Book review, movie criticism

Sunday, May 17, 2009

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο σωσίας

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο σωσίας, μετ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη 2002, εκδ. Νησίδες, σελ. 169.

Ο Μανώλης ο Πρατικάκης μου μίλησε με ενθουσιασμό γι αυτό το βιβλίο. Το να μιλάνε οι μελετητές του Ντοστογιέφσκι για την διεισδυτικότητά του στον ανθρώπινο ψυχισμό («βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής» γράφεται στο οπισθόφυλλο), το να θεωρείται από πολλούς ως πρόδρομος της ψυχανάλυσης είναι άλλο πράγμα, και άλλο πράγμα ένας ψυχίατρος, παρεμπιπτόντως και ποιητής βραβευμένος με κρατικό βραβείο ποίησης, να σου λέει ότι ο Ντοστογιέφσκι σ’ αυτό το έργο περιγράφει με καταπληκτική ακρίβεια ένα ψυχοπαθολογικό σύνδρομο, το σύνδρομο του σωσία. Έτσι, όταν βρήκα το βιβλίο στην Πρωτοπορία, και μάλιστα σε προσφορά (3.90 ευρώ), το αγόρασα. Έμεινε και αυτό για κάμποσο καιρό στο «ράφι των τύψεων», ή μάλλον σε ένα από τα ράφια των τύψεων, αυτό που ήταν συνεχώς μπροστά στα μάτια μου, και προχθές το ανέσυρα. Σήμερα το τέλειωσα.
Το έργο, διαβάζω στο οπισθόφυλλο, το έγραψε ο Ντοστογιέφσκι το 1846, σε ηλικία 25 χρόνων. Στο οπισθόφυλλο επίσης διαβάζω ότι «περιέχει εν σπέρματι τις αρετές που φανερώνονται στα πασίγνωστα, μεταγενέστερα μυθιστορήματά του: Έγκλημα και τιμωρία, Δαιμονισμένοι, Αδελφοί Καραμάζωφ». Εμένα περισσότερο μου θυμίζει το «Υπόγειο», που διάβασα πρόσφατα, και τους «Ταπεινωμένους και καταφρονεμένους», που διάβασα έφηβος. Είναι χαρακτηριστική η παριολατρεία του, την οποία συμμερίζονται και κάποιοι έλληνες συγγραφείς στους οποίους αναφέρομαι στο διδακτορικό μου (κυρίως Παύλος Μάτεσις και Γιώργος Σκούρτης). Αν και ο ήρωας, ο Γιάκοβ Πέτροβιτς Γκολιάτκιν, δεν είναι ακριβώς παρίας, είναι δημόσιος υπάλληλος, όμως ο ταραγμένος ψυχισμός του που τον οδηγεί σε ενέργειες με τις οποίες γελοιοποιείται συνεχώς τον κατατάσσει στην κατηγορία του παρία.
Ένας εικοσιπεντάχρονος συγγραφέας δεν ήταν δυνατόν παρά να μιμηθεί τον κορυφαίο εκείνη την εποχή των ρωσικών γραμμάτων, τον Νικολάι Γκόγκολ. Ο εσωτερικός μονόλογος (οι σελίδες 158-160 είναι οι πιο χαρακτηριστικές) και η τελική κατάληξη του ήρωα στο φρενοκομείο παραπέμπουν στο «Ημερολόγιο ενός τρελού». Παραθέτουμε ένα χαριτωμένο απόσπασμα.
«Σήμερα, την εποχή του ατομικισμού, κυρία μου, τα γλυκόλογα είναι ξεπερασμένα. Έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί οι μέρες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Σήμερα, για παράδειγμα, ο άνδρας γυρίζει στο σπίτι από τη σκληρή δουλειά και λέει: ‘Να φάμε λιγάκι, κούκλα μου, και λίγη ρέγγα, και να πιούμε και μια βότκα’, κι εσύ πρέπει να έχεις έτοιμη τη ρέγγα και τη βότκα. Ο άνδρας σου θα χαρεί πολύ, κι ούτε που θα γυρίσει να σε κοιτάξει, μόνο θα πει: ‘Άντε στην κουζίνα, γλυκιά μου, κι ετοίμασε να φάμε’. Κι ίσως μια φορά τη βδομάδα σου δώσει και κανένα φιλάκι, μάλλον αδιάφορο φιλάκι… Έτσι είναι σήμερα τα πράγματα, αγαπητή μου κυρία» (σελ. 159).
Η ψυχολογική κατάσταση του ήρωα φαίνεται από την αρχή της ιστορίας. Τον βλέπουμε να επισκέπτεται έναν γιατρό, ο οποίος τον συμβουλεύει: «Μην περιφρονείτε τις απολαύσεις της ζωής. Πηγαίνετε στο θέατρο και στη λέσχη, και, γενικά, μη φοβάστε να πιείτε κι ένα ποτηράκι. Δεν είναι καλό να κάθεστε συνέχεια στο σπίτι…» (σελ. 15). Επίσης του λέει να συνεχίσει να παίρνει τα φάρμακά του. Κατόπιν τον βλέπουμε να πηγαίνει σε μια δεξίωση όπου δεν γίνεται δεκτός. Αυτός όμως τρυπώνει από την πίσω πόρτα, για να τον διώξουν στη συνέχεια με τις κλωτσιές.
Ένα από τα συμπτώματα που παρατηρούμε στον ήρωά μας είναι η αυτολύπηση (self-pity). Διάβασα αρκετά γι αυτήν στο τελευταίο βιβλίο που μετάφρασα, το «Ψυχολογία και ψυχική υγεία» του Τζέημς Χάντφιλντ. Ένα άλλο η μανία καταδίωξης. Συνεχώς ο Γκολιάτκιν μιλάει για τους εχθρούς του που τον καταδιώκουν. Όμως το κύριο σύμπτωμά του είναι ότι βλέπει μια σωματική ομοιότητα με έναν συνονόματό του που προσλήφθηκε πριν λίγο στην ίδια υπηρεσία. Αυτός, μόλις αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για νούμερο, τον δουλεύει αλύπητα. Και βέβαια το σύμπτωμά του αυτό επιδεινώνεται στο τέλος, όπου διαβάζουμε: «Φαντάστηκε ότι μια σειρά από πανομοιότυπους Γκολιάτκιν έμπαιναν θορυβωδώς απ’ όλες τις πόρτες του δωματίου» (σελ. 166).
Το τέλος του έργου είναι ιδιαίτερα δραματικό. Ο γιατρός τον καλεί να μπει στην άμαξά του. –Αν είναι έτσι, είμαι έτοιμος… έχω απόλυτη εμπιστοσύνη… εναποθέτω τη μοίρα μου στα χέρια του Κρίστιαν Ιβάνοβιτς…» (σελ. 168). Όμως δεν τον αφήνουν να μπει με την ησυχία του στην άμαξα. Φοβούνται μήπως μετανιώσει την τελευταία στιγμή. «Ο Κρίστιαν Ιβάνοβιτς και ο Αντρέι Φιλίπποβιτς έπιασαν απ’ τα χέρια τον κύριο Γκολιάτκιν κι άρχισαν να τον ανεβάζουν στην άμαξα, ενώ ο σωσίας του, με τον συνηθισμένο ύπουλο τρόπο του, τον έσπρωχνε από πίσω» (σελ. 168). Και θυμήθηκα γράφοντας αυτές τις γραμμές πόσο πιο αξιοπρεπώς μπήκε στο αμάξι του ψυχίατρου η Μπλανς Ντυμπουά, στο «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, επίσης στο τέλος του έργου, όπως το θυμάμαι στην κινηματογραφική του εκδοχή, με τους θαυμάσιους Βίβιαν Λη και Μάρλον Μπράντο.
Μεγάλος ο Ντοστογιέφσκι, ακόμη και όταν γράφει σε μικρή ηλικία. Μάλλον θα επανέλθουμε με άλλο έργο του. Κρίμα που δεν έγραψα και για την «Αινιγματική αυτοκτονία», τις «Λευκές νύχτες» και τον «Αιώνιο σύζυγο», που διάβασα πρόσφατα και με ενθουσίασαν. Τελικά αν θέλεις να μην ξεχάσεις το περιεχόμενο ενός βιβλίου που σε εντυπωσίασε πρέπει να γράψεις γι αυτό.

Friday, May 15, 2009

Χίλαρι Χεμινγουέη και Καρλίν Μπρένεν, Ο Χεμινγουέη στην Κούβα





Χίλαρι Χεμινγουέη και Καρλίν Μπρένεν, Ο Χεμινγουέη στην Κούβα, μετ. Κατερίνα Παπδημάτου, Μεταίχμιο 2004, σελ. 196

Όταν τον είδα στη φωτογραφία, στο οπισθόφυλλο σε αγγλική έκδοση του «Ο γέρος και η θάλασσα» (από τα πρώτα βιβλία που διάβασα στα αγγλικά, νομίζω ακόμη μαθητής) είπα, «φτυστός ο Νικόλας». Τώρα το Πάσχα που κατέβηκα στην Κρήτη και με τον Μανώλη το γιο του πίναμε τις ρακές μας στα καφενεία του Κάτω Χωριού, είπα, «φτυστός ο Χεμινγουέη». Το επιβεβαίωσα όταν ανέβηκα στην Αθήνα, και από την Πρωτοπορία αγόρασα, σε προσφορά πάντα, όχι με έκπτωση (4.90 ευρώ από 28 αρχική τιμή) το βιβλίο «Ο Χεμινγουέη στην Κούβα» των Χίλαρι Χεμινγουέη (ανιψιά του Χεμινγουέη) και Καρλίν Μπρένεν (φωτορεπόρτερ και συγγραφέας). Είναι πλουσιότατο σε φωτογραφικό υλικό (εξ ου και η ακριβή αρχική τιμή). Βλέπουμε τον Χεμινγουέη με κουβανούς φίλους του ψαράδες, τον βλέπουμε να καμαρώνει δίπλα σε ξιφίες που ψάρεψε, τον βλέπουμε στο σκάφος του το Πιλάρ, τον βλέπουμε με τις γυναίκες του, τον βλέπουμε με τον Κάστρο, αλλά δυστυχώς δεν τον βλέπουμε με τον Τσε. Σε κάθε κεφάλαιο παρατίθεται και κάποιο απόσπασμα από βιβλίο του, που μας αποκαλύπτεται έτσι ότι είναι αυτοβιογραφικό. Η απουσία κεφαλαίου που να αναφέρεται στο θάνατό του είναι κατά τη γνώμη μου μια έλλειψη. Μετά το κεφάλαιο που αναφέρεται στην απονομή του βραβείου Νόμπελ οι συγγραφείς «πηδάνε» την αυτοκτονία του και μιλάνε για το σπίτι του που μετατράπηκε σε μουσείο, για τις έρευνες πάνω στο έργο του, κ.λπ.
Γιατί ένας επιτυχημένος συγγραφέας, και μάλιστα νομπελίστας, αυτοκτονεί; Μα γιατί η κατάθλιψη είναι αρρώστια. Διάβασα κάπου ότι ο Χεμινγουέη είχε πει: Εμένα ο ψυχίατρός μου είναι η γραφομηχανή μου. Τι έγινε εκείνο το καλοκαίρι του 1961 και αποφάσισε να θέσει τέρμα στη ζωή του, χάλασε η γραφομηχανή του; Γι αυτό κι εγώ είχα δυο γραφομηχανές, αν μου χαλούσε η μια να έχω την άλλη. Και τώρα με τα κομπιούτερ έχω τουλάχιστον δυο εδώ και δυο στην Κρήτη. Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά.

Thursday, May 14, 2009

David Fincher (και Scott Fitzgerald), The curious case of Benjamin Button

David Fincher (και Scott Fitzgerald), The curious case of Benjamin Button, με τους Brad Pitt και Kate Blanchett

Επιτέλους! Μετά το Irreversible του Gaspar Noe, ταινία για την οποία γράψαμε, και που το reversible δεν συνέβαινε στην πραγματικότητα αλλά μόνο στο σενάριο, βλέπουμε ένα πραγματικό reversible, αντιστρεπτό, την ταινία The curious case of Benjamin Button (2008), ή, με τον ελληνικό τίτλο, «Η απίστευτη ιστορία του Benjamin Button». Ο Brad Pitt γεννιέται γέρος, και η ζωή του ακολουθεί αντίστροφη πορεία: σιγά σιγά γίνεται νεότερος, έφηβος, και τέλος μωρό.
Μια σκέψη που κάναμε βλέποντας την ταινία: Τελικά ο μαγικός ρεαλισμός χαρακτηρίζεται από «μαγικά» επεισόδια σε μια κατά τα άλλα ρεαλιστική πλοκή. Παραδείγματα που μου έρχονται στο νου είναι τα ομηρικά έπη και κυρίως η Οδύσσεια (Κύκλωπας, σειρήνες, κ.λπ). Στο φανταστικό όμως, όπως στην επιστημονική φαντασία, η πλοκή στηρίζεται από την αρχή σε ένα μη ρεαλιστικό στοιχείο, όπως στο έργο αυτό.
Το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα του Scott Fitzgerald, και είπαμε να το διαβάσουμε, για να κάνουμε κάποια σύγκριση. Ευτυχώς το βρήκαμε στο διαδίκτυο (άντε τώρα να το ψάχνεις στα βιβλιοπωλεία), και για όσους ενδιαφέρονται, βρίσκεται εδώ.
Το διάβασα. Καμιά σχέση με το έργο, παρά μόνο η κεντρική ιδέα. Αρχικά περίμενα μια grotesque ιστορία στην παράδοση του Edgar Allan Poe, στη συνέχεια όμως διαπίστωσα ότι επρόκειτο για ένα χιουμοριστικό διήγημα, με κυρίαρχο το εφέ της ειρωνείας.
Να αναφέρουμε, όπως το συνηθίζουμε, και ένα ανθρωπολογικό στοιχείο: Fourteen
is the age for putting on long trousers.
Άρα δεν ήταν μόνο κρητική συνήθεια τα παιδιά να φοράνε κοντά παντελόνια, την εποχή που ήμουν κι εγώ παιδί. Και στην Αμερική φαίνεται συνέβαινε το ίδιο. Μόνο που στην Κρήτη δεν θυμάμαι να υπήρχε συγκεκριμένη ηλικία που τα παιδιά έπρεπε να φορέσουν μακριά παντελόνια. Μάλλον ήταν στη διακριτική ευχέρεια των γονέων να επιλέξουν πότε το βλαστάρι τους θα φορέσει τα «μακρά».
Εγώ θυμάμαι πότε τα φόρεσα. Δεν τα φόρεσα ούτε δεκατεσσάρων, όπως ήταν το έθιμο στην Βαλτιμόρη, ούτε δώδεκα, στην ηλικία που τα φόρεσε ο ήρωάς μας. Τα φόρεσα δεκατριών χρονών. Γράφω γι αυτό στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά»:
«Το πέρασμα στο μακρύ παντελόνι ήταν ένα σημάδι μετάβασης στην εφηβεία, που μπορεί να μη συνοδευόταν με ανάλογη διαβατήρια τελετή, όμως, όπως και το πρώτο μας ξύρισμα, μας γέμιζε υπερηφάνεια και μας έκανε να νιώθουμε άντρες.
Θυμάμαι ακριβώς τη μέρα που φόρεσα μακριά παντελόνια. Ήταν τότε που ένας λούμπεν προλετάριος της Ιεράπετρας γύριζε τους δρόμους φωνάζοντας. ‘Την Κυριακή στις 3 Νοεμβρίου, ψηφίσετε Καραμανλή, για να σώσετε τα σπίτια σας’. Εννοούσε το κόμμα του, μια και ο Καραμανλής τότε ήταν αυτοεξόριστος». (σελ. 99-100). Ήταν 3 Νοεμβρίου του 1963, και τις εκλογές τις κέρδισε η Ένωση Κέντρου.
Ο γραφικός αυτός τύπος είχε το παρατσούκλι «Δυόμιση». Παραπονέθηκε κάποτε στον καθηγητή μας τον κο Λουλάκη ότι οι μαθητές τον κορόϊδευαν. Και ο κος Λουλάκης: -Τι ακριβώς σας λένε κύριε Δυόμιση; Και ο Δυόμιση άρχισε καινούρια γύρα στους δρόμους της Ιεράπετρας: «Ότι σκατά είναι οι μαθητάδες, είναι και οι καθηγητάδες». Έτσι, με ρίμα.
Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Fitzgerald μου θύμισε ανάλογες σκηνές από τον «Σωσία» του Ντοστογιέφσκι, που μόλις το τέλειωσα, έγραψα μάλιστα και την βιβλιοπαρουσίαση, όμως προτίμησα να ολοκληρώσω αυτήν εδώ που είχα αφήσει στη μέση και να την αναρτήσω πιο πρώτα.
But he was not fated to escape so easily. On his melancholy walk to
the railroad station he found that he was being followed by a group,
then by a swarm, and finally by a dense mass of undergraduates. The
word had gone around that a lunatic had passed the entrance
examinations for Yale and attempted to palm himself off as a youth of
eighteen. A fever of excitement permeated the college. Men ran hatless
out of classes, the football team abandoned its practice and joined
the mob, professors' wives with bonnets awry and bustles out of
position, ran shouting after the procession, from which proceeded a
continual succession of remarks aimed at the tender sensibilities of
Benjamin Button.

Monday, May 11, 2009

Jennifer Chambers Lynch, Surveillance

Jennifer Chambers Lynch, Surveillance. Με τους Julia Ormond, Bill Pullman και Pell James

Θρίλερ, που διαθέτει το κλασικό χαρακτηριστικό κάθε θρίλερ: Την ανατροπή, ή αλλιώς το εφέ του απροσδόκητου. Οι κακοί είναι δυο αστυνομικοί, που διασκεδάζουν πυροβολώντας τα λάστιχα διερχόμενων αυτοκινήτων, και στη συνέχεια τρομοκρατούν τους επιβάτες τους με μια ολότελα βίαιη συμπεριφορά, με το πρόσχημα ότι έτρεχαν με υπερβολική ταχύτητα. Σε ένα επεισόδιο ο ένας απ’ αυτούς σκοτώνεται. Δυο πράκτορες του FBI, ένας άνδρας και μια γυναίκα, ανακρίνουν τον άλλο αστυνομικό, ένα κοριτσάκι-μάρτυρα και μια άλλη κοπέλα-μάρτυρα, που ήταν και αυτή θύμα της βιαιότητας των αστυνομικών.
Και η ανατροπή: Οι δυο πράκτορες του FBI τελικά δεν είναι πράκτορες αλλά ένα διεστραμμένο ζευγάρι που ικανοποιείται σεξουαλικά σκοτώνοντας. Σκοτώνουν και τον άλλο αστυνομικό, και κάποιους ακόμη αστυνομικούς που το σενάριο μας τους παρουσιάζει ότι δεν είναι για λύπηση. Σκοτώνουν όμως και την κοπέλα-μάρτυρα, για να κάνουν σεξ.
Αυτό που με ώθησε να κάνω post για την ταινία είναι το ότι δεν τιμωρούνται. Η ποιητική δικαιοσύνη πάει περίπατο. Μετά τον τελευταίο φόνο φεύγουν ανενόχλητοι. Η μόνη «καλή» πράξη που κάνουν είναι ότι αφήνουν το κοριτσάκι-μάρτυρα που τους είχε υποπτευθεί ανενόχλητο. «Είναι το πιο ρομαντικό πράγμα που έχω ακούσει, μωρό μου» λέει ο Julia Ormond στον φίλο της στην τελευταία ατάκα της ταινίας, όταν αυτός της λέει ότι «μας κατάλαβε, οπότε θα είχα πλάκα, ας την αφήσουμε».
Και σε μια ταινία με τον James Bod συμβαίνει το ίδιο, δεν θυμάμαι ποια, αναφέρομαι σ’ αυτή στο διδακτορικό μου. Είναι ενδιαφέρον θέμα για μελέτη, και προς το παρόν περιορίζομαι να καταγράψω τις ταινίες που έχω δει. Έχω γράψει και αλλού γι αυτό το θέμα. Θυμάμαι το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ (το βιβλίο, την ταινία δεν την είδα) και μια από τις τελευταίες ταινίες του Woody Allen, το Match point, για την οποία γράφουμε σε άλλη ανάρτηση.

Sunday, May 10, 2009

David Benioff, Η πολιτεία των ληστών

Η παρακάτω βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

David Benioff, Η πολιτεία των ληστών, Ψυχογιός 2009, σελ. 345

Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα βασισμένο στις αναμνήσεις του παππού του συγγραφέα από την πολιορκία του Λένινγκραντ.

Η «Πολιτεία των ληστών» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Μπενιόφ και στηρίχθηκε στην πραγματική ιστορία του παππού του, που κατάφερε να επιβιώσει κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ.
Δεν ξέρω πως μου ήλθε στο μυαλό, αλλά διαβάζοντάς το σκέφτηκα τον κατά Greimas δομισμό και τις αναλύσεις του. Λέω λοιπόν να κάνουμε μια δομιστική ανάλυση στη βάση των τυπικών σχέσεων των προσώπων και τους έξι ρόλους, και με αυτό τον τρόπο να δώσουμε και ένα χοντρικό διάγραμμα της ιστορίας. Εντολοδότης-πομπός είναι ο συνταγματάρχης Γκρέτσκο. Δέκτης ο παππούς Λεβ και ο Κόλια (οι ρόλοι μπορεί να κατανέμονται σε περισσότερα από δυο πρόσωπα). Βοηθοί τους οι παρτιζάνοι, αντίμαχοι οι γερμανοί. Υποκείμενα οι δέκτες, που πρέπει να εκτελέσουν την εντολή. Και αντικείμενο; Ποιο είναι το αντικείμενο που έχουν εντολή να αναζητήσουν, και να φέρουν στον συνταγματάρχη Γκρέτσκο; Όχι το ιερό Graal, όχι ο τίμιος σταυρός, όχι ο χρυσός του Ρήνου, όχι η Δουλτσινέλα. Τι λοιπόν;
Μια ντουζίνα αυγά. Ο Γκρέτσκο χαρίζει τη ζωή στον πλιατσικολόγο Λεβ (βούτηξε ένα μαχαίρι από έναν νεκρό γερμανό πιλότο και ήπιε μια γουλιά βότκα από το παγούρι του να στανιάρει) και τον λιποτάκτη Κόλια (έφυγε από τη μονάδα του για να βρει μια κοπέλα να κάνει σεξ, αλλά δεν κατάφερε να γυρίσει έγκαιρα) με την εντολή να του βρουν μια ντουζίνα αυγά για το γάμο της κόρης του.
Οι τελευταίες κότες του πολιορκημένου Λένινγκραντ ψόφησαν στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας από το κρύο, το ίδιο και ο παππούς που τις φύλαγε. Οι ήρωές μας λοιπόν δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να ψάξουν έξω από το Λένινγκραντ, πίσω από τις γερμανικές γραμμές. Έτσι εμπλέκονται σε μια σειρά περιπέτειες, μέσα από τις οποίες εκτυλίσσονται τυπικά επεισόδια που συνέβησαν μέσα και έξω από το Λένινγκραντ την εποχή εκείνη. Ο απελπισμένος αγώνας για την επιβίωση, ο κανιβαλισμός, οι βομβαρδισμοί, ο ηρωισμός των παρτιζάνων, η αγριότητα των γερμανών κ.λπ. εικονογραφούνται ανάγλυφα σε αυτά τα επεισόδια.
Δεν είναι τόσο η συναρπαστικότητα της αφήγησης όσο το απολαυστικό ραμπελαι-ικό χιούμορ του Μπενιόφ που μαγεύουν τον αναγνώστη. Το ραμπελαι-ικό λεξιλόγιο είναι άφθονο, αλλά φοβάμαι να το παραθέσω, γιατί μετά το Λέξημα τη βιβλιοπαρουσίαση αυτή θα τη βάλω στο blog μου. Το αντιθετικό δίδυμο, ο Κόλια με την πληθωρική σεξουαλική ζωή και ο αυτοσαρκαζόμενος παρθένος αφηγητής Λεβ είναι από τα πιο πετυχημένα στην παγκόσμια λογοτεχνία (αν δεν υπήρχε ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα θα έλεγα το πιο πετυχημένο, μπορεί όμως να υπάρχει και άλλο που μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή).
Ο Κόλια σκοτώνεται στο τέλος, κατά λάθος, από τα φίλια πυρά. Δεν νομίζω όμως ότι μ’ αυτό ο Μπενιόφ θέλει να δώσει το ηθικό δίδαγμα, να τι παθαίνει όποιος αφήνει το κάτω κεφάλι να καθοδηγεί το πάνω. Απλά δεν μπορούν όλοι οι καλοί σε ένα μυθιστόρημα να επιβιώνουν. Ο Τολστόι έδωσε ένα καλό μάθημα, με τον Αντρέι Μπαλκόνσκι να πεθαίνει στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Όμως ο Μπενιόφ αντιμετωπίζει εντελώς εικονοκλαστικά τον μεγάλο συγγραφέα. Ο Κόλια λέει για την Νατάσα Ραστόβα του παραπάνω μυθιστορήματος: «Μου τη δίνει η σκρόφα. Όλοι την ερωτεύονται… και δεν είναι παρά μια χαζογκόμενα» (σελ. 127). Έχω διαβάσει δυο φορές το βιβλίο, και μου φαίνεται ότι έχει λιγάκι δίκιο. Διαφορετικά δεν θα έπεφτε έτσι εύκολα στα δίκτυα του Ανατόλ, ξεχνώντας τον υπέροχο Αντρέι.
Ο Μπενιόφ αντιμετωπίζει εικονοκλαστικά όχι μόνο μυθιστορηματικά πρόσωπα, αλλά και πραγματικά. Κατηγορεί (αυτός, ο παππούς του, οι ήρωές του) την Άννα Αχμάτοβα και τον Δημήτρη Σοστακόβιτς που δεν έμειναν μέσα στο πολιορκούμενο Λένινγκραντ. Παραθέτει βέβαια και τον αντίλογο, ότι οι κορυφαίες αυτές προσωπικότητες έπρεπε να διαφυλαχθούν.
Η επίθεση στον Σοστακόβιτς, από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες, με ενόχλησε. Η έβδομη συμφωνία του, μετά την πέμπτη αυτή που μου αρέσει περισσότερο, παίχθηκε σε παγκόσμια πρώτη στο πολιορκημένο Λένινγκραντ, και μεταδόθηκε ραδιοφωνικά σε όλο τον κόσμο. Μαζί με τους ήχους της ορχήστρας ακουγόταν και οι εκρήξεις των βομβών. Τέλειωσα το μυθιστόρημα ακούγοντας το 14ο και 15ο κουαρτέτο εγχόρδων του Σοστακόβιτς. Μεταμεσονύκτιες ώρες, δεν ήθελα να ενοχλήσω με τα κρεσέντα της 7ης συμφωνίας.
Ο προπάππους του Μπενιόφ ήταν ποιητής, αλλά όχι Ζντανοφικός. Ένα ποίημά του για τους περιθωριακούς του Λένινγκραντ κριτικαρίστηκε άγρια. Συνελήφθηκε και από τότε δεν ξανάκουσαν γι αυτόν. Εκτελέστηκε ή άφησε τα κόκαλά του κάπου στη Σιβηρία; Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Η Βίκα, η κομισάριος των παρτιζάνων, με την οποία θα ενωθεί ο ήρωάς μας στο τέλος σε ένα happy end, του λέει: «Ο πατέρας σου ήταν συγγραφέας, σωστά; Επομένως υπάρχουν πολύ μεγάλες πιθανότητες να τον κάρφωσαν άλλοι συγγραφείς. Η αστυνομία έκανε απλώς τη δουλειά της» (σελ. 316).

Friday, May 8, 2009

Χρυσόστομου Σελαχβαρζί, Ισλάμ και ανθρώπινα δικαιώματα

Χρυσόστομου Σελαχβαρζί, Ισλάμ και ανθρώπινα δικαιώματα, μετ. Μελίτα Αντωνιάδου, Δορκάς 2002, σελ. 85.

Η παρουσίαση του βιβλίου αυτού έρχεται να δέσει καπάκι με τις προηγούμενες αναρτήσεις μας που αφορούν την εκτέλεση της Delara Darabi στο Ιράν, παρά τις διεθνείς αντιδράσεις.
Να ξεκινήσουμε με δυο λόγια για τον συγγραφέα.
Ο Χουσεΐν Σελαχβαρζί γεννήθηκε στο Ιράν το 1966. Φυλακίστηκε από το απολυταρχικό καθεστώς του Χομεϊνί για την αντικαθεστωτική του δράση. Στα 21 του κατάφερε να διαφύγει στο Πακιστάν, και με τη βοήθεια του ΟΗΕ κατέληξε στη Νορβηγία. Η εσωτερική του αναζήτηση τον οδήγησε στην ορθοδοξία, και το 1998 βαφτίστηκε στον Ελλάδα χριστιανός και πήρε το όνομα Χρυσόστομος. Σήμερα, ως νορβηγός υπήκοος, ζει και εργάζεται στη Νορβηγία και ασχολείται με τις υποθέσεις προσφύγων.
Ας ξεκινήσουμε με τον επίλογο, όπου συνοψίζει τα συμπεράσματά του.
«Ο Ισλαμικός νόμος sharia έρχεται σε σύγκρουση με τις προδιαγραφές των Ηνωμένων Εθνών γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα όσον αφορά τη θέση του ατόμου απέναντι στο νόμο, ενώ κάνει διάκριση εις βάρος των γυναικών, των μη μουσουλμάνων και των μουσουλμάνων οι οποίοι προσηλυτίζονται σε άλλες θρησκείες. Επιπλέον, ως προγενέστερος νόμος, ο ισλαμικός νόμος sharia αναγνωρίζει επίσης τη δουλεία. Αντιπαράθεση με τις προδιαγραφές των Ηνωμένων Εθνών γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα παρουσιάζεται στο θέμα του ποινικού νόμου και της νομικής διαδικασίας, καθώς ο ισλαμικός νόμος sharia νομιμοποιεί τον βασανισμό και την απάνθρωπη τιμωρία και παραβιάζει το δικαίωμα του ατόμου στην πλήρη ισοτιμία και στη δημόσια δίκη από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο» (σελ. 82-83).
Πιο πριν, μιλώντας για τη θανατική fatwa που εξέδωσε ο Χομεϊνί για τον Σαλμάν Ρασντί εξαιτίας του βιβλίου του «Σατανικοί στίχοι», γράφει: «Κάποιος ο οποίος έχει γονείς μουσουλμάνους και θεωρείται ότι έχει γεννηθεί με «ισλαμική φύση» (fetrat-e eslami), εάν απομακρυνθεί από το ισλάμ γίνεται «φυσικός αποστάτης» και σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο sharia υπόκειται σε θανατική ποινή» (σελ. 32).
Και αναρωτιέμαι: ο ίδιος δεν φοβάται που απομακρύνθηκε από το ισλάμ και έγινε χριστιανός;
Ο συγγραφέας αναφέρεται λεπτομερειακά στο ισλαμικό δίκαιο sharia καθώς και στις μεταρρυθμιστικές τάσεις που επικρατούν στο ισλάμ, από τις φονταμενταλιστικές μέχρι τις πιο μετριοπαθείς, έξι τον αριθμό. Δεν θέλουμε να γράψουμε ολόκληρο σεντόνι και να αναφερθούμε διεξοδικά σ’ αυτές, το βιβλίο πουλιέται σε προσφορά στην Πρωτοπορία με 2.90 ευρώ, για όποιον ενδιαφέρεται. Έτσι θα κλείσουμε την παρουσίαση αυτή με μια κριτική παρατήρηση, που θίγει και ένα θεωρητικό ζήτημα. Σύμφωνα με τον Badi’, αναφέρει ο Σελαχβαρζί, «Η αντίθεση ανάμεσα στο χριστιανισμό και το ισλάμ στο ζήτημα της αρχής της εξουσίας προέρχεται από την ανταγωνιστική αντίληψη για το Θεό. Το ισλάμ διέπεται από τον απόλυτο μονισμό, το οποίο δεν είναι συμβατό με την Αγία Τριάδα του χριστιανισμού. Αντίθετα με την Αγία Τριάδα του χριστιανισμού, ο Αλλάχ αποτελεί τη μία και απόλυτη πηγή όλων των αρχών στη γη και στον ουρανό. Δεν πρόκειται για την ένωση τριών ισότιμων προσώπων (του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος) τα οποία μοιράζονται τη θεϊκή αρχή σε ισότιμη βάση. Κανένας διαχωρισμός της εξουσίας δεν αναγνωρίζεται» (σελ. 78-79). Ο λόγος είναι για το διαχωρισμό της θρησκευτικής και της κοσμικής εξουσίας στον χριστιανισμό σε αντίθεση με την ενότητα των εξουσιών αυτών στο ισλάμ (Ο Χομεϊνί ήταν πολιτικός και θρησκευτικός αρχηγός, και παλιά ο Χαλίφης).
Το θεωρητικό ζήτημα: Μπορεί το εποικοδόμημα να καθορίζει τη βάση; Ο Μαρξ έλεγε πως όχι, ότι η βάση καθορίζει το εποικοδόμημα, έστω και σε τελευταία ανάλυση, όπως πρόσθεσε ο Έγκελς, παραδεχόμενος ότι και το εποικοδόμημα μπορεί εν μέρει να επιδράσει πάνω στη βάση. Αλλά μόνο εν μέρει. Έτσι και ο χωρισμός ή μη των εξουσιών δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τα δογματικά ζητήματα των δύο θρησκειών. Ο διαχωρισμός των εξουσιών στον χριστιανισμό ερμηνεύεται μια χαρά με το γεγονός ότι ο Χριστός δεν είχε ποτέ πολιτική εξουσία, ενώ ο Μωάμεθ, ο θρησκευτικός αρχηγός, ήταν ένας κατακτητής, άρα είχε και πολιτική εξουσία, την οποία κληρονόμησαν οι διάδοχοί του. Στον χριστιανισμό οι κοσμικοί άρχοντες δεν είχαν διάθεση να παραχωρήσουν έστω και μέρος από την εξουσία τους στο ιερατείο, πράγμα βέβαια που ιστορικά προκάλεσε αρκετές εντάσεις στις σχέσεις των δύο εξουσιών. Γενικά πάντως σ’ αυτό τον ανταγωνισμό η κοσμική εξουσία έχει συνήθως το πάνω χέρι. Ας είχε ο μακαριστός διαφορετική άποψη, δεν του πέρασε, στις ταυτότητες δεν αναγράφεται πια το θρήσκευμα.