Εν όψει της προβολής την επόμενη Πέμπτη της
ταινίας της Naomi Kawase «Τυφλή αγάπη», την οποία είδαμε
σήμερα στη δημοσιογραφική προβολή.
Μια ταινία έχω δει μέχρι τώρα της Ναόμι
Καβάσε (Να το πούμε όμως, η σωστή προφορά είναι Καουάσε), το «Δάσος που θρηνεί» («The mourning forest»), Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες, και μου άρεσε πάρα πολύ. Είπα ότι κάποια
στιγμή θα δω και τις άλλες ταινίες της. Και τώρα ήλθε το κίνητρο, η προβολή της
«Τυφλής αγάπης».
Αυτό είναι το πλεονέκτημα του κινηματογράφου,
σε ελάχιστο χρόνο μπορείς να δεις όλες τις ταινίες ενός σκηνοθέτη και να
αποκτήσεις μια πλήρη εικόνα του έργου του, κάτι που δεν είναι καθόλου εφικτό με
ένα συγγραφέα. Για να διαβάσεις όλα του τα έργα θέλεις πολύ, μα πάρα πολύ
χρόνο.
Ξεκινάμε λοιπόν με την πρώτη μεγάλου μήκους
ταινία της (αυτές που είχε κάνει μέχρι τότε ήταν μικρού μήκους, με τη
μεγαλύτερη μόλις 45 λεπτά), την «Suzaku» ( «Ο θεός Suzaku» είναι
ο πρωτότυπος τίτλος), που κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στο φεστιβάλ Καννών.
Δεν είναι πολλές οι φορές που βλέπω το στόρι
να υποχωρεί μπροστά στο ύφος. Και η Καβάσε, μπορώ να υποθέσω και για τα
υπόλοιπα έργα της, είναι σε μεγάλο βαθμό ύφος.
Μεγάλα ντοκιμαντερίστικα πλάνα σε αργή δράση
είναι κατά βάση η ταινία. Ελάχιστος ο λόγος, τα αισθήματα των ηρώων δηλώνονται
με τα πλάνα. Υπάρχουν επίσης αφηγηματικά κενά που συμπληρώνονται με νύξεις.
Είναι χαρακτηριστική η δολοφονία του πατέρα, που σε οποιαδήποτε άλλη πλοκή θα
ήταν ένα κεντρικό θέμα. Εδώ υποδηλώνεται μόνο με ένα τηλεφώνημα της αστυνομίας
– την απουσία του πατέρα δεν την είχαμε αντιληφθεί – βρέθηκε κάποιος να κρατάει
την κάμερά του. Και έτσι από την πενταμελή οικογένεια μένουν μόνο τέσσερις: ο
γιαγιά, η νύφη, η κόρη της και ένας ανιψιός.
Στην αρχή της ταινίας τους βλέπουμε νέους. Το
μικρό κοριτσάκι λέει στον μεγαλύτερο ξάδελφό της: -Ξάδελφε, μπορώ να σε φιλήσω;
Τον φιλάει, σε μια προοικονομία για το αίσθημα που θα αναπτύξει απέναντί του.
Ζουν σε ένα ορεινό, καταπράσινο χωριό.
Παρακολουθούμε σκηνές από τη ζωή του χωριού, των μεγάλων, αλλά και των παιδιών
που παίζουν. Ειδυλλιακή ατμόσφαιρα. Λίγο αργότερα, με ένα άλμα, μεταφερόμαστε
15 χρόνια αργότερα. Το κοριτσάκι είναι μαθήτρια, το αγόρι δουλεύει. Τη
μεταφέρει καθημερινά στη στάση, από όπου με το λεωφορείο θα πάει στο σχολείο
της.
Μετά το θάνατο του πατέρα όλα αλλάζουν. Η
μητέρα πηγαίνει να δουλέψει, αλλά λιποθυμάει στη δουλειά. Η πεθερά της
καταλαβαίνει ότι είναι δύσκολη η ζωή της, μήπως θέλει να επιστρέψει στους
γονείς της; Αυτό θα κάνει.
Η κόρη της λέγει ότι δεν θα την ακολουθήσει.
Καταλαβαίνουμε το λόγο. Όμως αλλάζει γνώμη. Λέγει στον ξάδελφό της ότι τον
αγαπάει αλλά θα φύγει. Την ακουμπάει στο κεφάλι με τη παλάμη του, σαν χάδι. Αυτή
φεύγει. Τη φωνάζει. Τους βλέπουμε στη συνέχεια ανεβασμένους στη στέγη να
παιγνιδίζουν, καθόλου ερωτικά, και να γελούν.
Και η σκηνή του αποχαιρετισμού.
Μια χειραψία του ανιψιού στη μαμά και στην
κόρη, παρατεταμένη. Με τη γιαγιά, απλώς υποκλίνονται, κατά το γιαπωνέζικο
έθιμο. Το ανθρωπολογικό στοιχείο: εκφράζουν με ένα τρόπο που σε μας τους
δυτικούς φαίνεται ψυχρός τα συναισθήματά τους.
Η κάμερα συνήθως είναι ακίνητη,
παρακολουθώντας τους ήρωες. Στο τέλος όμως τη βλέπουμε να πλησιάζει σε γκρο
πλαν τη γιαγιά και να απομακρύνεται πάλι. Η γιαγιά τραγουδάει τη μοναξιά της.
Ξέρουμε ότι θα φύγει από αυτό το σπίτι με τον ανιψιό της, θα πάνε να ζήσουν στο
ξενοδοχείο που δουλεύει, για να αποφύγει την καθημερινή μεταφορά. Το σπίτι θα
εγκαταλειφθεί. Μια οικογένεια έχει διαλυθεί. Κυριολεκτικά και συναισθηματικά. Και
η ταινία τελειώνει με εικόνες flash back, μιας παλιάς ευτυχισμένης εποχής.
Ίσως με την ταινία η Καβάσε εκδραματίζει τη
δική της ιστορία. Διάβασα ότι οι ταινίες της είναι σε μεγάλο βαθμό
αυτοβιογραφικές. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν μικρή και μεγάλωσε σε μια θεία
της, με την οποία είχε τεταμένες, αλλά και αγαπησιάρικες σχέσεις.
No comments:
Post a Comment