Μίμης Ανδρουλάκης «Τάνγκο του Τσε», Καστανιώτης 2002
Κρητικά Επίκαιρα, Ιούνιος 2003
Ο Μίμης Ανδρουλάκης το τελευταίο του έργο «Τάνγκο του Τσε» δεν τολμά να το χαρακτηρίσει ως «μυθιστόρημα», όπως έχει κάνει με τα προηγούμενα, αλλά το χαρακτηρίζει στο εσώφυλλο ως «αφήγημα». Και αυτό γιατί ο μύθος είναι πιο υποτυπώδης, πιο προσχηματικός απ’ ότι σ’ εκείνα. Όμως παρολαυτά είναι εξίσου πρωτότυπος και ευρηματικός,
Τι θα έλεγε ο Μαρξ αν ζούσε σήμερα, βλέποντας την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την πορεία της παγκοσμιοποίησης; Είναι ένα ερώτημα που διατυπώνεται συχνά, από μαρξιστές και μη. Ο Ανδρουλάκης αντικαθιστά τον Μαρξ με τον Τσε Γκεβάρα, και μια και ο Γκεβάρα, αν δεν τον δολοφονούσαν οι Βολιβιανοί στρατιωτικοί μετά τη σύλληψή του, θα ζούσε σήμερα, κάνει την φοβερή επινόηση ότι η εκτέλεση του Τσε ήταν εικονική, ότι φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό, και σήμερα, εβδομηνταπεντάρης πια, ζει στην Κίνα, στέλεχος σε μια μεγάλη εταιρεία. Εκεί πηγαίνει και τον βρίσκει ο Ανδρουλάκης, και συζητά μαζί του τα σημερινά προβλήματα που ταλανίζουν την υφήλιο, το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης, την ανάδυση της Κίνας ως μιας μεγάλης δύναμης, την κατάσταση στη Λατινική Αμερική, κ.ά. Και όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιου είδους αναλύσεις, η μελλοντολογία είναι εγγενής.
Αν ο χαρακτηρισμός των προηγούμενων έργων του Ανδρουλάκη ως μυθιστορημάτων είναι υπερβολικός, ο χαρακτηρισμός του τελευταίου του έργου ως αφηγήματος είναι άστοχος. Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε ξαναπεί, ξεφεύγουν τα έργα του από κάθε προσπάθεια κατηγοριοποίησης, δεν μπορεί κανείς εύκολα να τα κατατάξει σε ένα είδος. Ο μυθιστορηματικός ιστός είναι εδώ συμπυκνωμένος στο ελάχιστο, ενώ κυριαρχεί ο διάλογος, ένας οιονεί πλατωνικός διάλογος χωρίς όμως τον συστηματικό χαρακτήρα του τελευταίου. Όπως ο Πλάτωνας αναπαράγει στους διαλόγους του τον χαρακτήρα πραγματικών διαλόγων στην αγορά, για τα θέματα που απασχολούσαν τους Αθηναίους στη χρυσή τους εποχή, έτσι και ο Ανδρουλάκης αναπαράγει στο έργο του πολιτικές συζητήσεις καφενείου ή σαλονιών, ή καλύτερα τηλεοπτικών talk show. Πολυμαθέστατος, εμβριθέστατος, συναρπάζει όπως πάντα τον αναγνώστη. Μπορεί να μην έχει το έργο του τη συστηματικότητα μιας μελέτης, όμως διακρίνεται για τη λαμπρότητα και την πρωτοτυπία των ιδεών του. Εικονοκλάστης, δεν διστάζει να απομυθοποιήσει τον συνομιλητή του, ίνδαλμα και σύμβολο μιας εποχής, επισημαίνοντας τον ναρκισσισμό του και εντοπίζοντας τα λάθη του.
Δεν σκοπεύουμε να συζητήσουμε τις θέσεις και τις αντιλήψεις που προβάλλει στο έργο του, καθώς ξεφεύγουν από το βεληνεκές της σύντομης αυτής παρουσίασης. Θα υπογραμμίσουμε όμως τον πληροφοριακό πλούτο με τον οποίο προσπαθεί να τις τεκμηριώσει. Ακόμη θα επισημάνουμε τον «χώρο της δράσης», το χώρο δηλαδή που υποτίθεται ότι γίνονται αυτές οι συζητήσεις, και που είναι η Κίνα.
Η Κίνα, και δεν είναι διαπίστωση μόνο του Ανδρουλάκη, αποτελεί την ανερχόμενη δύναμη του 21ου αιώνα, πράγμα που τονίζεται σ’ αυτό το έργο. Έτσι νιώθουμε κι εμείς δικαιωμένοι που δεν παρατήσαμε τη μελέτη των κινεζικών, με τα οποία ασχολούμαστε εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά συνεχίζουμε να παρακολουθούμε μαθήματα κινεζικής γλώσσας στον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας Κίνας (Ακαδημίας 35, για όποιον ενδιαφέρεται). Επί τη ευκαιρία θα ξανακάνω την επισήμανση που έχω κάνει κατά καιρούς, το σφαγιασμό των κινέζικων ονομάτων στην ελληνική τους απόδοση. Τα λατινικά pinyin, με τα οποία οι κινέζοι μεταγράφουν κατά προσέγγιση τα ιδεογράμματά τους για να αποδώσουν την προφορά τους, δεν προφέρονται όπως τα αγγλικά ή τα λατινικά. Έτσι ο Ζιαν Ζεμίν για παράδειγμα, στα pinyin Jian Zemin, προφέρεται Τζιαν Τζεμιν (το πρώτο τζ με τον ουρανίσκο, το δεύτερο με τα δόντια), ενώ η κινέζικη περιοχή του Ξινγιανγκ, που στα pinyin γράφεται Xin Jiang, προφέρεται Χιν Τζιάνγκ, με το Χ όπως στα κρητικά, παχύ, sh.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το σεξ σε αυτό το έργο υποχωρεί σημαντικά, σχεδόν είναι μαϊντανός. Αναφέρεται βέβαια ο Ανδρουλάκης στις ερωτικές σχέσεις του Τσε, υπάρχει και μια εκτενής περιγραφή μιας σεξουαλικής πράξης, όμως δεν είναι πια το κύριο θέμα του έργου, σε αντίθεση με τα προηγούμενα βιβλία του, τα οποία τόσο σκανδάλισαν το κοινό, λαϊκό και μη.
Τι είναι το «Τάγκο του Τσε»; Ευτυχώς μαζί με το βιβλίο του Ανδρουλάκη πήρα και το τελευταίο τεύχος του «Διαβάζω», όπου σε μια συνέντευξη ενός παλιού του συντρόφου διάβασα ότι ο Τσε στο βουνό χόρεψε, εν είδει παρωδίας, τανγκό με τον κορμό ενός δένδρου. Αυτό πληροφοριακά, για τον αναγνώστη.
Διαβάζοντας το εικονοκλαστικό αυτό έργο του Ανδρουλάκη το συγκρίνω αυθόρμητα με εκείνες τις εικονολατρικές, υπέροχες σελίδες του «Αμμαγεδών, ο εξολοθρευτής» του Ερνέστο Σαμπάτο, που αναφέρονται στον Τσε. Ποια είναι όμως πιο αυθεντική εικόνα τελικά, η ωραιοποιημένη του Σαμπάτο, ή η ανατρεπτική του Ανδρουλάκη; Πιθανότατα και οι δυο είναι αληθινές, φωτίζοντας την θρυλική αυτή προσωπικότητα του αιώνα μας από διαφορετική γωνία. Στη μια επικρατεί ο λυρισμός, στην άλλη το αστυνομικό μυθιστόρημα (ο Ανδρουλάκης αναφέρεται εκτενώς στα πολιτικά παρασκήνια) και η ψυχολογική ανάλυση.
Κλείνοντας το σημείωμα αυτό θα σύστηνα μια παράλληλη ανάγνωση των δύο κειμένων, του «τρομερού παιδιού» της ελληνικής αριστεράς της δεκαετίας του 80 με του ολιγογράφου αργεντινού, συμπατριώτη του Τσε. Παρεμπιπτόντως, τα δύο από τα τρία κύριά του έργα, το προαναφερμένο και το, κορυφαίο κατά τη γνώμη μας, «Περί ηρώων και τάφων» (το πρώτο είναι το «Τούνελ»), ξεφεύγουν επίσης από κάθε αυστηρή ειδολογική κατηγοριοποίηση.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment