Νεκτάριος-Γεώργιος
Κωνσταντινίδης, Κάποτε ήσουν καλό παιδί του Ζαν Ανούιγ-Από το διακείμενο στην
αισθητική του μεταμοντέρνου, Σοκόλη 2017, σελ. 125
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Εξαιρετική
μετάφραση και εξαιρετική εισαγωγική μελέτη
Οι μεγάλοι τραγικοί μας αποτελούν μόνιμη πηγή
έμπνευσης για σύγχρονους δραματουργούς. Μετάφρασα πριν χρόνια «Το πένθος
ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ευγένιου Ο’ Νηλ για κάποιον τυπογράφο που είχε
εκδοτικές φιλοδοξίες. Εξέδωσε μόνο το «Παράξενο Ιντερλούδιο» του ίδιου
δραματουργού πάλι σε μετάφραση δική μου πριν καταλάβει ότι ήταν πολύ
ριψοκίνδυνο το άνοιγμα στον εκδοτικό χώρο. Λυπήθηκα που έμεινε ανέκδοτη και η
μετάφραση που έκανα για το «Ιστορικό μυθιστόρημα» του Γκέοργκ Λούκατς. Επίσης
με συνάρπασαν οι «Μύγες» του Ζαν Πωλ Σαρτρ και σαν φοιτητής έκανα μια εργασία
με τίτλο «Ο μύθος της Ορέστειας στον Αισχύλο και
στον Σαρτρ». Το έργο του
Ο’ Νηλ το αγνοούσα τότε.
Πριν λίγα χρόνια είδα μια κινηματογραφική
μεταφορά της «Αντιγόνης» του Ζαν Ανούιγ που με είχε εντυπωσιάσει. Τώρα διαβάζω
επίσης το εντυπωσιακό «Κάποτε ήσουν καλό παιδί» του Ανούιγ, πάνω στον μύθο της
Ορέστειας, σε μετάφραση Νεκτάριου-Γεώργιου Κωνσταντινίδη· ο οποίος δεν
περιορίζεται απλά στη μετάφραση αλλά την προλογίζει σε μια εντυπωσιακή
εισαγωγή-μελέτη πενήντα σελίδων.
Στην εισαγωγή του ο Νεκτάριος δεν κάνει έναν
απλό σχολιασμό αλλά προβαίνει σε γενικότερες επισημάνσεις, όπως δηλώνεται εξάλλου
από τον υπότιτλο του έργου: Από το διακείμενο στην αισθητική του μεταμοντέρνου.
Ο Κωνσταντινίδης γράφει χαρακτηριστικά.
«Το Κάποτε
ήσουν καλό παιδί! Αποτελεί δραματούργημα καθαρά μετα-μοντέρνο. Η πρόταση
του Ανούιγ οδηγεί μολαταύτα πιο μακριά από την επίφαση της αθωότητας των
πράξεων των ηρώων, που συνωστίζονται σε ένα κομμάτι χαρτί. Η μετα-μοντέρνα
διαλεκτική ορίζει τα πράγματα σε πλαίσιο κυνικότητας και χλεύης. Τα αρχέτυπα
κερματίζονται και υπηρετούν όσο μπορούν με ηθική ολότητα την αισθητική της αμηχανίας.
Η πολλαπλότητα του παραλήπτη και του αποστολέα σπάει τη στεγανότητα των
τρομερών και ελεεινών επιτρέποντας στην ανάγκη του ανθρώπου να αναμετρηθεί με
την τρυφερότητα και με ορισμένο αξιακό κώδικα» (σελ. 31).
Στην προσέγγισή του ο Κωνσταντινίδης
στηρίζεται κυρίως στην θεωρία της σημειωτικής, με αρκετές αναφορές στον Greimas. Η σημειωτική είναι το πιο λεπτό νυστέρι
για την πιο πλήρη ανάλυση ενός έργου, όποιες κι αν είναι οι επιφυλάξεις που
μπορεί να έχει κανείς γι’ αυτήν.
Η θέαση του έργου κάτω από την οπτική πέντε
σκηνών το πλουτίζει αφάνταστα. Οι σκηνές αυτές είναι η κοινωνική σκηνή, η
διανοητική σκηνή, η κειμενική σκηνή, η παραστασιακή σκηνή και η νέα κοινωνική
σκηνή. Από την τελευταία αυτή σκηνή αντιγράφουμε:
«Το θέατρο, ως Τέχνη της άμεσης απόδοσης και
ανταπόδοσης, εμφανίζει σχετικά γρήγορα το ευέλικτο σημείο της ρήξης ανάμεσα στο
παλιό και στο καινούριο. Στη διαπίστωση αυτή αναγνωρίζουμε συνδηλωτικά τους αρμούς
που συνδέουν το πρώτο κείμενο με όλα όσα ακολουθούν τη δηλωτική δυναμική ενός
αφηγήματος. Για παράδειγμα, η αφήγηση του Ανούιγ στο Κάποτε ήσουν καλό παιδί! Δεν φανερώνει από μόνη της τη νέα τάση
ούτε και το γεγονός ότι ο κόσμος αύριο θα έχει ξεχάσει τις Ερινύες. Γύρω στα
1972 που γράφει το έργο του ο Ανούιγ, οι Ερινύες υπάρχουν με διαφορετικό όνομα,
τύψεις, ενώ, πριν από το φόνο, ο Ορέστης αισθάνεται την ανάγκη να συνομιλήσει
με τα υποψήφια θύματά του, τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα. Ο νέος κόσμος για
τον Ορέστη έχει εδώ και καιρό παραδοθεί στην ψυχανάλυση και στις μαρξιστικές
αναλύσεις της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας. Έτσι, ο μακρύς διάλογος με τον
Αίγισθο και με την Κλυταιμνήστρα αναδεικνύει, και ο μεν και ο δε, τις
προοπτικές ενός δράματος προερχόμενου από τραγωδία και μάλιστα από πολλές
τραγωδίες. Οι δύο μακροσκελείς διάλογοι αναφέρονται σε σωρεία μεταστροφών και
αλλαγών κατά τη ροή των γεγονότων» (σελ. 64).
Καταλήγοντας στο ίδιο κεφάλαιο δίνει ένα
καίριο ορισμό του μεταμοντέρνου.
«Το μετα-μοντέρνο είναι, σε τελική ανάλυση,
το αρμονικό τοπίο λογικής συν-δήλωσης των πραγμάτων μετά την εισβολή του
ετερόκλητου, του παράδοξου, του συγκρουσιακού. Πιθανόν να αποτελεί δικαιολογία
αλλαγής πορείας της υπάρχουσας αισθητικής, που αντιδρά βίαια στη διατάραξη της
καθεστηκυίας οργάνωσης του κόσμου. Η πρόταση του μετα-μοντέρνου περιέχει, σε
μεγάλο βαθμό, την πρόκληση και τη συγκρουσιακή πορεία, με τρόπο που δημιουργεί
σημεία βίας, αρκετά έντονης σε πολλές περιπτώσεις. Παραδείγματος χάριν, το έργο
του Ζαν Ανούιγ Κάποτε ήσουν καλό παιδί!
Αποτελεί μεταμοντερνιστική αντιμετώπιση του διακειμένου που εκπηγάζει από την Ορέστεια του Αισχύλου και ειδικότερα από
τις Χοηφόρους. Ο λόγος των προσώπων
του Γάλλου συγγραφέα δημιουργεί την αίσθηση ενός βεβιασμένου μπαρόκ που
καταλύει την κανονική ροή των δεδομένων της μυθοπλασίας» (σελ. 49-50).
Και το συμπέρασμα; Στον επίλογο διαβάζουμε:
«Στο πέρας της εργασίας μας, καταλήγουμε σε
ορισμένα συμπεράσματα σύμφωνα με τα οποία η διακειμενικότητα και το
μετα-μοντέρνο συνδέονται με εννοιολογικούς, θεματικούς αρμούς καθώς και με συνδέσμους
που αναφέρονται στην κατάσταση των δομών βάσει των οποίων συνυφαίνεται η δράση.
Το διακείμενο αποτελεί αποτέλεσμα διαδικασιών που οδηγούν σε ένα αρχαιότερο
ίχνος της διαστρωματικής λειτουργίας ενός θεατρικού απεικάσματος. Υπ’ αυτή την
οπτική, το μετα-μοντέρνο ορίζεται ως αισθητική εξέλιξη του ανεξέλεγκτου
δεδομένου ότι ακολουθεί τολμηρές προτάσεις δημιουργίας ενός νέου προϊόντος με
άπειρες δυνατότητες προσαρμογής σε περιβάλλον της καθεστηκυίας αισθητικής»
(σελ. 50).
Η μετάφραση είναι εξαιρετική, και η
παρατήρηση που έχω να κάνω αφορά τον δραματουργό και όχι τον μεταφραστή. Στη
σελίδα 67 μας λέει η Κλυταιμνήστρα, ανάμεσα στα άλλα: «Όμως εγώ τον είχα
εντελώς απαλλάξει από την πανοπλία του, ήταν σχεδόν γυμνός, εσύ εμφανίστηκες
και τον χτυπήσαμε μαζί-κατάστηθα» (σελ. 67).
Γιατί όμως η Ηλέκτρα, λίγες σελίδες πιο κάτω,
δίνει μια διαφορετική εκδοχή του φόνου;
«Εκείνη άπλωσε το φόρεμά της, τα πόδια του
παγιδεύτηκαν και έπεσε κάτω φαρδύς πλατύς! Με την πανοπλία του, που δεν είχε
προλάβει να βγάλει…» (σελ. 79).
Μήπως η Ηλέκτρα δεν ξέρει καλά τις συνθήκες
του φόνου; Ή μήπως είναι συγγραφικό ατόπημα; Γιατί δεν βλέπω να υπάρχει καμιά
σκοπιμότητα στη μια και στην άλλη εκδοχή.
Εξαιρετική η μεταφραστική δουλειά του
Νεκτάριου, και προπαντός η διεισδυτική εισαγωγή, τόσο πάνω στο κείμενο όσο και
γενικότερα στην έννοια της διακειμενικότητας και του μεταμοντέρνου. Ευχόμαστε
να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο του.
Και θα κλείσουμε, όπως το συνηθίζουμε, με τον
ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που εντοπίσαμε, μόνο έναν αυτή τη φορά.
Δεν πέθανε στα χέρια μας από αποπληξία (σελ.
63).
Μπάμπης
Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment