΑ ΕΜ, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός εφοδιασμού μεταφορών. Σε επίπεδο βέβαια άνευ διδασκάλου, με τη σειρά Teach yourself books, και σε κάποιες γλώσσες και με τη σειρά Assimil, με κασέτες. Έμαθα έξι, σε τρεις βδομάδες. Ήταν για να εντυπωσιάσω μια κοπέλα. Δεν τα κατάφερα. Έτσι σταμάτησα. Αργότερα είδα ότι δεν θα μπορούσα να διαβάσω σ’ αυτές βιβλία, και τις παράτησα. Όχι όλες. Κράτησα τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Τα ισπανικά έγιναν η γλώσσα επικοινωνίας με μια άλλη κοπέλα, τα πορτογαλικά ξέρω και τα διαβάζω. Ήδη στο πρώτο μου βιβλίο, την παραψυχολογία, παραπέμπω σε ένα βραζιλιάνικο βιβλίο το οποίο το διάβασα όλο.
«Οι διάλογοι (από τη μέθοδο άνευ διδασκάλου που μάθαινε αγγλικά ο καμπούρης) ήταν θαύμα πρωτοτυπίας, όλο ‘ο ήλιος λάμπει’ και ‘η ζωή είναι μικρή’» (σελ. 415). Κοίτα να δεις, κι εγώ που νόμιζα για πρωτότυπη τη φράση a vida e corta από το πορτογαλικό Assimil μου, που τη θυμάμαι ακόμη.
Ο κυρίαρχος αφηγηματικός τρόπος του βιβλίου είναι ο ελεύθερος πλάγιος λόγος, που τονίζει περισσότερο την ειρωνεία, καθώς συμφύρονται σ’ αυτόν ο λόγος ή οι σκέψεις των ηρώων και η πρόσληψή τους από τον εξωδιηγητικό αφηγητή. «Κοίταξε το ελεύθερο χέρι του. Όχι, δεν ήτανε σε ξένη τσέπη. Και να πεις πως έβρισκε και τίποτα; Ψιλοπράγματα… Καλέ, πώς τα βάζουν έτσι με αθώους; Ακόμα δεν πρόφτασε να κλέψει και του ρίχνονται; Από πάνω πέφτουν σφαλιάρες, από κάτω κλοτσιές» (σελ. 377).
Η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη (τη θυμάμαι ακόμη από τις ‘δεκαεφτάχρονες κουβεντούλες’ στο Μοντέρνοι Ρυθμοί και Τραγούδια», όταν εγώ ήμουν δεκαεξάχρονος) είναι από τις καλύτερες που έχω συναντήσει μέχρι τώρα. Τώρα βέβαια μια ένσταση για το πέντε στα κινέζικα που δεν είναι βου αλλα γου (η Τζένη διαβάζει το wu στα γερμανικά) δεν σημαίνει τίποτα, γιατί οι κινέζικες λέξεις κακοπαθαίνουν στις ελληνικές μεταφράσεις, αλλά γι αυτό θα ξαναγράψω στο βιβλίο που διαβάζω τώρα. Δεν είμαι σινολόγος σαν τον Κην, αλλά ξέρω κάτι λίγα κινέζικα, και επίσης κάτι λίγα για το κινέζικο θέατρο. Αν δεν με πιστεύετε, να, έτσι γράφεται το πέντε στα κινέζικα, 五. Όσο για το θέατρο, κάντε κλικ εδώ.
Η γυναίκα του Κην, η Θηρεσία, τον περνούσε 16 χρόνια. Την παντρεύτηκε αφού την είχε οκτώ χρόνια στην υπηρεσία του σαν οικονόμο. Σεξ δεν έκαναν ποτέ. Και θυμήθηκα το παρακάτω ανέκδοτο, για να τελειώσω μ’ αυτό την παρουσίαση.
Ένας πανεπιστημιακός πηγαίνει να περάσει τις διακοπές του σε ένα χωριό, στο σπίτι μιας χωριάτισσας. Της χωριάτισσας της καλάρεσε, και του παρουσιάζεται το επόμενο πρωί, φέρνοντάς του το πρωινό, με ένα ελαφρώς προκλητικό ντύσιμο. –Εσείς κύριε καθηγητά πώς τη βρίσκεται; -Να, εμείς οι πανεπιστημιακοί τη βρίσκουμε με το διάβασμα. Μας αρέσει πάρα πολύ, αυτό είναι η χαρά της ζωής μας. Δεν φάνηκε να κατάλαβε τίποτα από την πρόκληση. Το άλλο πρωί του παρουσιάζεται με ακόμη πιο τολμηρό ντύσιμο. – Καλά κύριε καθηγητά, εκτός από το διάβασμα δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να σας γεμίζει με χαρά στη ζωή; -Μα πως, το γράψιμο. Δεν φαντάζεστε τι χαρά βρίσκουμε εμείς οι πανεπιστημιακοί γράφοντας τις πραγματείες μας. Πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο καθηγητής. Αφού έφαγε το πρωινό του, έκανε μια βόλτα στην αυλή. Στην άκρη της αυλής ήταν το κοτέτσι. Πηγαίνει προς τα εκεί, και βλέπει με έκπληξη ότι υπήρχαν πέντε κοκόροι. Πηγαίνει στη σπιτονοικοκυρά και της λέει έκπληκτος. –Μα πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν πέντε κοκόροι σε ένα κοτέτσι; -Μην ανησυχείτε κύριε καθηγητά, ο ένας μόνο πηδάει, οι υπόλοιποι είναι πανεπιστημιακοί. Βέβαια ο Κην δεν ήταν πανεπιστημιακός, αλλά θα μπορούσε να είναι, είχε αποποιηθεί πολλές προτάσεις.
Για όσους πείστηκαν από την παρουσίασή μου και θα ήθελαν να διαβάσουν το βιβλίο, στο newsletter της Πρωτοπορίας είδα ότι υπάρχει δεμένο με 10 ευρώ (για την ακρίβεια, 9.90, το λέω για κανένα τσιγκούνη).
Αλλά στον Κανέττι θα επανέλθουμε με ένα άλλο έργο του, το «Η άλλη δίκη: τα γράμματα του Κάφκα στη Φελίτσε». Και μια και το έπιασα για να αντιγράψω τον τίτλο, και βλέπω ότι δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, ας το διαβάσω και αυτό, να βάλω τις δυο παρουσιάσεις μαζί μαζί.
No comments:
Post a Comment