Ρέα Γαλανάκη, Ο αιώνας των λαβυρίνθων
Mε το τέταρτο μυθιστόρημά της «Ο αιώνας των λαβυρίνθων» η Ρέα Γαλανάκη επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο της, την Κρήτη, σαν χώρο της μυθοπλασίας της.
Η Γαλανάκη ξεκίνησε ως ποιήτρια, για να ακολουθήσει το δρόμο της πεζογραφίας. Την ίδια στροφή έκαναν και άλλοι ομότεχνοί της, καθώς και θεατρικοί συγγραφείς. Όμως το ξεχωριστό μονοπάτι που πήρε η ίδια είναι ιδιάζον.
Η ποίηση, παρόλο που οι μεγάλοι αρχαίοι φιλόσοφοι Πλάτων και Αριστοτέλης δεν την χαρακτήριζαν ως μιμητική τέχνη, μια τέχνη δηλαδή που «μιμείται» την πραγματικότητα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι πιο «μιμητική» από το θέατρο και το έπος, με την έννοια ότι αναπαριστάνει κάτι εξίσου πραγματικό, την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου και την πραγματικότητα μιας ψυχικής ευαισθησίας που διαμορφώνεται στην αντανάκλασή του και στην αλληλεπίδραση μαζί του. Έτσι, από μιαν άποψη, είναι πιο «ρεαλιστική» από τις μιμητικές, μυθοπλαστικές τέχνες του δράματος και του έπους, και σήμερα του μυθιστορήματος, γιατί αυτά «επινοούν» τις ιστορίες τους, έστω κατά το «εικός και το αναγκαίον», ώστε να είναι αληθοφανείς, παραπέμποντας όμως σε ένα βαθύτερο ρεαλισμό, αυτόν των ψυχικών καταστάσεων και των κοινωνικών γεγονότων.
Τη Γαλανάκη όμως δεν την ικανοποιεί κάτι τέτοιο. Θέλει μια απόλυτα αληθινή μυθοπλασία, όχι επινοημένη «κατά το εικός και το αναγκαίον». Έτσι και τα τέσσερα μυθιστορήματά της πραγματεύονται αληθινά πρόσωπα, αληθινά γεγονότα.
Ο «Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» αποτελεί ένα έργο σταθμό στην παγκόσμια λογοτεχνία, που βρήκε μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό και έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Και αυτό γιατί αποτελεί τη «στροφή» της Γαλανάκη. Και μετά τη στροφή, ακολουθεί κανείς το καθαυτό μονοπάτι. Και η στροφή αυτή εκφράζεται στο έργο αυτό με τη μυθιστορηματική πλοκή και το ποιητικό ύφος, κάτι πιστεύω ανεπανάληπτο παγκόσμια. Έτσι, αφού έγινε η στροφή, η ποιητικότητα στο ύψος εγκαταλείπεται σταδιακά, πράγμα που αιτιολογεί γιατί τα επόμενα έργα της δεν είχαν την ίδια θερμή υποδοχή με αυτό το «έργο στροφής».
Μια μικρή στροφή βλέπουμε και σ’ αυτό το τελευταίο «μυθιστόρημά» της. Ενώ τα προηγούμενα ήταν, ας μας επιτραπεί η αναλογία, κονσέρτα, όπου τα πρόσωπα του έργου πλαισίωναν τον κεντρικό ήρωα (Τον «Ισμαήλ Φερίκ Πασά», τον σοσιαλιστή «Λούι», την ζωγράφο «Ελένη») το τέταρτο και τελευταίο μέχρι στιγμής έργο της είναι μια συμφωνία, όπου κανένας ήρωας δεν καταλαμβάνει την κεντρική θέση. Όμως είναι και αυτό «ιστορικό μυθιστόρημα», όπως και τα προηγούμενα, και τα πρόσωπά του πραγματικά, τουλάχιστον τα περισσότερα.
Η διακειμενικότητα του τίτλου δείχνει ήδη ότι η συγγραφέας συνομιλεί με ομότεχνούς της. Ο Καζαντζάκης εμφανίζεται και μιλάει μέσα στο έργο αυτοπροσώπως. Υφολογικά το παραπέμπει επίσης στον Καζαντζάκη, με μια αφηγηματική γλώσσα που κάποιες στιγμές θυμίζει τον απλό κρητικό.
Παρεμπιπτόντως, χαριεντιζόμενοι, μπορούμε να κάνουμε μια κριτική στην αμερικάνικη «Νέα Κριτική» και στον ρώσικο φορμαλισμό, αλλά και στον μετέπειτα γαλλικό δομισμό, που απεμπολούν τον συγγραφέα από το κείμενο. Η Γαλανάκη αναφέρεται σε ένα σημείο του έργου της στην «Ταφή του κόμητος Όργκαθ» στην οποία αναφέρεται και ο Καζαντζάκης σε ένα του έργο, νομίζω στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Σε ένα σημείο του πίνακα ο ζωγράφος βάζει και τον εαυτό του. Το ίδιο και η Γαλανάκη, βάζει τον εαυτό της στο μυθιστόρημα, σαν το κοριτσόπουλο που το έσκασε από το δημοτικό σχολείο για να παρακολουθήσει την κηδεία του Καζαντζάκη. Μόνο που αυτό μπορεί να το αντιληφθεί μοναχά εκείνος που «ξέρει» κάποια βιογραφικά στοιχεία για τη συγγραφέα. Η αναγνωστική επάρκεια συνεπάγεται γνώση του συγκείμενου, στο οποίο ανήκει και ο συγγραφέας.
Όμως ας επιστρέψουνε στον τίτλο. Θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν παράφραση των «Εκατό χρόνων μοναξιάς» του Μάρκες (Ο θεός να του δίνει μέρες, τώρα που τον κτύπησε η επάρατος, αν και χάρη σ’ αυτή έγραψε ένα από τα πιο θαυμάσια κείμενά του) Ένας αιώνας είναι εκατό χρόνια, και τους λαβύρινθους, πνευματικούς και ψυχικούς, τους διατρέχει κανείς μόνος του, σαν την Ανζέλ, ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, που τρελαίνεται στην μάταιη αναμονή του εραστή της μιας βραδιάς, που θα την αναζητήσει και αυτός μετά από χρόνια, για να τη βρει στην ψυχιατρική κλινική που νοσηλευόταν. Η άκρη του δικού της λαβυρίνθου ήταν η αυτοκτονία της το ίδιο βράδυ.
Η ερωτική ματαίωση σε σπρώχνει στους ψυχικούς λαβυρίνθους. Ένα τέτοιο λαβύρινθο έζησε και η Σκεύω, πραγματικό πρόσωπο όπως βλέπουμε στις σημειώσεις στο τέλος του έργου (θα έπρεπε γι’ αυτές να υπάρχουν οι απαραίτητες παραπομπές μέσα στο κείμενο), καθώς και ο ιταλός αρχαιολόγος που την ερωτεύτηκε, και έμεινε ανύπαντρος πιστός στην ανάμνησή της.
Η δεύτερη διακειμενική αναφορά είναι ο «Λαβύρινθος» του Μπόρχες, μια αρχετυπική πλέον έννοια στη λογοτεχνία.
Η λέξη επαναλαμβάνεται άπειρες φορές στο κείμενο, τόσο με την κυριολεκτική (το έργο ξεκινάει το 1878 με τις πρώτες ανασκαφές του Μίνωα Καλοκαιρινού που εντόπισε τη θέση της Κνωσσού και υπέθεσε ότι μια σπηλιά που βρήκε ήταν ο Λαβύρινθος) όσο και με χίλιες δυο άλλες συνυποδηλώσεις.
Ενώ στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» η ιστορία είναι το φόντο, απαραίτητο για να μην αιωρούνται οι μυθιστορηματικοί ήρωες στο κενό, στον «Αιώνα των λαβυρίνθων» τα πρόσωπα είναι το πρόσχημα για να εκδιπλωθεί το ιστορικό φόντο. Στο ανά εικοσαετίες χωριζόμενο έργο με τα αντίστοιχα κεφάλαια (1978, 1998, κλπ μέχρι το 1978) υπάρχουν καίρια γεγονότα και πιθανόν και σημαντικά πρόσωπα. Στο 1978 ουσιαστικός πρωταγωνιστής είναι ο Μίνως Καλοκαιρινός και οι πρώτες ανασκαφές του. Στο 1898 η σφαγή στο Ηράκλειο, το αίμα της οποίας έδωσε την αυτονομία (Ξεκινάω να διαβάζω το έργο στο Μίνως Παλλάς, ερχόμενος για πενθήμερο στην Κρήτη τέλη του Οκτώβρη. Στο self service του πλοίου που πηγαίνω για φαγητό, διαβάζω σε μια χαρτοπετσέτα τη διεύθυνση «25ης Αυγούστου». Πριν λίγο είχα διαβάσει ότι αυτή ήταν η ημερομηνία της σφαγής).
Το 1918 ο διχασμός. Στην επόμενη εικοσαετία είναι η μικρασιατική καταστροφή, η οποία περιγράφεται με τόσο αδρά χρώματα, ώστε ο ήρωας της ιστορίας φαίνεται σαν μια μικροσκοπική φιγούρα στο εντυπωσιακό φόντο, σαν σε έργο της φλαμανδικής ζωγραφικής. Μετά έχουμε τον εμφύλιο. Κύριος πρωταγωνιστής εδώ είναι ο Γιάννης Ποδιάς, ο επικεφαλής του δημοκρατικού στρατού στην Ανατολική Κρήτη. Χωρίς να έχει την αίγλη του Άρη, υπήρξε κι αυτός ένας μαρτυρικός ήρωας στον σύντομο αυτό, μόλις δίμηνο, ξεσηκωμό, θυσία στην προστασία της Σοβιετικής Ένωσης, όπως υπήρξε όλος ο εμφύλιος. Τραγικοί ήρωες, με τραγικό πεπρωμένο, που υπέκυψαν σε δυνάμεις πιο πάνω απ’ αυτούς, σε σκοπιμότητες που τους ήσαν άγνωστες.
Αν βάζαμε το έργο πάνω στον προκρούστη του ιστορικού μυθιστορήματος θα το βρίσκαμε ελλειμματικό. Ο «ήρωας που βρίσκεται μεσοστρατίς», τον οποίο επισημαίνει ο Λούκατς ως τον κύριο πρωταγωνιστή στα ιστορικά μυθιστορήματα και που συνιστά την κύρια αρετή τους καθώς βρίσκεται στο μέσο αντίπαλων δυνάμεων που τον τραβούν και οι δυο, εδώ ελλείπει. Η Γαλανάκη όμως ενδιαφέρεται να αναπαραστήσει τα ιστορικά γεγονότα με τη γλαφυρή πένα της λογοτέχνιδος. Σαν εκπαιδευτικός και σχολικός σύμβουλος, θα συνιστούσα παράλληλα με τη διδασκαλία της ιστορίας από τις πηγές, και τη διδασκαλία της ιστορίας μέσω της λογοτεχνίας. Πιο εύκολα θα αποτυπωθεί στο μυαλό του μαθητή η μικρασιατική καταστροφή από το έργο της Γαλανάκη παρά από το σχολικό εγχειρίδιο. Όπως είπε ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός Braudel, η κύρια αρετή ενός ιστορικού εγχειριδίου είναι μια συναρπαστική αφήγηση. Και πια αφήγηση μπορεί να είναι πιο συναρπαστική από τη λογοτεχνική; Η γλαφυρότητα στην απεικόνιση των ιστορικών αυτών γεγονότων όχι απλά το δικαιώνει, αλλά το αναδεικνύει ως ένα από τα πιο αξιόλογα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας.
No comments:
Post a Comment