Γ. Α. Μανωλικάκη, Μαντάμ Ορτάνς, Αθήνα 1965, σελ. 223
Όχι, αυτό το βιβλίο
δεν είναι από τα παλιά που έχω ακόμη αδιάβαστα των μαθητικών μου χρόνων, πρότεινε
να μου το δανείσει ο φίλος μου ο Γιώργης ο Μανιαδάκης ξέροντας ότι με ενδιαφέρει,
όπως μου προτείνει κατά καιρούς να μου δανείσει βιβλία που πιστεύει ότι με
ενδιαφέρουν.
Τη μαντάμ
Ορτάνς (1863-1938) την ξέρουν όλοι όσοι έχουν διαβάσει τον «Αλέξη
Ζορμπά», που σίγουρα έχουν δει και την ταινία. Όσο για τους συμπατριώτες μου
τους γεραπετρίτες, φυσικά και την ξέρουν, αφού στην Ιεράπετρα πέρασε τα
τελευταία χρόνια της ζωής της. Οι γονείς μου την είχαν γνωρίσει, η μητέρα μου
μάλιστα μου είχε διηγηθεί μια συζήτηση που είχε μαζί της, σαν πελάτισσα του
φίλου της του οδοντογιατρού. Ο πατέρας του κουμπάρου μου του Μάνου, που υπήρξε
φίλος της με όλες τις σημασίες της λέξης, δημοσίευσε πριν χρόνια ένα κείμενο
για τη ζωή της στη «Γεραπετρίτικη απόπειρα».
Πολλές φορές
γράφοντας για ταινίες υποστηρίζω ότι το στόρι ήταν το πρόσχημα για να
αναδειχθεί το φόντο. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να
συμβαίνει κάτι τέτοιο και με μια βιογραφία.
Εν τάξει, ας μην
είμαστε υπερβολικοί, η βιογραφία της μαντάμ Ορτάνς δεν είναι ακριβώς το
πρόσχημα, όμως η ιστορία της Κρήτης την ταραγμένη εκείνη εποχή καταλαμβάνει
σχεδόν ίδιο αριθμό σελίδων με αυτές που αφιερώνονται στην μαντάμ Ορτάνς, αν όχι
μεγαλύτερο. Έμαθα λεπτομέρειες για την ιστορία του νησιού μας που αγνοούσα,
ξέροντάς τη μόνο στις γενικές γραμμές. Επίσης έμαθα βιογραφικά στοιχεία για τον
Βενιζέλο, τα χρόνια εκείνα που τον ανέδειξαν σιγά σιγά κορυφαία φυσιογνωμία της
πολιτικής ζωής και αργότερα της νεοελληνικής μας ιστορίας. Και το κυριότερο, τα
ντοκουμέντα καταλαμβάνουν σχεδόν ισόποση έκταση με την ιστορική αφήγηση.
Το καινούριο που
διαβάζω για τη μαντάμ Ορτάνς στο βιβλίο του Μανωλικάκη είναι ότι τη θεωρεί
πράκτορα. Έχει στοιχεία να το στηρίξει, χωρίς βέβαια να είναι απόλυτα σίγουρος,
έχει όμως την ειλικρίνεια να παραδεχθεί ότι αυτή του η υπόνοια κάνει πιο
ενδιαφέρουσα την αφήγηση της ζωής της. Ενδιαφέρουσα επίσης την κάνουν τα
αποσπάσματα που παραθέτει από τρία άλλα βιβλία, από τον «Αλέξη Ζορμπά», από το
«Χρονικό μιας πολιτείας» του Παντελή Πρεβελάκη και από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Γεωργίου Πάγκαλου. Και φυσικά από μαρτυρίες ανθρώπων που τη γνώρισαν, οι
περισσότεροι από τους οποίους ήθελαν να κρατήσουν την ανωνυμία τους. Αρκετές
πληροφορίες για τη ζωή της είναι αλληλοσυγκρουόμενες, και ο Μανωλικάκης
δυσκολεύεται να αποφασίσει.
Πριν παραθέσουμε
αποσπάσματα να δώσουμε σύντομα τη βιογραφία της.
Η
Αδελίνα Γκιτάρ όπως είναι το πραγματικό της όνομα γεννήθηκε στη Γαλλία το 1963,
και από τα δεκαέξι της έγινε πόρνη. Πιθανότατα πέρασε από τη Σμύρνη
για να καταλήξει στα Χανιά με άλλες πόρνες, όπου έγινε ερωμένη του Γάλλου
ναυάρχου. Μετά την ανεξαρτησία της Κρήτης και την αναχώρηση των στόλων έζησε
διαδοχικά στον Άγιο Νικόλαο, τη Σητεία, για να καταλήξει στην Ιεράπετρα το 1910
όπου και πέθανε το 1938. Παντρεύτηκε, αλλά ο άντρας της είχε βάλει στο μάτι το
κομπόδεμά της, αυτό που είχε μαζέψει με την αμαρτωλή ζωή της. Το βούτηξε και
την έκανε. Από τότε δεν τον ξαναείδε.
Και τώρα κάποια
αποσπάσματα.
Ένας Χανιώτης
αφηγείται στον Μανωλικάκη, ανάμεσα στα άλλα:
«Αγόραζα απ’ αυτήν
κάθε δυο μέρες, τόσο βάσταγε το αναιμικό μαθητικό πορτοφόλι, ένα ανήλικο,
συρταρωτό πακέτο τσιγάρα Καραβασίλη» (σελ. 121).
Και θυμήθηκα μια από
τις μαθητικές μας ατάκες: Κύριε Καθηγητά, Κ… Κερατά, Καθίστε, Καπνίστε, Καλό
Καπνό Κ. Καραβασίλη». Όλες οι λέξεις ξεκινούν από Κ.
Από την αφήγηση της
κυρίας Καρολίνας, κολλητής της μαντάμ Ορτάνς:
«Σπανιόλες,
Ουγγαρέζες, Αυστριακές, Ιταλίδες, Γαλλίδες, Τουρκάλες, από τα μέρη της Σμύρνης
και της Πόλης. Οι πιο πολλές ήταν Ιταλίδες και Γαλλίδες. Αγγλίδα και Ρωσίδα δεν
έβρισκες ούτε μια. Μικρό το κακό. Τι να τις κάνεις τις κρυόμπλαστρες;» (σελ.
136).
Βρε πως αλλάζουν οι
καιροί!!!
Από την αφήγηση του
Στυλιανού Α. Παπαντωνάκη:
«Ένας πληρεξούσιος
από τους αντιπάλους μπαίνει μπροστά από τον όχλο, ανασπά τεραστίαν μάχαιρα και
με έκφρασιν λύσσης στο πρόσωπο επιτίθεται ακάθεκτος στον πρόεδρο. Όλοι έχομε
παγώσει. Ο κίνδυνος ήταν άμεσος. Η ζωή του Βενιζέλου, υπόθεσις ενός
δευτερολέπτου. Εγύρισα και τον κοίταξα αυτή τη στιγμή.
Έμεινε ατάραχος. Τα
μάτια του έλαμπαν και ένα χαμόγελο άνθιζε στο πρόσωπό του. Κάτι μεταξύ οίκτου
και περιφρονήσεως. Είναι αδύνατο να ξεχάσω την εικόνα αυτή του Βενιζέλου.
Ευτυχώς, την ώρα που
το μαχαίρι δεν απείχε παρά ολίγα εκατοστά του μέτρου από το στήθος του
προέδρου, ένας πληρεξούσιος δικός μας επρόλαβε να κτυπήσει δυνατά με τη
μαγκούρα του το ωπλισμένο χέρι. Το μαχαίρι τότε έπεσε στο πάτωμα…» (σελ. 151).
Δεν παράθεσα αυτό το
απόσπασμα μόνο γιατί φωτίζει την προσωπικότητα του Βενιζέλου. Ποιο θα ήταν το
μέλλον της Ελλάδας αν η μαγκούρα εκείνη δεν είχε κτυπήσει το οπλισμένο
χέρι;
Πάντα πίστευα ότι το
τυχαίο έχει αποφασιστική επίδραση. Ας το δει καθένας στην προσωπική του ζωή.
Ένα δέκατο του δευτερολέπτου αν ήταν πιο πίσω το αυτοκίνητο του συμπεθέρου δυο
φίλων μου δεν θα πάθαινε το στραπάτσο που έπαθε. Ναι, το πιστεύω απόλυτα ότι αν
η μύτη της Κλεοπάτρας ήταν λίγο πιο μεγάλη… Βέβαια όσο πηγαίνουμε σε πιο
μεγάλες χρονικές περιόδους το τυχαίο παίζει όλο και μικρότερο ρόλο, όμως
παίζει.
Τώρα το πρόσεξα,
1938-2018, είναι τα ογδοντάχρονα από το θάνατο της μαντάμ Ορντάνς. Ας είναι
αφιερωμένη αυτή η βιβλιοκριτική στη μνήμη της.
No comments:
Post a Comment