Γιάννης
Καλπούζος, Γινάτι, ο σοφός της λίμνης, Ψυχογιός 2018, σελ. 566
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Romance, crime, history, mystery, το καινούριο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου
Έχουμε γράψει για επτά βιβλία του Γιάννη
Καλπούζου, με τελευταίο τη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ». Σειρά έχει σήμερα το «Γινάτι, ο σοφός της
λίμνης».
Ο Καλπούζος είναι από τους καλύτερους έλληνες
πεζογράφους μας και σίγουρα ο πιο πολυδιαβασμένος, αφού τα βιβλία του έχουν
εκπληκτικό τιράζ. 50.000 αντίτυπα η πρώτη έκδοση, διαβάζω στο εξώφυλλο.
Ο Καλπούζος, μετά το «Ιμαρέτ» που τιμήθηκε με
το βραβείο αναγνωστών, επιστρέφει και πάλι στην ιδιαίτερη πατρίδα του την
Ήπειρο, όχι όμως στη γενέτειρά του την Άρτα όπου τοποθετείται η δράση στο
Ιμαρέτ.
Θα αντιγράψω μια περίοδο από την προηγούμενη
ανάρτησή μου για το προηγούμενο μυθιστόρημά του «Σέρρα, η ψυχή του
πόντου»:
«Το μεγάλο χάρισμα του Καλπούζου είναι η φοβερή
επινοητικότητα στην πλοκή. Βρισκόμαστε μπροστά σε συνεχή σασπένς και ανατροπές,
που κρατούν αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον».
Ναι, αυτό είναι το κύριο
χαρακτηριστικό των μυθιστορημάτων του. Κατ’ εξοχήν κινηματογραφικό, θα μπορούσαν
να γυριστούν ταινίες. Αναρωτήθηκα κάποια στιγμή γιατί ο Καλπούζος δεν γράφει
σενάρια, αλλά αμέσως μετά βρήκα, νομίζω, την απάντηση. Η επινοητικότητα στη
σύνθεση των ιστοριών του θα χαραμιζόταν σε ένα σενάριο, καθώς το σενάριο δεν
χαρακτηρίζεται σαν λογοτεχνία και ελάχιστα σενάρια εκδόθηκαν σε βιβλία.
Το έργο χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο
ως μυθιστόρημα και όχι ως ιστορικό μυθιστόρημα. Ο λόγος είναι ότι τα ιστορικά
γεγονότα βρίσκονται όχι σε δεύτερο αλλά σε τρίτο πλάνο, σε αντίθεση με τη
«Σέρρα». Υπάρχουν βέβαια, αλλά τους δίνεται πολύ μικρή έκταση σε σχέση με το
βάρος τους. Η μικρασιατική εκστρατεία στην οποία συμμετείχε και ο Ζώτος, ο
ήρωας της ιστορίας, δίνεται σε ελάχιστες σελίδες. Απεναντίας γίνεται εκτενής
αναφορά και σχολιασμός στην τοπική ιστορία, που οι ηπειρώτες ασφαλώς θα ξέρουν
αλλά οι υπόλοιποι αγνοούμε εν πολλοίς. Δεν ήξερα για παράδειγμα για τις
αυτονομιστικές απόπειρες των Βλάχων στην περιοχή. Επίσης αγνοούσα την έκταση
της ληστοκρατίας εκείνη την εποχή. Για την ανταλλαγή των πληθυσμών βέβαια
ήξερα, αλλά λεπτομέρειες, για το πόσο «ρίχτηκαν» οι πρόσφυγες με το να μην
πάρουν ούτε τα μισά από όσα άφησαν οι τούρκοι δεν το ήξερα.
«Μας αδίκησαν… έλεγε ο Νεοκλής. Τα
εκατόν εβδομήντα καταστήματα των μουσουλμάνων στα Γιάννενα δόθηκαν σε ντόπιους.
Μοίρασαν και τα τσιφλίκια στους ακτήμονες κι ό,τι περίσσεψε σ’ εμάς. Από τα
ογδόντα τόσα χιλιάδες στρέμματα που άφησαν οι μωαμεθανοί στην Ήπειρο ούτε τα
μισά δεν διανεμήθηκαν σε πρόσφυγες» (σελ. 543-544).
Ένας άνδρας δυο γυναίκες είναι και
εδώ ο σκελετός της ιστορίας, όπως και στη «Σέρρα». Και βέβαια η καρδιά του
Ζώτου είναι δοσμένη στη Χαβαή, η Σαραλίν ήταν μια περαστική περιπέτεια, τότε
που ο Ζώτος δεν ήταν σίγουρος για την ευόδωση της σχέσης του με την Χαβαή.
Και ενώ το πρώτο μισό του
μυθιστορήματος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ρομάντζο, το δεύτερο μισό είναι
ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με κάμποσους νεκρούς, ενώ όλο σκεπάζεται από ένα
μυστήριο, ή μάλλον πολλά μυστήρια, με πρώτο το αν η μητέρα του απάτησε τον
άντρα της όπως πιστεύει η τοπική κοινωνία. Και βέβαια, χωρίς να είναι το στόρι
προσχηματικό, ο Καλπούζος «αναπλάθει» την εποχή, παραθέτοντας στοιχεία της
καθημερινής και της κοσμικής ζωής (αναφέρεται σε θιάσους που ήλθαν από την
Αθήνα, σε κινηματογραφικές προβολές, κ.λπ.) και ιστορώντας επεισόδια από την
τοπική ιστορία όπως η πυρπόληση του Διοικητηρίου Ιωαννίνων, τη ληστεία χρηματαποστολής
της Εθνικής Τράπεζας και εκτελέσεις ληστών με τα κεφάλια τους να εκτίθενται σε
δημόσια θέα. Και φυσικά και από την πολιτική ζωή:
«Ο κυρ Γιώργος με το μπακάλικο της
Ανεξαρτησίας έχει στο ίδιο κάδρο φωτογραφία του Βενιζέλου στη μια πλευρά και
του βασιλιά στην άλλη και το αναποδογυρίζει ανάλογα με το ποιος κυβερνάει»
(σελ. 374-375).
Και εδώ βρίσκουμε ένα αγαπημένο μου
μοτίβο για το οποίο έχουμε ξαναγράψει, τα «σύνορα της αγάπης», ο έρωτας δύο
νέων που τους χωρίζουν θρησκευτικά και/ή εθνικά σύνορα. Η Χαβαή είναι
μουσουλμάνα ενώ ο Ζώτος χριστιανός.
Ένα άλλο θέμα που θίγεται εδώ ιδιαίτερα
έντονα είναι το ζήτημα της ταυτότητας που έχει απασχολήσει πολύ, κοινωνικούς
ανθρωπολόγους και μη. Δεν είναι μόνο το ότι επιλέγουν κάποιοι την ταυτότητά
τους ανάλογα με το συμφέρον τους, πότε έλληνες πότε ρουμάνοι, αλλά και το ότι
οι ρίζες τους συχνά είναι διάφορες. Μπορεί ένας τούρκος του οποίου μια γιαγιά
ήταν χριστιανή και κάποιοι πρόγονοί του εξισλαμισμένοι χριστιανοί να είναι ένας
μουσουλμάνος; Διαβάζουμε:
«Ο Κενάν έμεινε στη Θεσσαλονίκη και
πήρε ελληνική υπηκοότητα. Λέγεται ότι του προξενεύουν τη Ρεφέτ, την κόρη του
Μουσταφά Πασά και αδελφή του Ρεμζή. Η μάνα του είναι ελληνικής καταγωγής, πλην
μουσουλμάνα. Αυτός τι λογίζεται; Έλληνας, Αλβανός ή Τούρκος; Κι αν τελικά
παντρευτεί τη Ρεφέτ, τα παιδιά τους τι θα ’ναι;» (σελ. 340).
Χαρακτηριστική είναι η ταινία «Το μαχαίρι» (1991) του σέρβου Μιροσλάβ Λέκιτς,
ενώ ο Αμίν Μααλούφ με το βιβλίο του «Οι φονικές ταυτότητες» δείχνει την πιο ζοφερή πλευρά του
ζητήματος.
Και ποιος είναι έλληνας;
Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις,
όμως σίγουρα δεν είσαι Έλληνας αν δηλώσεις βορειοηπειρώτης ενώ είσαι Αλβανός
για να βολευτείς. Όμως ασφαλώς είσαι Έλληνας αν νοιώθεις Έλληνας, όπως οι βλάχικης καταγωγής εθνικοί ευεργέτες Αβέρωφ, Ζάππας,
Στουρνάρας, Αρσάκης και άλλοι.
Όπως και στα άλλα έργα του, το
τοπικό και ιστορικό χρώμα δίνεται και με την παράθεση τραγουδιών της εποχής.
«Αλησμονιούνται τα φιλιά,
’στοχιούνται κι οι αγάπες/ συναπαντιούνται και μιλούν σαν ξένοι, σαν διαβάτες»
(σελ. 531).
Παρέθεσα αυτούς τους στίχους γιατί
τους άκουσα να τους τραγουδάει ο Σπύρος Σηφογιωργάκης σε ένα δίσκο του με
κρητικά που είχα κουβαλήσει μαζί μου στο στρατό (είπαμε, έφεδρος αξιωματικός).
«Ξελησμονιούνται κι οι
φιλιές, αρνιούνται κι οι αγάπες/ κι αν απαντήξουν και ποθές, περνούνε σαν
διαβάτες».
Επίσης διαβάζουμε πολλές παροιμίες,
που δίνουν μια ρεαλιστικότητα στους διαλόγους.
«Ο θεός να σε φιλάει από νέο
πλούσιο και παλιό διακονιάρη» (σελ. 521)
Τέλος ο Καλπούζος μας δίνει αρκετές
ετυμολογίες λέξεων, κάποιες από τις οποίες αγνοούσα.
«Χαμαιτύπη, θα πει πόρνη. Επειδή στην αρχαία Κόρινθο οι
εν λόγω γυναίκες φορούσαν κοθόρνους των οποίων τα ανάγλυφα σημάδια ή τα
γράμματα στη σόλα άφηναν στο χώμα αποτύπωμα ώστε να τις ακολουθούν οι
μουστερήδες» (σελ. 397).
Δεν αποκλείεται πράγματι το αραβικό
enad από το οποίο προέρχεται το τουρκικό inad να είναι δάνειο από το ελληνικό «ίνα τι;».
Ινάτι είναι ο τίτλος του βιβλίου
και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το «στημόνι» της ιστορίας, καθώς οι ενέργειες
των ηρώων υπαγορεύονται συχνά από το ινάτι, συνώνυμο του οποίου είναι το
πείσμα.
Επί τη ευκαιρία να αυτοβιογραφηθώ άλλη μια φορά.
Φοιτητής, στην Ιεράπετρα, έχω ανέβη
στο λεωφορείο για το χωριό μου. Είναι το λεωφορείο της γραμμής που πάει για
Ηράκλειο. Είναι γεμάτο. Ανεβαίνει ο υπεύθυνος του ΚΤΕΛ και μας λέει οι όρθιοι
να κατέβουμε γιατί θα βάλουν αμέσως μετά άλλο λεωφορείο, μόνο για τα κοντινά
χωριά. Οι άλλοι κατεβαίνουν, εγώ όχι.
–Δεν κατεβαίνω, του λέω, μας το έχεις ξαναπεί
και μας έχεις κοροϊδέψει.
–Θα κατέβεις, μου λέει, θες δε θες.
–Δεν κατεβαίνω, ό,τι και να λες.
Ινάτι και οι δυο.
Στο μεταξύ οι επιβάτες άρχισαν να
διαμαρτύρονται για την καθυστέρηση του λεωφορείου.
–Θα κατέβεις και θα πεις κι ένα τραγούδι.
Ξέρεις τι θα πει δερμιτζάκικο πείσμα;
–Πώς
δεν ξέρω, του λέω, Δερμιτζάκη με λένε.
Τον έπιασα εξ απήνης. Έκανε
μεταβολή και κατέβηκε από το λεωφορείο κάνοντας νόημα του οδηγού να ξεκινήσει.
Και ένα τελευταίο απόσπασμα:
«Ρίχτηκε το αρσενικό κορμί στο
θηλυκό και αντίστροφα, και πάλευαν. Κατασπάραζαν τις σάρκες τους, μάτωναν,
έσμιγαν στον ιερό πόλεμο των σωμάτων και το διαλαλούσαν με τ’ αγκομαχητά τους»
(σελ. 289).
Μου μοιάζει καζαντζακικός απόηχος.
Και, όπως πάντα, καταλήγουμε με
τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε, όχι βέβαια στα τραγούδια που
παραθέτει αλλά διάσπαρτους στο πεζό κείμενο. Είναι αρκετοί, αλλά η ηλεκτρονική
ανάρτηση δεν μας περιορίζει στην έκταση του κειμένου.
Ενώ οι φλόγες της φωτιάς με τις αναλαμπές τους (σελ. 23)
Σε ξύλινο παράπηγμα στημένο σε πασσάλους (σελ. 28)
Σεργιάνιζαν συχνά πυκνά στο πλαϊνό σοκάκι (σελ. 36)
Ωστόσο η Νιμέτ χανούμ αλλιώς τα εκτιμούσε (σελ. 36)
Τι; Θα μ’ αφήσεις μόνη μου μες στους ανατολίτες; (σελ. 70)
Γύριζε ανά διαστήματα και προς τα κει το βλέμμα (σελ. 94)
Οι μυρουδιές των λουλουδιών και των οπωροφόρων (σελ. 111)
Μπορεί να βρεις και έτερες υποκατηγορίες (122)
Αφότου τις ξεστόμισες δεν είδα άσπρη μέρα (σελ. 168)
Άγγιγμα ισοδύναμο έκρηξης δυναμίτη (σελ. 178)
Ωσότου αναχώρησαν για το αρχοντικό τους (σελ. 180)
Μάθαιναν τι συνέβαινε στη χώρα και στην πόλη (183)
Τα λόγια του προμήνυαν άσχημες εξελίξεις (190)
Χρύσιζαν ανεπαίσθητα τα δίχως μια ρυτίδα (193)
Ίδια φίδια της Μέδουσας τα ξέπλεκα μαλλιά της (197)
Τώρα που ζέστανε ο καιρός μένει στον καλαμιώνα (214)
Η Χαβαή μηρύκαζε τα ίδια και τα ίδια (σελ. 221)
Κάμποσοι περιδιάβαιναν, σχεδόν συντεταγμένα (251)
Ο Ζώτος δεν σχολίασε την παρατήρησή της (251)
Το σούρουπο πλησίαζαν στην κεντρική πλατεία (258)
Και πίσω τους χαχάνιζαν τρεις τέσσερις φαντάροι (259)
Ερχόταν Αλβανός σοφέρ, ήξερε και τις στράτες (403)
Με το μαγκάλι πλάι του κι αγνάντευε τη λίμνη (σελ. 337)
Όπως τα χαρακτήριζε σε ένα ποίημά του (σελ. 472)
Και έθεσα σ’ εφαρμογή την ανακάλυψή του (σελ. 504)
Στην έγχυση του σπέρματος στον κόλπο της γυναίκας (σελ. 504)
Εφόσον είσαι Έλληνας και σε καλεί η πατρίδα (σελ. 513)
Για τις εγχύσεις σπέρματος σε άτεκνα ζευγάρια (σελ. 526)
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment