Οι παρακάτω δύο βιβλιοπαρουσιάσεις μου είναι από τις αδημοσίευτες. Terminus ante quem το 1994, και αυτό γιατί τότε δημοσιεύτηκε η βιβλιοπαρουσίαση για το τρίτο βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη, ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, "Ο Θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ" (Έρευνα, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1994). Είναι καταχωρημένη με υπαριθ. 71 στις βιβλιοπαρουσιάσεις μου στην ιστοσελίδα μου. Τις άφησα όπως ήταν, το έχω περίπου σαν αρχή, ενώ θα μπορούσα για παράδειγμα να διορθώσω χαρακτηρίζοντας τον αφηγητή στον "Μακαβέτα" εξωδιηγητικό. Αφορμή για την ανάρτηση στάθηκε ένα email-πρόσκληση από τον Απόστολο Δοξιάδη.
Απόστολος Δοξιάδης, Βίος Παράλληλος και Μακαβέτας
O Απόστολος Κ. Δοξιάδης είναι ο δεύτερος μαθηματικός, αν δεν κάνω λάθος, μετά τον Μανόλη Ξεξάκη, που ασχολείται με τη λογοτεχνία. Και ενώ ο Ξεξάκης ξεκινώντας από την ποίηση μόλις στο τελευταίο του έργο, "Πού κούκος πού άνεμος", καταλήγει στην πεζογραφία, ο Δοξιάδης ξεκινάει απ' αυτήν.
Το πρώτο του βιβλίο, "Βίος παράλληλος" (Άγρα 1985) είναι μια σύντομη νουβέλα. Η ιστορία της λαμβάνει χώρα λίγο μετά την επικράτηση του χριστιανισμού. Όπως ο "Απελλής" του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, νουβέλα κι αυτή με θέμα από την αρχαιότητα, εικονογραφεί μια ιδέα, το αδυσώπητο της ακραίας επιδίωξης μιας ύψιστης καλλιτεχνικής έκφρασης (ο Απελλής βάζει και αλυσοδένουν και βασανίζουν τον αδελφό της δούλης ερωμένης του σε ένα βράχο, για να ζωγραφίσει τον Προμηθέα δεσμώτη), έτσι και η νουβέλα αυτή του Δοξιάδη εικονογραφεί τη σημασία του τυχαίου στη ζωή μας, που υπονομεύει τις πιο μεγάλες προσπάθειες, τις πιο σοβαρές επιλογές μας. Η Υακίνθη, η γυναίκα που παράτησε τον άντρα της τον Μελάνιππο και έγινε στη συνέχεια πόρνη, σαν ειλικρινώς μετανοούσα αγίασε, ενώ ο άντρας της, που για να ξεφύγει από τη θλίψη του όπως ο "πάτερ Σέργιος" του Τολστόι ασκήτεψε και θαυματούργησε σαν Αγάπιος, δεν μπόρεσε να αγιάσει (όπως και ο ήρωας του Τολστόι που τελικά υπέκυψε στους πειρασμούς της σάρκας) γιατί η συνάντηση που είχε, τελικός κρίκος μιας αλυσίδας διαβολικών συμπτώσεων, με τη γυναίκα του, όταν πια αυτή ήταν ετοιμοθάνατη, αντί να καταλαγιάσει το πάθος του για την πάλαι ποτέ όμορφη αλλά τώρα ξεδοντιάρα και ετοιμοθάνατη γριά Υακίνθη, το φούντωσε. Η μόνη πραγματικότητα για μας είναι οι μορφές, ακόμη και όταν έχουν αποδεσμευτεί προ πολλού από το υλικό υπόστρωμά τους. Η θέα της γριάς ετοιμοθάνατης πόρνης δεν κατάφερε να σβήσει από μέσα του την εικόνα της όμορφης Υακίνθης.
Το δεύτερο έργο του Δοξιάδη, το μυθιστόρημα "Ο Μακαβέττας" (Eστία 1988),είναι μια περιπέτεια, πλούσια σε δράση και με άφθονο σασπένς. Αν και ο χρόνος της τοποθετείται στα χρόνια της δικτατορίας, έχει περισσότερες αναλογίες με την περίοδο 22-36 με τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, με χώρες της Λατινικής Αμερικής των περασμένων δεκαετιών, με τα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση στο Μεξικό, με τις διαρκείς ίντριγκες στο στράτευμα και τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα.
Και σ' αυτό το έργο εικονογραφείται η σημασία του τυχαίου στις εξελίξεις. Και όπως η Υακίνθη δεν άφησε τον Μελάνιππο ν' αγιάσει στο "Βίος παράλληλος", έτσι και εδώ η Ζέζα Φίλη παρασύρει τον αγνό και αδιάφθορο Μακαβέττα σε μια περιπέτεια, που θα έχει σαν αποτέλεσμα να γίνει δολοφόνος, βιαστής και για πρώτη φορά φιλόδοξος. Θα αποτύχει όμως τελικά στην προσπάθειά του να ανατρέψει τον πρόεδρο και να παραμερίσει τους συνωμότες συντρόφους του.
Όπως επισημάναμε και αλλού, η συνθετότητα ενός στόρι βαίνει συχνά αντιστρόφως ανάλογη με την "λογοτεχνικότητα" του ύφους. Όμως, το απλό, "διεκπεραιωτικό", όπως το χαρακτήρισε σε βιλιοκριτική του για το επόμενο βιβλίο του στο Αθηνόραμα (16-22 Απρίλη 93,τ.862) ο Νίκος Ξυδάκης, ύφος του Δοξιάδη, δεν νομίζω ότι μπορεί να αποδοθεί σε αδυναμία. Μάλλον οφείλεται σε μια μαθηματική επιδίωξη διαύγειας και απλότητας. Η επιλογή μάλιστα σε αυτό το έργο ενός υπεραπλουστευτικού τρόπου
γραφής ενισχύει την άποψη αυτή. Ο αφηγητής, που δεν είναι ο συγγραφέας (και ας μη συμμετέχει στην ιστορία) καθώς η γλώσσα του τον τοποθετεί στα λαϊκά στρώματα, μεταγράφει διαλόγους υψηλά ισταμένων προσώπων στη δική του γλώσσα, όπως γίνεται συνήθως στα πολιτικά πηγαδάκια στα καφενεία των χωριών για υποτιθέμενους διαλόγους ανάμεσα σε κυβερνώντες. Η χρήση του "πάμε παρακάτω", που χρησιμοποιεί ο αφηγητής για να συνεχίσει την αφήγησή του μετά την παρεμβολή κάποιου σχολίου, είναι χαρακτηριστική της ενσυνείδητης απλότητας του ύφους του συγγραφέα.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment