Γιάννης Γεωργακάκης, Οι μαντινάδες του λυρικού, Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας
Κρητικά Επίκαιρα, Ιανουάριος 2005
Με μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή του Μανώλη Μιλτ. Παπαδάκη κυκλοφόρησε από τη Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας η δεύτερη συλλογή με μαντινάδες του Γιάννη Γεωργακάκη, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, με τον τίτλο «Οι μαντινάδες του λυρικού». Είχε προηγηθεί η συλλογή «Λυριές», που εκδόθηκε το Μάρτη του 1988. Ο «νονός» του τίτλου της συλλογής παίζει επιτυχημένα με ένα εφέ ομοιότητας μεταξύ λυρικού και λυβικού. Οι μαντινάδες αυτές γράφηκαν στη «νύμφη του Λυβικού», την Ιεράπετρα.
Η μουσική, ο χορός και η μαντινάδα είναι από τα πιο ζωντανά στοιχεία της κρητικής παράδοσης. Όπως παλιά οι μεγαλοαστικές οικογένειες το θεωρούσαν υποχρεωτικό για την τάξη τους να διδάσκονται οι κόρες τους πιάνο και γαλλικά, έτσι κι εδώ σχεδόν κάθε οικογένεια το θεωρεί αναγκαίο να στείλει τα παιδιά της σε μια σχολή χορού, να μάθουν να χορεύουν τον πεντοζάλη και τον μαλεβεζιώτη, τη σούστα και τον συρτό. Λιγότερες ίσως, αλλά αρκετές, στέλνουν τα παιδιά τους, και όχι μόνο τα αγόρια αλλά και τα κορίτσια, σε δασκάλους της λύρας. Όσο για τους μεγάλους, αρχίζει να γίνεται πια ζήτημα τιμής να έχει συνθέσει κανείς κάποιες μαντινάδες στη ζωή του. Οι πιο ταλαντούχοι βέβαια ρίχνονται με περισσότερο πάθος, και πολλές φορές ο όγκος δουλειάς τους είναι τόσος που εκδίδονται σε ξεχωριστό τόμο, ενώ πολλών οι μαντινάδες δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι διαγωνισμοί μαντινάδας, ένας σχετικά καινούριος θεσμός που έχει εξαπλωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη στην Κρήτη, αποτελεί ένα παραπάνω κίνητρο.
Αυτό που χαρακτηρίζει τις μαντινάδες του Γιάννη Γεωργακάκη είναι η υψηλή ποιότητά τους. Αξιοποιώντας στοιχεία της παράδοσης, κυρίως φράσεις ή στίχους που έχουν μεγάλη συχνότητα επανάληψης, συνθέτει μαντινάδες σπάνιας ευαισθησίας, οξύνοιας και πρωτοτυπίας. Και θα διαφωνήσω με τον σεβαστό μου δάσκαλο Μανώλη Παπαδάκη ότι «οι αδυναμίες τους εστιάζονται κυρίως στις αρκετές παραλλαγές τους».
Δεν πρέπει να κρίνουμε τη λαϊκή ποίηση με κριτήρια που αρμόζουν μόνο για την έντεχνη. Εξάλλου οι variations, θέμα και παραλλαγές, είναι αναγνωρισμένο μουσικό είδος. Η επανάληψη εξάλλου, η οποία αποτελεί το δομικό στοιχείο της παραλλαγής, είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα εφέ, και όχι μόνο στην ποίηση. Το χρησιμοποιεί για παράδειγμα εξαντλητικά ο Γιώργος Μανιώτης. Αν χρησιμοποιείται με μέτρο, δεν κουράζει. Απεναντίας ο ακροατής θαυμάζει την επινοητικότητα στην παραλλαγή. Αυτό βέβαια εφόσον δε γίνεται σε βαθμό κατάχρησης. Θυμάμαι σε πανηγύρι του χωριού μου που είχα σιχαθεί να ακούω συνέχεια μαντινάδες από τον λυράρη που είχαν τη φράση «έλαβα επιστολή» ή παρόμοιες. Ήταν σίγουρα πάνω από δέκα. Εξάλλου οι περισσότερες μαντινάδες της συλλογής που αποτελούν παραλλαγές δεν είναι πάνω από τέσσερις, τις οποίες παραθέτει ως παράδειγμα ο επιμελητής σε υποσημείωση. Στο κείμενο βρίσκονται στη θεματική «Τσ’ αγάπης και του έρωτα», σε δυο ζευγάρια, 49-50 και 71-72. Η παραλλαγή στηρίζεται στην επανάληψη του πρώτου στίχου «σαν τσι μπουμπουριστούς χοχλιούς με ξεροτηγανίζεις». Εμένα ως μελετητή, αλλά φαντάζομαι και τον απλό αναγνώστη, θα τον ενδιέφερε η ομαδοποίησή τους, αφού συνήθως βρίσκονται στην ίδια θεματική, που είναι και το πιο βολικό κριτήριο κατάταξης των λαϊκών στιχουργημάτων. Για παράδειγμα θα ήθελα να ακολουθεί η 52 τη 48, που έχουν κοινό τον πρώτο στίχο εκτός από το δεύτερο μισό του δεύτερου ημιστίχιου: «Άντε να σεργιανίσουμε στσ’ αγάπης…». Το τελευταίο μισό στην πρώτη μαντινάδα είναι «τσι μπαξέδες» και στη δεύτερη «τα σοκάκια», δημιουργώντας μια δυναμική αντίθεση ανάμεσα σε αδόμητο χώρο, μπαξέ, εξοχή, και σε δομημένο χώρο, χωριό. Στο δεύτερο στίχο ο έρωτας προσωποποιείται: «που ξεφαντώνει ο έρωντας, με νιες και νιους γλεντζέδες» και «κι ο έρωντας στο διάβα μας θα παίζει παλαμάκια». Ο έρωτας επίσης προσωποποιείται στη μαντινάδα 62 της ίδιας θεματικής: «Απ’ τ’ αργαστήρι του Θεού βγήκες χωρίς ψεγάδι/ με τον ορτάκη έρωντα σ’ έβαλα στο σημάδι» (ορτάκης σημαίνει σύντροφος). Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι μια τέτοια ομαδοποίηση για να γίνει χρειάζεται τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Ενδιαφέρον έχουν και οι μαντινάδες με κοινό στοιχείο τις πρώτες λέξεις. Για παράδειγμα οι μαντινάδες 51 και 52 της ίδιας θεματικής αρχίζουν με το «άντε να», και οι μαντινάδες 1 και 3 «Της φύσης και της αγροτιάς» αρχίζουν με το «Να ’μουν». Αυτή η φράση υπάρχει και σε μαντινάδες της παράδοσης, όπως η παρακάτω που μου την είπε ο πατέρας μου πριν από 25 χρόνια όταν τον ηχογράφησα σε κασέτα μαζί με τη μητέρα μου. Την είχε ακούσει, όπως μου είπε, από ένα γούμενο σε κάποιο πανηγύρι. «Να ’μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και κάτης το Γενάρη».
«Και να κερνά» είναι φράση με την οποία ξεκινά όχι ο πρώτος αλλά ο δεύτερος στίχος στο 5 και στο15 «Της ξεφάντωσης». Στην πρώτη «μια κοπελιά ξανθιά και μαυρομάτα» (το «ξανθή» θα ήταν πιο κρητικό) ενώ στη δεύτερη «μια λυγερή, γλυκιά Κρητικοπούλα». Διαλέγετε.
Παραλλαγές υπάρχουν επίσης και σε μαντινάδες της παράδοσης. Την μαντινάδα «Όποιος τα λόγια ντου μετρά πριχού τα ξεστομίσει,/ εκειός δεν είναι μπορετό ποτές του ν’ αστοχήσει» (Της λαϊκής σοφίας), την άκουσα σε παραλλαγή από τη γιαγιά μου: «Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώσει/ εκείνος δεν μπορεί ποτέ να στερομετανιώσει». Το «Όλα ’ναι φάδια τσι κοιλιάς και το ψωμί στημόνι» είναι στίχος που τον έχω στην παραπάνω κασέτα, και τον είπε μια γειτόνισσα. Υπάρχει στο 20 «Της λαϊκής σοφίας» και στο 30 «Της φύσης και της αγροτιάς».
Η μαντινάδα «Δίσεκτο χρόνο πάντρεψαν την Αρετή στα ξένα/ εννιά τ’ αγόρια του σογιού, δεν έμεινε κανένα» (Της δίσεκτης χρονιάς) είναι μια διακειμενική αναφορά στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» ενώ ο στίχος «νύκτες γλυκά ονείρατα, νύκτες σπαρμένες μάγια» (Της φύσης και της αγροτιάς) φαίνεται μάλλον σαν φαινόμενο κρυπτομνησίας του Σολωμικού στίχου «Νύχτα γεμάτη όνειρα, νύχτα γεμάτη μάγια».
Αν έβρισκα μια αδυναμία στη συλλογή αυτή αφορά κάποια στοιχεία λογιοσύνης που δεν συνάδουν με τη λαϊκότητα της παράδοσης, στοιχεία λογιοσύνης λεκτικά. Δεν με ξενίζει καθόλου η μαντινάδα «Ένας σοφός μας πρόγονος, ο Σταγειρίτης, γράφει:/ μέρα που δεν εγέλασες, μπάτερε πάει στράφι», με ξενίζει όμως η παρακάτω: «Δε λησμονώ καλοκαιρνό το ραντεβού μαζί σου/ για να χαρώ τη δροσερή υγρή περίπτυξή σου». Θα ήθελα η «περίπτυξη» να ήταν αγκάλιασμα, ενώ και το «λησμονώ» κάπου δεν μου αρέσει. «Δεν τα ξεχνώ τα ραντεβού που ήμουνα κοντά σου/ και χαίρουμουν το δροσερό και υγρό αγκάλιασμά σου», τολμώ να δώσω μια δική μου παραλλαγή. Ακόμη άστοχη θεωρώ τη μαντινάδα «Τζοκόντα! Το χαμόγελο νάταν να μας χαρίσεις, /παράδεισο επίγειο μπορούσες να μας κτίσεις» (Του χαμόγελου). Το χαμόγελο της Τζοκόντα δεν είναι υποδειγματικό, αλλά αινιγματικό.
Οι δυο τρεις αυτές μαντινάδες δεν αλλοιώνουν φυσικά τη γενική εντύπωση από τη συλλογή, που είναι γεμάτη διαμάντια (ήμουνα έτοιμος να γράψω «μαργαριτάρια», αλλά ξαφνικά θυμήθηκα τη μεταφορική σημασία της λέξης, αν και αυτά τα βρίσκουμε εμείς οι εκπαιδευτικοί σε διαγωνίσματα). Και δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αναφέρουμε και το γλωσσάρι, που είναι πια απαραίτητο για κάθε λογοτεχνικό κρητικό βιβλίο. Ξεχνούμε τις λέξεις. Έτσι ενώ οι περισσότερες λέξεις από το γλωσσάρι μού είναι γνωστές, δεν ξέρω τι σημαίνει «παλαίτσα», που δεν βρίσκεται στο γλωσσάρι. Αν ξέρει κανείς ας μας γράψει.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment