Μάρω Βαμβουνάκη, Τα κλειστά μάτια, αδημοσίευτο, γράφηκε κάπου το 1992.
Εσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει,
Ήρθε σ’ ανάβαθα νερά και μπλιο δε κιντυνεύγει
Θωρώ τον ουρανό γελά, τη γης και καμαρώνει,
Και σε λιμιώνα ανάπαψης ήραξε το τιμόνι.
’Σ βάθη πελάγου αρμένιζα, μα δε ’ρθα στο λιμιώνα
μπλιο δε φοβούμαι ταραχές, μάνητες και χειμώνα.
Πιάνοντας τα "Κλειστά μάτια", το ενδέκατο και τελευταίο μέχρι στιγμής βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη (όταν δημοσιεύονται αυτές οι γραμμές θα έχει κυκλοφορήσει το επόμενο βιβλίο της, το "Ταγκό μεσ' στον καθρέφτη"), νιώθω περίπου σαν τον ποιητή του Ερωτόκριτου, την ανακούφιση που επί τέλους φτάνω στο τέλος. Ταξίδεψα μέσα στις τρικυμισμένες ψυχές των ηρώων της Βαμβουνάκη κοντά ένα χρόνο (τόσος χρόνος περίπου πέρασε από τότε που έγραψα το πρώτο βιβλιοκριτικό μου σημείωμα για την «Ντούλια»), ένιωσα τα πάθη και τις αγωνίες τους, συμμερίστηκα τους φόβους και τις ελπίδες τους, θαύμασα την αξιοπρέπεια και το σθένος με το οποίο επιλέγουν το δύσκολο πεπρωμένο τους. Βγαίνω νιώθοντας καθαρμένος απ' αυτό το ταξίδι.
Τα «κλειστά μάτια» αποτελούν ένα έργο διαφορετικό από τα άλλα έργα της Βαμβουνάκη. Η διαφορά βρίσκεται τόσο στο ύφος, όσο και στο μύθο.
Η λυρική Βαμβουνάκη, που στα άλλα έργα της ξεχύλιζε από τις πιο απρόσμενες παρομοιώσεις και| μεταφορές, μοιάζει εδώ να τις εγκαταλείπει. Το ύφος γίνεται λιτό, λιτότατο, σαν ύφος παραμυθιού. Και όχι μόνο γιατί ο μύθος είναι στην κυριολεξία παραμύθι (μια παραλογή από τον Όλυμπο της Καρπάθου) Κυρίως, πιστεύω, γιατί το θέμα της, ο έρωτας, μετεξελίσσεται όλο και περισσότερο σε ένα μεταφυσικό σύμβολο.
Ήδη αυτό είχε αρχίσει από το προηγούμενο έργο. Η αναζήτηση της παλιάς αγάπης, στο τέλος καταλήγει, μετά τη διάψευση, σε μια αναζήτηση του απόλυτου, του ιδανικού, του άπιαστου και ανέφικτου. Και αν στο «Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» υπάρχει ίσως μια αμφιβολία γι αυτό, εδώ δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Ο ήρωας ερωτεύεται μια νεκρή, σμίγει νεκροφιλικά μαζί της, για να διωχθεί στη συνέχεια από τη μητέρα του, όταν θα της εξομολογηθεί την πράξη του. Θα καταφύγει τότε σε ένα ψηλό βουνό, όπου μέσα στη μοναξιά, με την νηστεία και την προσευχή, θα προσπαθήσει να καθαρθεί.
Στην αρχή φαίνεται να τα καταφέρνει. Όμως στο τέλος "...ξεχύλισε σ' όλο του το είναι η, τελικά ανίκητη, νοσταλγία για τον άνομο ερωτά του προς την ωραία νεκρή. Αυτή, μονάχα αυτή ήθελε, πιο πολύ κι απ' τη σωτηρία της ψυχής του, πιο πολύ κι απ' της μάνας του την ευλογία..."
Οι κοινωνικές συμβάσεις, οι θρησκευτικές και ηθικές επιταγές, στο τέλος ανατρέπονται από την τρομερή ορμή της ψυχής για κάτι το ασύλληπτο και μοναδικό. Το τίμημα δεν μπορεί παρά να είναι ο θάνατος. "Όταν είδε κι απόδε πως δίχως τον ερωτά της δεν ζει, όταν πείσθηκε πως απ' το πάθος της δεν γίνεται να γλιτώσει, και πως δεν θέλει να γλιτώσει (η υπογράμμιση δική μας) είπε να πέσει στον γκρεμό και να σκοτωθεί. Να γίνει κι αυτός πεθαμένος, να κερδίσει τους νόμους και το αιώνιο σώμα του θανάτου μήπως και συναντήσει το νεκρό κορίτσι στον άλλο κόσμο".
Το έργο αυτό μου θυμίζει το Σολωμό, και μάλιστα τους ''Ελεύθερους πολιορκημένους. Στο έργο αυτό βλέπουμε την ελευθερία να πραγματώνεται επίσης μέσω του θανάτου. Σαν ύφος, βλέπουμε τη μετάβαση από τις σχεδόν αισθησιακές περι¬γραφές της φύσης στο Α και Β σχεδίασμα, σε μια μεταφυσική εξαΰλωσή της στο Γ. Ο έρωτας, σ' αυτή την «τρίτη γραφή» της Βαμβουνάκη, εξαϋλώνεται σε μια μεταφυσική αναζήτηση του απόλυτου, σε μια προσπάθεια ρήξης και ανατροπής των φυσικών νόμων.
Ο αισθητικός διάκοσμος του έργου, η ατμόσφαιρά του, υπογραμμίζουν αυτό το μεταφυσικό, εξωκοσμικό στοιχείο. Ο χρόνος του μύθου μπορεί να είναι η περίοδος των βαλκανικών πολέμων, μέχρι και λίγο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όμως ο χώρος είναι σχεδόν βυζαντινός, με τα πετρόχτιρα του χωριού, την εικόνα του μοναστηριού, την εικόνα των γκρεμισμένων σπιτιών (και οι δυο αυτές εικόνες, έχοντας ίσως μια αρχετυπική σημασία για τη συγγραφέα, μας μεταβιβάζονται σχεδόν ατόφιες από το προηγούμενο έργο) με ένα ζευγάρι φαντάσματα να ατενίζουν μέσα από το "πίνω παράθυρο, αριστερά, που τώρα είχε μείνει κούφωμα σαν άγριο γέλιο τρελού φαφούτη", με φόντο τον φεγγαροφωτισμένο ουρανό.
Το έργο τελειώνει με τον γέρο λαουτάρη, που, σαν άλλος Αουρελιάνος σκυμμένος πάνω στις περγαμηνές του Μέλκιαδες ("Εκατό χρόνια μοναξιάς"), προσπαθεί, ψάχνοντας τα χαρτιά που άφησε ο νέος, να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό νόημα του θανάτου του.
Θα το βρει! Σε ένα "πολυμεταχειρισμένο τετράδιο" θα ανακαλύψει την παραλογή που αναφέραμε πιο πριν και που δεν είναι παρά μια παραλλαγή της δικής του ιστορίας. "Τούτη η μυστήρια ζωή που μας δόθηκε", θα συλ¬λογισθεί σκυμμένος πάνω στο χειρόγραφο, "είναι γεμάτη από ιστορίες και συνδυασμούς ιστοριών που αιωνίως επαναλαμβάνονται...ίσως τα καλούπια όσων τυχαίνουν στους ανθρώπους να είναι, από κάπου, με ακρίβεια προκατασκευασμένα κι εμείς, ανίδεοι, σερνόμαστε στα γεγονότα της μοίρας, έρμαια μιας ειμαρμένης που έχει προσχεδιάσει τα πάντα".
Αναγκαιότητα, αγώνας, πτώση, το τρίπτυχο της τραγικότητας της ζωής. Είμαστε περιορισμένοι μέσα σε όρια που μόνο με το θάνατο μπορούμε να ξεπεράσουμε. Είμαστε "προγραμματισμένοι" να αγωνιζόμαστε για τα υψηλά και τα εξαίσια, ένα αγώνα καταδικασμένο σε αποτυχία.
Στο σχολικό εγχειρίδιο της Β΄ Λυκείου, ανάμεσα στις ερωτήσεις για το ποίημα "Ιθάκη" του Καβάφη, υπάρχει και η ερώτηση αν είναι αισιόδοξο ή απαισιόδοξο το ποίημα. Την απάντηση που έδωσα στους μαθητές μου δίνω και στους αναγνώστες της Βαμβουνάκη. Υπάρχει η αισιοδοξία της εμμονής στον αγώνα και στην ελπίδα. Υπάρχει η απαισιοδοξία της αποτυχίας. Εξάλλου έτσι δεν είναι και η ζωή; Μια εναλλαγή αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας;
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment