Victor Hugo, Οι άθλιοι (μετ. Γ. Κοτζιούλας), Δαρεμάς χχ. Σελ. Α΄τόμος 674, Β΄τόμος σελ. 663
Δεν ήταν ακριβώς όνειρο ζωής να διαβάσω τους «Άθλιους» όπως ήταν όνειρο ζωής να διαβάσω τα ομηρικά έπη στο πρωτότυπο, αλλά πάντως ήθελα πολύ να τους διαβάσω, καθώς είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφερμένο πολλές φορές στον κινηματογράφο.
Ευτυχώς!!!!!!
Γιατί ευτυχώς.
Δανείστηκα το μυθιστόρημα σχεδόν ταυτόχρονα από το φίλο μου τον Μιχάλη και το φίλο μου τον Γιάννη. Του φίλου μου του Γιάννη ήταν πενταπλάσιο από εκείνο του φίλου μου του Μιχάλη· και δεν αναφερόταν στην έκδοση ότι ήταν διασκευή (εκδόσεις Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και εκδόσεις Λιβάνη), σε αντίθεση με μια «Παναγία των Παρισίων», κι αυτή στο ένα πέμπτο του πρωτότυπου, σε διασκευή Μανώλη Σκουλούδη. Βρήκα και μια έκδοση των «Αθλίων» από τις εκδόσεις Κακουλίδη στην οποία αναφέρεται ότι η μετάφραση είναι από γαλλική διασκευή, από την οποία είχαν εξαφανιστεί σχεδόν τα εννιά δέκατα του πρωτότυπου.
Θα τολμούσε κανείς να κάνει κάτι τέτοιο στο «Πόλεμος και Ειρήνη» ή στους «Αδελφούς Καραμάζωφ»;
Ο ρομαντισμός έχει πέσει σήμερα σε ανυποληψία. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο η έκδοση του Λιβάνη όσο και η «Παναγία των Παρισίων» των εκδόσεων Σμίλη είναι εξαντλημένες.
Ο ρομαντισμός με τις συναρπαστικές και αντιρεαλιστικές πλοκές του είναι ότι πρέπει για παιδιά, και γι’ αυτό κυκλοφορούν αρκετές διασκευές για παιδιά.
Ήξερα το στόρι των «Αθλίων» ήδη μαθητής, από τα «Κλασικά εικονογραφημένα». Έπρεπε να διαβάσω και το πρωτότυπο. Αργότερα είδα και ταινίες.
Μπορεί το στόρι να είναι αντιρεαλιστικό, όμως υπάρχουν άλλα πράγματα που μου έκαναν το μυθιστόρημα πάρα πολύ ελκυστικό.
Ο ανθρωπισμός του Ουγκώ με συγκίνησε. Αντίστοιχος είναι στην αντίπερα όχθη και ο ανθρωπισμός του Ντίκενς.
Μετανιώνω για τη λέξη «παριολατρεία» (λατρεία των παριών, των απόκληρων της ζωής) την οποία έχω χρησιμοποιήσει κάποιες φορές, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ιδιαίτερα την αρνητική της συνδήλωση. Η τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο Ουγκώ τη Φαντίνα μου ήταν ολότελα συγκινητική. Για μια φορά ακόμη είδα την συμπόνια για την πόρνη την οποία έχω δει σε τόσους και τόσους συγγραφείς (Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Γκυ ντε Μωπασάν, αυτοί μου έρχονται στο μυαλό αυτή τη στιγμή), και που θα έλεγα ότι βρίσκεται σε αντίθεση με τα στερεότυπα για τις πόρνες που κυριαρχούν στις μάζες.
Η καταδίκη ενός συστήματος δικαιοσύνης που καταδικάζει τον Γιάννη Αγιάννη στα κάτεργα επειδή έκλεψε μια φραντζόλα ψωμί δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του επαγγελματία που έφαγε πρόστιμο 800 ευρώ για τέσσερις ασυνόδευτες με τα απαραίτητα χαρτιά τυρόπιττες, που τις είχε στο φορτηγό του μαζί με 650 κιλά άλλα αρτοσκευάσματα, για να τις φάει. Την ιστορία του μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.
Η ερωτική ιστορία της Τιτίκας και του Μάριου είναι δοσμένη με αριστουργηματικό τρόπο. Και εδώ φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά η διαφορά ενός μεγάλου μυθιστορήματος με ένα παραλογοτεχνικό Άρλεκιν ή Βίπερ Νόρα. Την έχω κάνει την σύγκριση με ένα βραβευμένο ερωτικό μυθιστόρημα, το «Τραγούδι του έρωτα» της India Gray. Έκανα τη σύγκριση και είδα ότι δεν υπάρχει σύγκριση.
Ασύγκριτη είναι και η ερωτική ιστορία που διάβασα στο «Μοναστήρι της Πάρμας». Ο Σταντάλ θεωρείται ο πρώτος της τριανδρίας των μεγάλων ρεαλιστών (οι άλλοι δυο είναι ο Μπαλζάκ και ο Φλωμπέρ), και γι’ αυτό πατάει ακόμη αρκετά στον ρομαντισμό.
Ναι, ερωτικές ιστορίες δεν θα δούμε στους άλλους δυο, ερωτικές ιστορίες σαν romance και βέβαια όχι σαν τους έρωτες της «Μαντάμ Μποβαρί».
Ας το σημειώσω εδώ μην το ξεχάσω, επεκτείνω κάτι που διάβασα πρόσφατα, έχω ξεχάσει πού. Ο ρεαλισμός, ή αλλιώς ο κριτικός ρεαλισμός όπως τον ονομάζει η Αριστερά αντιπαρατάσσοντάς τον στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, είναι αριστερός παρά τις πολιτικές απόψεις κάποιων εκπροσώπων του («Ο θρίαμβος του ρεαλισμού» γράφει ο Ένγκελς για τον βασιλόφρονα Μπαλζάκ). Ο νατουραλισμός δεν είναι η ακραία έκφραση του ρεαλισμού αλλά η αντίθεσή του. Ενώ ο ρεαλισμός, τονίζοντας τη σημασία των περιβαλλοντικών επιδράσεων, είναι αριστερός, ο νατουραλισμός, τονίζοντας την σημασία των ενστίκτων και της κληρονομικότητας, συγγενεύει με τον φασισμό, αν και o κύριος εκπρόσωπός του, ο Ζολά, ήσαν αριστερός.
Και οι δυο κύριοι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, ο Γιάννης Αγιάννης και ο Ιαβέρης, είναι σε μεγάλο βαθμό σχηματικοί. Ο Ιαβέρης, με την άτεγκτη προσήλωσή του στο γράμμα του νόμου, μου θύμισε τον Gregers στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν, του οποίου η άτεγκτη προσήλωση στην αλήθεια στοίχισε τη ζωή στην Hedvig. O Γιάννης Αγιάννης πάλι έχει μια οιονεί παθολογική καλοσύνη, η οποία στην ακραία της μορφή εκδηλώνεται στο τέλος, που του δίνει και μια οπερατική χροιά.
Και οι δυο περνάνε κάποια στιγμή μια συνειδησιακή κρίση. Ο Ιαβέρης θα οδηγηθεί στην αυτοκτονία. Ο Γιάννης Αγιάννης στο να εγκαταλείψει την Τιτίκα του.
Και μια προηγούμενη φορά είχε μια ανάλογη κρίση, το δίλημμα, να παραδοθεί ή να μην παραδοθεί; Αν παραδοθεί θα σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου.
Αποφασίζει να παραδοθεί.
Αλήθεια, στην πραγματική ζωή ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο;
Στο μυθιστόρημα υπάρχουν ιντερμεδιακά κείμενα που μοιάζουν με εγκυκλοπαιδικά λήμματα. Μαθαίνουμε για παράδειγμα για τη ζωή στα μοναστήρια, για τα χαμίνια του Παρισιού που χαρακτηριστικός τους εκπρόσωπος είναι ο Γαβριάς (έγινε και επίθετο, ένας ανιψιός μου), με βέβαια πιο εντυπωσιακό το κείμενο όπου περιγράφει ο Ουγκώ τη μάχη του Βατερλό. Ούτε το ένα δέκατο δεν έμεινε στη διασκευή του Λιβάνη.
Ας το γράψουμε και εδώ, καθώς το συνειδητοποίησα έντονα διαβάζοντας τους «Άθλιους».
Η παραλογοτεχνία «ξεπετάει» τα επεισόδια, δεν κολλάει σ’ αυτά, το ένα διαδέχεται το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα. Η υψηλή λογοτεχνία αντίθετα κολλάει, προκαλώντας την αδημονία πολλών αναγνωστών, οι οποία βρίσκουν κουραστικές τις εκτενείς περιγραφές των συναισθηματικών καταστάσεων των ηρώων και των δοκιμιακών σχολίων που συνοδεύουν τη δράση τους, τις σκέψεις τους, τις αμφιταλαντεύσεις τους.
Ο Ουγκώ περιγράφει πολύ διεξοδικά τους ήρωές του. Θα δώσω ένα απόσπασμα από την περιγραφή του Μάριου γιατί ήθελα να κάνω ένα σχόλιο.
«Ο Μάριος εκείνη την εποχή ήταν ένας όμορφος νέος μετρίου αναστήματος, με πυκνά κατάμαυρα μαλλιά, μέτωπο ψηλό».
Αυτό μπορεί να φανεί και σε μια φωτογραφία, όχι όμως και αυτό που διαβάζουμε στη συνέχεια, που χρειάζεται αποκρυπτογράφηση: «και όλο αντίληψη, ανοιχτά και παλλόμενα ρουθούνια, ύφος ειλικρινές και γαλήνιο, με κάτι το υψηλόφρονο, το στοχαστικό και το αθώο σε όλο του το πρόσωπο» (Α΄649).
Το εφέ απαρίθμησης είναι ένα υφολογικό σχήμα που χρησιμοποιεί συχνά ο Ουγκώ. Παράδειγμα: «Όσο για τους ιερωμένους, μεταξύ αυτών ήταν ο Αββάς Αλμά… ο Αββάς Φραισινού… ο Αββάς Κεραβενιάν… σεβασμιότατος Μάκι…… Τέλος δυο καρδινάλιοι (Α΄, σελ. 575-576).
Επίσης ο Ουγκώ κάνει πολλές φορές συγκρίσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι δυαδικές αντιθέσεις.
«Η μύτη του δεν ήταν ωραία, ήταν νόστιμη. Ούτε ίσια ούτε καμπυλωτή, ούτε ιταλικού ούτε ελληνικού τύπου» (Α΄σελ. 652).
«…η αντίθεση ανάμεσα στο βλέμμα της, που ήταν θλιμμένο, και στο χαμόγελό της, που ήταν χαρούμενο…» (σελ. Α΄σελ. 658).
«Και ανάλογα με το αν θα βρίσκεσαι στην εξουσία ενός μοχθηρού πλάσματος ή μιας ευγενικής καρδιάς, θα βγεις απ’ αυτή την τρομακτική κατεργασία ή παραμορφωμένος από την ντροπή ή μεταμορφωμένος απ’ το πάθος (Α΄σελ. 660).
«Με το στόμα της απαντούσε στον ένα και με τη ματιά της απαντούσε στον άλλο» (Α΄σελ. 661).
«Τον άρρωστο τον τρέφει ο πυρετός και τον ερωτευμένο ο έρωτας» (Α΄σελ. 665).
«Σταθείτε μια στιγμή, ο “Ερνάνης”: ρητορικές αντιθέσεις…».
Και στον «Ερνάνη» του βρίθουν οι δυαδικές αντιθέσεις.
Πριν συνεχίσω παραθέτοντας αποσπάσματα, θα ήθελα να αναφερθώ στο καταπληκτικό κείμενο του μεταφραστή Γιώργου Κοτζιούλα (μαθητής είχα διαβάσει το βιβλίο του «Όταν ήμουν με τον Άρη») για τους «Άθλιους» που βρίσκεται στο τέλος του δεύτερου τόμου. Πάρα πολύ εύστοχες οι παρατηρήσεις του.
Και συνεχίζουμε με αποσπάσματα (ελάχιστα είναι αλήθεια, γιατί ο Γιάννης μου απαγόρευσε να υπογραμμίζω).
«-Γενναίοι Γάλλοι, παραδοθείτε! Και ο Καμπρών αποκρίθηκε: -Σκατά» (σελ. 327).
Άλλος ραμπελαιικός. Πριν λίγο έκανα μια ανάρτηση στο blog μου όπου έγραψα ότι είμαι ραμπελαιικός, κάτι σαν δικαιολογία σε κάποιους συντηρητικούς αναγνώστες μου για μια λέξη που χρησιμοποίησα.
«Η κατοχή της Κρήτης και της Θεσσαλίας από την Τουρκία, της Βαρσοβίας από τη Ρωσία, της Βενετίας από την Αυστρία, αυτές οι πράξεις βίας τον δαιμόνιζαν» (σελ. 607).
Εμένα με δαιμόνιζε και η κατάκτηση της Κρήτης από τους Ενετούς πιο πριν, για 400 ολόκληρα χρόνια. Να νιώσουν κι αυτοί τη γλύκα, κατακτημένοι από τους Αυστριακούς.
«Πριν έλθουμε εδώ, τον άλλο χειμώνα, μέναμε κάτω από τις καμάρες του γεφυριού» (σελ. 18, Β΄).
Μου θύμισε μια ιρανική ταινία. Ίσως την βρω.
Τελικά τη βρήκα. «Under the moonlight» (2011) του Sayyed Reza Mir Karimi.
«Το βράδι η Τιτίκα ήταν μόνη της στο σαλόνι. Για να ξεσκάσει, είχε ανοίξει το πιάνο-αρμόνιο και άρχισε με τη συνοδεία του να τραγουδάει το χορικό της Ευρυάνθης: “Κυνηγοί παραπλανημένοι στο δάσος”, που είναι ίσως ό,τι ωραιότερο υπάρχει σε όλη τη μουσική» (σελ. 184, Β΄).
Προφανώς εννοεί το θαυμάσιο «Χορικό των κυνηγών» από τον «Ελεύθερο σκοπευτή» του Βέμπερ.
«Ο έρωτας είναι ο χαιρετισμός των αγγέλων προς τα άστρα» (σελ. 189, Β΄).
Υπάρχουν τρεις σελίδες με τέτοιες «ψηφίδες», όπως θα τις χαρακτήριζε ο συγχωρεμένος ο Ιάσωνας Ευαγγέλου.
«-Μα έτσι είναι σαν να παρατάμε τα παιδιά μας! Ο Θεναρδιέρος, επιβλητικός και φλεγματικός, στιγμάτισε τον ενδοιασμό της με μια φράση: -Ο Ζακ Ρουσσώ έκανε τα ίδια και χειρότερα» (σελ. 179-180, Β΄).
Το ξέρω αυτό εδώ και δεκαετίες. Παρέθεσα το απόσπασμα γιατί εσείς μπορεί να μην το ξέρετε.
«Ο καθολικός νόμος είναι η ελευθερία, που τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, κατά τον θαυμάσιο ορισμό του Ροβεσπιέρου» (σελ. 244, Β΄).
Δεν ήξερα ότι το είχε πει ο Ροβεσπιέρος.
«-Όμως οι ψύλλοι του γάτου δεν κολλάνε τον κόσμο» (σελ. 314, Β΄).
Εδώ κάνει λάθος. Θυμάμαι μαθητής που είχαμε κολλήσει από τη γάτα μας.
«Η γυναίκα έχει τα μάτια της ανοικτά και στον ομορφονιό και στον κουβαλητή. Οι γάτες κυνηγούν τα ποντίκια όσο και τα πουλιά» (σελ. 329, Β΄).
Το γέρο στη δουλειά, το νιο στην αγκαλιά, που λέει και το τραγούδι.
«Ο Μάριος ανήκει στο γένος των ποιητών. Ποιητής ίσον τρελός» (σελ. 332, Β΄).
Ξεχνά ότι έγινε γνωστός ως ποιητής πρώτα, σε πολύ νεαρή ηλικία.
Ή μήπως όχι;
«Ο φτωχόγερος Γιάννης Αγιάννης δεν αγαπούσε βέβαια την Τιτίκα αλλιώτικα παρά σαν πατέρας. Αλλά, το έχουμε σημειώσει παραπάνω, μέσα σ’ αυτή την πατρότητα η ορφάνια η ίδια της ζωής του είχε βάλει όλων των λογιών τις αγάπες. Αγαπούσε την Τιτίκα σαν κόρη του, την αγαπούσε σαν μητέρα του, την αγαπούσε σαν αδελφή του. Και επειδή δεν είχε γνωρίσει ποτέ ούτε ερωμένη ούτε σύζυγο, επειδή η φύση είναι πιστωτής που δεν δέχεται καμιά διαμαρτύρηση, αναμιγνυόταν με τ’ άλλα και αυτό το αίσθημα, που είναι το πιο δυσαπώλεστο απ’ όλα, αμυδρό όμως, ανήξερο, αγνό με την πατρότητα της άγνοιας, ασυναίσθητο, υπέροχο, αγγελικό, θείο, λιγότερο αίσθημα παρά ένστικτο, λιγότερο ένστικτο παρά έλξη, αδιόρατο και αθέατο αλλά πραγματικό. Και ο καθαυτό έρωτας ήταν, στην απέραντη τρυφερότητά του για την Τιτίκα, όπως η φλέβα του χρυσαφιού μες στο βουνό, μυστικός και παρθένος» (σελ. 386, Β΄).
Αυτό το ερωτικό στοιχείο το υπογραμμίζει ο Κοτζιούλας στο κείμενό του.
«Οι παροξυσμοί αυτού του πλήθους που υποφέρει και αιμορροεί, οι παράλογες επιθέσεις του κατά των θεμελιακών αρχών που είναι η ζωή του, οι βιαιοπραγίες του εναντίον του δικαίου, αποτελούν λαϊκές ανταρσίες που πρέπει να καταστέλλονται. Ο έντιμος άνθρωπος προσφέρει τον εαυτό του και, από αγάπη γι’ αυτό το πλήθος, το πολεμά. Αλλά πώς το νιώθει δικαιολογημένο ενώ το αντιμετωπίζει, πόσο το σέβεται ενώ αντιστέκεται σ’ αυτό!» (σελ. 402, Β΄).
Συνηγορία βιογραφισμού.
Στην επανάσταση του 1848, ο Ουγκώ σαν εθνοφρουρός επιτέθηκε στα οδοφράγματα, πίσω από τα οποία ήταν ο φίλος του ο Μπωντλέρ. Με το παραπάνω απόσπασμα ίσως εκφράζει τη θλίψη του, αν όχι τη μεταμέλειά του, σίγουρα τη δικαιολογία του, για τη στάση που κράτησε τότε. Στην εξέγερση του 1832 την οποία αφηγείται στο μυθιστόρημά του, βρίσκεται πίσω από τα οδοφράγματα, μαζί με τους ήρωές του.
«…ιχθυοπώληδες που θα έκαναν ακόμη και τον Ραμπελαί να βουλώσει τα αυτιά του…» (σελ. 577, Β΄).
Να μην ακούει τις αθυροστομίες. Ακόμη και ο Ραμπελαί. Εγώ σίγουρα όχι. Μόλις σε προχθεσινή ανάρτηση δήλωσα, για άλλη μια φορά, ραμπελαιικός.
«Ο Μάριος κοίταξε το ελκυστικό γυμνό μπράτσο της Τιτίκας και τα ροδόχρωμα πράγματα που φαίνονταν αμυδρά μες απ’ τις δαντέλες του στηθοδέσμου της. Και η Τιτίκα, παρακολουθώντας το βλέμμα του Μάριου, κοκκίνησε ως τ’ ασπράδι των ματιών της» (σελ. 583, Β΄).
Κοίταξα «το ελκυστικό γυμνό μπράτσο της»…, και σκεφτόμουνα ότι αποκλειόταν να το χάιδευα ποτέ.
Και όμως…
«Μη φαντάζεστε ότι αλλάξατε σπουδαία πράγματα στο σύμπαν, επειδή την πούντα τη λέτε περιπνευμονία και τον πεντοζάλη χασάπικο» (σελ. 586, Β΄).
Άστοχο, αλλά αποκαλύπτει την ιδέα για τη μετάφραση του Κοτζιούλα.
Είδαμε και τις κινηματογραφικές μεταφορές.
Και πρώτα πρώτα την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά των «Άθλιων» (1913) του Albert Capellani.
Τι να χωρέσει μέσα στη δίωρη ταινία από το μυθιστόρημα ποταμός του Ουγκώ. Συνειδητοποιώ ότι αν δεν διαβάσει κανείς το μυθιστόρημα, θα χάσει πράγματα στην ταινία η οποία αποτελεί μεταφορά του. Αυτό που παρατήρησα είναι ότι εδώ, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, ο Γιάννης Αγιάννης έκλεψε το ψωμί για να ταΐσει τη μητέρα του που πεινούσε. Και είναι φυσικό να ξεκινάει με το κεντρικό πρόσωπο, τον Γιάννη Αγιάννη, και όχι με τον επίσκοπο Μυριήλ.
Η επόμενη ταινία που είδαμε ήταν η ταινία του Henri Fescourt (1925). Στην εξάωρη αυτή ταινία χώρεσαν περισσότερα πράγματα από το μυθιστόρημα, και ξεκινάει όπως και το μυθιστόρημα, με τον επίσκοπο. Επίσης ο Γιάννης Αγιάννης δεν κλέβει για τη μητέρα του, αλλά για τα επτά παιδιά της αδελφής του που πεινάνε. Για λόγους κινηματογραφικής οικονομίας, ο Γιάννης Αγιάννης το σκάει όταν τον συλλαμβάνει ο Ιαβέρης και όχι αργότερα, πέφτοντας από ένα καράβι όπου είχε πάει να δουλέψει ως κατάδικος. Για την προέλευση των χρημάτων δεν γίνεται λόγος. Αυτό που μου άρεσε είναι ο θάνατος της Επονίνας, που τραβάει σε μεγαλύτερο μάκρος από ό,τι στο μυθιστόρημα. Ο Fescourt προφανώς συγκινήθηκε πολύ, όπως κι εγώ, από τον απελπισμένο έρωτά της.
Είδαμε και τους «Άθλιους» του Raymond Bernard (1934)
Διάρκειας 4,5 ωρών, διαβάζω στη βικιπαίδεια ότι θεωρείται ως η καλύτερη μεταφορά των «Αθλίων» (8,3 η βαθμολογία της στο IMDb, δεν νομίζω να υπάρχει άλλη μεταφορά με τόσο υψηλή βαθμολογία). Υπάρχουν πιο καίριοι διάλογοι, και έχοντας μια διαφορετική αίσθηση της σκηνικής οικονομίας ο σκηνοθέτης παραλείπει πράγματα, κυρίως την καταφυγή στο μοναστήρι, και «διορθώνει» κάποια. Για παράδειγμα η περίπου εγκατάλειψη του Γιάννη Αγιάννη από την Τιτίκα στο μυθιστόρημα που ξενερώνει, εδώ δεν υπάρχει. Από την αρχή ξέρουν ότι αυτός έσωσε τον Μάριο. Και βέβαια το τρίτο μέρος με τα οδοφράγματα είναι συναρπαστικό.
Παραλίγο να το ξεχάσω.
Τι να ξεχάσω;
Την εξαιρετική μουσική του Arthur Honegger, του οποίου τόσο πολύ μου αρέσει η τρίτη συμφωνία του.
Την επόμενη χρονιά (1935) γυρίστηκε μια αμερικανική μεταφορά του μυθιστορήματος από τον Richard Boleslawski.
Τι να χωρέσουν από το μυθιστόρημα-ποταμός του Ουγκώ σε μια ταινία μιας ώρας και σαράντα επτά λεπτών! Ο σύνδεσμος της βικιπαίδειας γράφει τις διαφορές από το μυθιστόρημα.
Δεν υπάρχει ο Θεναρδιέρος, δεν υπάρχει ο θείος. Και το τέλος είναι happy: εκτός πλαισίου της ιστορίας η οποία τελειώνει με την αυτοκτονία του Ιαβέρη, happy together και οι τρεις.
Και μια ατάκα από την ταινία που την ανάρτησα στο facebook: Ζωή είναι να δίνεις, όχι να παίρνεις.
Είδαμε και τον «Gavroch» (1937) της Tatyana Lukashevich. Η ρωσίδα σκηνοθέτις παίρνει κάποια επεισόδια από το μυθιστόρημα. Επικεντρώνεται κυρίως στα «χαμίνια», τα παιδιά του δρόμου, για τα οποία ο Ουγκώ έγραψε υπέροχες δοκιμιακές σελίδες στο μυθιστόρημά του. Το επεισόδιο που ο Γαβριάς παίρνει υπό την προστασία του τα δυο μικρά παιδάκια που έμειναν στο δρόμο, τους αγοράζει ψωμί από ένα φούρνο και τα κοιμίζει στον «Ελέφαντα», ένα μνημείο από τη ναπολεόντεια εποχή, δίνεται σχεδόν όπως στο μυθιστόρημα, ενώ οι άλλες μεταφορές το παραλείπουν. Υπάρχει μια κοπέλα που πουλάει λουλούδια, υποκατάστατο της Φαντίνας ή της Τιτίκας, και ο νεαρός, υποκατάστατο του Μάριου. Και φυσικά ο Ιαβέρης.
Κορυφαία σκηνή βέβαια ο θάνατος του Γκαβρός, που πυροβολείται καθώς μαζεύει φυσίγγια από τους νεκρούς γάλλους στρατιώτες μπροστά στα χαρακώματα. Εξαιρετικό το τελευταίο επεισόδιο που οι κάτοικοι από τα μπαλκόνια πετάνε έπιπλα και άλλα χοντρά αντικείμενα στους έφιππους γάλλους στρατιώτες που σπεύδουν για τα χαρακώματα.
Είδαμε και την ταινία του Riccardo Freda, «I miserabili» (1948).
H τρίωρη αυτή ταινία προβλήθηκε σε δύο μέρη, και έκανε τις μεγαλύτερες εισπράξεις στην Ιταλία εκείνη τη χρονιά.
Υπάρχουν και εδώ αρκετές αλλαγές. Στόχος η θεαματικότητα. Ξεκινάει με την καταδίωξη του Γιάννη Αγιάννη όταν προσπάθησε να δραπετεύσει, τη σύλληψή του και την αύξηση της ποινής. Μετά πηγαίνει στην απελευθέρωσή του. Υπάρχει η καταδίωξη από τον Ιαβέρη, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Η Επονίνα είναι κόρη του σπιτονοικοκύρη του Μάριου, που δεν είναι άλλος από τον Θεναρδιέρο. Και, η πιο μεγάλη αλλαγή, ο πατέρας του Μάριου είναι ο υπουργός αστυνομίας.
Μια ακόμη κινηματογραφική μεταφορά, του 1952, από τον Lewis Milestone. Περιέργως ασπρόμαυρη, ενώ θα μπορούσε να είναι έγχρωμη.
Μία ώρα και σαρανταπέντε λεπτά η ταινία, τι να χωρέσει.
Εδώ ο Γιάννης Αγιάννης είναι κατάδικος στις γαλέρες, ενώ στις μέχρι τώρα μεταφορές τον είδαμε σε καταναγκαστικά έργα, στη στεριά.
Υπάρχει πολύ μεγάλη σύμπτυξη των επεισοδίων. Οι Θεναρδιέροι απουσιάζουν και εδώ, όπως και ο θείος.
Καλύτερα, δεν μου αρέσει να βλέπω κακούς σε ένα έργο.
Και το ρομάντζο του Μάριου συμπτύσσεται.
Πήρε κάτι από την ταινία του1935, αλλά ξέχασα τι.
Δεν ήταν δυνατόν να απουσιάσει ο απελπισμένος έρωτας της Επονίνας, που εδώ είναι γραμματέας του Μαρίου, ο οποίος είπαμε είναι φοιτητής νομικής. Τη βλέπουμε να βάζει μπροστά το σώμα της και να του σώζει τη ζωή, με αντίτιμο τη δική της.
Και εδώ happy end, όπως και στην προηγούμενη ταινία.
Είδαμε και την ταινία «Kundan» (1955) του Sohrab Modi.
Ινδική ταινία, μεταφερμένη στα ινδικά δεδομένα.
Kundan είναι το όνομα του Γιάννη Αγιάννη, ενώ της Τιτίκας Uma. Ινδικό λοιπόν το όνομα της Uma Thurman, που θα τη δούμε σε μια ακόμη μεταφορά του μυθιστορήματος.
Και εδώ, όπως και σε κάποια ή κάποιες από τις προηγούμενες μεταφορές, δεν θυμάμαι, ο Μάριος φέρεται πληγωμένος στο σπίτι του Γιάννη Αγιάννη, και έτσι πλέκεται το ειδύλλιο. Η Φαντίνα πηγαίνει να συναντήσει την κόρη της, αλλά δεν την αφήνουν να τη δει. Καταφέρνουν να ιδούν η μια την άλλη από μακριά, πριν την απομακρύνει η Θεναρδιέραινα. Και η Φαντίνα είναι η ανιψιά του, που για αυτήν και τα αδέλφια της ο Γιάννης Αγιάννης έκλεψε το ψωμί. Θείος δεν υπάρχει, απλά ο Μάριος έχει αποξενωθεί από την οικογένειά του, ίσως λόγω των επαναστατικών του ιδεών, δεν θυμάμαι.
Ναι, και εδώ οδοφράγματα, το 1942. Δεν ακολούθησαν όλοι το κήρυγμα της μη βίας του Γκάντι, για το οποίο τον σάρκαζε ο Άρθουρ Καίσλερ στο μυθιστόρημά του «Το μηδέν και το άπειρο».
Δεν υπάρχει Γαβράς, αλλά υπάρχουν πολλά τραγούδια, όπως συνηθίζεται στις ινδικές ταινίες.
Είδαμε και την ταινία του Jean-Paul Le Chanois, γυρισμένη το 1958.
Στην υπερτρίωρη ταινία μπόρεσαν να χωρέσουν όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Δεν χρειαζόταν να γίνει η συμπύκνωση για λόγους σκηνικής οικονομίας, η Τιτίκα να γνωρίζεται με τον Μάριο όταν καταφεύγει στο σπίτι τους πληγωμένος, αλλά όπως και στο μυθιστόρημα, καθισμένοι σε απέναντι παγκάκια. Ο Ιαβέρης είναι ο Ιαβέρης υιός, που τον έπαιρνε ο πατέρας του στα νταμάρια που έσπαζαν πέτρες οι κατάδικοι.
Και εδώ βλέπουμε την αυτοθυσία της Επονίνας με τον απελπισμένο έρωτα. Με τη διαφορά: ο Μάριος δεν τη φιλάει στο μέτωπο αφού ξεψυχήσει, όπως του ζητάει, αλλά τη φιλάει στα χείλη ενώ ακόμη είναι ζωντανή.
Υπάρχει αφηγηματική φωνή voice over, και έτσι αποφεύγεται η σπατάλη κινηματογραφικού υλικού και πλατειασμού της ταινίας.
Είδαμε και την τηλεταινία του Glenn Jordan (1978).
Τηλεταινία μιας ώρας και πενήντα επτά λεπτών, έχει συμπυκνωθεί πολύ το μυθιστόρημα. Η Τιτίκα και ο Μάριος γνωρίζονται σε μια συγκέντρωση επαναστατών. Τον Θεναρδιέρο θα τον δούμε μόνο μια φορά. Και πάλι θα δούμε τις «κινηματογραφικές», βλέπε θεαματικές, αποδράσεις του Γιάννη Αγιάννη, τη μια από το κάτεργο την άλλη από την άμαξα με την οποία τον μετέφερε ο Ιαβέρης. Μόνος του θα κουβαλήσει τον Μάριο στο σπίτι του πατέρα του, ο Ιαβέρης αυτοκτονεί κοντά στην έξοδο του υπονόμου πέφτοντας στο κανάλι. Και βέβαια έχει happy end, δεν πεθαίνει ο Γιάννης Αγιάννης.
Εξαιρετικός ο Άντονι Πέρκινς («Ψυχώ») σαν Ιαβέρης.
Στη συνέχεια είδαμε την ταινία του Rober Hossein (1982).
Κάνοντας έξυπνη χρήση της κινηματογραφικής οικονομίας (κατά το σκηνικής) o Ρομπέρ Οσέν, χώρεσε πάρα πολλά πράγματα στην τρίωρη ταινία του. Μου έκανε εντύπωση ο ποιητικός τρόπος παρουσίασης της μάχης των οδοφραγμάτων, χωρίς ήχο παρά μόνο ένα χορωδιακό, κάτι σαν miserere, να συνοδεύει τις εικόνες. Τη μουσική υπογράφει ο πατέρας του Ρομπέρ, ο Αντρέ Οσέν, μαζί με τον Michel Magne.
Με έκπληξη διαβάζω στο βιογραφικό του ότι πάθανε στις 31 Δεκεμβρίου του 2020, μόλις είχε συμπληρώσει τα 93 του χρόνια, από covid. Τα εμβόλια δεν είχαν βγει ακόμη.
Είδαμε και την ταινία του Bille August (1998).
Οι ηθοποιοί κουβαλούνε την αύρα τους στους ρόλους που παίζουν. Liam Neeson και Uma Thurman. Ένα οιονεί ειδύλλιο αναπτύσσεται ανάμεσα στον Γιάννη Αγιάννη και την Φαντίνα.
Δεν σπαταλάει τη δίωρη ταινία του ο Bille August σε πρόσωπα και επεισόδια που ελάχιστα εξυπηρετούν αυτό που θέλει να δώσει: την μεταμόρφωση του Γιάννη Αγιάννη, την απόλυτη δυστυχία στην οποία μπορεί να περιέλθει ένας άνθρωπος όπως η Φαντίνα, το ειδύλλιο ανάμεσα στο Μάριο και την Τιτίκα, το «πήραμε τη ζωή μας λάθος» του Ιαβέρη, που εδώ αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια του Γιάννη Αγιάννη. Παππούς δεν υπάρχει, και ο Θεναρδιέρος εμφανίζεται μόνο στην αρχή. Έτσι όμως παίρνει η μπάλα και την Επονίνα, που ο απελπισμένος έρωτάς της τόσο συγκινεί. Παράπλευρη απώλεια.
Σεναριακή ασυνέπεια: Ένας άτεγκτος υποστηρικτής του νόμου δεν κάθεται να κάνει χάζι τους άνδρες που παρενοχλούν την Φαντίνα και να παρεμβαίνει μόνο όταν η Φαντίνα αρχίζει να αντεπιτίθεται για να τη συλλάβει. Καταλαβαίνοντας ο αστυνομικός τι κουμάσι είναι ο επιθεωρητής, αφήνει τον Γιάννη Αγιάννη να δραπετεύσει.
Η Τιτίκα μαγεύεται από τη ρητορία του Μάριου σε μια υπαίθρια συγκέντρωση, που εμφανίζεται ως ένας από τους καθοδηγητές της φοιτητικής παρέας που σε λίγο θα στήσουν το οδόφραγμα.
Είδαμε και την ταινία του Tom Hooper (2012), ένα μιούζικαλ. Από τους ηθοποιούς ήξερα τον Ράσελ Κρόου και την Αμάντα Σάιφρεντ.
Τα μιούζικαλ δεν είναι της αρεσκείας μου, αλλά δεν γινόταν να μην το δω. Μου άρεσε που τονίζεται και εδώ ο απελπισμένος έρωτας της Επονίνας, με την «άριά» της αλλά και με τη σκηνή του θανάτου της, στην αγκαλιά του Μάριου. Το τέλος unhappy, με τον θάνατο του Γιάννη Αγιάννη.
Είδαμε και το σήριαλ του Tom Shankland (2018-2019) σε 6 ωριαία επεισόδια.
Εδώ φαίνεται πολύ καθαρά ότι οι διαφορές από το μυθιστόρημα δεν έχουν να κάνουν μόνο με την κινηματογραφική οικονομία αλλά και με επιλογές του σκηνοθέτη, που παραλλάσσει επεισόδια. Στο εξάωρο αυτό σήριαλ θα μπορούσε να χωρέσει όλο το μυθιστόρημα χωρίς αλλαγές. Όμως ο σκηνοθέτης προτιμάει να βάζει τον Γιάννη Αγιάννη να απολύει ο ίδιος τη Φαντίνα, για να μετανιώσει αργότερα.
Οι κεντρικοί ήρωες, Ιαβέρης και Γιάννης Αγιάννης, είναι αγέραστοι. Και για πρώτη φορά βλέπω μαύρους ηθοποιούς όπως ο David Oyelowo, εξαιρετικός στο ρόλο του Ιαβέρη, ο καλύτερος Ιαβέρης που είδα μέχρι τώρα. Δεν ξέρω όμως πώς αιτιολογείται ο μαύρος Γαβριάς, αφού οι γονείς του είναι λευκοί.
Αξίζει να αναφέρουμε τον διαξιφισμό μεταξύ δημάρχου και επιθεωρητή. Ο επιθεωρητής λέει ότι ο κακός γεννιέται κακός, ενώ ο δήμαρχος υποστηρίζει ότι o κακός γίνεται κακός από τις περιστάσεις. Πάνω σ’ αυτή τη διαμάχη έγραψα μια εισήγηση για ένα συνέδριο στο Κάιρο το 2003, με τίτλο «Nature and culture, an unresolved polarity: The case of aggression».
Εγώ τι πιστεύω;
Θα απαντήσω με μια πρόταση που τη διάβασα μαθητής και που μου άρεσε πολύ: «Δεν πρόκειται για ζήτημα απόλυτων αντιθέσεων αλλά μετατοπιζόμενων εντάσεων». Η εισήγησή μου σε ένα άλλο συνέδριο στην Πράγα το 2002 με τίτλο «The wicked character or the wick in the character?» εκθέτει εν μέρει την άποψή μου αυτή.
Όμως αυτό σε ότι αφορά το αρχαίο θέατρο. Γιατί η εμπειρία μου είναι ότι υπάρχουν άτομα απίστευτης κακίας, χωρίς καθόλου καλό μέσα τους. Τέτοιοι είναι οι Θεναρδιέροι, ενώ ο Ιαβέρης έχει σπίθα καλού μέσα του, που εκφράζεται με τη συνειδησιακή κρίση που τον οδήγησε στην αυτοκτονία.
Τελευταία αφήσαμε την ταινία του Claude Lelouche (1995), γιατί δεν είναι μεταφορά του μυθιστορήματος, απλά είναι εμπνευσμένη απ’ αυτό.
O Ζαν Πωλ Μπελμοντό (εξαιρετικός), οδηγός φορτηγού, μεταφέρει ένα ζευγάρι εβραίων στα σύνορα με την Ελβετία. Ακούει τον Εβραίο να του διαβάζει τους «Άθλιους» του Ουγκώ. Βρίσκει ομοιότητες με τη ζωή του. Αλλά και άλλα επεισόδια που θα δούμε στην ταινία μοιάζουν με επεισόδια από τους «Άθλιους», ενώ υπάρχουν αντιστοιχίες και στα πρόσωπα. Ο Μπελμοντό για παράδειγμα μοιάζει με τον Γιάννη Αγιάννη, καθώς παραδίδει για φύλαξη την κόρη του ζευγαριού σε ένα μοναστήρι για να γλιτώσει από τους ναζί. Υπάρχει ένθετη δραματοποίηση αρκετών επεισοδίων από τους «Άθλιους», ενώ βλέπουμε και αποσπάσματα (τα βλέπει ο Μπελμοντό) από την ταινία του Boleslawski (1935). Απόβαση στη Νορμανδία, ο Μπελμοντό ρίχνει μια χειροβομβίδα μέσα στο γερμανικό πυροβολείο που θέριζε τους συμμάχους. Μπορείτε να διαβάσετε την υπόθεση στον σύνδεσμο της βικιπαίδειας.
Και θα κλείσω αυτή την ανάρτηση με το παρακάτω κείμενο, που το βρήκα στο προφίλ ενός φίλου, και βέβαια έκανα κοινοποίηση στον δικό μου τοίχο.
«Συνελήφθη ηλικιωμένος στον Καναδά που έκλεβε και στάλθηκε στο δικαστήριο. Ο γέροντας παραδέχτηκε την ενοχή του λέγοντας τα εξής :
- Πεινούσα πού σχεδόν πέθαινα!!.
Ο δικαστής αποφάσισε λέγοντας
- Ξέρω ότι κλέβεις και αποφασίζω να πληρώσω εγώ την αποζημίωση των 10 δολαρίων.
Θα πληρώσω για σένα γιατί ξέρω ότι δεν μπορείς να πληρώσεις αυτά τα χρήματα.
Όλοι σιώπησαν στην αίθουσα ακροάσεων, ο δικαστής πήρε 10 δολάρια από την τσέπη του και ζήτησε να οδηγηθεί ο γέροντας στο ταμείο και να πληρώσει.
Στη συνέχεια σηκώθηκε από τη θέση του και απευθύνθηκε στο ακροατήριο
“ Είστε όλοι ένοχοι και ο καθένας σας πρέπει να πληρώσει πρόστιμο 10 δολαρίων, αλλιώς ζείτε σε μια τέτοια πόλη όπου ένας γέρος πρέπει να κλέψει για να ζήσει”.
480 δολάρια συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα και ο δικαστής έδωσε τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν στον γέροντα. Και πρόσθεσε αυτό στα λόγια του
- Aν δείτε φτωχούς σε μια πόλη που ζούνε πολιτισμένοι άνθρωποι να ξέρετε ότι οι διαχειριστές αυτής της πόλης κλέβουν δημόσια περιουσία.
No comments:
Post a Comment