Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Κάποτε στην Άρτα, Στοχαστής 2011, σελ. 123
Μια ιστορία αγάπης μέσα στις σκληρές συνθήκες της κατοχής
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η τεχνική εγκιβωτισμού μιας μυθιστορηματικής αφήγησης με την τεχνική της «εύρεσης χειρογράφων» είναι μια παλιά τεχνική, που όμως έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους σημερινούς συγγραφείς. Ξεκινώντας να διαβάζω το βιβλίο «Κάποτε στην Άρτα», νόμιζα ότι ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης (από το Λέξημα έχουμε παρουσιάσει το βιβλίο του «Μια απρόσμενη συνάντηση Αϊνστάιν-Καραθεωδορή») είχε ξεθάψει αυτή την τεχνική για το καινούριο του έργο. Ξεκινάει με ένα κείμενο της Μαρίας Παπανίκου, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω. «Το ημερολόγιο του Παναγιώτη περιήλθε στην κατοχή μου…». Ακολουθεί ένα «Σημείωμα του επιμελητή», με το οποίο ευχαριστεί την Μαρία Παπανίκου που του επέτρεψε…. Ενδοκειμενικά στοιχεία με έκαναν να πιστεύω ότι η ιστορία δεν είναι φανταστική. Η πεποίθησή μου αυτή ενισχύθηκε όταν, τελειώνοντας το βιβλίο, είδα ότι αφιερώνεται στα δυο κύρια πρόσωπα του έργου. Και μπορώ να πω ότι επιβεβαιώνεται και από εξωκειμενικά στοιχεία, από πληροφορίες που είχα μετά.
Να πούμε κατ’ αρχάς ότι η τεχνική εγκιβωτισμού είναι μια ιλουζιονιστική τεχνική, με την οποία ο συγγραφέας θέλει να ενισχύσει τη σύμβαση, που λειτουργεί βέβαια περισσότερο στο θέατρο, ότι η ιστορία που διαβάζουμε ή που βλέπουμε είναι αληθινή. Δεν ξέρω αν παλιά λειτουργούσε και ως άλλοθι για τους συγγραφείς, σε περίπτωση που η λογοκρισία μπορούσε να τους δημιουργήσει ιστορίες. Ο Ιντζέμπελης ενισχύει τον ιλουζιονισμό αυτό παραθέτοντας αρκετές φωτογραφίες, μια από τις οποίες είναι της Εσθήρ, της αγαπημένης του Παναγιώτη, του οποίου τα ημερολόγια διαβάζουμε και τα οποία υποτίθεται επιμελήθηκε ο Γιώργος Καμπάρας.
Η αφήγηση του Ιντζέμπελη έχει την απλότητα του λόγου ενός απλού ανθρώπου, πράγμα που αποτελεί ένα ακόμη ιλουζιονιστικό στοιχείο. Δεν είναι ο επεξεργασμένος λόγος ενός λογοτέχνη, όπως π.χ. του Στρατή Δούκα στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», ο οποίος αφηγείται επίσης μια πραγματική ιστορία, αλλά ο απλός λόγος ενός απλού ανθρώπου που απλώς θέλει να πει την ιστορία του. Την ίδια τεχνική, της απλότητας του λόγου χρησιμοποιεί και ο Μανώλης Ξεξάκης επεξεργαζόμενος τις αναμνήσεις του πατέρα του από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση ότι η ιστορία είναι πραγματική, είναι η επαφή του Παναγιώτη με μια ιστορική προσωπικότητα. Μόλις τον έχουν φέρει στο Νταχάου. Βρίσκεται με μια παρέα άλλων Ελλήνων. Τους πλησιάζει ένας έλληνας. «Είμαι ο Νίκος Ζαχαριάδης. Όταν σας ρωτήσουν, πείτε στους Γερμανούς ότι ξέρετε κάποιο πρακτικό επάγγελμα, μην πείτε ότι έχετε σπουδάσει γιατί θα σας στείλουν σε δύσκολες δουλειές» (σελ. 79).
Σε κείμενα για την περίοδο διαβάζουμε συχνά πόσο σκληροί και αδίστακτοι ήταν οι φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, στην πλειοψηφία τους SS. Όμως δεν ήταν απόλυτα έτσι. Διαβάζουμε: «Ο Νίκος είχε καλές επαφές με τους Γερμανούς κομμουνιστές που ήταν στη διοίκηση. Επειδή το στρατόπεδο άρχισε να μεγαλώνει και δεν υπήρχε το απαραίτητο διοικητικό προσωπικό, χρησιμοποίησε τους Γερμανούς κομμουνιστές που είχαν συλληφθεί πριν από χρόνια. Όταν έφεραν τον Ζαχαριάδη στο Νταχάου τα στελέχη των κομουνιστών τον εντόπισαν αμέσως και τον πήραν κοντά τους για να βοηθά τους Έλληνες» (σελ. 81).
Και βέβαια δεν ήταν όλοι τους απάνθρωποι. Ο Παναγιώτης αναφέρει το περιστατικό με ένα φύλακα που έδωσε σ’ αυτόν και σε ένα σύντροφό του, τον Βαγγέλη, τρεις φέτες ψωμί. Έφαγαν μόνο τις δύο, καθένας από μία. Την τρίτη ο Βαγγέλης την έβαλε στον κόρφο του. Γιατί; Ρωτά ο Γερμανός. Έχουμε και άλλους που πεινάνε, απαντά ο Βαγγέλης. Ο Γερμανός αυτός ενημέρωσε τον φύλακα και, ενώ έψαξε όλους τους άλλους κατά την έξοδο, τον Βαγγέλη δεν τον έψαξε.
Και θυμάμαι το έργο «Η αναζήτηση του νοήματος της ζωής» του Βίκτορ Φρανκλ, στο οποίο μιλάει για τη ζωή του σε ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης που του ενέπνευσε τη θεωρία του για την υπαρξιστική ψυχολογία. Εκεί αναφέρει ότι ο γερμανός διοικητής του στρατοπέδου έδινε όλο του το μισθό για φάρμακα για τους κρατουμένους.
Η ιστορία που αφηγείται ο Ιντζέπελης έχει ένα ευτυχισμένο τέλος. Ο Παναγιώτης ξαναβρίσκει την αγαπημένη του, την Εβραία Εσθήρ, εντελώς τυχαία, και ενώνουν τις ζωές τους. Δυστυχώς όμως ο Παναγιώτης πέθανε νέος, στις 13-10-1960. Η Εσθήρ έζησε άλλα δεκαπέντε χρόνια.
Είμαι ένας αναγνώστης που έχω μεγάλη περιέργεια να ξέρω τι σε ένα μυθιστόρημα είναι επινοημένο και τι πλασματικό. Δεν χάνω ευκαιρία να ρωτάω κάθε συγγραφέα που συναντώ. Μάλιστα έκανα και μια σχετική εισήγηση σε ένα συνέδριο στη Σάμο, πριν χρόνια, με θέμα «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία».
Πιστεύω ότι το παρακάνω. Στο τέλος τέλος (στην τελική όπως λένε σήμερα οι νέοι) σημασία δεν έχει αν η ιστορία που περιέχεται στο «Κάποτε στην Άρτα» είναι πραγματική ή όχι, όπως και σε κάθε μυθιστόρημα, αλλά η «απόλαυση του κειμένου», το πόσο ευχαριστηθήκαμε διαβάζοντας την. Και εγώ την ευχαριστήθηκα πολύ.
Μια ιστορία αγάπης μέσα στις σκληρές συνθήκες της κατοχής
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η τεχνική εγκιβωτισμού μιας μυθιστορηματικής αφήγησης με την τεχνική της «εύρεσης χειρογράφων» είναι μια παλιά τεχνική, που όμως έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους σημερινούς συγγραφείς. Ξεκινώντας να διαβάζω το βιβλίο «Κάποτε στην Άρτα», νόμιζα ότι ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης (από το Λέξημα έχουμε παρουσιάσει το βιβλίο του «Μια απρόσμενη συνάντηση Αϊνστάιν-Καραθεωδορή») είχε ξεθάψει αυτή την τεχνική για το καινούριο του έργο. Ξεκινάει με ένα κείμενο της Μαρίας Παπανίκου, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω. «Το ημερολόγιο του Παναγιώτη περιήλθε στην κατοχή μου…». Ακολουθεί ένα «Σημείωμα του επιμελητή», με το οποίο ευχαριστεί την Μαρία Παπανίκου που του επέτρεψε…. Ενδοκειμενικά στοιχεία με έκαναν να πιστεύω ότι η ιστορία δεν είναι φανταστική. Η πεποίθησή μου αυτή ενισχύθηκε όταν, τελειώνοντας το βιβλίο, είδα ότι αφιερώνεται στα δυο κύρια πρόσωπα του έργου. Και μπορώ να πω ότι επιβεβαιώνεται και από εξωκειμενικά στοιχεία, από πληροφορίες που είχα μετά.
Να πούμε κατ’ αρχάς ότι η τεχνική εγκιβωτισμού είναι μια ιλουζιονιστική τεχνική, με την οποία ο συγγραφέας θέλει να ενισχύσει τη σύμβαση, που λειτουργεί βέβαια περισσότερο στο θέατρο, ότι η ιστορία που διαβάζουμε ή που βλέπουμε είναι αληθινή. Δεν ξέρω αν παλιά λειτουργούσε και ως άλλοθι για τους συγγραφείς, σε περίπτωση που η λογοκρισία μπορούσε να τους δημιουργήσει ιστορίες. Ο Ιντζέμπελης ενισχύει τον ιλουζιονισμό αυτό παραθέτοντας αρκετές φωτογραφίες, μια από τις οποίες είναι της Εσθήρ, της αγαπημένης του Παναγιώτη, του οποίου τα ημερολόγια διαβάζουμε και τα οποία υποτίθεται επιμελήθηκε ο Γιώργος Καμπάρας.
Η αφήγηση του Ιντζέμπελη έχει την απλότητα του λόγου ενός απλού ανθρώπου, πράγμα που αποτελεί ένα ακόμη ιλουζιονιστικό στοιχείο. Δεν είναι ο επεξεργασμένος λόγος ενός λογοτέχνη, όπως π.χ. του Στρατή Δούκα στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», ο οποίος αφηγείται επίσης μια πραγματική ιστορία, αλλά ο απλός λόγος ενός απλού ανθρώπου που απλώς θέλει να πει την ιστορία του. Την ίδια τεχνική, της απλότητας του λόγου χρησιμοποιεί και ο Μανώλης Ξεξάκης επεξεργαζόμενος τις αναμνήσεις του πατέρα του από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση ότι η ιστορία είναι πραγματική, είναι η επαφή του Παναγιώτη με μια ιστορική προσωπικότητα. Μόλις τον έχουν φέρει στο Νταχάου. Βρίσκεται με μια παρέα άλλων Ελλήνων. Τους πλησιάζει ένας έλληνας. «Είμαι ο Νίκος Ζαχαριάδης. Όταν σας ρωτήσουν, πείτε στους Γερμανούς ότι ξέρετε κάποιο πρακτικό επάγγελμα, μην πείτε ότι έχετε σπουδάσει γιατί θα σας στείλουν σε δύσκολες δουλειές» (σελ. 79).
Σε κείμενα για την περίοδο διαβάζουμε συχνά πόσο σκληροί και αδίστακτοι ήταν οι φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, στην πλειοψηφία τους SS. Όμως δεν ήταν απόλυτα έτσι. Διαβάζουμε: «Ο Νίκος είχε καλές επαφές με τους Γερμανούς κομμουνιστές που ήταν στη διοίκηση. Επειδή το στρατόπεδο άρχισε να μεγαλώνει και δεν υπήρχε το απαραίτητο διοικητικό προσωπικό, χρησιμοποίησε τους Γερμανούς κομμουνιστές που είχαν συλληφθεί πριν από χρόνια. Όταν έφεραν τον Ζαχαριάδη στο Νταχάου τα στελέχη των κομουνιστών τον εντόπισαν αμέσως και τον πήραν κοντά τους για να βοηθά τους Έλληνες» (σελ. 81).
Και βέβαια δεν ήταν όλοι τους απάνθρωποι. Ο Παναγιώτης αναφέρει το περιστατικό με ένα φύλακα που έδωσε σ’ αυτόν και σε ένα σύντροφό του, τον Βαγγέλη, τρεις φέτες ψωμί. Έφαγαν μόνο τις δύο, καθένας από μία. Την τρίτη ο Βαγγέλης την έβαλε στον κόρφο του. Γιατί; Ρωτά ο Γερμανός. Έχουμε και άλλους που πεινάνε, απαντά ο Βαγγέλης. Ο Γερμανός αυτός ενημέρωσε τον φύλακα και, ενώ έψαξε όλους τους άλλους κατά την έξοδο, τον Βαγγέλη δεν τον έψαξε.
Και θυμάμαι το έργο «Η αναζήτηση του νοήματος της ζωής» του Βίκτορ Φρανκλ, στο οποίο μιλάει για τη ζωή του σε ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης που του ενέπνευσε τη θεωρία του για την υπαρξιστική ψυχολογία. Εκεί αναφέρει ότι ο γερμανός διοικητής του στρατοπέδου έδινε όλο του το μισθό για φάρμακα για τους κρατουμένους.
Η ιστορία που αφηγείται ο Ιντζέπελης έχει ένα ευτυχισμένο τέλος. Ο Παναγιώτης ξαναβρίσκει την αγαπημένη του, την Εβραία Εσθήρ, εντελώς τυχαία, και ενώνουν τις ζωές τους. Δυστυχώς όμως ο Παναγιώτης πέθανε νέος, στις 13-10-1960. Η Εσθήρ έζησε άλλα δεκαπέντε χρόνια.
Είμαι ένας αναγνώστης που έχω μεγάλη περιέργεια να ξέρω τι σε ένα μυθιστόρημα είναι επινοημένο και τι πλασματικό. Δεν χάνω ευκαιρία να ρωτάω κάθε συγγραφέα που συναντώ. Μάλιστα έκανα και μια σχετική εισήγηση σε ένα συνέδριο στη Σάμο, πριν χρόνια, με θέμα «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία».
Πιστεύω ότι το παρακάνω. Στο τέλος τέλος (στην τελική όπως λένε σήμερα οι νέοι) σημασία δεν έχει αν η ιστορία που περιέχεται στο «Κάποτε στην Άρτα» είναι πραγματική ή όχι, όπως και σε κάθε μυθιστόρημα, αλλά η «απόλαυση του κειμένου», το πόσο ευχαριστηθήκαμε διαβάζοντας την. Και εγώ την ευχαριστήθηκα πολύ.
No comments:
Post a Comment