Αντώνης Κακατσάκης, Ο γιγαντένιος άνθρωπος, Αθήνα 2007, σελ 216.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Γενάρης 2010
Μοιάζει με αυτοβιογραφία χωρίς να είναι. Έχει όμως τα «τυπικά» χαρακτηριστικά της βιογραφίας ενός κρητικού που γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο ήρωας είναι βοσκόπουλο. Στις αρχικές σελίδες υπάρχουν χαρακτηριστικές σκηνές ενός αρκαδικού, ειδυλλιακού τοπίου, σαν αυτό που λογοτεχνικά μάς είναι γνωστό από τη «Βοσκοπούλα» και την «Πανώρια». Η Κρήτη παλεύει ακόμη να ελευθερωθεί από τους τούρκους. Ο ξενιτεμός στην Αυστραλία, η επιστροφή, η μικρασιατική εκστρατεία, ο μεσοπόλεμος, η κατοχή και η μετακατοχική Ελλάδα, ο αγώνας για την επιβίωση, η σταδιακή επαγγελματική επιτυχία, αποτελούν κομβικά «αυτοβιογραφικά» σημεία για πολλούς απλούς ανθρώπους εκείνης της εποχής. Ενδιαφέροντα από μόνα τους, γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντα από το γλαφυρό ύφος της αφήγησης του συγγραφέα. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα, που θα μπορούσε να είναι αυτοβιογραφικό δικό μου.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν βρήκα μια φωλιά κοτσυφιών. Ήταν πολύ δύσκολο να τη βρεις, γιατί τα κοτσύφια έφτιαχναν τις φωλιές τους σε πυκνόφυτα και δύσβατα μέρη. Ήταν σ’ ένα κυπαρίσσι τυλιγμένο με ακρέβατο μέσα σε μια σκιερή ρεματιά. Στην κορφή του βρισκόταν η φωλιά, μα δεν μπορούσα να ανέβω για να δω από κοντά… Μόλις πλησίασα το κεφάλι μου πάνω από τη φωλιά είδα μέσα τρία μαύρα κοτσυφάκια. Ήταν αρκετά μεγάλα, με κοίταζαν με βλέμμα μάλλον τρομαγμένο… Μα μόλις το χέρι μου ήταν πάω από τη φωλιά, έτοιμος να τα πιάσω, με ένα φτερούγισμα έφυγαν όλα μαζί…» (σελ. 38).
Τώρα αν στη δική μου περίπτωση τα κοτσυφάκια ήταν μόνο δύο δεν έχει και τόση σημασία.
Και δεν είναι μόνο η αφήγηση, είναι και η γλώσσα. Ο Χάρολντ Μπλουμ έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αγωνία της επίδρασης», όπου μιλάει για τον φόβο των συγγραφέων μήπως αποδειχθούν ελάχιστα πρωτότυποι, και φανεί ότι το έργο τους δεν είναι παρά αποτέλεσμα της επίδρασης παλιότερων συγγραφέων. Νομίζω ότι υπάρχει άφθονο υλικό για να γραφεί ένα ανάλογο βιβλίο με τίτλο «Η αγωνία της απώλειας της γλώσσας», και που θα αναφέρεται σε κρήτες λογοτέχνες που γράφουν στο ιδίωμα του τόπου τους, είτε απόλυτα είτε σε μια νεοελληνική δημοτική που είναι όμως πυκνότατα διανθισμένη με κρητικές λέξεις και εκφράσεις, ιδιαίτερα στα διαλογικά μέρη. Ο Κακατσάκης, καταγόμενος από τη δυτική Κρήτη, χρησιμοποιεί το τοπικό ιδίωμα της περιοχής του. Ας παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«-Μα ίντα λέεις εδά μπάρμπα Νικήτα; Να πορίσω απού τη Κρήτη να την αφήσω σκλαβωμένη και εγώ να λείπω, κι απόις ελευτερωθεί να γαΐρω; Χωρίς να ’χω πολεμήσει; Ντα για τουτονά το λόγο ζω. Δε μπορεί να γενεί τέτοιο μπράμα, μόνο άλλαξε κουβέντα» (σελ. 114).
Έχουμε διαβάσει αρκετά παρόμοια βιβλία και όλα τους έχουν το απαραίτητο γλωσσάρι στο τέλος, για να μπορούν να γίνουν κατανοητά, όχι μόνο από τους μη κρητικούς αναγνώστες, αλλά και από τη νέα γενιά. Η κοινή νεοελληνική, με όπλο τα ΜΜΕ, οδηγεί σε μαρασμό τα τοπικά ιδιώματα, από τα οποία εξαλείφεται σταδιακά όχι μόνο η ιδιαίτερη προφορά αλλά και ο λεξιλογικός τους πλούτος. Όμως ευτυχώς σε ό, τι αφορά το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα, χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες συγγραφέων όπως του Αντώνη Κακατσάκη θα διασωθεί έστω και μουσειακά για τους γλωσσολόγους και τους μελετητές του.
Εγώ πάντως δεν είμαι γλωσσολόγος, και έτσι θα επιμείνω περισσότερο στις λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου, στη συναρπαστικότητα της αφήγησης και στη γλαφυρή εξεικόνιση σκηνών, επεισοδίων και καταστάσεων της καθημερινής ζωής στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια του πολύπαθου 20ου αιώνα.
Book review, movie criticism
Monday, February 15, 2010
Sunday, February 14, 2010
Γεωργία Παπαδαρατσάκη, Σε ρυθμό βροχής
Γεωργία Παπαδαρατσάκη, Σε ρυθμό βροχής (Ηράκλειο 2008) και Φωτεινός κύκλος: όταν τα παιδιά δημιουργούν (Ηράκλειο 2007).
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Γενάρης 2010
Η Γεωργία Παπαδαρατσάκη είναι εκπαιδευτικός. Έχει τιμηθεί με βραβεία σε διάφορους ποιητικούς διαγωνισμούς. «Σε ρυθμό βροχής» είναι η τελευταία της ποιητική συλλογή.
Τα περισσότερα ποιήματα απευθύνονται σε έναν «συ», με ένα συγκρατημένο ερωτικό λυρισμό.
«Σήμερα ξύπνησα με το βάρος ενός ονείρου
και δεν ξέρω πού να τ’ αφήσω.
Άναψα το τζάκι μου και σε περιμένω.
Κρατώ τα χέρια σου που κρατούν την ελπίδα.
Δεν έχω άλλη δύναμη.
Σταχυολογώντας τους στίχους μου
οι στοχασμοί μου ακρωτηριάστηκαν».
Αρκετά ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για τον εξομολογητικό τους τόνο, σαν ένα προσωπικό ημερολόγιο ή σαν απόκρυφη αυτοβιογραφία.
«Θέλω να επιστρέψω στον παλιό μου κήπο.
Εκεί που έπαιζα σαν ήμουνα παιδί
Και μιλούσα με τα δέντρα μου, κάτω
απ’ τον ίσκιο ξαποσταίνοντας
μετρώντας το ύψος μου με τα όνειρα
απ’ το πηγάδι το βαθύ αντλώντας εικόνες
μυθικές και πλάνες.
Θέλω να επιστρέψω στον κήπο μου.
Χρόνια έλειψα μακριά του
σε ξένους τόπους περιπλανήθηκα
είδα ανθρώπους να διαβαίνουν
θερίζοντας χιλιάδες έννοιες και ενοχές.
….
Θέλω να επιστρέψω. Στα γνώριμα μονοπάτια
του κήπου μου.
Εκεί, οι πιστοί μου φίλοι ωρίμασαν
και με περιμένουν».
Η επίδραση του Σεφέρη, και συγκεκριμένα του ποιήματος «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου είναι εμφανής, τόσο στο θέμα όσο και στην επιλογή των εικόνων και των λέξεων. Το θέμα της νοσταλγίας όμως δεν χρησιμοποιείται σαν πρόφαση για μια κοινωνική καταγγελία αλλά παραμένει αυθεντικό. Ο τίτλος του ποιήματος «Θέλω» υποδηλώνει από μόνος του μια λαχτάρα, μια λαχτάρα επιστροφής, που χαρακτηρίζει όλους τους κρητικούς και αρθρώνεται μέσα από τους στίχους των ποιητών της.
Σεφερικής επίδρασης είναι και οι στίχοι από την «Ανάδυση», που απευθύνονται πάλι σ’ αυτό το «συ» που στοιχειώνει την ύπαρξή της:
«Ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό μου
Μια μυστική ομίχλη γράφεται και σβήνει».
Και οι σεφερικοί στίχοι: «ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν' ανασάνεις/ ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει» (Τετράδιο Γυμνασμάτων 1940).
Ακόμη:
«Βλέπω μέσ’ απ’ τη στάχτη τα χαμόγελα
που γίνονται αινίγματα ανεξήγητα
στις φλόγες της ψυχής».
Και οι στίχοι του Σεφέρη, από το «Μυθιστόρημα»:
«…γίνουνται αινίγματα/ ανεξήγητα για την ψυχή μας»
Αρπάζουμε την ευκαιρία παραθέτοντας τους στίχους για να θυμίσουμε ότι και τα τρία ποιήματα τα έχει μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος στον θαυμάσιο αυτό άλμπουμ με ποιήματα του Σεφέρη που έχει τον τίτλο «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους». Για το τελευταίο θα ήθελα να παραθέσω κάτι αυτοβιογραφικό.
Βρισκόμαστε στο τέλος της δικτατορίας, και είμαι στη σχολή αξιωματικών του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών στη Σπάρτη. Μαζί μου κουβαλάω τα «Ποιήματα» του Σεφέρη, σε ένα συγκεντρωτικό τόμο. Ξεχωρίζω το «Ο τόπος μας είναι κλειστός» από το «Μυθιστόρημα». Ένας δόκιμος εκπαιδευτής μας, φιλόλογος, με πληροφορεί ότι ο Μαρκόπουλος έχει μελοποιήσει ποιήματα του Σεφέρη. Στην επόμενη άδεια μου βρίσκω το δίσκο. Απ’ όλα τα τραγούδια του Μαρκόπουλου ξεχωρίζω επίσης αυτό, το «Ο τόπος μας είναι κλειστός». Παρεμπιπτόντως ήταν το ποίημα στη διδακτική του οποίου κλήθηκαν να απαντήσουν οι υποψήφιοι φιλόλογοι στον τελευταίο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, στον οποίο συμμετείχα ως βαθμολογητής.
Όμως να κλείσουμε με τρεις ακόμη στίχους από αυτή την πραγματικά θαυμάσια ποιητική συλλογή.
«Η ψυχή μου θησαύρισε πράγματα, φωταγωγήθηκε
φτιάχνοντας με κάθε χιλιόγραμμο πόθου
μια σκαλωσιά προς τ’ αστέρια».
Όμως η Γεωργία Παπαδαρατσάκη δεν εξαντλεί το ταλέντο της στην ποίηση για μεγάλους. Έχει γράψει και ποιήματα για παιδιά. Αλλά, το πιο σημαντικό, έχει ενθαρρύνει τους μαθητές της να γράφουν ποιήματα. Στον τόμο «Φωτεινός κύκλος: όταν τα παιδιά δημιουργούν» παραθέτει, μαζί με τα δικά της ποιήματα, και ποιήματα παιδιών, των μαθητών της τής τρίτης δημοτικού, που κάποια είναι συλλογικά, κάποια ατομικά, όλα με δική της ενθάρρυνση και καθοδήγηση. Θαυμάσια είναι η επινόηση του συλλογικού «Του ανθρώπου φιλαράκια», όπου υπάρχουν 24 δίστιχα που το καθένα του ξεκινάει με ένα γράμμα του αλφάβητου και αναφέρεται σε ένα ζώο ή πουλί:
«Αητέ και σταυραητέ, στα βουνά ψηλά πετάς
κι από κει πάνω μας κοιτάς».
«Βατραχάκι μου, μικρό βατραχάκι
ζεις στη στεριά, βουτάς στο ποταμάκι».
Τα «Χαϊκού για τις τέσσερις εποχές» ήταν για μένα μια πραγματική έκπληξη. Δεν περίμενα ποτέ ότι μια δασκάλα θα μάθαινε στους μαθητές της τη γνωστή ποιητική φόρμα των γιαπωνέζων, που είναι κάτι αντίστοιχο με τη δική μας μαντινιάδα.
«Άνθισαν τα λουλουδάκια
ήρθανε
τα χελιδονάκια».
«Άσπρες, μικρές πεταλούδες
μα θέλω
και μια πορτοκαλί».
Το βιβλίο εικονογραφείται με ωραίες ζωγραφιές των παιδιών. Αλλά η επόμενη έκπληξη ήταν ότι η Γεωργία Παπαδαρατσάκη μελοποίησε δικά της ποιήματα που εμπεριέχονται σε ένα cd που συνοδεύει το βιβλίο. Υπέροχη μουσική, από μια χαρισματική εκπαιδευτικό και ταλαντούχα ποιήτρια. Μπράβο.
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Γενάρης 2010
Η Γεωργία Παπαδαρατσάκη είναι εκπαιδευτικός. Έχει τιμηθεί με βραβεία σε διάφορους ποιητικούς διαγωνισμούς. «Σε ρυθμό βροχής» είναι η τελευταία της ποιητική συλλογή.
Τα περισσότερα ποιήματα απευθύνονται σε έναν «συ», με ένα συγκρατημένο ερωτικό λυρισμό.
«Σήμερα ξύπνησα με το βάρος ενός ονείρου
και δεν ξέρω πού να τ’ αφήσω.
Άναψα το τζάκι μου και σε περιμένω.
Κρατώ τα χέρια σου που κρατούν την ελπίδα.
Δεν έχω άλλη δύναμη.
Σταχυολογώντας τους στίχους μου
οι στοχασμοί μου ακρωτηριάστηκαν».
Αρκετά ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για τον εξομολογητικό τους τόνο, σαν ένα προσωπικό ημερολόγιο ή σαν απόκρυφη αυτοβιογραφία.
«Θέλω να επιστρέψω στον παλιό μου κήπο.
Εκεί που έπαιζα σαν ήμουνα παιδί
Και μιλούσα με τα δέντρα μου, κάτω
απ’ τον ίσκιο ξαποσταίνοντας
μετρώντας το ύψος μου με τα όνειρα
απ’ το πηγάδι το βαθύ αντλώντας εικόνες
μυθικές και πλάνες.
Θέλω να επιστρέψω στον κήπο μου.
Χρόνια έλειψα μακριά του
σε ξένους τόπους περιπλανήθηκα
είδα ανθρώπους να διαβαίνουν
θερίζοντας χιλιάδες έννοιες και ενοχές.
….
Θέλω να επιστρέψω. Στα γνώριμα μονοπάτια
του κήπου μου.
Εκεί, οι πιστοί μου φίλοι ωρίμασαν
και με περιμένουν».
Η επίδραση του Σεφέρη, και συγκεκριμένα του ποιήματος «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου είναι εμφανής, τόσο στο θέμα όσο και στην επιλογή των εικόνων και των λέξεων. Το θέμα της νοσταλγίας όμως δεν χρησιμοποιείται σαν πρόφαση για μια κοινωνική καταγγελία αλλά παραμένει αυθεντικό. Ο τίτλος του ποιήματος «Θέλω» υποδηλώνει από μόνος του μια λαχτάρα, μια λαχτάρα επιστροφής, που χαρακτηρίζει όλους τους κρητικούς και αρθρώνεται μέσα από τους στίχους των ποιητών της.
Σεφερικής επίδρασης είναι και οι στίχοι από την «Ανάδυση», που απευθύνονται πάλι σ’ αυτό το «συ» που στοιχειώνει την ύπαρξή της:
«Ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό μου
Μια μυστική ομίχλη γράφεται και σβήνει».
Και οι σεφερικοί στίχοι: «ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν' ανασάνεις/ ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει» (Τετράδιο Γυμνασμάτων 1940).
Ακόμη:
«Βλέπω μέσ’ απ’ τη στάχτη τα χαμόγελα
που γίνονται αινίγματα ανεξήγητα
στις φλόγες της ψυχής».
Και οι στίχοι του Σεφέρη, από το «Μυθιστόρημα»:
«…γίνουνται αινίγματα/ ανεξήγητα για την ψυχή μας»
Αρπάζουμε την ευκαιρία παραθέτοντας τους στίχους για να θυμίσουμε ότι και τα τρία ποιήματα τα έχει μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος στον θαυμάσιο αυτό άλμπουμ με ποιήματα του Σεφέρη που έχει τον τίτλο «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους». Για το τελευταίο θα ήθελα να παραθέσω κάτι αυτοβιογραφικό.
Βρισκόμαστε στο τέλος της δικτατορίας, και είμαι στη σχολή αξιωματικών του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών στη Σπάρτη. Μαζί μου κουβαλάω τα «Ποιήματα» του Σεφέρη, σε ένα συγκεντρωτικό τόμο. Ξεχωρίζω το «Ο τόπος μας είναι κλειστός» από το «Μυθιστόρημα». Ένας δόκιμος εκπαιδευτής μας, φιλόλογος, με πληροφορεί ότι ο Μαρκόπουλος έχει μελοποιήσει ποιήματα του Σεφέρη. Στην επόμενη άδεια μου βρίσκω το δίσκο. Απ’ όλα τα τραγούδια του Μαρκόπουλου ξεχωρίζω επίσης αυτό, το «Ο τόπος μας είναι κλειστός». Παρεμπιπτόντως ήταν το ποίημα στη διδακτική του οποίου κλήθηκαν να απαντήσουν οι υποψήφιοι φιλόλογοι στον τελευταίο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, στον οποίο συμμετείχα ως βαθμολογητής.
Όμως να κλείσουμε με τρεις ακόμη στίχους από αυτή την πραγματικά θαυμάσια ποιητική συλλογή.
«Η ψυχή μου θησαύρισε πράγματα, φωταγωγήθηκε
φτιάχνοντας με κάθε χιλιόγραμμο πόθου
μια σκαλωσιά προς τ’ αστέρια».
Όμως η Γεωργία Παπαδαρατσάκη δεν εξαντλεί το ταλέντο της στην ποίηση για μεγάλους. Έχει γράψει και ποιήματα για παιδιά. Αλλά, το πιο σημαντικό, έχει ενθαρρύνει τους μαθητές της να γράφουν ποιήματα. Στον τόμο «Φωτεινός κύκλος: όταν τα παιδιά δημιουργούν» παραθέτει, μαζί με τα δικά της ποιήματα, και ποιήματα παιδιών, των μαθητών της τής τρίτης δημοτικού, που κάποια είναι συλλογικά, κάποια ατομικά, όλα με δική της ενθάρρυνση και καθοδήγηση. Θαυμάσια είναι η επινόηση του συλλογικού «Του ανθρώπου φιλαράκια», όπου υπάρχουν 24 δίστιχα που το καθένα του ξεκινάει με ένα γράμμα του αλφάβητου και αναφέρεται σε ένα ζώο ή πουλί:
«Αητέ και σταυραητέ, στα βουνά ψηλά πετάς
κι από κει πάνω μας κοιτάς».
«Βατραχάκι μου, μικρό βατραχάκι
ζεις στη στεριά, βουτάς στο ποταμάκι».
Τα «Χαϊκού για τις τέσσερις εποχές» ήταν για μένα μια πραγματική έκπληξη. Δεν περίμενα ποτέ ότι μια δασκάλα θα μάθαινε στους μαθητές της τη γνωστή ποιητική φόρμα των γιαπωνέζων, που είναι κάτι αντίστοιχο με τη δική μας μαντινιάδα.
«Άνθισαν τα λουλουδάκια
ήρθανε
τα χελιδονάκια».
«Άσπρες, μικρές πεταλούδες
μα θέλω
και μια πορτοκαλί».
Το βιβλίο εικονογραφείται με ωραίες ζωγραφιές των παιδιών. Αλλά η επόμενη έκπληξη ήταν ότι η Γεωργία Παπαδαρατσάκη μελοποίησε δικά της ποιήματα που εμπεριέχονται σε ένα cd που συνοδεύει το βιβλίο. Υπέροχη μουσική, από μια χαρισματική εκπαιδευτικό και ταλαντούχα ποιήτρια. Μπράβο.
Saturday, February 13, 2010
Νίκος Καραγεώργος, Αίσιμον ήμαρ
Νίκος Καραγεώργος, Αίσιμον ήμαρ, Ιδεόγραμμα 2009, σελ. 35
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η δεύτερη ποιητική συλλογή ενός ταλαντούχου λογοτέχνη, με πλατιά θεματική και υφολογικό πλούτο
Ο Νίκος Καραγεώργος, μετά το μυθιστόρημά του «Μαινάδες» το οποίο παρουσιάσαμε στο Λέξημα, επιστρέφει πάλι στην ποίηση από την οποία ξεκίνησε. Εξάλλου όσοι ποιητές κάνουν μεταγραφή στην πεζογραφία κουβαλάνε μαζί τους και την ποίηση (για να μην αναφέρουμε πάλι τη Ρέα Γαλανάκη σαν παράδειγμα, αναφέρουμε τον Μανόλη Πρατικάκη που στα «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου» με τα οποία πρωτοεμφανίζεται ως πεζογράφος δεν εγκαταλείπει τον ποιητικό εαυτό του). Για τον Καραγεώργο δεν ξέρουμε αν η επιστροφή αυτή θα είναι οριστική ή αν θα μοιράζεται ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση, όπως κάνει π.χ. η Ελένη Γκίκα, που η ποιητική της συλλογή «Το γράμμα που λείπει» θα αποτελέσει το αντικείμενο της επόμενής μας παρουσίασης.
Στην τελευταία του αυτή ποιητική συλλογή που φέρει τον τίτλο «Αίσιμον ήμαρ» παρατηρούμε ένα λεξιλογικό και υφολογικό παλίμψηστο. Ακόμη τη βλέπουμε να διατρέχει διακειμενικά τη γραμματεία μας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Φυσικά τα ποιήματα είναι τυπωμένα σε πολυτονικό. «Νόστιμον ήμαρ».
Ο Καραγεώργος χρησιμοποιεί αρκετές λέξεις από την αρχαία ελληνική γραμματεία, που η ύπαρξή τους «ανυψώνει» και το ύφος του. Το πρώτο παράδειγμα είναι ο ίδιος ο τίτλος, που σημαίνει «Η μοιραία μέρα του θανάτου». Άλλες αρχαιοελληνικές λέξεις που συναντάμε μέσα στα ποιήματα είναι «ανήριθμος», «αείπεμπτον», «κικλήσκομαι», «ερέβοντας» κ.ά. Όμως η υφολογική πρωτοτυπία των ποιημάτων του βρίσκεται στο ότι το υψηλό ύφος συμπλέκεται τόσο πολύ με το χαμηλό, που συχνά αλληλοδιαδέχεται το ένα το άλλο στίχο με στίχο, ακόμη και στον ίδιο στίχο, όπως π.χ. «…τσουγκρίζοντας και φωνάζοντας ες αεί/ες άυλον τα σπουδαία!/κι επήραμε τον κατήφορο/έτσι, καταπώς ζήσαμε καθείς∙/ θροΐζοντας» (σελ. 10).
Πρόσφατα διαβάσαμε το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία» (Αυτό, μια και είναι παλιό, το παρουσιάσαμε στο blog μας, αφήνοντας το Λέξημα μόνο για τα καινούρια βιβλία). Γράφοντας τώρα αυτό το σημείωμα μου φαίνεται ότι θα πρέπει να μιλήσουμε και για «διακειμενικότητα» και «υπερδιακειμενικότητα». Τι άλλο να πω διαβάζοντας τον στίχο «Μα τι γυρεύουμε οι αλαφροΐσκιωτοι» (σελ. 9) παρά ότι απλά μου φέρνει στο νου Σολωμό και Σικελιανό; («Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ’δες» από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού και τον «Αλαφροΐσκιωτο», την πρώτη ποιητική συλλογή του Σικελιανού, που τον έκανε αμέσως γνωστό). Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι στον Καραγεώργο, από τα ίδια διαβάσματα, η λέξη φορτίστηκε με ισχυρές συνειρμικές ίνες.
Και μια και ο λόγος περί διακειμενικότητας, διαβάζοντας τον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Μνήμη», ψευδοΐστορικού καβαφικού ως προς το ύφος: «Πέθανε μόνος∙ κανείς δεν τον θυμάται», θυμήθηκα την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές» του Καριωτάκη, που συμπτωματικά διδάσκω αυτές τις μέρες στους μαθητές μου. Δεν με εξέπληξε που είδα το μεθεπόμενο ποίημα να τιτλοφορείται με την καριωτακική φράση από το ίδιο ποίημα: «Στους ποιητές άδοξοι πούναι».
Το ενδιάμεσο ποίημα που έχει τον τίτλο «Ταυροθυμίες» (σελ. 26) είναι επίσης ενδιαφέρον, γιατί εκεί, παρόλη τη συντομία του, παρελαύνουν σχεδόν όλα τα ποιητικά μέτρα.
«Απάτες λοιπόν οι Τροίες∙
κι οι κομπασμοί
χθονίων Πενάτες δακρύροοι».
Ένας μικρός ίαμβος χωρίζει δύο αμφίβραχεις στίχους.
«Ελεεινολογείες ελάνδρου»
Ελλοχείς
των Ερινύων επίορκοι».
Στον πρώτο στίχο αυτής της στροφής υπάρχει η παρήχηση του λ, και όπως και ο επόμενος μονολεκτικός, είναι ανάπαιστος (οι δυο χασμωδίες τον κρύβουν κάπως), ενώ ο τελευταίος στίχος είναι δάκτυλος. Οι υπόλοιποι στίχοι του ποιήματος είναι ιαμβικοί. Μόνο ο τροχαίος λείπει.
Η θεματική του Καραγεώργου είναι εξίσου πλατιά. Πηγαινοέρχεται από την υπαρξιακή ομφαλοσκόπηση που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ποίησης σε μια «στρατευμένη» ποίηση-απόκριση σε σύγχρονα προβλήματα και γεγονότα («Νύχτες της Γάζας», «Κραυγή», «Μολώχ», κ.ά.) και από ένα ιστορικό βάθος που ξεκινάει από τον αιγυπτιακό θεό Ατούμ μέχρι μια εντελώς σύγχρονη επικαιρότητα (τα προηγούμενα ποιήματα που αναφέραμε). Ακόμη νοιώθει υποχρεωμένος να αναφερθεί στον Ρεμπώ αλλά και στον Παπαδιαμάντη, στον Νίτσε αλλά και στον Καρυωτάκη, χωρίς να περιφρονεί και το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο («Σέριφος»). Και βέβαια ο έρωτας είναι πάντα παρών, όπως σε όλους τους ποιητές, θα τολμούσαμε να πούμε χωρίς εξαίρεση. Ας δώσουμε ένα δείγμα της ποίησης του Καραγεώργου από αυτή την τελευταία θεματική.
Ερωτικόν
Δεν είναι που δεν σας νοστάλγησα χτες πάλι
ω! νύχτες των εξομολογήσεων
μήτε και το άγγιγμά σας είναι
των χρόνων των εφηβικών∙
μα να,
είναι που θέλησα για λίγο
να ζωγραφίσω εκείνων των ματιών
τον ξεχασμένον έρωτα
τα είκοσί τους χρόνια
και τη γεύση της Άνοιξης!
Πλατύς θεματικά και υφολογικά, ο Νίκος Καραγεώργος, με τη δεύτερη αυτή ποιητική του συλλογή εμφανίζεται ως ένας πολλά υποσχόμενος ποιητής. Αλλά και με το μυθιστόρημά του φάνηκε ως ένας πολλά υποσχόμενος πεζογράφος. Παρά το μικρό μέχρι στιγμής σε ποσότητα λογοτεχνικό του έργο, πιστεύουμε ότι είναι από τους λογοτέχνες που θα ξεχωρίσουν.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η δεύτερη ποιητική συλλογή ενός ταλαντούχου λογοτέχνη, με πλατιά θεματική και υφολογικό πλούτο
Ο Νίκος Καραγεώργος, μετά το μυθιστόρημά του «Μαινάδες» το οποίο παρουσιάσαμε στο Λέξημα, επιστρέφει πάλι στην ποίηση από την οποία ξεκίνησε. Εξάλλου όσοι ποιητές κάνουν μεταγραφή στην πεζογραφία κουβαλάνε μαζί τους και την ποίηση (για να μην αναφέρουμε πάλι τη Ρέα Γαλανάκη σαν παράδειγμα, αναφέρουμε τον Μανόλη Πρατικάκη που στα «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου» με τα οποία πρωτοεμφανίζεται ως πεζογράφος δεν εγκαταλείπει τον ποιητικό εαυτό του). Για τον Καραγεώργο δεν ξέρουμε αν η επιστροφή αυτή θα είναι οριστική ή αν θα μοιράζεται ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση, όπως κάνει π.χ. η Ελένη Γκίκα, που η ποιητική της συλλογή «Το γράμμα που λείπει» θα αποτελέσει το αντικείμενο της επόμενής μας παρουσίασης.
Στην τελευταία του αυτή ποιητική συλλογή που φέρει τον τίτλο «Αίσιμον ήμαρ» παρατηρούμε ένα λεξιλογικό και υφολογικό παλίμψηστο. Ακόμη τη βλέπουμε να διατρέχει διακειμενικά τη γραμματεία μας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Φυσικά τα ποιήματα είναι τυπωμένα σε πολυτονικό. «Νόστιμον ήμαρ».
Ο Καραγεώργος χρησιμοποιεί αρκετές λέξεις από την αρχαία ελληνική γραμματεία, που η ύπαρξή τους «ανυψώνει» και το ύφος του. Το πρώτο παράδειγμα είναι ο ίδιος ο τίτλος, που σημαίνει «Η μοιραία μέρα του θανάτου». Άλλες αρχαιοελληνικές λέξεις που συναντάμε μέσα στα ποιήματα είναι «ανήριθμος», «αείπεμπτον», «κικλήσκομαι», «ερέβοντας» κ.ά. Όμως η υφολογική πρωτοτυπία των ποιημάτων του βρίσκεται στο ότι το υψηλό ύφος συμπλέκεται τόσο πολύ με το χαμηλό, που συχνά αλληλοδιαδέχεται το ένα το άλλο στίχο με στίχο, ακόμη και στον ίδιο στίχο, όπως π.χ. «…τσουγκρίζοντας και φωνάζοντας ες αεί/ες άυλον τα σπουδαία!/κι επήραμε τον κατήφορο/έτσι, καταπώς ζήσαμε καθείς∙/ θροΐζοντας» (σελ. 10).
Πρόσφατα διαβάσαμε το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία» (Αυτό, μια και είναι παλιό, το παρουσιάσαμε στο blog μας, αφήνοντας το Λέξημα μόνο για τα καινούρια βιβλία). Γράφοντας τώρα αυτό το σημείωμα μου φαίνεται ότι θα πρέπει να μιλήσουμε και για «διακειμενικότητα» και «υπερδιακειμενικότητα». Τι άλλο να πω διαβάζοντας τον στίχο «Μα τι γυρεύουμε οι αλαφροΐσκιωτοι» (σελ. 9) παρά ότι απλά μου φέρνει στο νου Σολωμό και Σικελιανό; («Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ’δες» από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού και τον «Αλαφροΐσκιωτο», την πρώτη ποιητική συλλογή του Σικελιανού, που τον έκανε αμέσως γνωστό). Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι στον Καραγεώργο, από τα ίδια διαβάσματα, η λέξη φορτίστηκε με ισχυρές συνειρμικές ίνες.
Και μια και ο λόγος περί διακειμενικότητας, διαβάζοντας τον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Μνήμη», ψευδοΐστορικού καβαφικού ως προς το ύφος: «Πέθανε μόνος∙ κανείς δεν τον θυμάται», θυμήθηκα την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές» του Καριωτάκη, που συμπτωματικά διδάσκω αυτές τις μέρες στους μαθητές μου. Δεν με εξέπληξε που είδα το μεθεπόμενο ποίημα να τιτλοφορείται με την καριωτακική φράση από το ίδιο ποίημα: «Στους ποιητές άδοξοι πούναι».
Το ενδιάμεσο ποίημα που έχει τον τίτλο «Ταυροθυμίες» (σελ. 26) είναι επίσης ενδιαφέρον, γιατί εκεί, παρόλη τη συντομία του, παρελαύνουν σχεδόν όλα τα ποιητικά μέτρα.
«Απάτες λοιπόν οι Τροίες∙
κι οι κομπασμοί
χθονίων Πενάτες δακρύροοι».
Ένας μικρός ίαμβος χωρίζει δύο αμφίβραχεις στίχους.
«Ελεεινολογείες ελάνδρου»
Ελλοχείς
των Ερινύων επίορκοι».
Στον πρώτο στίχο αυτής της στροφής υπάρχει η παρήχηση του λ, και όπως και ο επόμενος μονολεκτικός, είναι ανάπαιστος (οι δυο χασμωδίες τον κρύβουν κάπως), ενώ ο τελευταίος στίχος είναι δάκτυλος. Οι υπόλοιποι στίχοι του ποιήματος είναι ιαμβικοί. Μόνο ο τροχαίος λείπει.
Η θεματική του Καραγεώργου είναι εξίσου πλατιά. Πηγαινοέρχεται από την υπαρξιακή ομφαλοσκόπηση που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ποίησης σε μια «στρατευμένη» ποίηση-απόκριση σε σύγχρονα προβλήματα και γεγονότα («Νύχτες της Γάζας», «Κραυγή», «Μολώχ», κ.ά.) και από ένα ιστορικό βάθος που ξεκινάει από τον αιγυπτιακό θεό Ατούμ μέχρι μια εντελώς σύγχρονη επικαιρότητα (τα προηγούμενα ποιήματα που αναφέραμε). Ακόμη νοιώθει υποχρεωμένος να αναφερθεί στον Ρεμπώ αλλά και στον Παπαδιαμάντη, στον Νίτσε αλλά και στον Καρυωτάκη, χωρίς να περιφρονεί και το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο («Σέριφος»). Και βέβαια ο έρωτας είναι πάντα παρών, όπως σε όλους τους ποιητές, θα τολμούσαμε να πούμε χωρίς εξαίρεση. Ας δώσουμε ένα δείγμα της ποίησης του Καραγεώργου από αυτή την τελευταία θεματική.
Ερωτικόν
Δεν είναι που δεν σας νοστάλγησα χτες πάλι
ω! νύχτες των εξομολογήσεων
μήτε και το άγγιγμά σας είναι
των χρόνων των εφηβικών∙
μα να,
είναι που θέλησα για λίγο
να ζωγραφίσω εκείνων των ματιών
τον ξεχασμένον έρωτα
τα είκοσί τους χρόνια
και τη γεύση της Άνοιξης!
Πλατύς θεματικά και υφολογικά, ο Νίκος Καραγεώργος, με τη δεύτερη αυτή ποιητική του συλλογή εμφανίζεται ως ένας πολλά υποσχόμενος ποιητής. Αλλά και με το μυθιστόρημά του φάνηκε ως ένας πολλά υποσχόμενος πεζογράφος. Παρά το μικρό μέχρι στιγμής σε ποσότητα λογοτεχνικό του έργο, πιστεύουμε ότι είναι από τους λογοτέχνες που θα ξεχωρίσουν.
Friday, February 12, 2010
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα κόκκινα μαλλιά
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα κόκκινα μαλλιά
Δημοσιεύτηκε στην "Έρευνα", 11 Ιανουαρίου 1992
Για το έργο περισσότερα στο διδακτορικό μου
Τα "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά" του Κώστα Μουρσελά είναι η σύγχρονη εκδοχή του "Αλέξη Ζορμπά". Ο συγγραφέας-αφηγητής, όπως και στον Ζορμπά, βλέπει συνεχώς τον εαυτό του σε αντιδιαστολή με τον ήρωά του. Ο Λούης είναι "πρίγκιπας", από "τους ανθρώπους που δεν υπολογίζουν το χρήμα" (θυμάστε τον Ζορμπά που πήγε να αγοράσει υλικά για τον εναέριο, και κατασπατάλησε τα χρήματα με μια γυναίκα;). Ο συγγραφέας είναι η αντίθεση του: "Δεν χαίρομαι τίποτα, ούτε ένα ηλιοβασίλεμα με την κοπέλα μου, έτσι και έχει στοιχίσει λίγο παραπάνω η έξοδος. Τα μετράω, τα ψειρίζω, ενώ ο Λούης ποτέ δεν ψείρισε, ποτέ δεν λογάριασε τι του κόστιζε μια έξοδος, αν ήταν να κάνει το κέφι του". "Μια ζωή κρατούσα πισινή και κρατούμενα. Έγκλειστος και χαμένος μέσα σε φόρμες, κιγκλιδώματα και τείχη» (ίδια με του Καβάφη). Ο Λούης λέει στον συγγραφέα: "... δυστυχής θα είσαι, έτσι και δεν ακολουθείς στη ζωή σου το τι σου λέει το μέσα σου. Αν πιάσουμε τη λογική, πρέπει να κόψουμε και φτερά και τρέλες και παρέες". Ο συγγραφέας λέει για τον Λούη:"... έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο. Να προσαρμόζεται δηλαδή παντού, χωρίς να χάνει την ελευθερία του, να μένει αυθεντικός, όπως είναι." Η Λουίζα λέει για τον συγγραφέα: "Διχασμένος άνθρωπος. Να ’χει το χάρισμα να βλέπει τα ανθρώπινα και να μην τολμά; Να μην περνά στην άλλη όχθη;"
Ο πλήρης τίτλος του έργου του Καζαντζάκη είναι "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά". Όμως τον Ζορμπά τον βλέπουμε μόλις σε ένα τρίμηνο της ζωής του, τότε που αναλαμβάνει την επιχείρηση του λιγνιτωρυχείου με τον συγγραφέα, ενώ για την υπόλοιπη ζωή του ακούμε κάποιες σκόρπιες αφηγήσεις δικές του, και μαθαίνουμε λίγα από τον συγγραφέα στην αρχή και το τέλος του βιβλίου. Ο "Ζορμπάς" του Μουρσελά, ο Λούης, είναι πραγματικά «βίος και πολιτεία», επίσης υπαρκτού προσώπου, γεμάτος από τις πιο εξωφρενικές, τις πιο ασύλληπτες περιπέτειες, τις οποίες αφηγείται ο συγγραφέας σε ένα άγνωστο αποδέκτη της αφήγησης, ακολουθώντας μια γραμμή ζιγκ ζαγκ, με συχνές παρεκβάσεις και πισωγυρίσματα, παρακολουθώντας όμως τη ζωή του ήρωά του από την εφηβεία του μέχρι τα χρόνια της προχωρημένης ωριμότητας, γύρω στα 55, οπότε χάνει και τα ίχνη του.
Οι περιπέτειες του Λούη, όπως και του Τομ Τζόουνς του Φίλντινγκ, θα μπορούσαν να εκδιπλώνονται στο άπειρο. Κάθε επεισόδιο της ζωής του έχει ένα αυτοτελές ενδιαφέρον. Δημιουργείται μια κορύφωση και μετά την έκβασή του ή και παράλληλα μεταβαίνουμε στο επόμενο επεισόδιο.
Όχι πάντα. Υπάρχουν δύο σημεία σασπένς που διατρέχουν όλο το χείμαρρο της αφήγησης. Το ένα αφορά τον Λούη και το άλλο τον συγγραφέα, και που θα απαντηθούν στο τέλος του έργου. Το ένα είναι αν θα σκοτώσουν τα δύο αδέλφια τον Λούη, που παράτησε την αδελφή τους με το νυφικό στην εκκλησία και έγινε «Λούης». Το άλλο είναι πού θα καταλήξει η ιστορία του συγγραφέα με τη Μάρθα. Υπάρχει μια έλξη ανάμεσα τους, δύο φορές ο συγγραφέας αποφεύγει το μοιραίο βήμα. Όμως ξέρουμε ότι θα υπάρξει το μεγάλο βήμα, το διαισθανόμαστε. Θα το δούμε να πραγματοποιείται στο τέλος του έργου.
Όπως δεν είναι τυχαίο που ο Ζορμπάς, βιβλίο και ταινία, γνώρισε μια τέτοια διάδοση, έτσι δεν είναι τυχαίο που και το βιβλίο του Μουρσελά, οκτώ μήνες μετά την έκδοση του, κυκλοφορούσε στην 21η χιλιάδα του. Οι προφανείς λογοτεχνικές αρετές δεν αποτελούν την κυρίως εξήγηση, μια και άλλα έργα του Καζαντζάκη, με πολύ ωριμότερο ύφος, όπως π.χ. ο «Φτωχούλης του θεού», δεν είχαν ανάλογη υποδοχή. Ούτε βέβαια οι γαργαλιστικές ιστορίες, όσον αφορά το έργο του Μουρσελά, που πραγματικά μπορούν κάποιους να έλκουν, όπως και κάποιους άλλους να σοκάρουν. Πιστεύω ότι ο κύριος λόγος της απήχησης που έχουν τα δύο έργα είναι ότι θίγουν μια καίρια προβληματική του καιρού μας, την ένταση που κουβαλάμε όλοι μέσα μας, σήμερα περισσότερο οξυμένη, και που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε, με φιλοσοφικούς όρους σαν την ένταση ανάμεσα στη λογική και στο παράλογο, με κοινωνιολογικούς σαν την ένταση ανάμεσα στη συμμόρφωση και την εξέγερση και με ψυχαναλυτικούς σαν την ένταση ανάμεσα στο υπερεγώ και το αυτό, ανάμεσα στην απώθηση και στο ένστικτο. Η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο πόλους είναι αναπόφευκτη από τη φύση της, και στο έργο μάλιστα του Μουρσελά γίνεται στο έπακρο τραγική, καθώς αποβαίνει αδιέξοδη. Η συμμόρφωση πληρώνεται με τη νεύρωση (Μάρθα, τα «κομμένα κόκκινα μαλλιά», Τουίγκι κ.ά.), η εξέγερση με την αποτυχία (ο συγγραφέας που τον παρατάει η Μάρθα, τη στιγμή που επιτέλους τόλμησε το μεγάλο βήμα, να παρατήσει τη γυναίκα του και να την ακολουθήσει. Ο Λούης, που τον ξεγελά ο Γάλλος και του κλέβει την εφεύρεση και τα λεφτά).
Πώς ξορκίζει το άλυτο της σύγκρουσης ο συγγραφέας;
Με το χιούμορ, την ειρωνεία, τον αυτοσαρκασμό. Η κάθαρση συντελείται μέσω του ύφους, όχι μέσω του μύθου. Η αξιοπρέπεια του τραγικού ήρωα, του αφηγητή, σώζεται με την αυτοσαρκαστική του διάθεση, με το χιούμορ και την ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες της ζωής, το τραγικό ισοδύναμο του αναπόφευκτου της μοίρας.
Ο Μουρσελάς είναι συγγραφέας κατά βάση θεατρικός. Γι’ αυτό και βρίθουν οι διάλογοι στο έργο του. Ο χρόνος της καθαυτής αφήγησης είναι περιορισμένος, ενώ ο ακινητοποιημένος χρόνος της περιγραφής είναι σχεδόν υποτυπώδης, όπως τα απλά ντεκόρ πρωτοποριακών θιάσων. Έτσι η εντύπωση του χυδαίου, στις ερωτικές σκηνές, μειώνεται με την ταχύτητα της περιγραφής και τη λιτότητα του ύφους. Οι μακροσκελείς αισθησιακές περιγραφές ελλείπουν.
Αυτό το απέριττο ύφος του συγγραφέα κάνει την ανάγνωση ανάλαφρη, ελκυστική, καθόλου κουραστική. Και σαν αναγνώστης, μια και ο κριτικός είναι πρώτιστα αναγνώστης, διαθέτω και πιο πρακτικό κριτήριο για την αξιολόγηση ενός βιβλίου. Μου έτυχε να διαβάσω ωραία βιβλία, που όμως όταν ήμουν κουρασμένος με νύσταζαν. Το βιβλίο αυτό του Μουρσελά, κάποιες φορές που το πήρα κουρασμένος και νυσταγμένος, με ξενύσταζε. Φοβερό προσόν και απαραίτητο για ένα βιβλίο, όπου το πολυπρόσωπο της αφήγησης απαιτεί από τον ανα¬γνώστη να διαβαστεί γρήγορα, αν δεν θέλει να χαθεί μέσα στον κυκεώνα της αφήγησης και να ξεχάσει το who is who των ηρώων.
Παρόλο που το διάβασα μέσα σε μια βδομάδα, αναγκάστηκα κάποιες φορές να ανατρέξω στον πίνακα των προσώπων που προτάσσει ο συγγραφέας, για να θυμηθώ ποιος είναι ποιος. Η θεατρική του παιδεία τον διευκόλυνε προφανώς στην επινόηση αυτή, που διαφορετικά θα δυσχέραινε την ανάγνωση του έργου.
Δημοσιεύτηκε στην "Έρευνα", 11 Ιανουαρίου 1992
Για το έργο περισσότερα στο διδακτορικό μου
Τα "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά" του Κώστα Μουρσελά είναι η σύγχρονη εκδοχή του "Αλέξη Ζορμπά". Ο συγγραφέας-αφηγητής, όπως και στον Ζορμπά, βλέπει συνεχώς τον εαυτό του σε αντιδιαστολή με τον ήρωά του. Ο Λούης είναι "πρίγκιπας", από "τους ανθρώπους που δεν υπολογίζουν το χρήμα" (θυμάστε τον Ζορμπά που πήγε να αγοράσει υλικά για τον εναέριο, και κατασπατάλησε τα χρήματα με μια γυναίκα;). Ο συγγραφέας είναι η αντίθεση του: "Δεν χαίρομαι τίποτα, ούτε ένα ηλιοβασίλεμα με την κοπέλα μου, έτσι και έχει στοιχίσει λίγο παραπάνω η έξοδος. Τα μετράω, τα ψειρίζω, ενώ ο Λούης ποτέ δεν ψείρισε, ποτέ δεν λογάριασε τι του κόστιζε μια έξοδος, αν ήταν να κάνει το κέφι του". "Μια ζωή κρατούσα πισινή και κρατούμενα. Έγκλειστος και χαμένος μέσα σε φόρμες, κιγκλιδώματα και τείχη» (ίδια με του Καβάφη). Ο Λούης λέει στον συγγραφέα: "... δυστυχής θα είσαι, έτσι και δεν ακολουθείς στη ζωή σου το τι σου λέει το μέσα σου. Αν πιάσουμε τη λογική, πρέπει να κόψουμε και φτερά και τρέλες και παρέες". Ο συγγραφέας λέει για τον Λούη:"... έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο. Να προσαρμόζεται δηλαδή παντού, χωρίς να χάνει την ελευθερία του, να μένει αυθεντικός, όπως είναι." Η Λουίζα λέει για τον συγγραφέα: "Διχασμένος άνθρωπος. Να ’χει το χάρισμα να βλέπει τα ανθρώπινα και να μην τολμά; Να μην περνά στην άλλη όχθη;"
Ο πλήρης τίτλος του έργου του Καζαντζάκη είναι "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά". Όμως τον Ζορμπά τον βλέπουμε μόλις σε ένα τρίμηνο της ζωής του, τότε που αναλαμβάνει την επιχείρηση του λιγνιτωρυχείου με τον συγγραφέα, ενώ για την υπόλοιπη ζωή του ακούμε κάποιες σκόρπιες αφηγήσεις δικές του, και μαθαίνουμε λίγα από τον συγγραφέα στην αρχή και το τέλος του βιβλίου. Ο "Ζορμπάς" του Μουρσελά, ο Λούης, είναι πραγματικά «βίος και πολιτεία», επίσης υπαρκτού προσώπου, γεμάτος από τις πιο εξωφρενικές, τις πιο ασύλληπτες περιπέτειες, τις οποίες αφηγείται ο συγγραφέας σε ένα άγνωστο αποδέκτη της αφήγησης, ακολουθώντας μια γραμμή ζιγκ ζαγκ, με συχνές παρεκβάσεις και πισωγυρίσματα, παρακολουθώντας όμως τη ζωή του ήρωά του από την εφηβεία του μέχρι τα χρόνια της προχωρημένης ωριμότητας, γύρω στα 55, οπότε χάνει και τα ίχνη του.
Οι περιπέτειες του Λούη, όπως και του Τομ Τζόουνς του Φίλντινγκ, θα μπορούσαν να εκδιπλώνονται στο άπειρο. Κάθε επεισόδιο της ζωής του έχει ένα αυτοτελές ενδιαφέρον. Δημιουργείται μια κορύφωση και μετά την έκβασή του ή και παράλληλα μεταβαίνουμε στο επόμενο επεισόδιο.
Όχι πάντα. Υπάρχουν δύο σημεία σασπένς που διατρέχουν όλο το χείμαρρο της αφήγησης. Το ένα αφορά τον Λούη και το άλλο τον συγγραφέα, και που θα απαντηθούν στο τέλος του έργου. Το ένα είναι αν θα σκοτώσουν τα δύο αδέλφια τον Λούη, που παράτησε την αδελφή τους με το νυφικό στην εκκλησία και έγινε «Λούης». Το άλλο είναι πού θα καταλήξει η ιστορία του συγγραφέα με τη Μάρθα. Υπάρχει μια έλξη ανάμεσα τους, δύο φορές ο συγγραφέας αποφεύγει το μοιραίο βήμα. Όμως ξέρουμε ότι θα υπάρξει το μεγάλο βήμα, το διαισθανόμαστε. Θα το δούμε να πραγματοποιείται στο τέλος του έργου.
Όπως δεν είναι τυχαίο που ο Ζορμπάς, βιβλίο και ταινία, γνώρισε μια τέτοια διάδοση, έτσι δεν είναι τυχαίο που και το βιβλίο του Μουρσελά, οκτώ μήνες μετά την έκδοση του, κυκλοφορούσε στην 21η χιλιάδα του. Οι προφανείς λογοτεχνικές αρετές δεν αποτελούν την κυρίως εξήγηση, μια και άλλα έργα του Καζαντζάκη, με πολύ ωριμότερο ύφος, όπως π.χ. ο «Φτωχούλης του θεού», δεν είχαν ανάλογη υποδοχή. Ούτε βέβαια οι γαργαλιστικές ιστορίες, όσον αφορά το έργο του Μουρσελά, που πραγματικά μπορούν κάποιους να έλκουν, όπως και κάποιους άλλους να σοκάρουν. Πιστεύω ότι ο κύριος λόγος της απήχησης που έχουν τα δύο έργα είναι ότι θίγουν μια καίρια προβληματική του καιρού μας, την ένταση που κουβαλάμε όλοι μέσα μας, σήμερα περισσότερο οξυμένη, και που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε, με φιλοσοφικούς όρους σαν την ένταση ανάμεσα στη λογική και στο παράλογο, με κοινωνιολογικούς σαν την ένταση ανάμεσα στη συμμόρφωση και την εξέγερση και με ψυχαναλυτικούς σαν την ένταση ανάμεσα στο υπερεγώ και το αυτό, ανάμεσα στην απώθηση και στο ένστικτο. Η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο πόλους είναι αναπόφευκτη από τη φύση της, και στο έργο μάλιστα του Μουρσελά γίνεται στο έπακρο τραγική, καθώς αποβαίνει αδιέξοδη. Η συμμόρφωση πληρώνεται με τη νεύρωση (Μάρθα, τα «κομμένα κόκκινα μαλλιά», Τουίγκι κ.ά.), η εξέγερση με την αποτυχία (ο συγγραφέας που τον παρατάει η Μάρθα, τη στιγμή που επιτέλους τόλμησε το μεγάλο βήμα, να παρατήσει τη γυναίκα του και να την ακολουθήσει. Ο Λούης, που τον ξεγελά ο Γάλλος και του κλέβει την εφεύρεση και τα λεφτά).
Πώς ξορκίζει το άλυτο της σύγκρουσης ο συγγραφέας;
Με το χιούμορ, την ειρωνεία, τον αυτοσαρκασμό. Η κάθαρση συντελείται μέσω του ύφους, όχι μέσω του μύθου. Η αξιοπρέπεια του τραγικού ήρωα, του αφηγητή, σώζεται με την αυτοσαρκαστική του διάθεση, με το χιούμορ και την ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες της ζωής, το τραγικό ισοδύναμο του αναπόφευκτου της μοίρας.
Ο Μουρσελάς είναι συγγραφέας κατά βάση θεατρικός. Γι’ αυτό και βρίθουν οι διάλογοι στο έργο του. Ο χρόνος της καθαυτής αφήγησης είναι περιορισμένος, ενώ ο ακινητοποιημένος χρόνος της περιγραφής είναι σχεδόν υποτυπώδης, όπως τα απλά ντεκόρ πρωτοποριακών θιάσων. Έτσι η εντύπωση του χυδαίου, στις ερωτικές σκηνές, μειώνεται με την ταχύτητα της περιγραφής και τη λιτότητα του ύφους. Οι μακροσκελείς αισθησιακές περιγραφές ελλείπουν.
Αυτό το απέριττο ύφος του συγγραφέα κάνει την ανάγνωση ανάλαφρη, ελκυστική, καθόλου κουραστική. Και σαν αναγνώστης, μια και ο κριτικός είναι πρώτιστα αναγνώστης, διαθέτω και πιο πρακτικό κριτήριο για την αξιολόγηση ενός βιβλίου. Μου έτυχε να διαβάσω ωραία βιβλία, που όμως όταν ήμουν κουρασμένος με νύσταζαν. Το βιβλίο αυτό του Μουρσελά, κάποιες φορές που το πήρα κουρασμένος και νυσταγμένος, με ξενύσταζε. Φοβερό προσόν και απαραίτητο για ένα βιβλίο, όπου το πολυπρόσωπο της αφήγησης απαιτεί από τον ανα¬γνώστη να διαβαστεί γρήγορα, αν δεν θέλει να χαθεί μέσα στον κυκεώνα της αφήγησης και να ξεχάσει το who is who των ηρώων.
Παρόλο που το διάβασα μέσα σε μια βδομάδα, αναγκάστηκα κάποιες φορές να ανατρέξω στον πίνακα των προσώπων που προτάσσει ο συγγραφέας, για να θυμηθώ ποιος είναι ποιος. Η θεατρική του παιδεία τον διευκόλυνε προφανώς στην επινόηση αυτή, που διαφορετικά θα δυσχέραινε την ανάγνωση του έργου.
Thursday, February 11, 2010
Μάρω Βαμβουνάκη, Ο αρχάγγελος του καφενείου
Μάρω Βαμβουνάκη, Ο αρχάγγελος του καφενείου , Κρητικά Επίκαιρα, Ιανουάριος 1992
Ο «αρχάγγελος του καφενείου» είναι το πρώτο έργο της Μάρως Βαμβουνάκη, μια συλλογή διηγημάτων. Έχοντας ήδη παρουσιάσει τρία βιβλία της από τα Κ. Ε. (Ντούλια, Αντίπαλος εραστής, Η μοναξιά είναι από χώμα) σκέφτηκα να την παρουσιάσω συνολικά στους αναγνώστες των Κ.Ε., όπως και όλους τους μείζονες νεοέλληνες συγγραφείς, πιάνοντας το έργο της από την αρχή. Είναι μια δουλειά που τη θεωρώ σαν υποχρέωση απέναντι σ' αυτούς τους συγγραφείς, που θυμίζουν στο πανελλήνιο ότι η κρητική λογοτεχνία δεν είναι μόνο ο Κορνάρος, ο Χορτάτζης και ο Κονδυλάκης, και ότι δεν σταματάει στον Καζαντζάκη και τον Πρεβελάκη. Ακόμη το θεωρώ σαν υποχρέωση απέναντι στους αναγνώστες, που θέλουν να γνωρίσουν κάθε τι που προβάλλει την Κρήτη και που τους κάνει περήφανους που είναι κρητικοί. Γενικά το νιώθω σαν χρέος απέναντι στην Κρήτη.
Υπάρχει όμως και κάτι που κάνει το εγχείρημα αυτό πρωτότυπο και ενδιαφέρον. Η βιβλιοκριτική γίνεται πάντα στο πιο πρόσφατο έργο ενός συγγραφέα και η κατανόηση του θα στηριχθεί στη γνώση — περισσότερο ή λιγότερο πλήρη — των προηγούμενων έργων του. Εδώ θα συμβεί το αντίθετο. Τα πρώτα έργα θα ειδωθούν στην προοπτική της πορείας που ακολούθησε μετά η συγγραφέας. Αυτό είναι κάτι, που δεν έχει ξαναγίνει σε βιβλιοκρητική στήλη.
Η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα από τον «αρχάγγελο του καφενείου» είναι, ότι ξεφεύγει από τη μεταγενέστερη προβληματική της συγγραφέως. Στα βιβλία που παρουσίασα μέχρι τώρα, πρωταγωνιστής είναι ο έρωτας. Στα διηγήματα αυτής της συλλογής, πρωταγωνιστής είναι η ματαίωση (frustration — o αγγλικός όρος, αμετάφραστος στα ελληνικά, είναι πιο ακριβής). Οι ήρωες αποτυχαίνουν στις προσδοκίες τους, στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, στη ζωή. Αυτή η αποτυχία προκαλεί τη συμπόνια του αναγνώστη, θα τολμούσαμε να πούμε τον αριστοτελικό έλεο. Πραγματευόμενα τραγωδίες ζωής, αυτά τα διηγήματα αποτελούν στη σύλληψη μίνι τραγωδίες.
Χαρακτηριστικό απ' αυτή την άποψη είναι το πρώτο διήγημα, «Η ακρίδα και το σπασμένο ρόδι». Ο ήρωας αναγκάζεται από βιοποριστικούς λόγους (το αναπόφευκτο της μοίρας) να δουλέψει σαν χορευτής σε νυχτερινό κέντρο. Εκεί θα τον αποπλανήσει μια τουρίστρια, και θα ζήσει μια γλυκεία ζωή για πέντε μέρες ξεχνώντας το σπίτι του (ύβρις), μέχρι να έλθει η ώρα να τον εγκαταλείψει η ξένη, για να γυρίσει στην πατρίδα της. Οι τύψεις που νιώθει, που εκφράζονται με το όραμα του μωρού του να σκοτώνεται, τον κάνουν να παρατήσει το κέντρο και να ορμήσει σαν τρελός για το παιδί του. Αυτό τον αποκαθιστά στη συνείδηση μας. (Ο τραγικός ήρωας δεν είναι ποτέ κακός, αλλά παρεκτρέπεται «δι' αμαρτίαν τινά»). Στο δρόμο όμως τσακίζεται με τη μηχανή του πάνω σ' ένα δένδρο και πεθαίνει στην προσπάθεια του να επανορθώσει για το κακό που έκανε (κάθαρση). Έτσι νιώθουμε έλεος γι αυτόν.
Σ' αυτό το διήγημα πολύ χαρακτηριστική είναι η ερωτική σκηνή. Λυρική, ποιητική, μεταφυσική (ο Αδάμ και η Εύα...), χωρίς ίχνος αισθησιασμού. Είναι μια από τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές που έχω διαβάσει.
Πολύ χαρακτηριστική είναι και η εικόνα του Χριστού με τους μαθητές του που πορεύονται πάνω στο νερό, σαν μεταφορά μιας θάλασσας πηχτής, αρυτίδωτης. Μια εικόνα με δύναμη αρχετυπική που θα κάνει πάλι την εμφάνιση της στο τέλος της «μοναξιάς που είναι από χώμα».
Στα διηγήματα αυτά της Βαμβουνάκη παρελαύνουν πρόσωπα και τύποι της νεοελληνικής πραγματικότητας, της οποίας δίνονται πολύ χαρακτηριστικές όψεις και εικόνες. Είναι μάλιστα τόσο εμφανής αυτή η τάση της συγγραφέως να απομονώνει ξεχωριστά πρόσωπα και καταστάσεις, ώστε μπόρεσα να δώσω σε κάθε της διήγημα και ένα δεύτερο τίτλο, εκπροσωπευτικό του τύπου ή της κατάστασης που απεικονίζει. Οι δικοί μου υπότιτλοι, χαρακτηριστικοί της θεματικής της συγγραφέως, είναι (με τη σειρά που υπάρχουν τα διηγήματα στο βιβλίο) το καμάκι, ο περιοδεύων θίασος, η μικροπαντρεμένη, Greek dream (κατά το American dream), ο αυτοδίδακτος, η περιφρονημένη, αλλοτρίωση, η απατημένη, η σταχτοπούτα και η προαγωγός, η νοικοκυρά, το νούμερο, ο φουκαράς σύζυγος, η πιστή, έρημα γερατειά, φυγή, υποκρισία. Οι χαρακτήρες, σαν γνήσιοι τσεχωφικοί ήρωες, αδυνατούν να ξεφύγουν από το πεπρωμένο τους. Μόνο ο μικρός της φυγής θα δοκιμάσει, και θα αποτύχει. Και ο λόγος που δεν μπορούν να ξεφύγουν είναι η αδυναμία τους, οι εσωτερικές τους αναστολές. Η συνειδητοποίηση αυτής της αδυναμίας, όταν ανοίγεται το παράθυρο της ευκαιρίας, θα τους πληγώσει περισσότερο. Η πιστή θα μονολογήσει «τυχεροί που είναι όσοι ταγμένοι να ζουν στην έρημο δεν γνωρίζουν την ύπαρξη της όασης. Εγώ την έμαθα κι ένιωσα γύρω μου τη ξηρασία για πάντα. Και διάλεξα την ξηρασία για πάντα».
Η σύμβαση ενάντια στην παρόρμηση θα υπερισχύσει στο τέλος Όμως η ηρωίδα θα αναρωτηθεί: «Μήπως τελικά ανώτατο χρέος μας είναι να ακολουθούμε τους παλμούς της δικής μας ψυχής, έτσι όπως ηχεί βαθιά μέσα μας;
Μοιάζει με Καζαντζάκης, όμως είναι Βαμβουνάκη. Με τον μεγάλο κρητικό δεν ξεμπλέχνει κανείς εύκολα, Μάρω.
Έτσι φορούμε τα προσωπεία μας, και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε στη μιζέρια μας. Η πιστή όμως ονειρεύεται την καινούρια μέρα, που όταν της πει ο άνθρωπος που θαυμάζει «θα' ρθεις μαζί μου;» θα μπορέσει να του πει αμέσως. «Ναι».
«Όλα μας στριμώχνουνε να πετάξουμε τα προσωπεία ή να χαθούμε. Να συμφιλιωθούμε με την ψυχή μας ή να χαθούμε. Ανάγκη δε θα έχουμε τότε τα ξυλοπόδαρα των προκατασκευασμένων θεσμών για να στεκόμαστε όρθιοι.. Ανήκω σε μια γενιά ταλαιπωρημένη. Ταλαιπωρημένη από την πολυτέλεια του να έχει τις προϋποθέσεις να σκέφτεται, κι απ' τη μιζέρια του να μην μπορεί να πραγματώσει όσα σκέφτεται. Κάποτε θα πάψει η μιζέρια, δεν μπορεί. Οι σκέψεις μας κι οι πράξεις μας θα συμφιλιωθούν. Οι πόθοι της εφηβείας μας δεν θα βρικολακιάζουν, κι ο Δον Κιχώτης της ψυχής μας δεν θ' αναγκάζεται να κατεβαίνει απ' το κοκαλιάρικο άλογο του. Οι σχέσεις μας τότε θα γίνουν πιο έντιμες, πιο καλοσυνάτες».
Στα διηγήματα αυτά η Βαμβουνάκη είναι δέσμια του μύθου. Είναι επική. Αργότερα είναι που θα γίνει λυρική, προσφέροντας εκείνες τις θαυμάσιες εσωτερικές ψυχογραφίες, όπου το στόρυ είναι ένα απλό πρόσχημα πάνω στο οποίο υφαίνεται ο καμβάς των προσωπογραφιών της.
Ο «αρχάγγελος του καφενείου» είναι το πρώτο έργο της Μάρως Βαμβουνάκη, μια συλλογή διηγημάτων. Έχοντας ήδη παρουσιάσει τρία βιβλία της από τα Κ. Ε. (Ντούλια, Αντίπαλος εραστής, Η μοναξιά είναι από χώμα) σκέφτηκα να την παρουσιάσω συνολικά στους αναγνώστες των Κ.Ε., όπως και όλους τους μείζονες νεοέλληνες συγγραφείς, πιάνοντας το έργο της από την αρχή. Είναι μια δουλειά που τη θεωρώ σαν υποχρέωση απέναντι σ' αυτούς τους συγγραφείς, που θυμίζουν στο πανελλήνιο ότι η κρητική λογοτεχνία δεν είναι μόνο ο Κορνάρος, ο Χορτάτζης και ο Κονδυλάκης, και ότι δεν σταματάει στον Καζαντζάκη και τον Πρεβελάκη. Ακόμη το θεωρώ σαν υποχρέωση απέναντι στους αναγνώστες, που θέλουν να γνωρίσουν κάθε τι που προβάλλει την Κρήτη και που τους κάνει περήφανους που είναι κρητικοί. Γενικά το νιώθω σαν χρέος απέναντι στην Κρήτη.
Υπάρχει όμως και κάτι που κάνει το εγχείρημα αυτό πρωτότυπο και ενδιαφέρον. Η βιβλιοκριτική γίνεται πάντα στο πιο πρόσφατο έργο ενός συγγραφέα και η κατανόηση του θα στηριχθεί στη γνώση — περισσότερο ή λιγότερο πλήρη — των προηγούμενων έργων του. Εδώ θα συμβεί το αντίθετο. Τα πρώτα έργα θα ειδωθούν στην προοπτική της πορείας που ακολούθησε μετά η συγγραφέας. Αυτό είναι κάτι, που δεν έχει ξαναγίνει σε βιβλιοκρητική στήλη.
Η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα από τον «αρχάγγελο του καφενείου» είναι, ότι ξεφεύγει από τη μεταγενέστερη προβληματική της συγγραφέως. Στα βιβλία που παρουσίασα μέχρι τώρα, πρωταγωνιστής είναι ο έρωτας. Στα διηγήματα αυτής της συλλογής, πρωταγωνιστής είναι η ματαίωση (frustration — o αγγλικός όρος, αμετάφραστος στα ελληνικά, είναι πιο ακριβής). Οι ήρωες αποτυχαίνουν στις προσδοκίες τους, στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, στη ζωή. Αυτή η αποτυχία προκαλεί τη συμπόνια του αναγνώστη, θα τολμούσαμε να πούμε τον αριστοτελικό έλεο. Πραγματευόμενα τραγωδίες ζωής, αυτά τα διηγήματα αποτελούν στη σύλληψη μίνι τραγωδίες.
Χαρακτηριστικό απ' αυτή την άποψη είναι το πρώτο διήγημα, «Η ακρίδα και το σπασμένο ρόδι». Ο ήρωας αναγκάζεται από βιοποριστικούς λόγους (το αναπόφευκτο της μοίρας) να δουλέψει σαν χορευτής σε νυχτερινό κέντρο. Εκεί θα τον αποπλανήσει μια τουρίστρια, και θα ζήσει μια γλυκεία ζωή για πέντε μέρες ξεχνώντας το σπίτι του (ύβρις), μέχρι να έλθει η ώρα να τον εγκαταλείψει η ξένη, για να γυρίσει στην πατρίδα της. Οι τύψεις που νιώθει, που εκφράζονται με το όραμα του μωρού του να σκοτώνεται, τον κάνουν να παρατήσει το κέντρο και να ορμήσει σαν τρελός για το παιδί του. Αυτό τον αποκαθιστά στη συνείδηση μας. (Ο τραγικός ήρωας δεν είναι ποτέ κακός, αλλά παρεκτρέπεται «δι' αμαρτίαν τινά»). Στο δρόμο όμως τσακίζεται με τη μηχανή του πάνω σ' ένα δένδρο και πεθαίνει στην προσπάθεια του να επανορθώσει για το κακό που έκανε (κάθαρση). Έτσι νιώθουμε έλεος γι αυτόν.
Σ' αυτό το διήγημα πολύ χαρακτηριστική είναι η ερωτική σκηνή. Λυρική, ποιητική, μεταφυσική (ο Αδάμ και η Εύα...), χωρίς ίχνος αισθησιασμού. Είναι μια από τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές που έχω διαβάσει.
Πολύ χαρακτηριστική είναι και η εικόνα του Χριστού με τους μαθητές του που πορεύονται πάνω στο νερό, σαν μεταφορά μιας θάλασσας πηχτής, αρυτίδωτης. Μια εικόνα με δύναμη αρχετυπική που θα κάνει πάλι την εμφάνιση της στο τέλος της «μοναξιάς που είναι από χώμα».
Στα διηγήματα αυτά της Βαμβουνάκη παρελαύνουν πρόσωπα και τύποι της νεοελληνικής πραγματικότητας, της οποίας δίνονται πολύ χαρακτηριστικές όψεις και εικόνες. Είναι μάλιστα τόσο εμφανής αυτή η τάση της συγγραφέως να απομονώνει ξεχωριστά πρόσωπα και καταστάσεις, ώστε μπόρεσα να δώσω σε κάθε της διήγημα και ένα δεύτερο τίτλο, εκπροσωπευτικό του τύπου ή της κατάστασης που απεικονίζει. Οι δικοί μου υπότιτλοι, χαρακτηριστικοί της θεματικής της συγγραφέως, είναι (με τη σειρά που υπάρχουν τα διηγήματα στο βιβλίο) το καμάκι, ο περιοδεύων θίασος, η μικροπαντρεμένη, Greek dream (κατά το American dream), ο αυτοδίδακτος, η περιφρονημένη, αλλοτρίωση, η απατημένη, η σταχτοπούτα και η προαγωγός, η νοικοκυρά, το νούμερο, ο φουκαράς σύζυγος, η πιστή, έρημα γερατειά, φυγή, υποκρισία. Οι χαρακτήρες, σαν γνήσιοι τσεχωφικοί ήρωες, αδυνατούν να ξεφύγουν από το πεπρωμένο τους. Μόνο ο μικρός της φυγής θα δοκιμάσει, και θα αποτύχει. Και ο λόγος που δεν μπορούν να ξεφύγουν είναι η αδυναμία τους, οι εσωτερικές τους αναστολές. Η συνειδητοποίηση αυτής της αδυναμίας, όταν ανοίγεται το παράθυρο της ευκαιρίας, θα τους πληγώσει περισσότερο. Η πιστή θα μονολογήσει «τυχεροί που είναι όσοι ταγμένοι να ζουν στην έρημο δεν γνωρίζουν την ύπαρξη της όασης. Εγώ την έμαθα κι ένιωσα γύρω μου τη ξηρασία για πάντα. Και διάλεξα την ξηρασία για πάντα».
Η σύμβαση ενάντια στην παρόρμηση θα υπερισχύσει στο τέλος Όμως η ηρωίδα θα αναρωτηθεί: «Μήπως τελικά ανώτατο χρέος μας είναι να ακολουθούμε τους παλμούς της δικής μας ψυχής, έτσι όπως ηχεί βαθιά μέσα μας;
Μοιάζει με Καζαντζάκης, όμως είναι Βαμβουνάκη. Με τον μεγάλο κρητικό δεν ξεμπλέχνει κανείς εύκολα, Μάρω.
Έτσι φορούμε τα προσωπεία μας, και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε στη μιζέρια μας. Η πιστή όμως ονειρεύεται την καινούρια μέρα, που όταν της πει ο άνθρωπος που θαυμάζει «θα' ρθεις μαζί μου;» θα μπορέσει να του πει αμέσως. «Ναι».
«Όλα μας στριμώχνουνε να πετάξουμε τα προσωπεία ή να χαθούμε. Να συμφιλιωθούμε με την ψυχή μας ή να χαθούμε. Ανάγκη δε θα έχουμε τότε τα ξυλοπόδαρα των προκατασκευασμένων θεσμών για να στεκόμαστε όρθιοι.. Ανήκω σε μια γενιά ταλαιπωρημένη. Ταλαιπωρημένη από την πολυτέλεια του να έχει τις προϋποθέσεις να σκέφτεται, κι απ' τη μιζέρια του να μην μπορεί να πραγματώσει όσα σκέφτεται. Κάποτε θα πάψει η μιζέρια, δεν μπορεί. Οι σκέψεις μας κι οι πράξεις μας θα συμφιλιωθούν. Οι πόθοι της εφηβείας μας δεν θα βρικολακιάζουν, κι ο Δον Κιχώτης της ψυχής μας δεν θ' αναγκάζεται να κατεβαίνει απ' το κοκαλιάρικο άλογο του. Οι σχέσεις μας τότε θα γίνουν πιο έντιμες, πιο καλοσυνάτες».
Στα διηγήματα αυτά η Βαμβουνάκη είναι δέσμια του μύθου. Είναι επική. Αργότερα είναι που θα γίνει λυρική, προσφέροντας εκείνες τις θαυμάσιες εσωτερικές ψυχογραφίες, όπου το στόρυ είναι ένα απλό πρόσχημα πάνω στο οποίο υφαίνεται ο καμβάς των προσωπογραφιών της.
Wednesday, February 10, 2010
Νένα Κοκκινάκη, Η Χάρτινη Γυναίκα
Νένα Κοκκινάκη, Η Χάρτινη Γυναίκα, Δόμος 1991
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα τον Ιανουάριο 1992
Η «Χάρτινη γυναίκα» (Εκδόσεις Δόμος 1991) της συναδέλφου φιλολόγου Νένας Ι. Κοκκινάκη είναι η πρώτη της λογοτεχνική «δοκιμή», όπως μας πληροφορεί η ίδια στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της. Μέχρι τώρα είχε περιοριστεί σε αρθρογραφία και λογοτεχνική κριτική.
Η «χάρτινη γυναίκα» είναι το λυρικό ξεχείλισμα μιας ερωτευμένης γυναίκας. Αυτοβιογραφούμενη, μας ιστορεί όχι αυτό που θα λέγαμε «ερωτικές περιπέτειες», αλλά τη σχέση της με τον έρωτα και τις ματαιώσεις που υπέστη, από εσωτερικές αναστολές και λαθεμένες επιλογές. Την πρώτη της ερωτική περιπέτεια την βιώνει σαν τη νίκη του εφήμερου πάνω στην προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής της. Νιώθει να ξεχειλίζει από έρωτα.
«Μα ποιος θεός μου έστειλε τόση ευτυχία; Κάποιο ολύμπιο πνεύμα, ένας θεός κυβερνήτης των αισθήσεων.... Δεν ξέρω τ' όνομα του».
Κι ούτε θα το μάθει ποτέ γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Οι αρχαίες ελληνίδες, κλεισμένες στους γυναικωνίτες τους, δεν μπόρεσαν να πλάσουν ένα θεό του έρωτα. Οι άντρες, κυρίαρχοι, έπλασαν τη θεά του, την Αφροδίτη.
«Ο Ολύμπιος θεός χαμογελούσε...». Ανώνυμος ο ολύμπιος θεός του έρωτα. Ο Κάτουλος, όμως, θα μπορέσει να πει για την αγαπημένη του: Tu es Venus.
Η σχέση αυτή δεν θα κρατήσει πολύ.
«Αρκέστηκα στη λιγόχρονη ευτυχία κι αναζήτησα την πολύχρονη εξασφάλιση, μέσα απ' τη δουλειά και την κοινωνική αναγνώριση... Τώρα είμαι μόνη μου, ολόμονη, έξω απ' αγκαλιάσματα κι αγάπες... πώς τα κατάφερα έτσι;»
Όμως δεν ήταν απλά και μόνο η απόρριψη μιας εφήμερης ευτυχίας στο βωμό υψηλότερων σκοπών κι επιδιώξεων.
«Η αδυναμία του σε μένα αντί να με οπλίσει με δύναμη, άρχισε να με κουράζει, να με φοβίζει. Η νεανική μου καρδιά τον ήθελε απόλυτο μονάρχη... Ήμουν ευτυχισμένη που κατακτήθηκα απ' την απόλυτη ομορφιά και προτιμούσα να συντρίβομαι μέσα της παρά να συντρίβω... Απέρριψα την ευτυχία γιατί φοβήθηκα την ανθρώπινη προσήλωση, γιατί κουράστηκα τόσο γρήγορα να μ' αγαπάνε, γιατί τα θεώρησα όλα αυτά εξωλογικά ή εξωπραγματικά... Μια απύθμενη μοναξιά η ποινή μου. Μια μοναξιά με τα χάδια των αναμνήσεων και τις αποχρώσεις των ματιών του».
Τα ίδια αισθήματα αισθάνεται και η μητέρα του ταξιτζή στο «Ροζ που δεν ξέχασα» του Γιάννη Ξανθούλη απέναντι στον άντρα της. Νιώθει να την πνίγει η αγάπη του.
Μήπως πρόκειται για τυπική γυναικεία ψυχολογία; Η αδύναμη γυναίκα που θέλει να κατέχεται από τον ισχυρό άντρα και όχι να κατέχει; Οι ηθολόγοι απαντάνε καταφατικά. Θυμάμαι τα σχόλια μιας φίλης μου για το αγόρι της. «Με αγαπάει μέχρι αηδίας. Είναι υπερβολικά καλός».
Ο ματαιωμένος ερωτισμός της αφηγήτριας θα βρει διέξοδο στο γράψιμο, στο χαρτί. «Ό,τι φανταζόμουν και ποθούσα το έριχνα σ' ένα χαρτί από φόβο κι έγινα πολύ απλά η χάρτινη γυναίκα». Χαρτοπόντικα αποκαλούσε τον εαυτό του ο Καζαντζάκης που, χάρτινος κι αυτός, ό,τι φανταζόταν και ποθούσε το ’ρίχνε στο χαρτί, χωρίς να τολμάει να το βιώσει.
Οι λογικές επιλογές! Η δουλειά και η κοινωνική αναγνώριση! Όμως «τα πιο όμορφα στη ζωή μας είναι τα περίπου ή εντελώς παράλογα». Τα απέρριψε, και γι' αυτό τώρα «είμαι ολομόναχη και περιμένω εκείνο το συγκλονιστικό κάτι, εκείνο το μεγαλειώδες, εκείνο που θα γίνει για μένα διαφυγή μου μέσα στο χρόνο».
«Έμαθα να ζω με μηχανισμούς άμυνας που λένε οι ψυχολόγοι», λέει κάπου αλλού. Όμως κάποτε οι άμυνες θα καταρρεύσουν, και έτσι η μοιραία συνάντηση θα μπορέσει να εξελιχθεί «στο συγκλονιστικό κάτι, εκείνο το μεγαλειώδες», στο μεγάλο έρωτα, που με τόση ποίηση και λυρισμό περιγράφει στις περισσότερες σελίδες του βιβλίου.
Αυτή: «Στο σβήσιμο της μέρας μετράω πόσες φορές χαμογελάς μέσα από μένα, μόνο γιατί μέσα στο χαμόγελο σου αποταμιεύω την ευτυχία της μέρας, τη γεύση της ζωής... Σ' αγαπώ έξω απ' το χρόνο, μέσα σ' ένα ποτάμι που δεν έχει γυρισμό, μέσα σ' ένα σύννεφο σ' αγαπώ».
Αυτός: «Σ' αγαπώ..., σ' αγαπώ βαθιά, ίσια, μια κάθετη γραμμή η αγάπη μου, που μεγαλώνει, ξεπερνά τη γη και χάνεται στο σύμπαν. Σ' αγαπώ γιατί έγινες ο εαυτός μου, ο ίδιος εγώ. Σ' αγαπώ έτσι που μ' άφησες να ιχνηλατήσω τον κόσμο της ψυχής σου, ένα ατέλειωτο κόσμο που σπουδάζω καθημερινά».
Η πρόζα της Κοκκινάκη είναι λυρική, ποιητική. Αυτό τονίζεται και με τις πάμπολλες ποιητικές αναφορές της. Όμως οι «ανοίκειες», λυρικές εκφράσεις της δεν μπορούμε να πούμε ότι, είναι πάντοτε επιτυχημένες. Ο φαλλοκρατισμός τον οποίο υπαινιχθήκαμε πιο πριν επιβάλλει κάποια όρια στη γλώσσα της. «Χαμογελώ νικητικά», λέει η συγγραφέας στην προτελευταία σειρά του βιβλίου της. Ακούγεται άσχημα. Προφανώς θέλει να πει με τη νίκη του έρωτα. Η λέξη «νικηφόρα» θα συμπαραδήλωνε τη νίκη στον πόλεμο, πολύ περισσότερο η λέξη «θριαμβευτικά», με τις μακριές σειρές των νικημένων αιχμαλώτων στους ρωμαϊκούς θριάμβους. Όμως πώς αλλιώς να εκφράσει το χαμόγελο της γεμάτης ερωτική πλήρωση γυναίκας, της οποίας «η αγάπη δεν έγινε ποτέ κατακτητική»;
Ο λυρισμός είναι το κυρίαρχο ύφος της, όμως συχνά το εγκαταλείπει για ένα λόγο φιλοσοφικό, δοκιμιακό, σε στιγμές αφοριστικό, ακόμη και όταν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Η επαγγελματική της ιδιότητα δεν φαίνεται να είναι αμέτοχη σ' αυτό. Έτσι στις λυρικές, χειμαρρώδεις εξομολογήσεις της παρεμβάλλονται σχόλια για το γάμο (σελ. 30-1), τις διαπροσωπικές σχέσεις (σελ. 56) τον έρωτα (σελ. 66,86), την πνευματική καλλιέργεια (σελ. 83) κ.ά. Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς στις σκέψεις που διατυπώνει στα παραπάνω θέματα, νομίζω ότι όλοι οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί θα προσυπέγραφαν τον αφορεσμό της: «Το σχολείο σε κάνει να μένεις πάντα νέος».
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα τον Ιανουάριο 1992
Η «Χάρτινη γυναίκα» (Εκδόσεις Δόμος 1991) της συναδέλφου φιλολόγου Νένας Ι. Κοκκινάκη είναι η πρώτη της λογοτεχνική «δοκιμή», όπως μας πληροφορεί η ίδια στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της. Μέχρι τώρα είχε περιοριστεί σε αρθρογραφία και λογοτεχνική κριτική.
Η «χάρτινη γυναίκα» είναι το λυρικό ξεχείλισμα μιας ερωτευμένης γυναίκας. Αυτοβιογραφούμενη, μας ιστορεί όχι αυτό που θα λέγαμε «ερωτικές περιπέτειες», αλλά τη σχέση της με τον έρωτα και τις ματαιώσεις που υπέστη, από εσωτερικές αναστολές και λαθεμένες επιλογές. Την πρώτη της ερωτική περιπέτεια την βιώνει σαν τη νίκη του εφήμερου πάνω στην προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής της. Νιώθει να ξεχειλίζει από έρωτα.
«Μα ποιος θεός μου έστειλε τόση ευτυχία; Κάποιο ολύμπιο πνεύμα, ένας θεός κυβερνήτης των αισθήσεων.... Δεν ξέρω τ' όνομα του».
Κι ούτε θα το μάθει ποτέ γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Οι αρχαίες ελληνίδες, κλεισμένες στους γυναικωνίτες τους, δεν μπόρεσαν να πλάσουν ένα θεό του έρωτα. Οι άντρες, κυρίαρχοι, έπλασαν τη θεά του, την Αφροδίτη.
«Ο Ολύμπιος θεός χαμογελούσε...». Ανώνυμος ο ολύμπιος θεός του έρωτα. Ο Κάτουλος, όμως, θα μπορέσει να πει για την αγαπημένη του: Tu es Venus.
Η σχέση αυτή δεν θα κρατήσει πολύ.
«Αρκέστηκα στη λιγόχρονη ευτυχία κι αναζήτησα την πολύχρονη εξασφάλιση, μέσα απ' τη δουλειά και την κοινωνική αναγνώριση... Τώρα είμαι μόνη μου, ολόμονη, έξω απ' αγκαλιάσματα κι αγάπες... πώς τα κατάφερα έτσι;»
Όμως δεν ήταν απλά και μόνο η απόρριψη μιας εφήμερης ευτυχίας στο βωμό υψηλότερων σκοπών κι επιδιώξεων.
«Η αδυναμία του σε μένα αντί να με οπλίσει με δύναμη, άρχισε να με κουράζει, να με φοβίζει. Η νεανική μου καρδιά τον ήθελε απόλυτο μονάρχη... Ήμουν ευτυχισμένη που κατακτήθηκα απ' την απόλυτη ομορφιά και προτιμούσα να συντρίβομαι μέσα της παρά να συντρίβω... Απέρριψα την ευτυχία γιατί φοβήθηκα την ανθρώπινη προσήλωση, γιατί κουράστηκα τόσο γρήγορα να μ' αγαπάνε, γιατί τα θεώρησα όλα αυτά εξωλογικά ή εξωπραγματικά... Μια απύθμενη μοναξιά η ποινή μου. Μια μοναξιά με τα χάδια των αναμνήσεων και τις αποχρώσεις των ματιών του».
Τα ίδια αισθήματα αισθάνεται και η μητέρα του ταξιτζή στο «Ροζ που δεν ξέχασα» του Γιάννη Ξανθούλη απέναντι στον άντρα της. Νιώθει να την πνίγει η αγάπη του.
Μήπως πρόκειται για τυπική γυναικεία ψυχολογία; Η αδύναμη γυναίκα που θέλει να κατέχεται από τον ισχυρό άντρα και όχι να κατέχει; Οι ηθολόγοι απαντάνε καταφατικά. Θυμάμαι τα σχόλια μιας φίλης μου για το αγόρι της. «Με αγαπάει μέχρι αηδίας. Είναι υπερβολικά καλός».
Ο ματαιωμένος ερωτισμός της αφηγήτριας θα βρει διέξοδο στο γράψιμο, στο χαρτί. «Ό,τι φανταζόμουν και ποθούσα το έριχνα σ' ένα χαρτί από φόβο κι έγινα πολύ απλά η χάρτινη γυναίκα». Χαρτοπόντικα αποκαλούσε τον εαυτό του ο Καζαντζάκης που, χάρτινος κι αυτός, ό,τι φανταζόταν και ποθούσε το ’ρίχνε στο χαρτί, χωρίς να τολμάει να το βιώσει.
Οι λογικές επιλογές! Η δουλειά και η κοινωνική αναγνώριση! Όμως «τα πιο όμορφα στη ζωή μας είναι τα περίπου ή εντελώς παράλογα». Τα απέρριψε, και γι' αυτό τώρα «είμαι ολομόναχη και περιμένω εκείνο το συγκλονιστικό κάτι, εκείνο το μεγαλειώδες, εκείνο που θα γίνει για μένα διαφυγή μου μέσα στο χρόνο».
«Έμαθα να ζω με μηχανισμούς άμυνας που λένε οι ψυχολόγοι», λέει κάπου αλλού. Όμως κάποτε οι άμυνες θα καταρρεύσουν, και έτσι η μοιραία συνάντηση θα μπορέσει να εξελιχθεί «στο συγκλονιστικό κάτι, εκείνο το μεγαλειώδες», στο μεγάλο έρωτα, που με τόση ποίηση και λυρισμό περιγράφει στις περισσότερες σελίδες του βιβλίου.
Αυτή: «Στο σβήσιμο της μέρας μετράω πόσες φορές χαμογελάς μέσα από μένα, μόνο γιατί μέσα στο χαμόγελο σου αποταμιεύω την ευτυχία της μέρας, τη γεύση της ζωής... Σ' αγαπώ έξω απ' το χρόνο, μέσα σ' ένα ποτάμι που δεν έχει γυρισμό, μέσα σ' ένα σύννεφο σ' αγαπώ».
Αυτός: «Σ' αγαπώ..., σ' αγαπώ βαθιά, ίσια, μια κάθετη γραμμή η αγάπη μου, που μεγαλώνει, ξεπερνά τη γη και χάνεται στο σύμπαν. Σ' αγαπώ γιατί έγινες ο εαυτός μου, ο ίδιος εγώ. Σ' αγαπώ έτσι που μ' άφησες να ιχνηλατήσω τον κόσμο της ψυχής σου, ένα ατέλειωτο κόσμο που σπουδάζω καθημερινά».
Η πρόζα της Κοκκινάκη είναι λυρική, ποιητική. Αυτό τονίζεται και με τις πάμπολλες ποιητικές αναφορές της. Όμως οι «ανοίκειες», λυρικές εκφράσεις της δεν μπορούμε να πούμε ότι, είναι πάντοτε επιτυχημένες. Ο φαλλοκρατισμός τον οποίο υπαινιχθήκαμε πιο πριν επιβάλλει κάποια όρια στη γλώσσα της. «Χαμογελώ νικητικά», λέει η συγγραφέας στην προτελευταία σειρά του βιβλίου της. Ακούγεται άσχημα. Προφανώς θέλει να πει με τη νίκη του έρωτα. Η λέξη «νικηφόρα» θα συμπαραδήλωνε τη νίκη στον πόλεμο, πολύ περισσότερο η λέξη «θριαμβευτικά», με τις μακριές σειρές των νικημένων αιχμαλώτων στους ρωμαϊκούς θριάμβους. Όμως πώς αλλιώς να εκφράσει το χαμόγελο της γεμάτης ερωτική πλήρωση γυναίκας, της οποίας «η αγάπη δεν έγινε ποτέ κατακτητική»;
Ο λυρισμός είναι το κυρίαρχο ύφος της, όμως συχνά το εγκαταλείπει για ένα λόγο φιλοσοφικό, δοκιμιακό, σε στιγμές αφοριστικό, ακόμη και όταν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Η επαγγελματική της ιδιότητα δεν φαίνεται να είναι αμέτοχη σ' αυτό. Έτσι στις λυρικές, χειμαρρώδεις εξομολογήσεις της παρεμβάλλονται σχόλια για το γάμο (σελ. 30-1), τις διαπροσωπικές σχέσεις (σελ. 56) τον έρωτα (σελ. 66,86), την πνευματική καλλιέργεια (σελ. 83) κ.ά. Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς στις σκέψεις που διατυπώνει στα παραπάνω θέματα, νομίζω ότι όλοι οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί θα προσυπέγραφαν τον αφορεσμό της: «Το σχολείο σε κάνει να μένεις πάντα νέος».
Tuesday, February 9, 2010
Μάρω Βαμβουνάκη, Η μοναξιά είναι από χώμα
Μάρω Βαμβουνάκη, Η μοναξιά είναι από χώμα, Κρητικά Επίκαιρα Δεκέμβρης 1991
Η μοναξιά είναι από χώμα της Μάρως Βαμβουνάκη, έργο τιμημένο με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος του 1988, είναι ένα «επιστολογραφικό μυθιστόρημα», στο οποίο τίθενται δεκαοκτώ επιστολές, τις οποίες γράφει ένας άντρας σε μια γυναίκα που αγαπά και με την οποία έχει χωρίσει. Τη λέξη «μυθιστόρημα» τη βάζω σε εισαγωγικά, γιατί και εδώ, όπως και στον «Αντίπαλο εραστή», ο μύθος είναι υποτυπώδης. Ο άντρας, τυραννισμένος από τη ζήλια, μετά την 16η επιστολή επιχειρεί να φύγει από το ερημητήριό του, ένα σπιτάκι σε ένα νησί στο βόρειο Αιγαίο, (ο νους, πάντως, πάει στη Σκιάθο ενός άλλου ερημίτη, του Παπαδιαμάντη) και επιχειρήσει να τη βρει, να της ζητήσει να επανασυνδεθούν, κι αν αυτή δεν δεχτεί, να τη σκοτώσει. Στο λιμάνι, μέσα σε μια καταιγίδα, του συμβαίνει μια ψυχολογική μεταστροφή, κάτι σαν έκλαμψη, και επιστρέφει στο σπιτάκι του. Με το τελευταίο 18ο γράμμα, δηλώνει, ότι δεν πρόκειται να της ξαναγράψει. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας και σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό, και δεν το αφήνουν να περπατήσει.. Οι λέξει είναι ξένα σώματα κι ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω». Έτσι τελειώνει η τελευταία επιστολή. Στον επίλογο μαθαίνουμε, ότι εξαφανίζεται. Μάλλον πνίγηκε, λένε οι χωριανοί. Ο γιος του κουρέα υποστηρίζει ότι τον είδε να προχωρεί μέσα στη θάλασσα, περπατώντας πάνω στο νερό, εκδοχή που δεν γίνεται πιστευτή.
Ο επιστολογράφος είναι μια αρσενική Ντούλια. Νευρωσικός, παθιασμένος, ζηλιάρης, μαζοχιστής (κάποιοι χαρακτηρισμοί είναι δικοί του, κάποιοι φαίνονται από τα γραφόμενά του), κατατρύχεται από ένα δεσμό για τον οποίο η γυναίκα «απορεί για τις διαστάσεις, που ακούει ότι έχει πάρει για κείνον». Όμως η ομοιότητα σταματάει εκεί. Η Ντούλια ορμάει πίσω από τον άπιστο αγαπημένο, σε μια χιμαιρική αναζήτησή του. Το ίδιο ετοιμάζεται να κάνει και ο επιστολογράφος. Όμως, ενώ βρίσκεται στο λιμάνι, περιμένοντας να κοπάσει η καταιγίδα για να φύγει το πλοίο, περνάει μια κρίση αυτοσυνείδησης. Η αγάπη του εξαϋλώνεται, αίρεται σ' ένα ύφος όπου παύει να έχει αντικείμενο, όπου γίνεται αυτοαναφορική.
Η φάση της αυτοσυνείδησης, η οποία συνιστά μια κορύφωση και μια στροφή στην αφήγηση, είναι ένα στοιχείο που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στην αφηγηματική τεχνική (χαρακτηριστικές περιπτώσεις που θυμάμαι είναι η Νόρα, στο «κουκλόσπιτο» του Ίψεν και ο Οιδίπους Τύραννος), Εδώ όμως η αυτοσυνείδηση αυτή έρχεται κάπως μηχανικά και λιγότερο πειστικά. Η καταιγίδα που φαίνεται να φιγουράρει σαν αιτιακός παράγοντας είναι μόνο ένας εκλυτικός παράγοντας, αν όχι απλά ένας διάκοσμος. Ο αιτιακός παράγοντας πρέπει να είναι τα μαρτύρια και ο πόνος ενός έρωτα χωρίς ανταπόκριση, που στην κορύφωσή του, και ενώ οδεύει προς την μοιραία πορεία ενός φόνου ή μιας αυτοκτονίας, ο επιστολογράφος αίρεται στην αυτοσυνείδηση και παραιτείται από τα σχέδια του. Φλογισμένος από το φως μιας εσωτερικής αποκάλυψης, εγκαταλείπει το γράψιμο καθώς νιώθει τις λέξεις ανίκανες να εκφράσουν το όραμά του.
Από μια υπαρξιακή προβληματική η Βαμβουνάκη περνάει σε μια χριστιανική, μυστική λύση. Ο υπαρξισμός λέει ότι σε ακραίες, οριακές καταστάσεις φωτίζεται η ύπαρξη μας. Η ρεαλιστική (με τη λογοτεχνική σημασία) λύση της παραίτησης από το έγκλημα, στην οποία θα μπορούσε να τέλειωνε το μυθιστόρημα, ικανοποιώντας το υπαρξιακό αίτημα, ή έστω στο θάνατο του, ικανοποιώντας τη λογοτεχνική σύμβαση που θέλει τον ήρωα στο τέλος να σώζεται ή να συντρίβεται (ή happy end ή unhappy end) δεν ικανοποιεί την Βαμβουνάκη. Έτσι καταφεύγει στη μυστική (mystique) λύση, ο εκπνευματοποιημένος ήρωας να περπατάει, σαν τον Χριστό, πάνω στο νερό. Με το να παρουσιάζει τους χωρικούς να αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, χαρακτηρίζοντας το γιο του κουρέα «ονειροπαρμένο», μένει στα όρια του ρεαλισμού αξιοποιώντας όμως τον συμβολισμό αυτής της λύσης.
Πάντως το «θαύμα» αποτελεί ένα στοιχείο αφηγηματικής τεχνικής (πρόχειρα θυμάμαι την ανάληψη της ωραίας Ρεμέδιος στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες) και είτε το επινοεί ex nove η Βαμβουνάκη, (πράγμα που είναι το πιθανότερο μια και, όπως είπαμε, το αξιοποιεί συμβολικά) είτε το δανείζεται, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά.
Πιο πάνω γράψαμε ότι η αυτοσυνείδηση δεν φαίνεται πειστική. Αυτό βέβαια συμβαίνει μόνο επειδή διαβάζουμε το έργο με τα κριτήρια του ρεαλισμού, με τα οποία είμαστε εμποτισμένοι. Όμως ο ρεαλισμός πολύ λίγη θέση έχει σε έργα όπου ο μύθος είναι ένα πρόσχημα, και που κερδίζει το ενδιαφέρον μας σαν τέτοιος μόλις στις δύο τελευταίες επιστολές. Σ' όλες τις υπόλοιπες επιστολές παρακολουθούμε τον «εσωτερικό μονόλογο» ενός ανθρώπου με τεντωμένα νεύρα, την εξιστόρηση εσωτερικών εμπειριών και σκέψεων κάποιου που πλησιάζει, κατά δική του ομολογία, τα όρια της τρέλας. Δεν είναι τυχαίο που και ο Γκόγκολ χρησιμοποιεί τον «εσωτερικό μονόλογο» σαν μορφή αφήγησης στο «ημερολόγιο ενός τρελού».
Θα θέλαμε τέλος, όσον αφορά το ύφος, να τονίσουμε τον ποιητικό λόγο και την έξαρση των αφοριστικών εκφράσεων, που επισημάναμε στον «Αντίπαλο εραστή». Ο επιστολογράφος μιλάει αφοριστικά για τον έρωτα, την πλεονεξία, την καχυποψία και την δυσπιστία, τον βιομηχανικό κόσμο, τα λογοτεχνικά έργα, το χρόνο κ.α. Η κορύφωση των αφοριστικών εκφράσεων είναι φυσικά η δήλωση του τίτλου: «Η μοναξιά είναι από χώμα».
Η μοναξιά είναι από χώμα της Μάρως Βαμβουνάκη, έργο τιμημένο με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος του 1988, είναι ένα «επιστολογραφικό μυθιστόρημα», στο οποίο τίθενται δεκαοκτώ επιστολές, τις οποίες γράφει ένας άντρας σε μια γυναίκα που αγαπά και με την οποία έχει χωρίσει. Τη λέξη «μυθιστόρημα» τη βάζω σε εισαγωγικά, γιατί και εδώ, όπως και στον «Αντίπαλο εραστή», ο μύθος είναι υποτυπώδης. Ο άντρας, τυραννισμένος από τη ζήλια, μετά την 16η επιστολή επιχειρεί να φύγει από το ερημητήριό του, ένα σπιτάκι σε ένα νησί στο βόρειο Αιγαίο, (ο νους, πάντως, πάει στη Σκιάθο ενός άλλου ερημίτη, του Παπαδιαμάντη) και επιχειρήσει να τη βρει, να της ζητήσει να επανασυνδεθούν, κι αν αυτή δεν δεχτεί, να τη σκοτώσει. Στο λιμάνι, μέσα σε μια καταιγίδα, του συμβαίνει μια ψυχολογική μεταστροφή, κάτι σαν έκλαμψη, και επιστρέφει στο σπιτάκι του. Με το τελευταίο 18ο γράμμα, δηλώνει, ότι δεν πρόκειται να της ξαναγράψει. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας και σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό, και δεν το αφήνουν να περπατήσει.. Οι λέξει είναι ξένα σώματα κι ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω». Έτσι τελειώνει η τελευταία επιστολή. Στον επίλογο μαθαίνουμε, ότι εξαφανίζεται. Μάλλον πνίγηκε, λένε οι χωριανοί. Ο γιος του κουρέα υποστηρίζει ότι τον είδε να προχωρεί μέσα στη θάλασσα, περπατώντας πάνω στο νερό, εκδοχή που δεν γίνεται πιστευτή.
Ο επιστολογράφος είναι μια αρσενική Ντούλια. Νευρωσικός, παθιασμένος, ζηλιάρης, μαζοχιστής (κάποιοι χαρακτηρισμοί είναι δικοί του, κάποιοι φαίνονται από τα γραφόμενά του), κατατρύχεται από ένα δεσμό για τον οποίο η γυναίκα «απορεί για τις διαστάσεις, που ακούει ότι έχει πάρει για κείνον». Όμως η ομοιότητα σταματάει εκεί. Η Ντούλια ορμάει πίσω από τον άπιστο αγαπημένο, σε μια χιμαιρική αναζήτησή του. Το ίδιο ετοιμάζεται να κάνει και ο επιστολογράφος. Όμως, ενώ βρίσκεται στο λιμάνι, περιμένοντας να κοπάσει η καταιγίδα για να φύγει το πλοίο, περνάει μια κρίση αυτοσυνείδησης. Η αγάπη του εξαϋλώνεται, αίρεται σ' ένα ύφος όπου παύει να έχει αντικείμενο, όπου γίνεται αυτοαναφορική.
Η φάση της αυτοσυνείδησης, η οποία συνιστά μια κορύφωση και μια στροφή στην αφήγηση, είναι ένα στοιχείο που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στην αφηγηματική τεχνική (χαρακτηριστικές περιπτώσεις που θυμάμαι είναι η Νόρα, στο «κουκλόσπιτο» του Ίψεν και ο Οιδίπους Τύραννος), Εδώ όμως η αυτοσυνείδηση αυτή έρχεται κάπως μηχανικά και λιγότερο πειστικά. Η καταιγίδα που φαίνεται να φιγουράρει σαν αιτιακός παράγοντας είναι μόνο ένας εκλυτικός παράγοντας, αν όχι απλά ένας διάκοσμος. Ο αιτιακός παράγοντας πρέπει να είναι τα μαρτύρια και ο πόνος ενός έρωτα χωρίς ανταπόκριση, που στην κορύφωσή του, και ενώ οδεύει προς την μοιραία πορεία ενός φόνου ή μιας αυτοκτονίας, ο επιστολογράφος αίρεται στην αυτοσυνείδηση και παραιτείται από τα σχέδια του. Φλογισμένος από το φως μιας εσωτερικής αποκάλυψης, εγκαταλείπει το γράψιμο καθώς νιώθει τις λέξεις ανίκανες να εκφράσουν το όραμά του.
Από μια υπαρξιακή προβληματική η Βαμβουνάκη περνάει σε μια χριστιανική, μυστική λύση. Ο υπαρξισμός λέει ότι σε ακραίες, οριακές καταστάσεις φωτίζεται η ύπαρξη μας. Η ρεαλιστική (με τη λογοτεχνική σημασία) λύση της παραίτησης από το έγκλημα, στην οποία θα μπορούσε να τέλειωνε το μυθιστόρημα, ικανοποιώντας το υπαρξιακό αίτημα, ή έστω στο θάνατο του, ικανοποιώντας τη λογοτεχνική σύμβαση που θέλει τον ήρωα στο τέλος να σώζεται ή να συντρίβεται (ή happy end ή unhappy end) δεν ικανοποιεί την Βαμβουνάκη. Έτσι καταφεύγει στη μυστική (mystique) λύση, ο εκπνευματοποιημένος ήρωας να περπατάει, σαν τον Χριστό, πάνω στο νερό. Με το να παρουσιάζει τους χωρικούς να αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, χαρακτηρίζοντας το γιο του κουρέα «ονειροπαρμένο», μένει στα όρια του ρεαλισμού αξιοποιώντας όμως τον συμβολισμό αυτής της λύσης.
Πάντως το «θαύμα» αποτελεί ένα στοιχείο αφηγηματικής τεχνικής (πρόχειρα θυμάμαι την ανάληψη της ωραίας Ρεμέδιος στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες) και είτε το επινοεί ex nove η Βαμβουνάκη, (πράγμα που είναι το πιθανότερο μια και, όπως είπαμε, το αξιοποιεί συμβολικά) είτε το δανείζεται, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά.
Πιο πάνω γράψαμε ότι η αυτοσυνείδηση δεν φαίνεται πειστική. Αυτό βέβαια συμβαίνει μόνο επειδή διαβάζουμε το έργο με τα κριτήρια του ρεαλισμού, με τα οποία είμαστε εμποτισμένοι. Όμως ο ρεαλισμός πολύ λίγη θέση έχει σε έργα όπου ο μύθος είναι ένα πρόσχημα, και που κερδίζει το ενδιαφέρον μας σαν τέτοιος μόλις στις δύο τελευταίες επιστολές. Σ' όλες τις υπόλοιπες επιστολές παρακολουθούμε τον «εσωτερικό μονόλογο» ενός ανθρώπου με τεντωμένα νεύρα, την εξιστόρηση εσωτερικών εμπειριών και σκέψεων κάποιου που πλησιάζει, κατά δική του ομολογία, τα όρια της τρέλας. Δεν είναι τυχαίο που και ο Γκόγκολ χρησιμοποιεί τον «εσωτερικό μονόλογο» σαν μορφή αφήγησης στο «ημερολόγιο ενός τρελού».
Θα θέλαμε τέλος, όσον αφορά το ύφος, να τονίσουμε τον ποιητικό λόγο και την έξαρση των αφοριστικών εκφράσεων, που επισημάναμε στον «Αντίπαλο εραστή». Ο επιστολογράφος μιλάει αφοριστικά για τον έρωτα, την πλεονεξία, την καχυποψία και την δυσπιστία, τον βιομηχανικό κόσμο, τα λογοτεχνικά έργα, το χρόνο κ.α. Η κορύφωση των αφοριστικών εκφράσεων είναι φυσικά η δήλωση του τίτλου: «Η μοναξιά είναι από χώμα».
Subscribe to:
Posts (Atom)