Book review, movie criticism

Friday, January 29, 2010

Νίκος Καζαντζάκης, Το έργο του και η εποχή του

Νίκος Καζαντζάκης, Το έργο του και η εποχή του. Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά, τα μετέπειτα Κρητικά Επίκαιρα στις 8-6-1983 και στο περιοδικό Ρωγμές, τ. 8, Δεκέμβρης 2007, σελ. 31-33, με τίτλο Νίκος Καζαντζάκης, κάποιες σκέψεις για το έργο του. Αλλάζει η πρώτη παράγραφος, την οποία βάζουμε σε αγκύλες.

Θα θέλαμε να γράψουμε κι εμείς δυο λόγια για τον Νίκο Καζαντζάκη, σύντομα, μια και δεν το επιτρέπουν οι δυνατότητες της στήλης, σαν μικρό αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, νοιώθοντάς το ταυτόχρονα σαν υποχρέωση για τον άνθρωπο εκείνο που σημάδεψε τα μαθητικά μας χρόνια με την επιρροή του.
[Νιώθω την υποχρέωση να γράψω κι εγώ δυο λόγια για την Νίκο Καζαντζάκη, για τα 50 χρόνια από το θάνατό του, γιατί σημάδεψε ανεξίτηλα τα μαθητικά μου χρόνια με την επιρροή του]
Οι μελετητές των έργων του Καζαντζάκη τονίζουν δύο κυρίως χαρακτηριστικά του: την ηρωολατρεία του και τον μηδενισμό του. Η επιγραφή στον τάφο του λέει: «Δεν ελπίζω τίποτα, φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος» Το «δεν ελπίζω» εκφράζει τον μηδενισμό του. Το «δεν φοβούμαι» το ηρωικό τον πνεύμα. Αυτά είναι πράγματι τα δυο κύρια γνωρίσματά του. Όμως πού βρίσκεται ή προέλευσή τους;
Η Λιλή Ζωγράφου, σε ένα μελέτημά της που με λύπη διαπιστώσαμε ότι είναι γραμμένο με αρκετή εμπάθεια προσπαθεί να ανιχνεύσει τα χαρακτηριστικά αυτά στα προσωπικά βιώματα και «συμπλέγματα», αν επιτρέπεται ή έκφραση, του συγγραφέα. Χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία που έχει η προσωπική ζωή πάνω στο έργο ενός συγγραφέα, πιστεύουμε εντούτοις ότι την κύρια σημασία σαν παράγοντας που επηρέασε το έργο του την έχει η κοινωνία και η εποχή του. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, θα ήταν αδύνατη η μελέτη συγγραφέων κυρίως της αρχαιότητας, των οποίων δεν κατέχουμε παρά ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία, και φυσικά όχι «τραυματικές εμπειρίες.
Εξ άλλου, όπως τονίζει και ο Σαρτρ στη μελέτη του για τον Φλωμπέρ, η ατομική βιογραφία, το οικογενειακό και στενότερο περιβάλλον του συγγραφέα, είναι κι αυτό σε τελευταία ανάλυση κοινωνιολογικά καθορισμένο. Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και για τις άλλες παραμέτρους που επιδρούν στο έργο ενός συγγραφέα, δηλαδή την λογοτεχνική παράδοση που πάνω της είναι αναγκασμένος να πατήσει, και τις επιδράσεις που θα δεχθεί.
Ποια κατάσταση επικρατεί στην Ελλάδα τότε, που γεννιέται και αναπτύσσεται ο Καζαντζάκης;
Η Κρήτη αγωνίζεται να αποτινάξει τον τούρκικο ζυγό. Η Ελλάδα αγωνίζεται να πετάξει από πάνω της τα κατάλοιπα της τούρκικης δουλειάς, τον κοτσαμπασισμό και τη φεουδαρχία. Η αστική της τάξη αναπτύσσεται και προετοιμάζεται για να καταλάβει την εξουσία. Όμως είναι μια αστική τάξη που εμφανίζεται με καθυστέρηση, δισταχτική, μολυσμένη ήδη με το μικρόβιο της αντίδρασης που κουβαλάει η Ευρωπαϊκή αστική τάξη. Το εργατικό κίνημα αρχίζει να προβάλλει απειλητικό (Λαυρεωτικά). Οι τσιφλικάδες πάλι πιέζουν από την άλλη μεριά. Η αστική μας τάξη είναι στ’ αλήθεια αξιοθρήνητη. Εφτά μόλις μήνες αφότου καταλαμβάνει την εξουσία (Γουδί, Αύγουστος 1909), κτυπάει τους ξεσηκωμένους αγρότες (Κιλελέρ, Μάρτης 1910).
Ευτυχώς που έρχονται να την μπολιάσουν με την επαναστατική τους δύναμη οι Κρήτες επαναστάτες, που ζυμώθηκαν κα ανδρώθηκαν στον αγώνα τους για τη λευτεριά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ηγέτης της αστικής μας τάξης ήταν Κρητικός (Βενιζέλος). Με αυτό το μπόλιασμα προχωρά σε κάποιες μεταρρυθμίσεις, και υπερδιπλασιάζει την έκταση της Ελλάδας με την απελευθέρωση σκλαβωμένων περιοχών.
Κάθε ανερχόμενη τάξη όταν αναπτύσσεται είναι ηρωική και αισιόδοξη. Έκφραση του ηρωικού πνεύματος της αγγλικής αστικής τάξης στον καιρό της βιομηχανικής επανάστασης είναι ο Ροβινσών Κρούσος. Μόνος, χωρίς προνόμια καταγωγής (όπως οι αστοί), χρησιμοποιώντας τις ικανότητες και την ευφυΐα του, τα βγάζει πέρα στον αγώνα του με τη φύση, όπως και ο έμπορος αστός στον ανταγωνισμό του με τους άλλους εμπόρους. Ο Μ. Γκόργκι, από το 1899 ζητάει να μπολιαστεί η λογοτεχνία με ένα ηρωικό πνεύμα. Ήταν οι παραμονές που το ρώσικο προλεταριάτο ετοιμαζόταν να καταλάβει την εξουσία. Την ίδια εποχή, η αστική τάξη στη Γαλλία, μετά την ένδοξη επανάστασή της (1789), έχοντας καταντήσει ολότελα αντιδραστική, δίδει μεν μεγάλους συγγραφείς (Μπαλζάκ, Φλωμπέρ), που στα έργα τους όμως δεν θα βρούμε τον ηρωικό ατομισμό του Ντεφόε (συγγραφέα του Ροβινσώνα Κρούσου), ούτε τον θετικό ήρωα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά κουρασμένες και αηδιασμένες γυναίκες όπως η μαντάμ Μποβαρί ή καιροσκόπους και διεφθαρμένους νέους, όπως είναι οι περισσότεροι ήρωες του Μπαλζάκ.
Στην Ελλάδα έχουμε μια μέση κατάσταση. Η αστική τάξη είναι αρκετά επαναστατική, όμως και σε μεγάλο βαθμό αντιδραστική και απογοητευμένη. Το 1917 που οι εργάτες καταλαμβάνουν την εξουσία στη Ρωσία, στέλνει κι αυτή δυνάμεις για να κτυπήσουν τη νεοσύστατη σοβιετική εξουσία. Φοβάται μήπως το μικρόβιο της επανάστασης μολύνει και τη δική μας εργατική τάξη. Μετά έχουμε τη μικρασιατική καταστροφή, οπότε έχει ένα ακόμη λόγο να είναι απογοητευμένη.
Το επαναστατικό πνεύμα, αλλά και την απογοήτευση της τάξης αυτής, εκφράζει ο Καζαντζάκης με το ηρωικό αλλά και μηδενιστικό του πνεύμα. Αγώνας, αλλά πού οδηγεί; Πουθενά. Έχει ακόμη αρκετή δύναμη να αγωνισθεί, από τον αγώνα δεν παραιτείται. Όμως απογοητευμένη από τα αποτελέσματα αυτού του αγώνα αναζητά το νόημα μέσα στον ίδιο τον αγώνα. Η Ιθάκη δεν μετράει, μετράει η περιπέτεια του γυρισμού. Την κορφή του βουνού δεν την φτάνεις, γιατί ολοένα μετατοπίζεται πιο ψηλά, μένει μόνο η ικανοποίηση του αγώνα να τη φτάσεις.
Ο πεσιμισμός του Καζαντζάκη φαίνεται κι από το ότι οι ήρωές του πρέπει να πείσουν για το μεγαλείο τους. Η «μάνα» του Γκόργκι είναι ηρωική και μεγαλειώδης, κι ας είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να φτιάξει τέτοιους ήρωες, γιατί νιώθει ότι δεν μπορεί να τους κάνει αρκετά πειστικούς. Δεν πιστεύει στην ηρωϊκότητα της τάξης του, ότι μπορεί να βγάλει ήρωες, και γι αυτό τους δανείζεται από την ιστορία. Ήρωες τόσο του πνεύματος (Χριστός, Βούδας), όσο και της δράσης (Χριστόφορος Κολόμβος) πρωταγωνιστούν στις τραγωδίες του. Ακόμη και στην επιλογή των μορφών που θα δώσει στα έργου του φαίνεται η αποστροφή του για τον αστό, που δεν πρωταγωνιστεί άλλωστε σε κανένα του έργο. Καταφεύγει στις πεπαλαιωμένες μορφές του έπους και της τραγωδίας, και όχι στο αστικό μυθιστόρημα. Περιφρονώντας το αναγνωστικό κοινό, περιφρονεί την ίδια την κοινωνική του τάξη που δεν κατάφερε να τον κάνει να πιστέψει σ’ αυτήν, και που δεν τον άφησε (ήταν πια πολύ αργά) να προσκολληθεί στην άλλη που αναπτυσσόταν. Και όταν αποφάσιζε να της απευθυνθεί, σαν μαγαζάτορας προς πελάτη (είναι γνωστό ότι άρχισε να γράφει μυθιστορήματα κάτω από την πίεση της γυναίκας του, για να λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα) το θεωρεί ανάρμοστο να διατηρήσει το ηρωικό ύφος του. Ο Ζορμπάς, ένας αντιήρωας που αποτελεί αντίστιξη στα άλλα του έργα, είναι το πρώτο μυθιστόρημα με το οποίο ο Καζαντζάκης προσπαθεί συνειδητά να αγκαλιάσει πλατιές μάζες αναγνωστικού κοινού. Είναι ο φαγάς, ο πιοτουλάς και ο γυναικάς, χωρίς μεταφυσικές αγωνίες, που βρίσκει το νόημα της ζωής του αφημένος στα ένστικτα. Τους εκπρόσωπους του μεταφυσικού, τους καλόγερους, τους ειρωνεύεται άγρια. Στο σύγχρονο αστό, αυτό το μυθιστόρημα ταιριάζει κουτί. Δεν είναι τυχαίο που έγινε ανάρπαστο στην Αμερική.
Το στυλ όμως αυτό δεν του πάει. Το επόμενο, επίσης αντιηρωϊκό μυθιστόρημα, οι «Αδελφοφάδες», δεν έχει την επιτυχία του προηγούμενου. Το ίδιο και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνετα», που θα γνωρίσει επιτυχία μόνο σαν κινηματογραφική ταινία με τον Ντασέν και σαν σήριαλ. Ο ήρωάς του μπορεί να είναι ο αντίποδας του Ζορμπά, όμως είναι ταπεινός και καταφρονεμένος. Ξαναγυρνάει λοιπόν στο ηρωικό ύφος, για να δρέψει δάφνες. Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένα μικρό έπος της Κρήτης, στο οποίο πρωταγωνιστεί πάλι ο ήρωας.
Στα τελευταία του μυθιστορήματα ο Καζαντζάκης παρατάει τους ήρωες της δράσης και ξαναγυρνάει στους ήρωες του πνεύματος, στο Χριστό (Τελευταίος Πειρασμός), και στον άγιο Φραγκίσκο (Φτωχούλης του θεού). Πληθωρικά επικός στον Καπετάν Μιχάλη και στον Τελευταίο Πειρασμό, καταλήγει στον Φτωχούλη του Θεού σε ένα λιτό εξπρεσιονιστικό στυλ, με φράσεις γεμάτες αποφθεγματική πυκνότητα.
Θα κλείσουμε με ένα ζήτημα κριτικής: Πρέπει να αρνηθούμε, να απορρίψουμε τον Καζαντζάκη εξαιτίας του μηδενισμού του;
Υπάρχει τάση μιας ορισμένης κριτικής να υποτιμά το έργο του εξαιτίας του μηδενισμού του. Νομίζουμε ότι ένα έργο πρέπει να αποτιμάται στη βάση της καλλιτεχνικής του αξίας και μόνο, το κατά πόσο μπόρεσε να εκφράσει πετυχημένα αυτό που ζητούσε να εκφράσει. Εφόσον εκφράζει κάτι το αντικειμενικό, είναι έργο αληθινό, και σαν τέτοιο πρέπει να το δεχόμαστε. Είμαστε αντίθετοι με την τάση μιας στρατευμένης κριτικής που θέλει σώνει και καλά να βρίσκει σε ένα έργο θετικούς ήρωες και αισιοδοξία. Ας θυμηθούμε τη στρατευμένη κριτική του χριστιανισμού, πόσοι καλλιτεχνικοί θησαυροί της αρχαιότητας χάθηκαν εξ αιτίας του. Ή, συμπληρώνω χρόνια αργότερα, σκανάροντας το παρόν κείμενο, τον στρατευμένο φανατισμό των ερυθροφρουρών, που στάθηκε αιτία να καταστραφούν ανεκτίμητοι θησαυροί της κινέζικης πολιτιστικής κληρονομιάς πριν λίγες μόνο δεκαετίες. Μπορεί το νόημα ενός έργου να μη μας εκφράζει πια. Ας μην ασχοληθούμε μαζί του, αλλά ας το αφήσουμε για τις μελλοντικές γενιές. Κάποιες απ’ αυτές μπορεί να βρουν μέσα σ’ αυτό κάτι για τον εαυτό τους. Δεν υπάρχει παρακμιακή και μη παρακμιακή τέχνη. Υπάρχει μόνο καλή και κακή τέχνη. Και όσοι και αν είναι αυτοί που διαφωνούν με τις ιδέες, το πνεύμα, το «μήνυμα» του Καζαντζάκη, όμως όλοι τους συμφωνούν ότι σαν λογοτέχνης είναι άφταστος.

Thursday, January 28, 2010

Αθωώθηκε η Στέλλα Πρωτονοτάριου

Αθωώθηκε η Στέλλα Πρωτονοτάριου. Εδώ βρίσκεται η ανακοίνωση της ΔΟΕ. Διώχθηκε, όπως λέει η ανακοίνωση, από την τότε ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Και σκέφτομαι ότι τελικά υπάρχουν και χειρότερα. Εγώ απλώς διώχτηκα από σχολικός σύμβουλος, με εντολή από την τότε ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να μου αλλάξουν την βαθμολογία στη συνέντευξη(τα εικοσάρια έγιναν τριάρια και από πρώτος βρέθηκα τεσσαρακοστός δεύτερος), πράγμα που συνιστά ποινικό αδίκημα όπως με πληροφόρησε ο αιρετός κος Θεόφιλος Σακαλλίδης. Εγώ απλώς στη συνέχεια πέρασα μια ΕΔΕ για τα σόκιν ανέκδοτα που είχα αναρτήσει σ' αυτό το blog. Η Στέλλα Πρωτονοτάριου πέρασε πλημμελειοδικείο, εκεί που έπρεπε να της πούνε μπράβο για την πρωτοβουλία της,τη διδασκαλία της αλβανικής στους αλβανούς μαθητές. Σκέφτομαι πως θα μπορούσα να την είχα πάθει κι εγώ. Ως σχολικός σύμβουλος είχα αναρτήσει στην ιστοσελίδα μου δυο διηγήματα του Ισμαήλ Κανταρέ, με την προτροπή στους συναδέλφους να τα διδάξουν στους μαθητές τους, με το σκεπτικό ότι έχουν δικαίωμα οι αλβανοί μαθητές να μάθουν ότι έχουν ένα μεγάλο συγγραφέα διεθνούς φήμης, όπως έχουμε εμείς τον Καζαντζάκη. Όχι, δεν μου είπαν μπράβο γι αυτή την πρωτοβουλία, αλλά ευτυχώς, σκέφτομαι τώρα, δεν με δίωξαν κιόλας.

Χινέρ Σαλέμ, Το ντουφέκι του πατέρα μου

Χινέρ Σαλέμ, Το ντουφέκι του πατέρα μου, μετ. Έφη Κορομηλά, Ωκεανίδα 2004, σελ. 181

Το έχω ξαναγράψει ότι μου αρέσουν οι αυτοβιογραφίες, τόσο των επώνυμων όσο και των «ανώνυμων». Βέβαια ο Χινέρ Σαλέμ δεν είναι ακριβώς ανώνυμος. Υπάρχει η βιογραφία του στην Βικιπέντια με τις έξι ταινίες του και το αυτοβιογραφικό του βιβλίο, «Το ντουφέκι του πατέρα μου» (συμβάλαμε κι εμείς σ’ αυτό το βιογραφικό καταχωρώντας την ελληνική μετάφραση). Δεν είναι όμως ο Κουροσάβα, ούτε ο Μπέργκμαν, θέλω να πω δεν είναι πλατιά γνωστός. Τον έμαθα από αυτό το βιβλίο του.
Καθώς δεν είναι «ο» επώνυμος, στη βιογραφία του μας ενδιαφέρει περισσότερο το ιστορικοκοινωνικό φόντο και το γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσονται οι περιπέτειες του συγγραφέα. Και αυτό δεν είναι άλλο από το ιρακινό Κουρδιστάν στις τρεις πρώτες δεκαετίες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, τη μοίρα του οποίου παρακολουθούμε μαζί με την προσωπική ιστορία του συγγραφέα. Οι Έλληνες, με τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς στους Τούρκους, νοιώθουμε ιδιαίτερα ευαίσθητοι για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κάθε λαού, και ιδιαίτερα των Κούρδων, όπως φάνηκε με την υπόθεση Οτσαλάν (Νιώθω υποχρεωμένος να κάνω εδώ μια μνεία τιμής στο Σάββα Καλεντερίδη).
Ξενύχτισα για να τελειώσω το βιβλίο, τόσο πολύ με συνάρπασε. Δεν θα ήθελα όμως εδώ να μιλήσω για τα βάσανα και τους αγώνες του κουρδικού λαού, ή για το σοσιαλιστικό κόμμα «Μπάαθ» του Σαντάμ Χουσεΐν που υποστήριζαν οι σοβιετικοί, χαρακτηρίζοντας τρομοκράτες και τα παρόμοια τους κούρδους αγωνιστές. Θα παραθέσω δυο τρία πραγματάκια που θεώρησα σκόπιμο να υπογραμμίσω.
Το πρώτο είναι οι ακραίες τιμωρίες που υιοθετούν τα επαναστατικά κινήματα για εκείνους που θεωρούν ένοχους. Εδώ ο Σαλέμ αναφέρει δύο άτομα που εκτέλεσαν οι κούρδοι επαναστάτες. Ο πρώτος θεωρήθηκε ύποπτος κατασκοπίας γιατί πήγαινε συχνά στη Μοσούλη. Όπως λέει ο συγγραφέας, αργότερα διαπιστώθηκε ότι πήγαινε εκεί γιατί είχε μια φιλενάδα. Ο δεύτερος εκτελέστηκε γιατί διέπραξε ένα φόνο, «για λόγους τιμής». Λεπτομέρειες δεν λέει ο συγγραφέας.
Και θυμήθηκα εδώ ένα περιστατικό που διάβασα κάπου. Ένας αντάρτης κατηγορήθηκε από μια γυναίκα ότι της έκλεψε ένα ρολόι. Τον είχαν στον τοίχο έτοιμο να τον εκτελέσουν, όταν κατέφτασε τρέχοντας η γυναίκα για να πει ότι το βρήκε το ρολόι της. Ο Άρης Βελουχιώτης αναστέναξε σκουπίζοντας το ιδρωμένο πρόσωπό του.
Ο συγγραφέας γράφει για τον γάμο του αδελφού του:
«Η μητέρα μου του είχε βρει γυναίκα: την Ντζιλά, την κόρη του Μπαρακάτ. Ο αδελφός μου δεν την είχε δει ποτέ του την Ντζιλά. Ο Μπαρακάτ είχε δεχτεί το γάμο μ’ έναν όρο: θα δίναμε την αδελφή μου την Ταμάν στο γιο της τον Γκοράν. Η αδελφή μου δεν είχε δει ποτέ της τον Γκοράν. Αυτό όμως δεν είχε καμιά σημασία, τους είχε δει και τους τέσσερις η μητέρα μου και οι γάμοι έγιναν» (σελ. 41).
Δεν είχε λέει καμιά σημασία!!! Προτιμώ χίλιες φορές τους γάμους από έρωτα στη Δύση, κι ας καταλήγουν αρκετοί από αυτούς σε διαζύγιο, παρά αυτούς τους γάμους που είναι «γουρούνι στο σακί». Βέβαια, πιο κάτω ο συγγραφέας αναιρεί αυτό που λέει ότι «δεν είχε καμιά σημασία». Η Ντζιλά δεν «ήξερε ανάγνωση και γραφή, πράγμα που ενοχλούσε πολύ τον αδελφό μου». Έτσι έπιασε και της έμαθε ό ίδιος γράμματα. Ευτυχώς που τα έπαιρνε.
Υπάρχει πολύ «μυθολογία» για τη μυθολογία, για τις παραδόσεις ενός λαού κ.λπ. Εδώ ο Σαλέμ απομυθοποιεί αυτή τη μυθολογία.
Πηγαίνει στο βουνό με ένα φίλο του να βρουν τους αντάρτες. Ένα πουλί πετούσε από πάνω τους, προπορευόμενο. Ο Χιντίρ, ο οδηγός τους, τους είπε τότε μια ιστορία: «‘Στα χρόνια του βασιλιά Σολομώντα, δυο αδελφές χάθηκαν μεταξύ τους. Για να ξαναβρούν η μια την άλλη, μεταμορφώθηκαν σε πουλιά και άρχισαν να πετάνε στους αιθέρες…’ Από τότε λοιπόν λένε πως το πουλί που πετάει από πάνω μας είναι η μία από τις δυο αδελφές σε αιώνια αναζήτηση της άλλης. Ο Χιντίρ μιλούσε για τη θλίψη των δύο κοριτσιών που είχαν γίνει πουλιά και πίστευε βαθιά την ιστορία του. Εγώ τον παρατηρούσα και ένιωθα να με κατακλύζει η λύπη. Πώς ένας τόσο αφελής λαός θα κατάφερνε ν’ αποκτήσει την ελευθερία του την εποχή του Κίσινγκερ και του Αντρέι Γκρομύκο, των κυνικότερων πολιτικών του αιώνα;» (σελ. 144).
Το να παίρνεις τους μύθους τοις μετρητοίς, είναι όντως αφέλεια. Το να τους διαβάζεις όμως σαν παραμύθια, είναι αρκετά ευχάριστο. Αλλά αυτό είναι μεγάλη κουβέντα, δεν χρειάζεται να τη συζητήσουμε εδώ. Ας κλείσουμε υπογραμμίζοντας άλλη μια φορά ότι το βιβλίο μας άρεσε πολύ.

Wednesday, January 27, 2010

Nature and Culture: an unresolved polarity. The case of aggression

Nature and Culture, an unresolved polarity: the case of aggression        

Εισήγηση σε συνέδριο της «Αιγυπτιακής Εταιρίας Θεωρίας της Λογοτεχνίας» που έγινε σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Ain Shams με θέμα «Cultural Criticism», Κάιρο, 10-14 Δεκεμβρίου 2003. (Είχα ξεκινήσει να τη γράφω στα ελληνικά, αλλά μετά είδα πως μου ήταν πιο βολικό να τη γράψω κατ’ ευθείαν στα αγγλικά, μια και οι παραπομπές και η βιβλιογραφία ήταν κατά βάση αγγλική. Δεν έχω το κουράγιο να τη μεταφράσω, και πιστεύω ότι όλοι ξέρουν λίγο πολύ αγγλικά για να τη διαβάσουν. Αναρτήθηκε στο Λέξημα και στο blog μου).

  Living organisms are a combination of inherent characteristics and environmental influences. Some characteristics are species specific, some more general, like the sexual drive. The genotype of an organism will produce a certain phenotype, according to the environmental conditions to which he will be subjected. The seed of a pine-tree will grow and become a pine-tree, but whether it will be a thriving tree or a sickly tree will depend on whether it will grow in a sunlit place or a dark place. A bitch will bear a dog, and whether it will be a bloodhound or a sheepdog depends on the race. However, whether it will be good at its job or not depends on the training it is going to receive.
  In man, the power of heredity is confirmed in many ways. If in somebody’s family tree a lot of people suffered from diabetes, it is probable that he will suffer from this illness sooner or later in his life. The odds are however greater, if he is confronted with difficulties, which produce in him stress or depression.
  In mental illnesses hereditary factors are often very decisive. The environmental influences however play a critical role in triggering a mental illness. In addition to medication, rearrangement of living conditions is almost invariably necessary for an effective treatment.
  Aggressive behavior seems to be a similar case. Some researchers argue that aggression, like sexual drive, is innate, but its expression depends not only on hereditary predisposition, but on environmental conditions as well. It is worth noting that not only separate researchers, but also disciplines themselves tend to emphasize either its innateness or its environmental conditioning.
  The term “aggressive behavior” is used in so many different ways that no single definition can possibly cover all of its meanings. Behavior that serves to injure an opponent or a prey animal or to cause an opponent to retreat is usually considered aggressive. When considering human aggression, some psychiatrists consider any act that has destructive
consequences (including suicide) to be aggressive. For our discussion, we will consider as aggression only that destructive form of behavior which is directed towards members of the same species, in our case, man.  
  Biologists on the whole tend to emphasize the innateness of aggression.  Ethologists like Konrad Lorenz (Lorenz, 1966) and his pupil Irenäus Eibl-Eibesfeldt, (Eibl-Eibesfeldt, 1971, 1975) studying animals, make conclusions about humans as well. In animals it is easier to study what is permanent and stable than what is changeable. And basic drives like sexuality and aggression are easier to study. These researchers regard aggression as a basic adaptation to environment, like all instincts or drives. Aggressive behavior helps the animal to protect its vital space and to contest effectively with other rivals for a sexual partner. It is characteristic that some male sex hormones within the body are associated with aggressive behavior. For example, red deer stags given the androgen testosterone at any time of the year will return to their regular mating grounds and will lose the velvet covering on their antlers in preparation for territorial battles, even in the absence of females. These functions of aggression promote natural selection, which helps the amelioration and evolution of the species.
  All basic adaptations have a dark, negative side. Uncontrolled aggression could lead to the annihilation of the species. So it suffices if the defeated one acknowledges its defeat, and exhibits certain behavioral patterns that inhibit further aggressive behavior of the winner. For example, if the defeated dog exposes its throat or lies on its back, like a puppy, the aggression of the winner is inhibited, sometimes to the point of licking its opponent as if it were a real puppy. Among some baboons, a male will indicate submission by assuming the receptive posture of a female in heat. Besides, there are displacement acts which channel aggression elsewhere. Displacement activities often consist of comfort movements, such as grooming, scratching, drinking, or eating. In courtship, for example, an individual afraid of its mate may, instead of fleeing or courting, stand still and feed or groom itself.
  Man also undertakes displacement activities, or redirects aggression, like striking a vase instead of the face of the one who made him angry. Even potlatch, the ceremonial destruction of valuable objects in Kwakiutls, which the social anthropologist Franz Boas has amply described, can be considered as a displacement aggression towards rival leaders attending the ceremony, having as a goal to humiliate them and ascertain the superiority of the one executing the potlatch. The songs sung in this ceremony are aggressive. (Eibl-Eibesfeldt, 1975, p. 154).
  But things are not always so simple. Since human environment, culturally controlled, is developing rapidly, there is not enough time for man to develop adequate inhibitions for his aggressive behavior. Nowadays the opponent is a distant target, and cannot develop such forms of inhibitory behavioral patterns, like imploring the aggressor to spare his life. If the U.S. pilots could see their victims in the recent war in Iraq crying and imploring for their lives, maybe they would be reluctant to drop their bombs. This is the argument Konrad Lorenz used in “Die acht Todsünden der zivilisierten Menschheit” (Civilized Man’s Eight Deadly Sins) having in the place of U.S. pilots the pilot of the Enola Gay, who dropped the bomb on Hirosima and Nagashaki.
  Whereas these scientists focus mainly on aggression as an innate impulse, Desmond Morris, in his book “The naked ape” and especially in his book “The human zoo” traces the causes of the excessive aggression we are witnessing nowadays in the conditions of overpopulation humans are subjected to. He also stresses another function of aggression, the rising in the hierarchy of social animals, or maintaining the position in it, and since our culture is very competitive, our aggressive impulse is often aroused.
   A writer, biologically oriented, who has made great impact with his books “African Genesis” and “The Territorial Imperative”, supporting the innateness of aggression, is Robert Ardrey. We were born of risen apes, not fallen angels, and the apes were armed killers…The miracle of man is not how far he has sunk but how magnificently he has risen, he maintains.
  The two major trends in psychology, the psychodynamic one originating from Freud and the behavioral one originating from Pavlov and Watson have opposing ideas. Freud traces two major instincts in humans, the love instinct and the death instinct. Aggression is the outer form of expression of the death instinct.  Sometimes these two instincts are inextricable in one and the same context. Odi et amo, I love and I hate, says in one of his poems the Latin poet Catullus, which was set to music and made widely known by the German composer Carl Orff in his “Catulli Carmina”.
  Behaviorists on the whole emphasize environmental conditions as playing a decisive role in humans. The Americans John Watson and F.B. Skinner were the most influential in supporting that a man’s character is exclusively determined by outer circumstances. Reward and punishment are central terms in their discussions, determining human behavior.
  It is peculiar enough that a psychologist belonging to the same trend, Hans Eysenck, traces innate factors in character traits. Eysenck depicts human composition as a circle with two axes, both of which are innate. One axis is the axis of sentimentality and the other is the axis of introversion-extroversion. He supports that low sentimentality combined with a high degree of extroversion creates a psychotic, aggressive person, while great introversion with great sentimentality creates a neurotic person, whose aggressiveness is greatly suppressed or directed to himself as a self-destructive behavior.
  Today researchers focus on the external causes that trigger aggression. John Dollard and Neal Miller consider frustration as a basic cause of aggression, mainly frustration of basic needs such as food, water, sleep, sex, love, and recognition. Leonard Berkowitz believes that anger is the basic trigger of aggression, and can be caused by other reasons besides frustration, like verbal abuse.
  Social learning theorists like Albert Bandura support that aggression is a learned behavior. Children imitate models like parents, peers, movies or TV heroes. Watching violent actions, instead of having a cathartic effect on the viewer, arouses his aggressiveness. If the violent hero is rewarded for his aggressive behavior, then the child is encouraged in acting accordingly in similar situations. 
  Early traumatic experiences greatly encourage aggression in adult life. Such traumatic experiences are maternal deprivation, lack of identification with one’s father and parental abuse. Also parents’ use of extreme levels of physical punishment, imposed inconsistently, is associated with high levels of aggression in children, as are extreme levels of parental permissiveness toward a child’s own aggressive acts.
  We have already stated that ethologists stress the innateness of aggression in animals and in man as well. But although they emphasize man’s ties with the animal world, they never disregard the fact that man is a cultural being. And, as Irenäus Eibl-Eibesfeldt points it, “It is chiefly by means of cultural control patterns that he exercises control over his innate drives” (Eibl-Eibesfeldt, 1970, p. 31). Ethologists, by stressing the innateness of aggression and of many other behavioral characteristics, are the most ardent in supporting the necessity of inventing efficient means of controlling it. One such means is the effective birth control, proposed both by Irenäus Eibl-Eibesfeldt and Desmond Morris, since both consider overpopulation as a major factor triggering aggressive behavior in our society.
  Irenäus Eibl-Eibesfeldt may well propose the establishment of cultural control patterns for aggression, the problem however is that our culture promotes aggression in various ways. We can name several factors, culturally controlled, which encourage aggression. One such factor is the highly competitive working conditions. Such conditions inevitably trigger aggression between people. Another factor is the presentation of violence in TV, as Albert Bandura has shown. War toys like weapons and tanks are most favored by children. War games constitute a great percentage of computer games, and so on. In other words, our culture encourages violence and aggression in many ways. So the cultural control patterns over inner drives that Irenäus Eibl-Eibesfeldt advocates should be placed side by side with the undermining of cultural patterns that favor the uncontrolled expression of such drives. The cult of the aggressive super-hero should cease, and non violent, non aggressive behavior should be rewarded.
  Though it is widely accepted that our culture favors aggression, and that most cultures have always been aggressive, there are however instances of primitive cultures which were less aggressive. Researchers like DeVore believe that the most primitive cultures of hunters and food collectors were not aggressive, since they had no private territories, both as individuals and as hordes, to defend. Eskimos and Pygmies seem to be such instances. Though other researchers supported that these cultures too weren’t devoid of aggression, there is, however, no objection to the idea that economic and cultural conditions may favor or discourage aggression. Our culture is unfortunately an instance of the former.
  Ethologists, despite the fact that they stress the necessity of cultural means controlling aggression, have been accused of propounding racist ideas because of their main thesis of the innate character of aggression. Generally, any stress on the innate is considered suspicious, favoring racism. We can’t dispense with ideology even in science. The reception of Darwin’s theory of evolution is a characteristic example. Christian religion believes that man was created by God, and can’t be a descendant of the ape. Giordano Bruno was burned because he believed that the sun goes around the earth and not vice-versa, undermining thus the pre-eminence of man in universe. Galileo was more fortunate, renouncing this idea in time.
  This conflict between science and ideology has a long history. 
  In ancient Greece, a crucial problem was whether “areti”, a term comprising all virtues, giving however preeminence to bravery and wisdom, could be taught or not. It is the central issue discussed in Plato’s Protagoras. Aristocracy favored the idea that it could not, while the new emerging plutocracy of merchants favored the idea that it could. Sophists professed to teach it. It is evident that aristocrats tried to found their supremacy in hereditary qualities, which could not be attained by common people. The new plutocracy on the contrary favored the opposite idea, in order to contest effectively the aristocrats’ supremacy.
  Nowadays the same ideological problem has arisen. Racists favor theories stressing hereditary factors, while supporters of the left aspire to the creation not only of a new, classless society, but also of a new man, who will be the creation of the new social conditions. As regards aggression, while all people acknowledge that aggressive behavior is both innate and acquired, some tend to consider its innateness more important, while others think that environmental conditions are more crucial. The former are often accused of being racists and fascists, while the latter are considered democratic and liberal.
  This is not however the only categorization. Stressing the innateness of aggression, one tends to be pessimistic as regards the possibilities of harnessing it effectively, which may lead to giving up on every effort. On the contrary, those who consider environmental conditions more basic, are more optimistic as regards the effectiveness of the efforts to inhibit it.
  We find the same unresolved polarity between predestination and free will. If there is predestination, every effort is meaningless, but there is no guilt. If there is free will, then resignation creates feelings of guilt. If we stress the innateness of aggression, then we come to terms with the fact that we cannot harness it. Robert Ardrey feels that way. If we consider environmental factors more important, then we may feel guilty for not striving to control it effectively.
  There is a similar polarity between the pressure to compromise and the wish to rebel, the desire to leave and the pressures to stay, the sexual desire and the necessity to control it, or, in psychoanalytic terms, between superego and id.
  Claude-Levi Strauss argues that reality is structured in binary oppositions, and the above seem to be characteristic examples. Forming two opposing paradigmatic axes, without oversimplifying we can place in the first paradigmatic axis aggression-as-an-innate-drive, predestination, pessimism, racism, compromise. In the second paradigmatic axis we can place aggression-as-an-acquired-behavior, free will, optimism, socialism, rebellion. These two axes, according to my opinion, form unresolved polarities. The opposition between Nature and Culture also forms, I think, a similar unresolved polarity. A consequence of this polarity is the widely acknowledged and debated opposition between Nature and Nurture. We are doomed to be exposed to such unresolved oppositions. Life and Death is a characteristic example.     
   
Bibliography

Eibl-Eibesfeldt, Irenäus, Love and Hate, Methuen, Frome and London, 1971.
Eibl-Eibesfeldt, Irenäus, Krieg und Frieden, Pipper, München Zürich, 1975.
Lorenz, Konrad, On aggression, 2nd edition, New York, Routledge, 2002.
Lorenz, Konrad, Die acht Todsünden der zivilisierten Menschheit, Pipper, München Zürich, 1973.
Morris, Desmond, The naked ape, Dell Publishing Co., New York, 1967.
Morris, Desmond, The human zoo, Godansha Globe Book, New York, 1996.
Storr, Anthony, Human aggression, Penguin, London, 1968,
Watson, John B., Behaviorism, The Norton Library, New York, 1970.

Tuesday, January 26, 2010

Σεμπαστιάν Ορτίζ, Ταλιμπάν, Το κάλεσμα της τζιχάντ

Σεμπαστιάν Ορτίζ, Ταλιμπάν, Το κάλεσμα της τζιχάντ, μετ. Έφη Κορομηλά, Αλεξάνδρεια 2004, σελ. 186

Για άλλη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μυθιστόρημα όπου η πλοκή αποτελεί το πρόσχημα για προβολή του φόντου, του χωροχρόνου στον οποίο τοποθετείται. Και ο χωροχρόνος εδώ γίνεται εμφανής ήδη από τον τίτλο, ο οποίος θα αποτελέσει τον «κράχτη» που θα ωθήσει τον αναγνώστη να αγοράσει το μυθιστόρημα. Αναγνώστης κι εγώ, δεν νομίζω ότι θα το «αναγνώριζα» κάτω από διαφορετικό τίτλο, ώστε να θελήσω να το αγοράσω.
Η αφήγηση είναι διεκπεραιωτική. Βρίσκεται εντελώς στον αντίποδα της «Πέτρας της υπομονής» του Ατίκ Ραχίμι που παρουσιάσαμε πρόσφατα από το Λέξημα, με παρόμοια θεματική, που είναι αφηγηματικά και υφολογικά πολύ πρωτότυπο. Έχει όμως αρκετό ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί παρουσιάζει ανάγλυφα το καθεστώς Ταλιμπάν, τις φρικαλεότητες που διέπρατταν, αλλά και γιατί προσφέρει κάποια ανθρωπολογικά στοιχεία του Αφγανιστάν, όπως π.χ. σχετικά με τη γέννηση (σελ. 36-37). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το τοχμ-τζανζί, ένα παραδοσιακό παιχνίδι που το έπαιζαν στις θρησκευτικές γιορτές: «Οι παίκτες παρουσιάζονταν στο συγκεντρωμένο πλήθος κρατώντας καλάθια με βαμμένα αυγά. Ο κάθε μονομάχος διάλεγε από το καλάθι του δύο αυγά και τα τσούγκριζε με τα αυγά του αντιπάλου του, μέχρι που κάποιου το τσόφλι να σπάσει. Αυτός που είχε το σπασμένο αυγό έχανε το παιχνίδι και όλο το υπόλοιπο καλάθι του» (σελ. 45). Δεν λέει τι χρώμα ήταν βαμμένα τα αυγά, αλλά το μυαλό πηγαίνει αμέσως στο δικό μας πασχαλινό έθιμο. Και θυμήθηκα τώρα ένα ντοκιμαντέρ που αναφερόταν σε μια θρησκευτική γιορτή στην Κίνα, όπου ένα πλήθος κόσμου περιέφερε ακριβώς τον επιτάφιο τον δικό μας. Παράλληλη εξέλιξη ή διάχυση; Νομίζω ότι στο κεντρικό αυτό ανθρωπολογικό πρόβλημα δεν θα δοθεί ποτέ τελεσίδικη απάντηση για πάρα πολλά φαινόμενα.
Ο Μέγας Αλέξανδρος άφησε ζωντανή την ανάμνησή του στο Αφγανιστάν. Οι Κάλας εξάλλου εκεί βρίσκονται. Στο διαδίκτυο κυκλοφόρησε πρόσφατα email με αφγανικό χαρτονόμισμα με ελληνική επιγραφή και εικόνα ενός ελληνικού ναού. Και στο μυθιστόρημα αυτό διαβάζουμε: «… ο λόφος Μπίμπι Μαχρού όπου ο Μέγας Αλέξανδρος αυτοπροσώπως, καβάλα σε μια καμήλα, εμφανίζεται κάθε εκατόν πενήντα χρόνια σε τετραχρωμία σε όσους Καμπουλινούς θέλουν να τον δουν…» (σελ. 18) και «Ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Ελλάδα και ήρθε να ιδρύσει το Κανταχάρ. Εμείς ξεκινήσαμε από το Κανταχάρ και θα πάρουμε τη Νέα Υόρκη» (σελ. 156).
Η αφηγηματική πρωτοτυπία στο έργο αυτό βρίσκεται στο ότι το μυθιστόρημα ξεκινάει με τριτοπρόσωπη αφήγηση για να περάσει στη συνέχεια στην πρωτοπρόσωπη. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αφηγείται την ιστορία του νεαρού αφγανού πρόσφυγα που θα γυρίσει στην Καμπούλ για να ενωθεί με τους Ταλιμπάν. Μια όμορφη γυναίκα μιας οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών θα τον αναστατώσει. Στην περιδιάβασή του στην Καμπούλ θα μάθουμε για τη μοίρα ενός ζωολογικού κήπου, με τα ζώα του αθώα θύματα της βαναυσότητας και της στενοκεφαλιάς των Ταλιμπάν. Όταν φτάνουμε στην 103 σελίδα βλέπουμε με έκπληξη τον τριτοπρόσωπο αφηγητή να μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπο, όχι όμως αυτοδιηγητικό αλλά ετεροδιηγητικό (δεν είναι ο νεαρός Χάφιζ που διηγείται στο εξής την ιστορία του, αλλά ένας μάρτυρας αφηγητής που μας παρουσιάζεται με τη φράση «Όταν ήμουν παιδί…»). Ακόμη από την απρόσωπη αποστασιοποιημένη αφήγηση του τριτοπρόσωπου αφηγητή περνάμε στην προσωποποιημένη. Ο αφηγητής στο εξής κρίνει: «Ένιωσε, ο άμυαλος…» λέει μιλώντας για τον Χάφιζ τέσσερις σελίδες πιο ύστερα, ενώ για τους Ταλιμπάν λέει τρεις σελίδες πιο κάτω: «Η απαρίθμηση των εγκλημάτων τους δεν είχε τέλος, και το χειρότερο είναι πως φαντάζονταν ότι έπρατταν το καλό. Είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα προκειμένου οι γυναίκες να συμμορφωθούν με το πουρντάχ (εγκλεισμός των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα). Όλα τα λύκεια θηλέων, όπως και τα σχολεία και τα πανεπιστήμια που δέχονταν κορίτσια, είχαν κλείσει», κ.λπ. κ.λπ. (σελ. 110). Τώρα που οι Ταλιμπάν δεν είναι πια εξουσία και δεν μπορούν να τα κλείσουν, τα ανατινάζουν, όπως ακούμε κατά καιρούς στις ειδήσεις.
Σε επίλογο ο συγγραφέας παραθέτει τα ιστορικά γεγονότα στα οποία θέλει να τελειώνει ο ήρωάς του τη ζωή του. Οι Ταλιμπάν έχουν περικυκλώσει την πόλη Μαζάρ, την πρωτεύουσα του βορρά, αλλά δεν χρειάζεται να πολεμήσουν, ο ουζμπέκος διοικητής της την παραδίδει. Όμως τα πράγματα αλλάζουν για τους Ταλιμπάν. Ο διοικητής, βλέποντας ότι οι Ταλιμπάν θέλουν να αφοπλίσουν τους αξιωματικούς του, αλλάζει πάλι στρατόπεδο, ενώ οργισμένοι σιίτες Χαζάροι, όταν μαθαίνουν ότι οι Ταλιμπάν κατέστρεψαν το μαυσωλείου του Αλί, ανιψιού και γαμπρού του Μωάμεθ και πρώτου Ιμάμη των σιιτών, τους επιτίθενται οργισμένοι. Όσοι σώθηκαν πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Θα τους αντάλλασαν δήθεν με δικούς τους αιχμαλώτους, και τους οδήγησαν σε μια περιοχή όπου υπήρχαν εννέα πηγάδια. Τους έριξαν μέσα και τους αποτελείωσαν με καλάζνικοφ και χειροβομβίδες, και στη συνέχεια μια μπουλντόζα σκέπασε τα στόμια με χώμα.
Είναι μια ιστορία εντυπωσιακή και θλιβερή, που ακόμη δεν έχει πάρει τέλος. Πολλοί Χάφιζ θα χάσουν τη ζωή τους σε ένα αγώνα που έχει αμαυρώσει ανεπανόρθωτα την εικόνα του Ισλάμ στη Δύση, θέτοντας σε δοκιμασία τη σχέση ανάμεσα στις δυο θρησκείες. Έχουν γραφεί βιβλία για τα επόμενα επεισόδια, και για τρία από αυτά έχουμε γράψει: την «Πέτρα της υπομονής» του Atiq Rahimi, «Τα χελιδόνια της Καμπούλ» της Γιασμίνα Χαντρά, και το «Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ» της Όσνε Σάιερστατ. Φοβάμαι ότι το τελευταίο επεισόδιο θα αργήσει.

Monday, January 25, 2010

Αμίν Μααλούφ, Οι φονικές ταυτότητες

Αμίν Μααλούφ, Οι φονικές ταυτότητες, μετ. Θεόφιλος Τραμπούλης, Ωκεανίδα 1999 σελ. 214

Πέρυσι στο παζάρι της Κλαυθμώνος αγόρασα πάνω από 30 βιβλία 150 ευρώ. Δεν θυμάμαι να διάβασα κανένα, και φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω να τα διαβάσω όλα. Φέτος αγόρασα 12 με 50 ευρώ, αλλά είπα ότι θα διαβάσω τα περισσότερα αμέσως, αφήνοντας κάποιες άλλες προτεραιότητες για αργότερα. Ξεκίνησα κατ’ ευθείαν την πρώτη μέρα με τις «Φονικές ταυτότητες» του Αμίν Μααλούφ.
Κάπου είχα δει το βιβλίο του που τον έκανε γνωστό, το «Οι σταυροφορίες από τη μεριά των αράβων», μπορεί και να το έχω αγοράσει και να βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο. Πάντως αυτό εδώ το πέτυχα στην κατάλληλη στιγμή, αφού μόλις είχα τελειώσει το «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων» του Marc Augé (Μαρκ Ωζέ, δεν έχουμε την απαίτηση να είναι όλοι γαλλομαθείς), βιβλίο από το οποίο πρέπει να παρουσιάσω ένα κεφάλαιο στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας που συμμετέχω. Και ένα ζήτημα που συζητάει η κοινωνική ανθρωπολογία, με το οποίο ασχολείται και ο Augé, είναι το ζήτημα της ταυτότητας.
Ο Μααλούφ ίσως είναι ο πιο κατάλληλος για να συζητήσει το πρόβλημα –πολλές φορές είναι περισσότερο πρόβλημα παρά ζήτημα - της ταυτότητας. Με έκπληξη διάβασα στο βιογραφικό του ότι γεννήθηκε «στους κόλπους μιας κοινότητας που ονομάζεται ελληνο-καθολική ή ουνιτική και η οποία, ενώ αναγνωρίζει την εξουσία του Πάπα, μένει ταυτόχρονα πιστή σε ορισμένα στοιχεία από το βυζαντινό τελετουργικό» (σελ. 27). Νόμιζα ότι ήταν μουσουλμάνος. Οι πρόγονοί του, άραβες, είχαν μετακομίσει στο Λίβανο κατά τον τρίτο αιώνα, πριν το Ισλάμ, και είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό. Ξέφυγε από τον εμφύλιο του Λιβάνου και κατέφυγε στη Γαλλία, όπου ζει από τότε. Και θυμάμαι τώρα μια άλλη λιβανέζα, την Venus Khoury Ghata που κι αυτή έφυγε από το Λίβανο και ζει στη Γαλλία, και που από το Λέξημα παρουσιάσαμε το βιβλίο της «7 πέτρες για τη μοιχαλίδα».
Για το πρόβλημα της ταυτότητας γράφει ο Μααλούφ: «Κάθε άνθρωπος, χωρίς καμιά εξαίρεση, διαθέτει μια σύνθετη ταυτότητα∙ αρκεί να θέσει στον εαυτό του ορισμένες ερωτήσεις για να βγάλει στο φως τις ξεχασμένες ρωγμές, διακλαδώσεις που δεν τις είχε υποψιαστεί και να ανακαλύψει πως ο εαυτός του είναι σύνθετος, μοναδικός, αναντικατάστατος» (σελ. 30). Και θυμάμαι που διάβασα, ή άκουσα, δεν θυμάμαι, κάποιον να λέει αυτά περίπου: Τι είμαι λοιπόν; Είμαι λίγο άραβας, λίγο εβραίος, λίγο έλληνας, λίγο λατίνος, δηλαδή είμαι ισπανός. Ο άνθρωπος αναγνώριζε τις «ξεχασμένες ρωγμές και διακλαδώσεις» μέσα του. Μήπως ήταν ό Αλμοδοβάρ;
Άτομα που προέρχονται από δυο ταυτότητες, υποστηρίζει ο Μααλούφ, αντί να επιλέγουν μια από τις δυο, μπορεί να παίξουν το ρόλο κυματοθραύστη-διαμεσολαβητή ανάμεσα στις κοινότητες που ανήκουν, όπως π.χ. ένας που έχει τον ένα γονιό σέρβο-χριστιανό και τον άλλο βόσνιο-μουσουλμάνο.
Ενώ το πρόβλημα της ταυτότητας καταλαμβάνει το αρχικό μέρος του βιβλίου, στη συνέχεια ο Μααλούφ το βλέπει σε συνάφεια με άλλα προβλήματα, όπως το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης. Το παρακάτω απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό για τις αντιλήψεις του:
«Με λίγα λόγια, ο καθένας μας κατέχει δύο κληρονομιές: τη μία, την ‘κάθετη’, του την έχουν αφήσει οι πρόγονοί του, οι παραδόσεις του λαού του, της θρησκευτικής του κοινότητας∙ την άλλη, τον ‘οριζόντια’, του τη δίνει η εποχή του, οι σύγχρονοί του. Κατά τη γνώμη μου, η πιο σημαντική είναι η δεύτερη, και κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο καθοριστική∙ κι όμως, αυτή η πραγματικότητα δεν αντανακλάται στην αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας. Δεν διεκδικούμε την ‘οριζόντια’ κληρονομιά μας, διεκδικούμε την άλλη» (σελ. 137).
Και συνεχίζει πιο κάτω: «Η αλήθεια βέβαια είναι πως διακηρύσσουμε τόσο λυσσαλέα τις διαφορές μας, ακριβώς επειδή είμαστε όλο και λιγότερο διαφορετικοί. Γιατί παρ’ όλες τις συγκρούσεις μας, τις προαιώνιες εχθρότητές μας, κάθε μέρα που περνά αμβλύνει λίγο περισσότερο τις διαφορές μας, αυξάνει λίγο παραπάνω τις ομοιότητές μας» (σελ. 139). Η ενδυμασία, λέει αλλού, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Μου άρεσε πολύ η αντίληψή του για τη γλώσσα. «…σήμερα είναι προφανές πως κάθε άτομο χρειάζεται να μιλάει τρεις γλώσσες. Η πρώτη είναι η γλώσσα της ταυτότητάς του∙ η τρίτη, τα αγγλικά. Μεταξύ των δύο πρέπει υποχρεωτικά να προωθήσουμε τη χρήση μιας δεύτερης γλώσσας, την οποία θα διαλέγει ο καθένας ελεύθερα, και η οποία συχνά, αλλά όχι πάντα, θα είναι μια ευρωπαϊκή γλώσσα… θα είναι η γλώσσα της καρδιάς του, η γλώσσα που θα έχει υιοθετήσει, που θα έχει παντρευτεί, η αγαπημένη γλώσσα…» (σελ. 185).
Όμως ας είμαστε ρεαλιστές. Αν κάποιος δεν παίρνει από ξένες γλώσσες, καλύτερα να ξεχάσει τη «γλώσσα της καρδιάς» και ας προσπαθήσει να βελτιώσει όσο μπορεί τη γλώσσα της διεθνούς επικοινωνίας: τα αγγλικά. Εγώ είμαι πολύγλωσσος, αλλά τα αγγλικά μου είναι στο πιο πάνω επίπεδο, μια και το πρώτο μου πτυχίο είναι το πτυχίο της αγγλικής φιλολογίας. Έχω βέβαια κι εγώ τη γλώσσα της καρδιάς, που είναι τα ισπανικά. Πιστοποιημένα στο επίπεδο intermedio.
Το πιο εκπληκτικό όμως που διάβασα σ’ αυτό το βιβλίο, που, θυμίζω, εκδόθηκε το 1999, είναι το παρακάτω: «Και τίποτε δεν μας εμποδίζει να σκεφτούμε πως μια μέρα θα εκλεγεί μαύρος πρόεδρος στις Ηνωμένες Πολιτείες…» (σελ. 204).
Φαντάζομαι ότι o Μααλούφ δεν φανταζόταν όταν έγραφε αυτές τις γραμμές πως αυτό μπορούσε να γίνει τόσο σύντομα, πριν περάσουν καν δέκα χρόνια.
Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με όλες τις αντιλήψεις του, με όλα τα συμπεράσματά του. Διαβάζω για παράδειγμα:
«Καμία θρησκεία δεν είναι απαλλαγμένη από τη μισαλλοδοξία, αλλά εάν κάναμε τον απολογισμό των δύο ‘αντίπαλων’ θρησκειών, θα παρατηρούσαμε πως το ισλάμ δεν τα πάει και τόσο άσχημα. Εάν οι πρόγονοί μου ήταν μουσουλμάνοι σε μια χώρα κατακτημένη από τα στρατεύματα των χριστιανών και όχι χριστιανοί σε μια χώρα κατακτημένη από τα μουσουλμανικά στρατεύματα, δεν νομίζω πως θα είχαν καταφέρει να ζήσουν επί δεκατέσσερις αιώνες διατηρώντας τη θρησκεία τους. Τι απέγιναν, αλήθεια, οι μουσουλμάνοι της Ισπανίας; Και οι μουσουλμάνοι της Σικελίας; Εξαφανίστηκαν όλοι, μέχρι τον τελευταίο, τους έσφαξαν, τους υποχρέωσαν να εξοριστούν ή να βαπτιστούν με το ζόρι» (σελ. 78) και πιο κάτω:
«Δεν κρίνω, διαπιστώνω μόνο τη μακραίωνη πρακτική συνύπαρξης και ανεκτικότητας, κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής ιστορίας… Πρέπει όμως να συγκρίνουμε ό, τι είναι συγκρίσιμο. Το ισλάμ είχε θεσμοθετήσει ένα ‘πρωτόκολλο ανεκτικότητας’, σε μια εποχή που οι χριστιανικές κοινωνίες δεν ανέχονταν τίποτα» (σελ. 79).
Οι ενστάσεις μου:
Μπορεί να δημιουργηθεί η αντίληψη ότι το ισλάμ εγγενώς είναι μια ανεκτική θρησκεία. Η ανεκτικότητα δεν οφείλεται στο ισλάμ, αλλά στην αυτοκρατορία. Όλες οι αυτοκρατορίες ήσαν ανεκτικές στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατακτημένων λαών όπως η περσική, του Αλέξανδρου και των επιγόνων του, η ρωμαϊκή, η οθωμανική, για να αναφέρω μόνο αυτοκρατορίες που τις ξέρουμε λίγο καλύτερα. Και αυτό βέβαια από υπολογισμό: προσβολή στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατακτημένων σήμαινε εξεγέρσεις και κόστος καταστολής. Όσο για τη μη ανεκτικότητα του χριστιανισμού, και αυτή δικαιολογείται: Πριν λίγο τους έτρωγαν τα λιοντάρια, οι εθνικοί τους δίωκαν αλύπητα, και κάποτε ήλθε η στιγμή να πάρουν εκδίκηση. Και οι φρικαλεότητες της Reconquista δεν είναι συγχωρητέες, αλλά είναι κατανοητές. Όχι, ο χριστιανισμός δεν είναι ανεκτικός, τα χριστιανικά κράτη έγιναν ανεκτικά, στο βαθμό που η επιρροή της θρησκείας στα του κράτους μειώθηκε. Ας μην πάμε μακριά: γιατί στις ταυτότητες δεν αναγράφεται το θρήσκευμα; Επειδή ο χριστιανισμός είναι ανεκτικός;
Η θρησκευτική ανοχή στο ισλάμ εξισορροπούνταν με οικονομική καταπίεση. Δεν ξέρω αν οι μη μουσουλμανικές αυτοκρατορίες είχαν θεσπίσει το χαράτσι για τους μη ομόθρησκους υπηκόους. Το παρακάτω το διάβασα πρόσφατα, στην «Ιστορία του αραβικού κόσμου» νομίζω, που παρουσιάσαμε στο Λέξημα: από τους κατακτημένους λαούς, πολλοί μεταστρέφονταν στον μουσουλμανισμό όχι γιατί πείθονταν για την ανωτερότητά του, ή ότι στην άλλη ζωή, αν ζούσαν ενάρετοι, τους περίμεναν 72 παρθένες, αλλά για να αποφύγουν το χαράτσι. Μάλιστα η μουσουλμανική εξουσία αποθάρρυνε αυτούς τους προσηλυτισμούς γιατί μειώνονταν τα έσοδα του κράτους.
(Και πάλι «οι ρίζες της σύμπτωσης». Μόλις τέλειωσα την βιβλιοκριτική αυτή έπιασα να διαβάσω την τριμηνιαία εφημερίδα «Οι Μεσελέροι», του συλλόγου του ομώνυμου χωριού της επαρχίας Ιεραπέτρας, αριθμός φύλου 39, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 2010. Στο άρθρο «Τουρκοκρητικοί» του Μανώλη Μαυράκη υπάρχουν δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα ξένων περιηγητών. Το πρώτο, του Scevalier, χρονολογείται το 1699. «Την ύπαιθρον χώραν κατοικούσι και καλλιεργούσι οι ιθαγενείς Κρήτες. Τόσον όμως πιέζονται και καταδυναστεύονται υπό των Τούρκων, ώστε πολλοί εξ αυτών, δια να σωθώσι από τα δεινά και από την πληρωμή του χαράτς, είδος κεφαλικού φόρου, αλλαξοπιστούν». Και το δεύτερο, του Pougueville: «Εκατόν χιλιάδες Κρήτες χριστιανοί πλήρωναν το χαράτσι κατ’ αρχάς, αλλά με τόση θηριωδία μετεχειρίσθησαν αυτούς οι τούρκοι κατακτηταί, ώστε πλέον των 60.000 εξ αυτών εξηναγκάθησαν να εξισλαμισθούν». Αυτά για την ανοχή του ισλάμ στις άλλες θρησκείες).
Πέρα από αυτές τις επί μέρους ενστάσεις, το βιβλίο είναι θαυμάσιο. Όχι μόνο για τις θέσεις που προτείνει, αλλά και για το ύφος του, απλό και σαφές, που κάνει την ανάγνωση ιδιαίτερα ευχάριστη. Θα το πρότεινα σε μαθητές, αφενός γιατί αποκτούν μια αρκετά πλήρη εικόνα για προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο σήμερα, και αφετέρου γιατί πολλοί από αυτούς είναι παιδιά μεταναστών, και θα πρέπει να ξεφύγουν από τα ψυχοπαθολογικά διλήμματα της επιλογής ταυτότητας. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι οι ταυτότητες δεν είναι μονόχρωμες, αλλά όπως και οι φωτογραφίες που έχουν αντικαταστήσει τις ασπρόμαυρες στα δελτία ταυτότητας, είναι πολύχρωμες. Εγώ, αποδεχόμενος την οριζόντια κληρονομιά δηλώνω κοσμοπολίτης και διεθνιστής, και αποδεχόμενος την κάθετη, δηλώνω «Έλληνας μα και κρητικός, κατόπιν ευρωπαίος/ Κι ας μου αρπάξαν τα ευρώ, μου έμεινε το…» Έτσι, για να τονίσω την κρητική «υπαγωγή» - λέξη που χρησιμοποιεί συχνά ο Μααλούφ- της ταυτότητάς μου. (Για να μη μου κάνουν πάλι καμιά ΕΔΕ για την ομοιοκαταληξία, δηλώνω ότι η λέξη με την οποία ομοιοκαταληκτεί η μαντινιάδα μου είναι «κλέος»).

Sunday, January 24, 2010

Hypertext: surpassing the limitations of the text

Υπερκείμενο: ξεπερνώντας τους περιορισμούς του κειμένου.
Εισήγηση σε συνέδριο για το hypertext. Αναρτήθηκε και στο Λέξημα

Ανακοίνωση σε συνέδριο που έγινε στο Κάιρο με θέμα «Η λογοτεχνική κριτική στο κατώφλι του αιώνα», στις 20-24 Νοεμβρίου 2000. Δημοσιεύτηκε στα πρακτικά, καθώς και σε τόμο με ξενόγλωσσες εισηγήσεις μεταφρασμένες στα αραβικά. Μετά την ελληνική μετάφραση παραθέτουμε το αγγλικό κείμενο που ανακοινώθηκε.

Hypertext: surpassing the limitations of the text, Literary Criticism at the Threshold of the Century, Proceedings of the Second International Conference on Literary Criticism, Cairo 2000, editor: Ezz Eldin Ismail, Cairo 2003, σελ. 177-186. Επίσης δημοσιεύτηκε και σε αραβική μετάφραση σε τόμο με τις αραβόφωνες εισηγήσεις.

H γραφή θεωρείται ως μια από τις πιο επαναστατικές εφευρέσεις που συνέβησαν στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Διεύρυνε την ανθρώπινη επικοινωνία και διευκόλυνε τη μετάδοση της γνώσης τόσο οριζόντια, από γεωγραφική περιοχή σε γεωγραφική περιοχή, όσο και κάθετα, από γενιά σε γενιά. Χρειάστηκε το πέρασμα κάποιων χιλιετηρίδων πριν συντελεστεί το δεύτερο άλμα με την ανακάλυψη της τυπογραφίας, άρρηκτα συνδεμένης με την Αναγέννηση του δυτικού πολιτισμού. Τώρα, μόλις μερικές εκατονταετίες κατόπιν, βρισκόμαστε μάρτυρες μιας ευρύτερης επανάστασης στο χώρο της πληροφορικής, που δημιουργεί νέα δεδομένα στο χώρο της μετάδοσης της γνώσης και της πληροφορίας. Η επανάσταση αυτή ξεκινάει με τη μορφή του ηλεκτρονικού κειμένου, το οποίο, παρεμπιπτόντως, παύει να «κείται» στις ανοικτές σελίδες ενός βιβλίου πάνω σε ένα τραπέζι ή ένα γραφείο, και «στέκει» όρθιο στην οθόνη του υπολογιστή.
Το πιο εμφανές πλεονέκτημα του ηλεκτρονικού κειμένου είναι η εξοικονόμηση χρόνου. Στην κλασική γραφομηχανή, έστω και ελάχιστες διορθώσεις απαιτούσαν την εκ νέου γραφή του, πράγμα που αποφεύγεται με τους κειμενογράφους των P.C., αποδεσμεύοντας έτσι σημαντικό χρόνο για τον συγγραφέα-ερευνητή.
Το πιο σημαντικό πλεονέκτημα όμως από ερευνητική άποψη είναι ο ίδιος ο χειρισμός του. Για μια γλωσσσολογική ή υφολογική ανάλυση το ηλεκτρονικό κείμενο προσφέρει άπειρα πλεονεκτήματα, μια και με κατάλληλα προγράμματα μπορεί να το χειριστεί κανείς ανάλογα. Ακόμα και με τις δυνατότητες του πιο απλού κειμενογράφου μπορεί να εντοπίσει τη συχνότητα εμφάνισης λέξεων σε ένα κείμενο.
Επίσης, όταν ο ερευνητής έχει να αντιμετωπίσει όγκο κειμένων, με την απλή εντολή του find λέξεων - κλειδιών μπορεί να μεταφερθεί σε αποσπάσματα που τον ενδιαφέρουν. Μου φάνηκε πολύ χρήσιμη αυτή η εντολή σε μια εργασία μου για τον τρόπο περιγραφής της σεξουαλικής πράξης σε κλασικούς συγγραφείς. Ένας γλωσσολόγος θα μπορούσε να μας εκθέσει πληρέστερα τα πλεονεκτήματα που προσφέρει για μια κειμενο-γλωσσολογική μελέτη η ηλεκτρονική του μορφή.
Με την ανάπτυξη της νέας ηλεκτρονικής μορφής, του υπερκειμένου (hypertext), δυνατότητα που προσφέρουν εδώ και τρία χρόνια και οι τελευταίες εκδόσεις του word, σε συνδυασμό με την εξάπλωση του internet, προσφέρονται ακόμη μεγαλύτερες δυνατότητες, τις οποίες δεν θα έπρεπε να αγνοήσει ένας ερευνητής. Οι διακειμενικές «αντοχές» ενός κειμένου διευρύνονται απεριόριστα. Δεν υπάρχουν περιορισμοί στον αριθμό των υποσημειώσεων, καθώς και το μέγεθος των παραπομπών και των παραθέσεων αποσπασμάτων από άλλα κείμενα. Οι βιβλιογραφικές αναφορές μπορούν να μην αποτελούν πια σημάνσεις δρόμων, αλλά τους ίδιους τους δρόμους, τους οποίους μπορεί να περιηγηθεί ο αναγνώστης κατά βούληση, χωρίς περιορισμούς.
Αυτές είναι οι θεωρητικές δυνατότητες που προσφέρει το υπερκείμενο (hyper-text), όμως για την πλήρη τους πραγμάτωση απαιτείται ακόμη πολύς δρόμος.
Το πρώτο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει ο ερευνητής είναι η περιορισμένη διάθεση ηλεκτρονικών κειμένων. Το Gutenberg project, που έχει ξεκινήσει εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, φιλοδοξεί να προσφέρει σε ηλεκτρονική μορφή τα κλασικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Προς το παρόν ένας γλωσσολόγος μελετητής της λογοτεχνίας, για κείμενα που δεν διατίθενται σε ηλεκτρονική μορφή, είναι αναγκασμένος να καταφύγει στην κοπιαστική διαδικασία του σκαναρίσματος. Φανταστείτε όμως τι προσφορά θα ήταν για τον μελετητή της λογοτεχνίας να διαθέτει τα κείμενα κλασικών λογοτεχνών σε προγράμματα όπως το mousaios, το οποίο περιέχει όλα τα κείμενα της ελληνικής γραμματείας, με κατάλληλα εργαλεία αναζήτησης
Και ενώ το Σχέδιο Gutenberg καλύπτει κυρίως κλασικά λογοτεχνικά αριστουργήματα, δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα που να φιλοδοξεί να καλύπτει για παράδειγμα τα κλασικά κείμενα της θεωρίας της λογοτεχνίας, των ρώσων φορμαλιστών, της νέας κριτικής, του γαλλικού δομισμού, κ.λπ.
Και εδώ βέβαια το ζητούμενο δεν είναι να προσφερθούν μόνο τα κείμενα αυτά σε ηλεκτρονική μορφή, αλλά και κάθε είδους σχετικά κείμενα, και προφανώς σε όλους τους γνωστικούς τομείς και όχι μόνο σε εκείνους που ενδιαφέρουν το παρόν συνέδριο. Και όχι βέβαια για να υποστούν γλωσσο - υφολογικές αναλύσεις, αλλά απλά για να έχουν όλοι οι ερευνητές εύκολη πρόσβαση σ'A αυτά. Και τονίζουμε το εύκολη, γιατί οι θεωρήσεις χρονικής απώλειας στην αναζήτηση μιας βιβλιογραφίας πάντα βαραίνουν το τελικό αποτέλεσμα μιας έρευνας. Με δεδομένο ότι η σημαντικότερη βιβλιογραφία βρίσκεται σε βιβλιοθήκες των αγγλοσαξωνικών χωρών, συνάδελφοι ερευνητές περιφερειακών χωρών όπως είναι η Αίγυπτος και η Ελλάδα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.
Και όσον αφορά τα περιοδικά, τα προβλήματα δεν είναι ανυπέρβλητα. Συχνά τα περιοδικά είναι επιχορηγούμενα, και οι θεωρήσεις κέρδους έχουν μικρή μόνο θέση στην έκδοσή τους. Έτσι είναι πολύ πιο εύκολο να γίνονται προσβάσιμα σε ηλεκτρονική μορφή. Μάλιστα με δεδομένο το κόστος μιας έκδοσης, η ηλεκτρονική μορφή έκδοσης είναι προσφορότερη. Το ελληνικό περιοδικό, πολιτικής κυρίως ύλης, με τον ρώσικο τίτλο «Σαμιζντάτ» εκδόθηκε πριν από πέντε περίπου χρόνια παράλληλα σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, για να κλείσει κάποια στιγμή γιατί δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα έξοδα της έντυπης έκδοσης. Τέτοιο πρόβλημα ασφαλώς δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει ένα αμιγώς ηλεκτρονικό περιοδικό όπως το Comparative Literature and Culture Web Journal, που βρίσκεται στη διεύθυνση......
Το πρόβλημα είναι πιο σοβαρό σε σχέση με τα βιβλία. Ένας εκδότης επενδύει χρήματα με στόχο το κέρδος. Έτσι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε είναι να χάσει πιθανούς αγοραστές ενός βιβλίου, επειδή αυτοί θα το «κατέβαζαν» από κάποιο site στο internet. Οι μπεστ-σελλερίστες λογοτέχνες μάλλον θα είχαν μια παρόμοια στάση.
Εδώ μπορούν να υπάρξουν κάποιες λύσεις. Μια απ'A αυτές θα ήταν να παίρνει ο εκδότης μια εφάπαξ αποζημίωση από κάποιο φορέα, κυβερνητικό ή μη, για να διαθέσει την ηλεκτρονική μορφή του βιβλίου σε κάποια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. Μια άλλη θα ήταν σε ένα δικό του site να επιτρέπει την πρόσβαση επ'A αμοιβή. Με τις πιστωτικές κάρτες η διαδικασία θα ήταν σχετικά εύκολη. Μπορώ να φανταστώ ακόμα την εξής λύση: εφόσον εξαντληθεί η έκδοση του βιβλίου και δεν μπορεί να γίνει η αγορά του μέσω ενός βιβλιοπωλείου στο internet, να εξαναγκάζεται ο εκδότης, εφόσον δεν σκοπεύει να το επανεκδώσει ή για όσο διάστημα είναι εξαντλημένο, να το διαθέτει σε μια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη, δική του ή κάποια άλλη, επιτρέποντας την πρόσβαση σ'A αυτό επ'A αμοιβή ή όχι. Και, φυσικά, για τους ερευνητές θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα αγοράς της ηλεκτρονικής μορφής με τη μορφή ενός cd.
Εξάλλου η ηλεκτρονική μορφή ενός μυθιστορήματος σε ένα site θα αποτελούσε μια ζωντανή διαφήμισή του. Διαβάζοντας μερικές ηλεκτρονικές σελίδες ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να παραγγείλει την έντυπη έκδοση, μια και, όπως είναι γενικά παραδεκτό, διαβάζεται πιο άνετα από ότι η ηλεκτρονική, ειδικά σε μέρη όπως καλοκαιρινές παραλίες, πάνω σε φουσκωτά στρώματα.
Ας μην είναι όλο το μυθιστόρημα προσβάσιμο, τουλάχιστον ας είναι εκτενή αποσπάσματα, αρκετά ώστε να δημιουργηθεί το απαραίτητο σασπένς, ώστε ο αναγνώστης να το αγοράσει στο τέλος. Αυτό αποτελεί ήδη μια τακτική που ακολουθείται κυρίως στο χώρο των εφημερίδων και των περιοδικών, όπου αρκετά απ'A αυτά διαθέτουν δικά τους sites με ένα σημαντικό μέρος της ύλης τους διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή.
Η ηλεκτρονική μορφή θα έκανε προσιτή επίσης μια βιβλιογραφία ελασσόνων εθνικών γλωσσών με τη μετάφρασή τους στη σημερινή Lingua Franca, την αγγλική, που να είναι προσβάσιμη μέσω internet. Αυτό θα διευκόλυνε τη διεθνή επικοινωνία των ερευνητών. Φαντάζομαι ότι αξιολογότατα επιστημονικά άρθρα θα γράφονται στα κινέζικα ή τα Ιαπωνικά, τα οποία θα ενδιέφεραν τους δυτικούς επιστήμονες, και με ενδιαφέρον θα αναζητούσαν αγγλικές μεταφράσεις τους σε κάποια sites.
Όσον αφορά τους βιβλιογραφικούς οδηγούς, η ηλεκτρονική μορφή είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση. Ένας έντυπος βιβλιογραφικός οδηγός είναι ήδη ξεπερασμένος πριν ακόμη τεθεί σε κυκλοφορία, γιατί καινούριοι τίτλοι δεν εμπεριέχονται σ'A αυτόν. Μόνο ένας ηλεκτρονικός οδηγός, προσβάσιμος μέσω internet, θα μπορούσε να αναπτύξει το πλήρες δυναμικό του, προσφέροντας και στον πιο απομακρυσμένο γεωγραφικά επιστήμονα την πιο πρόσφατη βιβλιογραφική ενημέρωση. Έχουμε φυσικά υπόψη μας τον πληρέστερο ίσως βιβλιογραφικό οδηγό για την Συγκριτική Λογοτεχνία που βρίσκεται στο site ......
Από εδώ και πέρα περνάμε στο χώρο του οραματισμού. Ο βιβλιογραφικός αυτός οδηγός μπορεί να εμπεριέχει και τα sites όπου θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς την βιβλιογραφία αυτή, καταχωρημένη σε ηλεκτρονική μορφή. Μπορεί να φανταστεί κανείς το τεράστιο επιστημονικό κέρδος για οποιαδήποτε ερευνητική δουλειά.
Το hypermedia είναι μια μορφή hypertext. «When hypertext content extends to digitized sound, animation, video, virtual reality, computer networks, databases, etc., it is referred o as hypermedia», μας ορίζει περιεκτικά τον όρο ο Michael Joyce. O George P. Landow θεωρεί τη διαφορά αμελητέα, και γι αυτό χρησιμοποιεί «the terms hypermedia and hypertext interchangeably».
Σε επιστήμες όπως η θεατρολογία τα πλεονεκτήματα είναι ιδιαίτερα εμφανή. Σε ένα κείμενο θεατρολογίας αυτό που μπορεί μέχρι τώρα να παρουσιαστεί ως illustration είναι φωτογραφίες από μια παράσταση, ενώ σε ένα κείμενο, γραμμένο σε hypertext μπορούν να παρουσιαστούν ολόκληρα αποσπάσματα. Προσωπικά αντιμετωπίζω το πρόβλημα με εισαγωγικά κείμενα για την Όπερα του Πεκίνου για τον έλληνα αναγνώστη. Πολλοί δεν έχουν δει καθόλου Όπερα του Πεκίνου, οπότε όχι μόνο οι λέξεις, αλλά ακόμη και οι φωτογραφίες θα έδιναν πολύ αμυδρή εικόνα για το τι πραγματικά είναι. Η πρωτότυπη εκφορά του λόγου καθώς και η μουσική αποτελούν δυο από τις πιο σημαντικές διαστάσεις της Όπερας του Πεκίνου, και δεν μπορούν να δοθούν με τα κλασικά μέσα του έντυπου κειμένου, ακόμη και του ηλεκτρονικού. Μόνο τo hypermedia θα έλυναν το πρόβλημα.
Μέχρι τώρα αυτή τη διάσταση του υπερκειμένου τη βλέπαμε σε hypermedia εφαρμογές, σε ηλεκτρονικές εγκυκλοπαίδειες, κ.τ.ό. Θα πρέπει η χρήση του να διευρυνθεί, και το υπερκείμενο να γίνει μια αποδεκτή μορφή επιστημονικής αρθρογραφίας. Αυτό φαίνεται ολότελα απαραίτητο στον τομέα του κινηματογράφου, ο οποίος, ως τελευταία, έβδομη τέχνη, κάνει και τελευταίος την είσοδό του στα Πανεπιστήμια και τα άλλα ερευνητικά ιδρύματα. Κάθε λόγος περί κινηματογράφου, χωρίς συνοδεία ήχου και εικόνας, είναι ένας φτωχός λόγος. Το ίδιο θα έλεγα ότι ισχύει και για το θέατρο. Οπωσδήποτε για το ασιατικό, που είναι ένα Gesamtkunstwerk, ένα συνολικό έργο τέχνης, όπως οραματίστηκε τις όπερές του ο Βάγκνερ, και λιγότερο για το δυτικό, όπου συχνά ο όρος δραματουργία και θέατρο χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι. Τα καινούρια περιοδικά στο χώρο του κινηματογράφου και του θεάτρου, καθώς βέβαια και στο χώρο της μουσικής, θα είναι με τη μορφή hypermedia cd. Αυτό θα είναι το πρώτο βήμα. Το επόμενο θα είναι η τοποθέτησή τους σε web sites, για ευκολότερη πρόσβαση σε όλους τους ενδιαφερόμενους, ερευνητές και μη.
Οι εφαρμογές των hypermedia που έχουμε μέχρι σήμερα είναι πολυάριθμες. Οι hypermedia εγκυκλοπαίδειες έχουν κατακτήσει την αγορά, καθώς και εκπαιδευτικά cd πάνω σε ένα σωρό θέματα, από αστρολογία μέχρι βιολογία. Ο αριθμός των ηλεκτρονικών λεξικών αυξάνεται καθημερινά, με αποδέκτες τόσο μαθητές, με ενσωματωμένη την προφορά, όσο και ερευνητές, οι οποίοι συνήθως δουλεύουν στο P.C. και ένα ηλεκτρονικό λεξικό τους διευκολύνει περισσότερο από ότι ένα έντυπο. Τσεκάροντας άγνωστες λέξεις που συναντάω στο Ίντερνετ, με ένα απλό συνδυασμό πλήκτρων από το πληκτρολόγιο έχω τη μετάφραση στην οθόνη μου. Το ίδιο διευκολύνονται και οι μεταφραστές, οι οποίοι μπορούν να δουλεύουν καλύτερα έχοντας το προς μετάφραση κείμενο στην οθόνη του υπολογιστή τους. Αυτό κάνω κι εγώ αυτή τη στιγμή που γράφω, μεταφράζοντας την εισήγησή μου από τα ελληνικά στα αγγλικά, για να διαβαστεί σ'A αυτό το συνέδριο.
Εκπαιδευτικά cd για την εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι επίσης πολύ διαδεδομένα, με αναδρασιακές δυνατότητες ελέγχου του μαθητή τόσο στο γραπτό όσο και στο προφορικό επίπεδο. Ανάλογα εκπαιδευτικά cd εκδίδονται και για άλλους γνωστικούς τομείς, μαθηματικά, φυσική, κ.λπ., που αν δεν υποκαθιστούν πλήρως, πάντως διευκολύνουν τα μέγιστα τον εκπαιδευτικό στο διδακτικό του έργο. ( να γράψω για γιαπωνέζικα και κινέζικα).
Τα εκπαιδευτικά cd δεν πρέπει να αφήνονται μόνο στα χέρια των ειδικών. Οραματιζόμαστε ένα εγγύς μέλλον όπου, έστω εις βάρος της θεαματικότητας, της πολυπλοκότητας και του εξεζητημένου, ο εκπαιδευτικός θα μπορούσε να παράγει σε cd το δικό του εκπαιδευτικό υλικό, με τη γλώσσα ενός απλού κειμενογράφου με δυνατότητες html, ή ενός σχετικά εύκολου προγράμματος όπως το powerpoint, και όχι ενός σοφιστικέ εργαλείου για επαγγελματίες όπως είναι το toolbook (χωρίς να αποκλείεται κι αυτό), με δεσμούς (links) για πληροφοριακό υλικό στο internet, εποπτικό υλικό, ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών ή άλλου είδους, κ.λπ., ώστε να ελέγχει τον βαθμό εμπέδωσης από τους μαθητές. Υπάρχει ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα σ'A αυτό, το οποίο εντοπίζει ο George P. Landow: «By giving an additional means of expression to those people shy or hesitant about speaking up in a group, electronic conferencing, hypertext, and other similar media shift the balance of exchange from speaking to writing...». Και με το ηλεκτρονικό γράψιμο, λύνεται και το πρόβλημα της κακογραφίας των μαθητών, ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζω εγώ κι ο γιος μου.
Μέχρι να διευρυνθεί η εκπόνηση προγραμμάτων για εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής, η χωρητικότητα των cd θα έχει αυξηθεί, χωρώντας περισσότερο πληροφοριακό υλικό, απαραίτητο για χρήση εικόνας και ήχου σε συναφή γνωστικά αντικείμενα.
Και ενώ η επιμόρφωση των σημερινών ερευνητών αφήνεται συνήθως στον πατριωτισμό τους, δεν πρέπει να συμβεί το ίδιο και με τους αυριανούς επιστήμονες. Πρέπει να εκπονηθούν πανεπιστημιακά εκπαιδευτικά προγράμματα πάνω στις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής, προγράμματα υποχρεωτικά και όχι μόνο με τη μορφή προαιρετικών σεμιναρίων, όπως τα βλέπω να γίνονται σήμερα στην πατρίδα μου, σε όλα τα πανεπιστημιακά τμήματα και όχι μόνο εκείνα των θετικών κατευθύνσεων. Δεν νομίζω ότι οι συνάδελφοι των ανθρωπιστικών σπουδών τρέφουν μια έμφυτη απέχθεια για τις νέες τεχνολογίες, απλά έρχονται σε επαφή μ'A αυτές κάπως καθυστερημένα, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται αυτή η επαφή. Μεταφέρω όπως καταλαβαίνεται μια προσωπική μου εμπειρία από τον Ελλαδικό χώρο, αλλά τα πράγματα φαντάζομαι είναι λίγο πολύ παντού το ίδιο.
Ένας πρώτος στόχος που θα διευκόλυνε προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η δημιουργία μιας ηλεκτρονικής βιβλιοθήκης και ενός ηλεκτρονικού περιοδικού για κάθε πανεπιστημιακό τμήμα. Ακόμη θα πρέπει να υπάρχει ηλεκτρονικό περιοδικό όπου να καταχωρούνται φοιτητικές εργασίες, όχι μόνο σε μεταπτυχιακό, αλλά και σε προπτυχιακό επίπεδο. Κάποιες απ'A αυτές πιθανόν να εμπεριέχουν σημαντικό πληροφοριακό υλικό.
Τα χρηματιστήρια παγκόσμια δείχνουν το δρόμο. Μόλις πριν από ένα χρόνο ολοκληρώθηκε η διαδικασία αποϋλοποίησης των μετοχών στην πατρίδα μου. Η άυλη μορφή προκρίθηκε λόγο της ευκολίας χειρισμού. Με παρόμοιο τρόπο υπόκειται πιο εύκολα σε χειρισμό και σε διάδοση η άυλη μορφή ενός κειμένου, η ηλεκτρονική του μορφή, και γι αυτό οι έντυπες μορφές θα πρέπει σταδιακά να αντικατασταθούν από τις ηλεκτρονικές. Τα scanner και τα προγράμματα ocr (optical character recognition) αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Θα ήθελα τέλος να σχολιάσω τις νέες δυνατότητες που προσφέρει το υπερκείμενο στον τομέα της λογοτεχνίας. Ενθουσιώδεις ερευνητές θεωρούν ότι έχει συντελεστεί μια επανάσταση στον τρόπο γραφής των λογοτεχνικών έργων. Κατ'A αρχήν εφαρμόζεται πλήρως η αρχή της πολυφωνικότητας (multivocality) που εντόπισε ο M. Bachtin στα έργα του Ντοστογιέφσκι. Εδώ φαίνεται να πραγματώνεται και η επιθυμία του Michel Foucault «for the free circulation, the free manipulation, the free composition, decomposition and recomposition of texts». Η αντίληψη του Jean Francois Lyotar για τον μεταμοντερνισμό, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι η κατάργηση της ιεραρχικής σχέσης και η ισοτιμία των μερών ενός συνόλου, εφαρμόζεται σε πειραματική λογοτεχνία γραμμένη σε hypertext, με την κατάργηση της γραμμικότητας της ανάγνωσης και της ελεύθερης περιπλάνησης στα μέρη του έργου, ακολουθώντας τους ανάλογους δεσμούς (links). Ακόμη η αντίληψη περί δικτύου που υποστηρίζει ο Roland Barthes στο S/Z και η ενεργητική σχέση του αναγνώστη με το υπερκείμενο πραγματώνει το ιδανικό του για scriptible - writable (σε αντίθεση με τα lisible - readable) κείμενα, όχι μόνο με την έννοια ότι απαιτούν και προϋποθέτουν ένα επαρκή, ενεργητικό αναγνώστη, αλλά ένα συν-συγγραφέα, ο οποίος σχολιάζει, υπομνηματίζει και εμπλουτίζει το κείμενο με καινούριους δεσμούς για τους μελλοντικούς συν-συγγραφείς.
Δεν θα συμμεριστώ τέτοιους ενθουσιασμούς. Δεν θα αναφερθώ στην προσωπική μου εντύπωση για την αισθητική ποιότητα τέτοιων έργων στα οποία «περιπλανήθηκα» στο internet, αλλά απλά στην απογοήτευσή μου κάθε φορά που βρισκόμουνα μπροστά σε ανενεργούς δεσμούς. Ήταν σαν να διάβαζα βιβλίο με σχισμένες σελίδες. Αυτό που ο Silvio Gaggi λέγει για το «Afternoon, a story» (1987) του Michael Joyce πρέπει να είναι μια συνηθισμένη εμπειρία. «Μερικές φορές οι lexias (“blocks of signification” and “units of reading” ορίζει τον όρο ο Ρολάν Μπαρ στο S/Z ) συνδέονται με τέτοιο τρόπο που δεν βγαίνει νόημα, ή, αν βγαίνει, είναι ένα πολύ περίεργο νόημα». v
Η λογοτεχνία ως πρόσληψη είναι μια ενασχόληση στον ελεύθερο χρόνο, και οι περιορισμοί της οθόνης είναι σημαντικοί. Αμφιβάλλω αν τα ηλεκτρονικά βιβλία θα βρουν πολλούς ένθερμους θιασώτες. Η κατάργηση της γραμμικότητας της αφήγησης είναι ένας ενδιαφέρον πειραματισμός, που ίσως μείνει χωρίς συνέχεια, όπως οι μοντερνιστικοί πειραματισμοί και το nouveau roman. Το κοινό προς το παρόν είναι δέσμιο της γραμμικότητας της κινηματογραφικής αφήγησης, χωρίς να φαίνεται ότι ενοχλείται (αν και στην τηλεόραση έχουμε την εντελώς μεταμοντέρνα κατάσταση του zapping). Ακόμη δεν χρησιμοποιεί τις δυνατότητες περιπλάνησης του έντυπου κειμένου. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε κεφάλαια, αλλά κανείς δεν διανοείται να τα διαβάσει σκόρπια, επιλέγοντας ως ενεργητικός αναγνώστης ποια να διαβάσει πρώτα και ποια μετά. Πιθανώς υπάρχουν κεφάλαια που θα μπορούσαν να διαβαστούν εξίσου καλά με οποιαδήποτε σειρά, γιατί όμως να πειραματιστούμε και να μην ακολουθήσουμε τη σειρά που μας υπέδειξε ο συγγραφέας;
Θα μπορούσαμε ακόμη σε ένα μυθιστόρημα να διαβάσουμε πρώτα το τέλος του. Αν πρόκειται για έργο με unhappy end, δημιουργείται μια διαφορετική πρόσληψη. Η γνώση της τραγικής μοίρας των ηρώων μας γεμίζει με τα αισθήματα φόβου και ελέου, όπως μια παράσταση τραγωδίας. Η αγωνία για το τι θα συμβεί στους ήρωες μετατρέπεται σε αγωνία για το πώς οδηγήθηκαν στην τραγική τους κατάληξη. Και ενώ προσωπικά προτιμώ αυτή την τραγική δομή στο μυθιστόρημα, που την διαθέτουν αρκετά μυθιστορήματα, δεν διανοήθηκα ποτέ να διαβάσω ένα μυθιστόρημα ξεκινώντας από το τέλος.
Πιστεύω ότι ακόμη κι αν το hypertext μας δώσει τον καινούριο «Οδυσσέα», θα μείνει χωρίς συνέχεια. Για τον θεωρητικό της αναγνωστικής πρόσληψης θα μπορούσε να αποδειχθεί εργαλείο, επισυνάπτοντας π.χ. ένα ερωτηματολόγιο σε ένα ηλεκτρονικό κείμενο προσβάσιμο μέσω internet, που θα τον βοηθούσε να σχηματίσει μια εικόνα της πρόσληψης του εν λόγω κειμένου. Ίσως να μπορούν να γίνουν και άλλες παρόμοιες, ειδικές χρήσεις του hypertext μέσω internet, που μου είναι δύσκολο να τις φανταστώ αυτή τη στιγμή. Γενικά πάντως πιστεύω ότι το hypertext αποτελεί κυρίως ένα πολύτιμο εργαλείο για τον ερευνητή ή τον σπουδαστή, ώστε, μέσω internet, να έχει αφενός πρόσβαση σε πληροφορίες, και αφετέρου η πρόσβαση αυτή να είναι ταχύτατη. Σαν ένας νέος τρόπος λογοτεχνικής γραφής, μάλλον δεν θα έχει μεγάλη επιτυχία.

Σημειώσεις

i Michael Joyce, Of two minds. Hypertext Pedagogy and Poetics, The University of Michigan Press, 1996, σελ. 21.
ii George P. Landow, Hypertext 2.0 The convergence of Contemporary Critical Theory and Thechnology, The John Hopkins University Press, 1997, σελ. 3.
iii Ο.α. σελ. 227
iv Silvio Gaggi, From Text to Hypertext, University of Pennsylvania Press, 1998, σελ. 58.
v O.α. σελ. 125

Βιβλιογραφία

1. George P. Landow, Hypertext 2.0 The convergence of Contemporary Critical Theory and Thechnology, The John Hopkins University Press, 1997
2. Michael Joyce, Of two minds. Hypertext Pedagogy and Poetics, The University of Michigan Press, 1996
3. Silvio Gaggi, From Text to Hypertext, University of Pennsylvania Press, 1998

Hypertext: surpassing the limitations of the text

Babis Dermitzakis



Writing is considered as one of the most revolutionary inventions which has ever come about in the course of human civilization. It has widened human communication and facilitated the transmission of knowledge, from place to place and from generation to generation. A few millennia passed before the second major invention took place; that of printing, closely connected with the «Renaissance» of western civilization. Now, just a few hundred years later, we are witnessing a new revolution taking place in the domain of computer technology, which creates new data regarding transmission of knowledge and information. This revolution starts with electronic text, which stops being «kimenon», that is, in the Greek meaning of the word, lying on the pages of a book open on a table or a desk, and «stands» on the screen of a monitor.
The most evident advantage of electronic text is the saving of time. In a typewriter, even the slightest corrections demanded a repeat typing, which is avoided when writing on a P.C. The time saved this way is very precious for every researcher.
What is, however, more important is its manageability. Electronic text is greatly advantageous for a researcher undertaking a linguistic or stylistic analysis, since, using appropriate tools, he can treat it as he wishes. Even with the most elementary word processor one can, for example, determine the frequency of occurrence of certain words in a text.
Furthermore, when the researcher has a lot of texts to examine, he can, with the simple command «find», locate passages he is interested in. I found this command especially useful in one of my own researches, on how classical writers described the sexual act. A linguist could demonstrate even more thoroughly the advantages that the electronic form of a text offers for a text-linguistic analysis.
With the evolution of the new electronic form of writing, i.e. hypertext, in connection with the expansion of Internet, even more possibilities are created, which cannot be overlooked. The «intertextual capacity» of a text is considerably widened. The number of footnotes and quotations can be unlimited, as well as their volume. Bibliographical references are no more indexed to paths, but the paths themselves, where the reader can wander, with no restrictions.
These are the major advantages hypertext offer, but a lot still needs to be done before they are fully realized
The first problem a researcher encounters is the limited number of electronic texts. The Gutenberg project has the ambition to offer in an electronic form the major works of world literature, and has so far done a marvelous job. For the time being a linguist researcher is obliged to scan texts not available in electronic form. You can imagine how helpful it would be for a scholar to have all these masterpieces in a cd like «Mousaios», which contains all the Greek texts with appropriate research instruments.
While the Gutenberg project has undertaken the schedule to present in electronic form all the literary masterpieces, there is nothing similar concerning texts on literary theory, like the works of Russian formalists, New Criticism, Structuralism and Post-structuralism, etc.
What is actually needed in not only these texts, but all the texts in this field, of primary interest for the participants of this Congress, and in any other discipline as well. Every one interested should have quick access to any material he wants, this must be the ultimate goal. This should greatly enhance a research process. For the time being, given that the most important works are in libraries in English speaking countries, researchers living in the periphery, like Greece and Egypt, are obviously at a great disadvantage.
As regards to periodicals, problems are easy to overcome. They are usually subsidized, so that matters of profit account little. Therefore it is much easier for them to appear in electronic form in a site on the Internet, at a considerably lower cost. A Greek, mostly political, journal with the Russian title «Samizdat» appeared a few years ago, both in electronic and printed form. It couldn'At cope with the cost of the printed form, so its publication ceased after a few months. The «Comparative Literature and Culture web journal», on the contrary, is not very likely to face such a problem.
Regarding to books, the problem is most serious. A publisher invests money, aiming at profit. So he is very unwilling to lose possible customers, buyers of a book, who could download it from the Internet. Best - seller writers are very unlikely to see the matter differently.
There can be certain solutions to this problem. The publisher, for example, could be paid by an institution, governmental or non governmental, to offer his book for its electronic library. He could also have his own site, from where one could download it on payment. Paying with a credit card is an easy and rapid solution. He could also be forced, if the book is sold out and not reprinted, to have it accessible in a site.
The electronic form of a novel in a site would be a lively advertisement for it. Since printed text is easier to read, especially in summer vacations lying on the beach or on a mattress, Internet surfers would thus be prompted to buy it.
Let not the whole novel be accessible, just a part of it. I should recommend the greatest part, so that suspense is created, leaving its readers eager to know the end.
Readers could familiarize themselves with literary works of minor languages, if these are translated into the contemporary Lingua Franca, English, and placed on an Internet site, instead of being published, which would cost a lot. I suppose that quite interesting articles are written by Chinese and Japanese researchers, which would be of great interest to Westerners, who would eagerly look forward to an English translation of them on an Internet site.
As regards to bibliographical guides, the electronic form is the best solution. A printed bibliographical guide is already outdated, even before being published, since a lot of new titles are not included. Only an electronic guide, accessible on the Internet, could develop its full potential, offering even to the most distant researcher the most recent bibliographical information, since it is easy to update very often.
This bibliographical guide should ideally include the sites where all its entries are accessible. But we can foresee its occurrence in the near or distant future.
Hypermedia is a form of hypertext. «When hypertext content extends to digitized sound, animation, video, virtual reality, computer networks, databases, etc., it is referred to as hypermedia», Michael Joyce defines the term.1 George P. Landow considers the difference minor, so he uses «the terms hypermedia and hypertext interchangeably».2
For theatrology the advantages of hypermedia are enormous. In a theatrological text the most we can see is photographs of a performance, while the same text written in hypertext can include whole parts of the performance. I am facing this problem with an introductory book I am working on, concerning Japanese and Chinese theater. A lot of potential Greek readers have never seen a relevant performance, and pictures are a poor substitute. The original chanting and the music would be wholly missed. I am considering the idea of accompanying the book with a hypermedia form of it, containing excerpts from actual performances.
Hypermedia is mostly used in educational applications, electronic encyclopedias, etc. The use of hypermedia should be widened, and be an accepted form of scientific writing. This seems quite necessary in the cinema, which, as the last, seventh art, has only recently entered universities (In Greece, not yet). We can'At talk meaningfully about the cinema, without presenting at the same time videos.
Not only on cinema, but on theater as well, especially Asian theater, which is a Gesamtkunstwerk, like Wagner'As operas, a work of art where no element has pre-eminence, unlike western theater with the domineering text, where the word «dramaturgy» is almost synonymous to theater. The new journals on the cinema, theater and music will have the form of hypermedia cd. The next step will be their placement in web sites, accessible for everyone interested in it.
The applications of hypertext are increasing day by day. Hypermedia encyclopedias and other forms of educational cd on various disciplines, from astrology to biology, are quite widespread. The number of electronic dictionaries is increasing more and more, from every language to every language, some with embedded pronunciation. The electronic dictionary is particularly convenient when working on a P.C. I check every unknown word I encounter on the Internet, and with a simple combination of keys on my keyboard I find its translation. At this very moment I am consulting it, translating into English the Greek version of my presentation, having both texts on the screen simultaneously.
Educational cds to learn a foreign language are also very widespread, with smart quizes, feedback to check the pronunciation, etc., as I had the chance to notice once studying Japanese from a cd.
I abandoned the study of Japanese, but went on with Chinese. I have always been weak in spelling, so I gave up any effort trying to write in Chinese. Fortunately very sophisticated word processors came to my help. Now I can, writing the pinyin transcriptions of the Chinese ideograms, convert them into ideograms on the screen of my monitor.
Not only this. Every Chinese ideogram (something like a syllable) has one of the four tones characterizing the language. Another tone means, grossly, another word. With a simple command I can place the appropriate tones on all ideograms on texts I have downloaded from the Internet, which makes it quicker to look up unknown words in a dictionary.
Educational cds should not be only in the domain of experts. We hope that in the future the teacher should be able with simple tools like word or powerpoint to create his own educational cds, adapted to the needs of his students. Not complex and sophisticated, but nonetheless working. Some could have been able to handle more complex tools like toolbook. Giving feed back opportunities to his students, with multiple choice questionnaires for example, the teacher can check how well they have assimilated the educational material. This means something more than simply saving time with an oral examination. As George P. Landow has put it, «By giving an additional means of expression to those people shy or hesitant about speaking up in a group, electronic conferencing, hypertext, and other similar media shift the balance of exchange from speaking to writing...»3 Electronic writing also solves the problem of bad handwriting, one of the problems my son inherited from me.
While researchers'A training is usually left to themselves, this shouldn'At be done with the students. Training programs on new computer technologies should be scheduled in universities, obligatory and not optional to all students, for all disciplines. Unfortunately this is what is happening in Greece, and I am afraid in many other parts of the World. A first step to be made is the creation of an electronic library and the publication of an electronic journal in every university department. Some contributions of graduate and undergraduate students alike could be of great importance to many people.
The stock market is showing the way. Last year the process of «dematerialization» of the shares was completed in my country. No more papers, useful only as wallpaper in cases of a crash. The new shares are bytes in hard disks. They are considered more easy to manage. The same applies to text. Its dematerialized form, the electronic form, is more easy to manage. Scanner and Optical Character Recognition programs (ocr) are the proof.
Finally I would like to comment on the new possibilities opened up by hypertext in the domain of literature. Enthusiastic researchers think that a revolution is taking place in the way of writing a literary work. First of all, Mikhail Bachtin'As principle of multivocality seems to be wholly applied here. Michel Foucault'As desire «for the free circulation, the free manipulation, the free composition, decomposition and recomposition of texts»4 also seems to be realized here. Jean-Francois Lyotard'As conception of post-modernism, one of the major characteristics of which is the abolition of hierarchy and the equal value of the parts of a whole, seems to be realized in experimental literary works written in hypertext, with the abolition of linearity of reading and the free wandering in the parts of the work, following appropriate links. The conception of the net advocated by Ronald Barthes in his work «S/Z» as well as the active relation of the reader with hypertext, realizes his ideal of the scriptible - writable texts in opposition to lisible - readable texts, not only in the sense that they demand an active, effectual reader, but a co-writer (the borders between reader and writer are obscure) who comments and enriches the texts with new links for the future co-writers.
I shall not share such enthusiasms. I shall not refer to my personal impressions of the works I visited on the Internet, but to my disappointment every time I encountered dead links. It was like reading a book with torn pages. What Silvio Gaggi says about Michael Joyce'As «Afternoon, a story» (1987), must also be a very common experience: «Sometimes lexias get linked in ways that don'At make sense or, if they do, it may be a strange sense that they make».5
Literature, as reception, is a leisure time occupation, and monitors are restricting. I greatly doubt if electronic books, lately advertised, will find many adherents. The abolition of the linearity of narration is an interesting experiment, which may be without succession, like the experiments of modernism and nouveau roman. The audience is, for the time being, bound to the linearity of movie - narration, without seeming to be annoyed. (In TV, however, we have the quite post-modern condition of zapping). They also do not make use of the wandering possibilities offered by a printed text. A novel is separated in chapters, but nobody likes to read them at random. Possibly there are chapters which could be read equally well irrespective of the order of their reading, but why should we choose another path than the one shown to us by the writer?
It is also possible to read the end of a novel first, and then the beginning. If it is an unhappy end, we have a different reception. Knowing the tragic fate of the heroes, we are filled with feelings of horror and compassion, «fovos» and «eleos», as when we watch a performance of a Greek tragedy. The suspense of what is going to happen to the heroes, turns into the suspense of how they managed to have such a tragic end. I personally like this tragic structure in novel, but it has never passed through my mind when reading a novel to start from the end.
I believe that even if hypertext gives us a new «Odysseus», it will be without succession. On the contrary, for the researcher on the field of reception'As aesthetics hypertext could be a useful instrument, attaching for example a questionnaire to an electronic text accessible through the Internet, which would help him to know the response of the readers to it. Some other similar uses of hypertext seem possible. Hypertext is chiefly useful for the researcher and the student, on the one hand to gain access, through the Internet, to information and texts, and on the other hand to do this very rapidly. As a new means of literary writing, possibly it will have no great success.

notes

1Michael Joyce, Of two minds. Hypertext Pedagogy and Poetics, The University of Michigan Press, 1996, σελ. 21.
2 George P. Landow, Hypertext 2.0 The convergence of Contemporary Critical Theory and Technology, The John Hopkins University Press, 1997, σελ. 3.
3 O.p. p. 227.
4 Silvio Gaggi, From Text to Hypertext, University of Pennsylvania Press, 1998, σελ. 58.
5 O.p. p. 125.

Bibliography:

1. George P. Landow, Hypertext 2.0 The convergence of Contemporary Critical Theory and Thechnology, The John Hopkins University Press, 1997
2. Michael Joyce, Of two minds. Hypertext Pedagogy and Poetics, The University of Michigan Press, 1996
3. Silvio Gaggi, From Text to Hypertext, University of Pennsylvania Press, 1998