Book review, movie criticism

Friday, February 10, 2012

Ίρβιν Γιάλομ, Ο δήμιος του Έρωτα

Ίρβιν Γιάλομ, Ο δήμιος του Έρωτα, Άγρα 2004

Του Ίρβιν Γιάλομ έχω διαβάσει εδώ και χρόνια τα βιβλία του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Ο δήμιος του έρωτα» και «Η θεραπεία του Σοπενάουερ». Δεν έγραψα γι’ αυτά γιατί τότε δεν είχα blog, επειδή μάλλον δεν υπήρχαν ακόμη τα blogs (η Σταυρούλα η Σκαλίδη που με έβαλε στο κόλπο ξέρει καλύτερα). Τώρα που έχω blog γράφω για κάθε βιβλίο που διαβάζω, έστω και μόνο με την ελπίδα ότι θα βρεθεί κάποιος να διαβάσει αυτά που γράφω. Και για τα καινούρια βέβαια στο Λέξημα.
Προχθές τέλειωσα το «Στον κήπο του Επίκουρου», και ετοιμάζομαι να γράψω γι’ αυτό. Όμως θυμόμουνα ότι είχα γράψει κάτι για τον Γιάλομ, ένα σχόλιο που το ανάρτησα σε μια βιβλιοκριτική της Alef (όχι, την κάρφωσα μια φορά, δεν θα την καρφώσω και άλλη αποκαλύπτοντας το όνομά της), αρκετά χρόνια αφού είχα διαβάσει το βιβλίο, αλλά είχα γράψει σε μια λευκή σελίδα τις παρατηρήσεις μου και φυσικά είχα κάνει τις υπογραμμίσεις μου. Είναι κριτικό σχόλιο και γι’ αυτό είπα να το αναρτήσω πριν κάνω την ανάρτηση για τον «Κήπο του Επίκουρου».

Alef, θαυμάσιο το κείμενό σου για το Γιάλομ. Έχω κι εγώ σκοπό να γράψω ένα άρθρο για τον Γιάλομ, αλλά δεν ξέρω πότε και αν τα καταφέρω. Θα σε έχω στη βιβλιογραφία. Και επειδή δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, θα ήθελα να γράψω εδώ μια κριτική παρατήρηση για το διήγημα «Ο δήμιος του έρωτα». Εδώ ο Γιάλομ έχει πέσει εντελώς έξω με την περίπτωσή του. Στο κάτω μέρος της σελίδας 105 διαβάζουμε «…μια εβδομηντάχρονη λευκή έγγαμη γυναίκα που παρουσίασε σημαντική βελτίωση έπειτα από πεντάμηνη εβδομαδιαία θεραπεία… από τους 28 γηριατρικούς ασθενείς… παρουσίασε το πιο θετικό αποτέλεσμα». Και στην αρχή της σελίδας: «Μου είπε μάλιστα ότι όχι μόνο την απωθούσε η ψυχοθεραπεία, αλλά δεν τη χρειαζόταν πια: ένιωθε πολύ καλύτερα, οπωσδήποτε καλύτερα από πριν τρεις εβδομάδες! Κι αυτό που την βοήθησε εξαιρετικά, είπε με αφέλεια, ήταν το γεγονός ότι χθες είδε τον Μάθιου!.... -…Συμφωνήσαμε να συναντιόμαστε και να τα λέμε μια φορά το μήνα».
Δεν είναι σαφέστατο; Όλη η κριτική του Laing για την ψυχανάλυση σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Όπως και του Μαρκούζε εξάλλου. Ο ψυχίατρος δεν κάνει τίποτα άλλο από το να προσαρμόζει τον ασθενή στην «αρχή της πραγματικότητας», και στην προκειμένη περίπτωση να σκοτώσει ένα νευρωσικό έρωτα. Όμως η θεραπεία τελικά προήλθε από την κατά κάποιο τρόπο ευόδωσή του. Ο Δήμιος του έρωτα του Ίρβιν Γιάλομ στην περίπτωσή της απέτυχε, ευτυχώς.
Πολύ πεζός ο Γιάλομ. Συγγραφείς όπως ο Μάρκες, και ο Μήτσου στα καθ’ ημάς (Ο σκύλος της Μαρί), εξυμνούν τον απελπισμένο έρωτα, γιατί είναι ο πιο δυνατός. Ο δυνατός έρωτας βιώνεται σαν απελπισία, όχι σαν πλήρωση. Σαν νευρωσική διαταραχή, όχι σαν ευτυχία.
Ο κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις, τόσο στην πραγματικότητα όσο και στη μυθοπλασία. Η ασθενής του Γιάλομ δεν είναι παρά η θηλυκή εκδοχή του ήρωα του «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» του Μάρκες.

Thursday, February 9, 2012

Angelina Maccarone, Unveiled

Angelina Maccarone, Unveiled (2005)
http://en.wikipedia.org/wiki/Angelina_Maccarone
http://www.imdb.com/title/tt0428672/

Οι ερωτικές ιστορίες κυριαρχούν στον κινηματογράφο, αλλά και στη λογοτεχνία. Αρέσουν σε όλους μας. Ταυτιζόμαστε με τους ήρωες, παρακολουθούμε με αγωνία τις περιπέτειές τους, και νοιώθουμε μεγάλη χαρά στο τελικό τους (ξανα)σμίξιμο.
Υπάρχουν όμως και ερωτικές ιστορίες με εγγενείς δυσκολίες. Σε μια ερωτική ιστορία που πρωταγωνιστούν ομοφυλόφιλοι ή λεσβίες, είναι κάπως δύσκολο να ταυτιστούμε με τους ήρωες, εννοώ για μας τους ετεροφυλόφιλους, που, πιστεύω, είμαστε και η πλειοψηφία. Πώς να νοιώσουμε τον αριστοτελικό έλεο για τις δυσκολίες που περνάει ένας ομοφυλόφιλος, όταν δεν ταυτιζόμαστε μαζί του στις ερωτικές του προτιμήσεις;
Μια τέτοια ερωτική ιστορία παρουσιάζει η Angelina Maccarone στο έργο της Fremde Haut, ξένο δέρμα, που στα αγγλικά έχει αποδοθεί ως Unveiled, με τη δισημία της λέξης: χωρίς τσαντόρ αλλά και αποκαλυμμένη, χωρίς αμφίεση, στη μεταφορική σημασία. Η Μακαρόνε μας κάνει να νοιώσουμε συμπάθεια για την ηρωίδα της με το να μας την παρουσιάσει ως θύμα ενός καθεστώτος που φυλακίζει, βασανίζει και εκτελεί όχι μόνο τους πολιτικούς του αντιπάλους αλλά και τους σεξουαλικά αποκλίνοντες. Και αυτό σύμφωνα με της επιταγές της σαρίας, του θρησκευτικού νόμου του Ισλάμ. Το ξέραμε από πριν, αλλά το «εμπεδώσαμε» καλύτερα με το ντοκιμαντέρ του Parvez Sharma «Jihad της αγάπης», το οποίο παρουσιάσαμε πριν 9 μέρες.
http://hdermi.blogspot.com/2012/01/parvez-sharma-jihad-for-love.html
Η Fariba Tabrizi, λεσβία, το έσκασε από το Ιράν όταν αποκαλύφθηκε η σχέση της με μια άλλη γυναίκα. Στο Ιράν η ομοφυλοφιλία μπορεί να επισύρει και την ποινή του θανάτου. Για τις γυναίκες υπάρχει μεγαλύτερη ανοχή, αλλά φυσικά τιμωρείται. Με πλαστό διαβατήριο το σκάει για την Γερμανία. Ζητάει πολιτικό άσυλο, αλλά δεν τολμάει να πει τον πραγματικό λόγο της δίωξής της. Λέγει ψέματα ότι καταδικάστηκε σε θάνατο για πολιτικούς λόγους. Δεν μπορεί να το αποδείξει και έτσι θα την στείλουν πίσω στο Ιράν. Την τελευταία στιγμή βρίσκει τη λύση: παίρνει τα ρούχα ενός συνταξιδιώτη της που αυτοκτόνησε (όταν τον έψαχνε η αστυνομία, ο αδελφός του δήλωσε ψέματα ότι ήταν αυτός, δίνοντάς του χρόνο να το σκάσει. Όμως τον εκτέλεσαν, και αυτός, γεμάτος τύψεις, αυτοκτονεί). Το πτώμα του το βάζει σε μια τεράστια βαλίτσα και το θάβει. Στέλνει γράμματα στους γονείς του, όπως την είχε παρακαλέσει αν κάτι πήγαινε στραβά. Τις απαντήσεις τους τις βάζει κάτω από μια μεγάλη πέτρα, στο σημείο που τον είχε θάψει.
Σαν άντρας πια ζει με άλλους μετανάστες σε συνθήκες δύσκολες. Καταφέρνει να κρύψει την ταυτότητά του. Μια γυναίκα τον ερωτεύεται. Θα εξακολουθήσει να τον αγαπάει και όταν της αποκαλύπτει ότι είναι γυναίκα. Τότε ολοκληρώνουν και τις σχέσεις τους. Όμως θα την καταγγείλουν. Συλλαμβάνεται από την αστυνομία, και στην επόμενη σκηνή τη βλέπουμε στο αεροπλάνο για το Ιράν. Και ξανά πάλι η μεταμφίεση. Στο παπούτσι της είχε κρύψει το διαβατήριο του άτυχου νεαρού.
Και το χάπι εντ;
Βρίσκεται εκτός πλαισίου της ιστορίας. Προσημαίνεται σ’ αυτά που έχει γράψει στους γονείς του νέου εκείνου, και που ακούγονται στο τελευταίο λεπτό της ταινίας, μέσα από ένα εφέ δισημίας: «Η εταιρεία που δουλεύω με έχει στείλει στη Ρωσία, θα δυσκολευτώ να επικοινωνήσω μαζί σας για κάποιο διάστημα. Δεν ξέρω πόσο θα λείψω. Μου είναι δύσκολο να αφήσω πίσω τη γυναίκα που αγαπώ, αλλά θα κάνω ό, τι μπορώ για να ξαναγυρίσω κοντά της όσο πιο σύντομα γίνεται. Μην ανησυχήσετε αν αργήσω για κάποιο διάστημα να σας γράψω. Φιλιά, Σιμάκ».
Έχω γράψει για την εικαστικότητα/ποιητικότητα που έχουν κάποιες ταινίες. Οι δυτικές ταινίες, γυρισμένες συνήθως σε εσωτερικούς χώρους, στερούνται την ποιητικότητα της εικόνας που έχουν οι ταινίες γυρισμένες στη φύση, όπως είναι πάρα πολλές του ιρανικού κινηματογράφου. Στην ταινία αυτή είδαμε μια εντελώς εμβόλιμη ποιητική σκηνή, που δέθηκε κάπως με τις υπόλοιπες σκηνές. Ένα σμήνος πουλιών πετάει, και η κάμερα το παρακολουθεί στο πέταγμά του. Πολύ όμορφη σκηνή, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ήταν στημένη. Σίγουρα την συνέλαβε η κάμερα τυχαία, κατά τα γυρίσματα.

Tuesday, February 7, 2012

Αντρέι Μάκιν, Η γυναίκα που περίμενε

Αντρέι Μάκιν, Η γυναίκα που περίμενε (μετ. Μαρία Κράλλη) Ηλέκτρα 2004, σελ. 176

Ο αφηγητής, αφηγούμενος την ιστορία της «Γυναίκας που περίμενε», ουσιαστικά αφηγείται την ιστορία της μεταπολεμικής Σοβιετικής Ένωσης. Μοναχικές γυναίκες περιμένουν να πεθάνουν ολομόναχες, αφού οι άντρες και οι γιοι τους σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Νεαρές γυναίκες ένοιωσαν την απελπισία της απώλειας του αγαπημένου-μια απ’ αυτές τη βλέπουμε στην ταινία του Μιχαήλ Καλατόζοφ «Όταν περνούν οι γερανοί». Άλλες όμως, που ο αγαπημένος τους δηλώνεται αγνοούμενος, περιμένουν. Για πόσο όμως; Η ηρωίδα του Μάκιν περιμένει 30 ολόκληρα χρόνια. Ήταν 16 χρονών όταν αυτός έφυγε για το μέτωπο, και τώρα είναι 46.
Δεν παραιτήθηκε όμως από τη ζωή. Πηγαίνει στο Λένινγκραντ, σπουδάζει, ετοιμάζεται να υποστηρίξει το διδακτορικό της στη γλωσσολογία, και ξαφνικά αλλάζει γνώμη, πηγαίνει στο χωριό της, δουλεύει σαν δασκάλα στο μονοθέσιο σχολείο με τους 8 μαθητές, και ταυτόχρονα φροντίζει τις μοναχικές γριούλες.
Και ο αφηγητής; Αυτός είναι ένας νεαρός διανοούμενος, 26 μόλις χρονών, από τους αντιφρονούντες (μια άλλη όψη της μεταπολεμικής Σοβιετικής Ένωσης). Στο χωριό της Βέρας πηγαίνει για να μαζέψει λαογραφικό υλικό. Η ιστορία της τον εξιτάρει. Μια γυναίκα που περιμένει τον άντρα που αγαπά είναι φυσικό να κατακτήσει την φαντασία του. Όμως δεν θα τολμήσει να την κατακτήσει. Θα τον «κατακτήσει» αυτή, όταν τελικά μαθαίνει ότι ο αγνοούμενος αγαπημένος είναι ήδη επιτυχημένο κομματικό στέλεχος και παππούς, στο Λένινγκραντ.
Ο αφηγητής, αφού έκανε έρωτα με την Βέρα, νοιώθει τώρα τρόμο στη σκέψη ότι μπορεί να του γίνει κολλιτσίδα. Πολλές σελίδες αφιερώνονται σ’ αυτή του την ανησυχία.
Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Η Βέρα τον αποχαιρετά σεμνά και ταπεινά. Αυτός φεύγει για την πόλη, όχι χωρίς ενοχές.
Στη γραφή του Μάκιν εναλλάσσεται ένας βαθύς λυρισμός με βαθιές ενδοσκοπήσεις και στοχασμούς. Η επαρχία στην οποία τοποθετείται η πλοκή προσφέρεται για μαγευτικές περιγραφές φύσης, και η πολιτική κατάσταση σε κριτικές θεωρήσεις.
Καθώς θυμάμαι τον Κούντερα και τον Μακαβέγιεφ (γιουγκοσλάβος σκηνοθέτης αυτός, για όσους δεν τον ξέρουν) αναρωτιέμαι πώς γίνεται αυτοί οι διαφωνούντες των σοσιαλιστικών καθεστώτων να έχουν μια τέτοια εμμονή με το σεξ. Στην αφήγηση του ήρωά του χωράνε ακόμη και δυο σόκιν ανέκδοτα τα οποία όμως δεν θα παραθέσω, κι ας είμαι τώρα πια συνταξιούχος. Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά.
Διαβάζουμε:
«Ξέρεις, όταν δεν υπάρχει παρατηρητήριο ή κρεμάλα εν όψει, ο ποιητής αστικοποιείται» (σελ. 33). Δεν χρειάζεται να σε βάλουν άλλοι στην κρεμάλα, μπορείς να μπεις και μόνος σου, όπως η Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Και μου έρχεται στο μυαλό ο ιρανικός κινηματογράφος, για τον οποίο κάναμε πάμπολλες αναρτήσεις το τελευταίο τρίμηνο, που άνθισε κάτω από ένα ανελεύθερο και καταπιεστικό καθεστώς.
Η λογοτεχνία, όσο απαξιώνει τις άπιστες μοιχαλίδες-κάποιοι συγγραφείς τις αυτοκτονούν- άλλο τόσο επαξιώνει τις γυναίκες που είτε θυσιάζονται για τον άντρα που αγαπούν, όπως η Άλκηστη, είτε περιμένουν υπομονετικά την επιστροφή τους, όπως η Πηνελόπη. Όμως η Βέρα δεν τιμήθηκε με το έπαθλο της Πηνελόπης, να δει τον αγαπημένο της να επιστρέφει, αλλά ένοιωσε την απογοήτευση της προδοσίας. Βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πως η λογοτεχνία προβάλει πρότυπα συμπεριφοράς που ένας ψυχίατρος θα χαρακτήριζε παθολογικά. Όμως εδώ δεν μιλάμε για ψυχολογία αλλά για λογοτεχνία. Για ψυχολογία θα μιλήσουμε σε λίγες μέρες, για τον Γιάλομ.

Sunday, February 5, 2012

Charles Tilly, Κοινωνικά κινήματα

Charles Tilly, Κοινωνικά κινήματα, 1768-2004, (μετ. Θανάσης Τσακόιρης), Σαββάλας 2007, σελ. 256).

Το κείμενο αυτό δεν είναι βιβλιοκριτική. Είναι μια πολύ σύντομη περίληψη του δεύτερου μισού του βιβλίου του Tilly, για τις ανάγκες της ομάδας κοινωνικής ανθρωπολογίας.

Διάβασα το υπόλοιπο βιβλίο και γράφω κατ’ αρχάς από μνήμης αυτό που μου έμεινε, και που πιστεύω είναι το πιο σημαντικό.
Α. Η δημοκρατία ευνοεί τα κινήματα, ενώ αντίθετα τα αυταρχικά-δικτατορικά καθεστώτα τα περιορίζουν.
Β. Ενώ τα κινήματα με τη σειρά τους ευνοούν την ανάπτυξη δημοκρατικών θεσμών, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Υπάρχουν κινήματα που υπονομεύουν την δημοκρατία, όπως π.χ. το κίνημα του ναζισμού στη Γερμανία. Επίσης και αντιδραστικά κινήματα, όπως το κίνημα υπέρ της δουλείας και το κίνημα του νατιβισμού (χοντρικά κίνημα κατά των μεταναστών). Και ενώ προωθούν την δημοκρατία έμμεσα, ελάχιστα κινήματα έχουν σαν στόχο την διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών. Επίσης κάποια μπορούν να τη συρρικνώσουν, όπως τα ινδουιστικά και τα ισλαμικά κινήματα στην Ινδία.
Γ. Οι νέες τεχνολογίες έχουν το εξής χαρακτηριστικό: ενώ ευνοούν την ανάπτυξη των κινημάτων και μειώνουν το κόστος της κινητοποίησης (συνεννοήσεις για συγκεντρώσεις μέσω sms, email κ.λπ), στερούν τη δυνατότητα συμμετοχής σημαντικής μάζας των πολιτών που δεν έχουν πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες, πράγμα που είναι πιο έντονο στον Τρίτο Κόσμο. Ακόμη, τα μέσα αυτά δημιουργούν προϋποθέσεις για δημιουργία επαγγελματιών των κινημάτων, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Οι συμμετοχή των προνομιούχων μπορεί να οδηγήσει στο ξεπούλημα των μη προνομιούχων.
Και συνεχίζουμε με όσα άλλα υπογράμμισα και θεώρησα σημαντικά.
«Από τις αντιδράσεις και τις συγκρούσεις του 1968 στις ΗΠΑ και αλλού αναπτύχθηκε η ιδέα ότι τα παλιά κοινωνικά κινήματα υπέρ της εξουσίας των εργατών και των υπόλοιπων εκμεταλλευόμενων κατηγοριών είχαν «φάει τα ψωμιά τους» Θεωρήθηκε από πολλούς παρατηρητές ότι τα «νέα» κοινωνικά κινήματα, προσανατολισμένα στην αυτονομία, στην αυτοέκφραση και την κριτική της μεταβιομηχανικής κοινωνίας έπαιρναν τη θέση των παλιών» (σελ. 167).
Σύντομα ο όρος «νέο κοινωνικό κίνημα» διευρύνθηκε έτσι ώστε να συμπεριλάβει κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, για τον εκφραστικό φεμινισμό, τα ψυχεδελικά ναρκωτικά, τους ιθαγενείς λαούς, το περιβάλλον και για πολλά άλλα θέματα» (σελ. 168). Αυτά θεωρήθηκαν και ως κινήματα ταυτότητας και τα διέκριναν από τα κινήματα συμφέροντος του προηγούμενου αιώνα. Πάντως ο Tilly υποστηρίζει πως «διαλύεται η διάκριση», πράγμα που, λέω εγώ, δεν μπορεί να ισχύει απόλυτα, μάλλον και οι δυο μορφές κινημάτων περιέχουν κάτι η μια από την άλλη.
Στη συνέχεια ο Tilly αναφέρεται σε κινήματα στις Ανατολικές χώρες (Αλληλεγγύη στην Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, εθνικιστικά αιτήματα στην Ρωσία κ.λπ). Στη συνέχεια αναφέρεται σε ανάλογα κινήματα στην Λατινική Αμερική. Επίσης μιλάει για κινήματα στην Ασία, όπως το φοιτητικό κίνημα στην πλατεία Τιαν Αν Μεν. Ξεχωρίζει επίσης κινήματα με τοπικούς στόχους (π.χ. κατά χωματερών) και με υπερεθνικούς (π.χ. κατά της παγκοσμιοποίησης).
Οι σχέσεις μεταξύ εξουσίας και κινημάτων τον ύστερο 20ο αιώνα είναι πιο ήπιες. Δεν πυροβολούν πια τον κόσμο. Η εξέλιξη αυτή έγινε σταδιακά.
Η ανάπτυξη των ΜΜΕ ευνόησε τα κινήματα, καθώς τα αιτήματά τους γίνονταν γνωστά σε ευρύτερες μάζες.
Η περίπτωση ενός Κόφλιν (σελ. 202 κ.ε.) είναι ενδιαφέρουσα. Ένας φανατικός καθολικός ιερέας δημιούργησε ένα κίνημα που επηρέασε την Αμερική, μέχρι που του έβαλαν τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Διαβάζω επίσης για κάτι που δεν ήξερα, και δεν ξέρω αν είναι αλήθεια: «Άρχισε επίσης να εκδίδει τα χαλκευμένα αντισημιτικά «Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών». Ήταν όντως χαλκευμένα;
Στο μέρος όπου μιλάει για το αμερικάνικο φοιτητικό κίνημα με την πιο δυναμική φοιτητική οργάνωση, την SDS, γράφει: «Υιοθετώντας μια ιδέα που εισήγαγε στην κοινωνιολογία ο Ίρβιν Γκόφμαν, ο Γκίτλιν εξέτασε με ποιο τρόπο το «ερμηνευτικό πλαίσιο» των ειδήσεων επηρέασε την αφήγηση των ιστοριών και την εικόνα που εισέπρατταν οι ακτιβιστές για τον εαυτό τους. Ο Γκίτλιν συμπέρανε ότι η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης ενθάρρυνε τους ακτιβιστές να παραμείνουν δημοσιογραφικά ενδιαφέροντες με καινοτομίες που δεν προωθούσαν αναγκαστικά την υπόθεσή της, να απομιμούνται ό, τι τους υπέβαλλαν ως τελεσφόρο στις ενέργειές τους τα μέσα ενημέρωσης, να δίνουν δυσανάλογη προσοχή σε σύμβολα, συνθήματα, αμφίεση και παραστάσεις που τραβούν το μάτι και, ανενημέρωτοι και αβέβαιοι όπως ήταν για τα επιτεύγματα ή τις αποτυχίες τους, να παραπαίουν εντέλει ανάμεσα στην απόγνωση και στην αλαζονεία» (σελ. 207). Σίγουρα υπάρχει πάντα ένα feed back ανάμεσα στα κινήματα και στους άλλους που σχηματίζουν μια εικόνα γι’ αυτά.
Ο Tilly μιλάει επίσης για τα τρία κύματα παγκοσμιοποίησης, ορίζοντας ως κύριο χαρακτηριστικό τους τη μετανάστευση: το 1500, το 1850-1914 και τις αρχές του 21ου αιώνα.
Μιλάει πάρα πολύ για τις Φιλιππίνες και για ένα κίνημα για την αποπομπή του προέδρου Εστράντα, πράγμα που επιτεύχθηκε τελικά. Παρεμπιπτόντως δεν μιλάει για το κίνημα που απέπεμψε τον Σάχη, και γενικά δεν μιλάει για τις χώρες του Ισλάμ. Και βέβαια μπαίνει το πρόβλημα, πότε παύουμε να μιλάμε για κίνημα και μιλάμε για εξέγερση ή επανάσταση;
«Η κατασκευή ενός διεθνούς «εμείς» (οι οικολόγοι, λέω εγώ σαν παράδειγμα) χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο τα κοινωνικά κινήματα του 21ου αιώνα» (σελ. 265).
Ακόμη έχουμε διεθνοποίηση των στόχων (ΝΑΤΟ, ΔΝΤ κ.λπ.). Επίσης δημιουργούνται οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως είναι η Διεθνής Αμνηστία. Ο Τίλλι δίνει ένα πίνακα που δείχνει τον αυξανόμενο αριθμό Υπερεθνικών Οργανώσεων Κοινωνικών Κινημάτων. Το 1973 ήταν μόλις 183 και το 2003 έφτασαν τις 1011.
Κίνδυνοι που επισημαίνονται: Οι ηγέτες των κινημάτων δεν θα λογοδοτούν, οι έδρες θα βρίσκονται στον ανεπτυγμένο Βορρά και θα διευρύνεται το χάσμα ανάμεσα στους επικεφαλής των κινημάτων και τους απλούς μετέχοντες. (σελ. 280).
Τέλος μιλάει για την προοπτική των κοινωνικών κινημάτων. Αμφισβητεί διάφορες προβλέψεις, και επιλογικά παραθέτει τις δικές του: Α. Διεθνοποίηση: θα είναι πιο αργή από όσο υποστηρίζεται. Β. Μείωση της δημοκρατίας σε ορισμένες χώρες και διεύρυνσή της σε άλλες, όπως η Κίνα. Γ. Επαγγελματικοποίηση: Διεύρυνση, συμβιβασμός των επαγγελματιών (όπως γίνεται, λέω εγώ, με τους συνδικαλιστές), και εγκατάλειψη τοπικών και περιφερειακών διεκδικήσεων. Δ. «Θρίαμβος: υπερβολικά απίθανος, δυστυχώς» (σελ. 356). Και εγώ θα σημειώσω: Των νεοναζιστικών κινημάτων; Ευτυχώς.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, February 4, 2012

Nahid Persson Sarvestani, The queen and I

Nahid Persson Sarvestani, The queen and I (2008)
http://en.wikipedia.org/wiki/Nahid_Persson_Sarvestani

(για τις άλλες δυο ταινίες της Nahid Persson Sarvestani που είδαμε έχουμε γράψει εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2012/01/nahid-persson-prostitution-behind-veil.html )

Μετά τα δυο επιτυχημένα, και σοκαριστικά, ντοκιμαντέρ, Prostitution behind the veil και Four wives one man, η Nahid Persson γυρίζει ακόμη ένα εντυπωσιακό ντοκιμαντέρ: «Η βασίλισσα και εγώ». Η Βασίλισσα είναι η Φαράχ Ντιμπά Παχλαβί, η γυναίκα του Σάχη.
Μπορεί η ζωή μιας βασίλισσας να είναι ένα ελκυστικό θέμα για το κινηματογραφόφιλο κοινό (αν και δεν είναι ο μόνος λόγος που η Nahid Persson αποφάσισε να γυρίσει το ντοκιμαντέρ), όμως και η ζωή της ίδιας της Nahid, που την βλέπουμε να αφηγείται στην βασίλισσα τη δική της, άγνωστη, ιστορία, είναι ιδιαίτερα συγκινητική. Θα ξεκινήσω απ’ αυτήν.
Μικρή χάνει τον πατέρα της από φυματίωση. Η μητέρα της αγωνίζεται να θρέψει 8 παιδιά. Συχνά έχουν να φάνε μόνο ψωμί, και κάποιες φορές δεν έχουν τίποτα να φάνε. Οργανώνεται σε μια αριστερή οργάνωση και συμμετέχει και αυτή στην επανάσταση του ’79 που ανέτρεψε τον Σάχη. Παρασύρει δυο αδέλφια της στον αγώνα.
Μετά την επανάσταση έγινε το ξεκαθάρισμα. Η Ισλαμική δημοκρατία, στην πραγματικότητα μια ισλαμική δικτατορία, προκαλεί την αντίδραση των νεαρών αριστερών. Οι αδελφοί της συλλαμβάνονται. Δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν το ποσό που τους ζήτησαν για την απελευθέρωσή τους και ο μεγαλύτερος αδελφός απαγχονίζεται. Ήταν μόλις 17 χρονών. Η Nahid θα βασανίζεται στο εξής από τύψεις.
Θυμάμαι τα γεγονότα της εποχής εκείνης. Στο ντοκιμαντέρ λέγεται ότι η φήμη πως ο Χομεϊνί θα επέβαλε την μαντήλα όταν ερχόταν στην εξουσία προκαλούσε γέλια στα νεαρά κορίτσια. Ήταν αδύνατο να το πιστέψουν. Το πίστεψαν όταν το είδαν. Πολλά νεαρά κορίτσια είχαν τότε διαδηλώσει κατά του νέου καθεστώτος. Τα συλλαμβάνανε και τα εκτελούσαν, αφού πρώτα τα βίαζαν. Γιατί τα βίαζαν; Γιατί λέει είναι αμαρτία να εκτελούν μια γυναίκα παρθένα. Όπως στο μεσαίωνα, που ο φεουδάρχης κοιμόταν με τη νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου για να πάρει πάνω του τα δαιμόνια που τυχόν κουβαλούσε, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, δεν καλοθυμάμαι. Μια τέτοια κοπέλα, η Μαρίνα Νεμάτ, καταδικασμένη σε θάνατο που τη γλίτωσε την τελευταία στιγμή, αφηγείται την περιπέτειά της στο βιβλίο της «Η φυλακισμένη της Τεχεράνης». Η βιβλιοκριτική που έχω γράψει για το βιβλίο, στο blog του Λέξημα, βρίσκεται εδώ:
http://lexima.blogspot.com/2008/07/2008_27.html
(Όσοι διαβάσετε αυτό το κείμενο συνιστώ να διαβάσετε και αυτή τη βιβλιοκριτική. Εκτός του ότι μιλάω για τα γεγονότα εκείνης της εποχής θίγω και ένα ζήτημα της θεωρίας της λογοτεχνίας που έχει σχέση με την πρόσληψη. Πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει μια πρόσληψη διαφορετική από εκείνη στην οποία στόχευε ο συγγραφέας, και κατά τη γνώμη μου να είναι έγκυρη. Η Μαρίνα Νεμάτ έκανε μια καταγγελία. Εγώ στο βιβλίο, πέρα από την καταγγελία, είδα και μια απελπισμένη ιστορία αγάπης)
Η Nahid καταφέρνει να το σκάσει από το Ιράν και να πάει σε μια χώρα, δεν θυμάμαι ποια, του Κόλπου. Θα μείνει εκεί κρυμμένη δυο χρόνια, πριν καταφέρει να φύγει με πλαστό διαβατήριο για τη Σουηδία.
Και τώρα η Φαράχ:
Μετά την εξέγερση των Ιρανών ο Σάχης αποφάσισε να «φύγει» για ταξίδι αναψυχής στο εξωτερικό. Ο νέος του πρωθυπουργός, ο Μπαχτιάρ, θα έβγαζε τα κάστανα από τη φωτιά. Το ένα μετά το άλλο τα κράτη αρνιόντουσαν να τους δεχτούν. Έμεναν για κάποιο διάστημα και μετά έφευγαν. Στις ΗΠΑ ο Σάχης νοσηλεύτηκε για λίγο (έπασχε από καιρό, όπως ειπώθηκε μετά-αυτό το είδα σε άλλο ντοκιμαντέρ-από καρκίνο). Ήταν έτοιμος να πάρει πάλι το δρόμο της εξορίας όταν ο Σαντάτ, ο πρόεδρος της Αιγύπτου, δέχτηκε να του προσφέρει φιλοξενία. Αυτό που έμαθα στο ντοκιμαντέρ, που το αφηγείται η Φαράχ Ντιμπά, είναι ότι οι Αμερικάνοι σκεφτόντουσαν να τον ανταλλάξουν με τους ομήρους της αμερικανικής πρεσβείας, την οποία είχαν καταλάβει στο μεταξύ οι φοιτητές. Τελικά πήγαν στην Αίγυπτο, όπου μετά από κάμποσους μήνες ο Σάχης πέθανε.
Θυμάμαι και τη «θλιμμένη βασίλισσα», τη Σοράγια που τη χώρισε ο Σάχης γιατί δεν μπόρεσε να του χαρίσει διάδοχο, που περιέφερε τη μοναξιά της στην Ευρώπη όταν εγώ πήγαινα στο δημοτικό. Η Φαράχ είναι ακόμη πιο θλιμμένη. Είναι συγκινητικό να την βλέπεις να κλαίει πάνω από τον τάφο της κόρης της που αυτοκτόνησε.
Πριν καθίσω να γράψω αυτές τις γραμμές έψαξα στη βικιπαίδεια για τη βιογραφία της. Με κατάπληξη είδα ότι ένας ακόμη γιος της αυτοκτόνησε, με μια σφαίρα στο στόμα, πέρυσι τον Γενάρη. Και τα δυο παιδιά υπέφεραν από κατάθλιψη. Ο πρωτότοκος, ο διάδοχος, και οι άλλες δυο κόρες, δεν ξέρουμε, αλλά σίγουρα δεν θα πλένε σε πελάγη ευτυχίας. Όσο για την μητέρα, πραγματικά έμεινα άναυδος. Από σταχτοπούτα έγινε μια πολύ δυστυχισμένη γυναίκα.
Δεν θα πω ότι «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα», γιατί δεν ξεχνώ ότι και η κόρη του Σαλβατόρε Αλλιέντε αυτοκτόνησε. Απλά η μοίρα των γονέων βαραίνει αδυσώπητα πάνω στα παιδιά. (Περισσότερα για τη Φαράχ Ντιμπά εδώ:
http://en.wikipedia.org/wiki/Farah_Pahlavi )
Δυο εξόριστες, που ανήκουν σε διαφορετικά ιδεολογικά στρατόπεδα, νοσταλγούν την πατρίδα τους. Θα τα καταφέρουν να γυρίσουν ποτέ άραγε;

Wednesday, February 1, 2012

Δύο άρθρα

Τα δύο κείμενά μου στο CLCweb journal

Πασχαλία Τραυλού, Τα ρόδα της σιωπής

Πασχαλία Τραυλού, Τα ρόδα της σιωπής, Ψυχογιός 2011, σελ. 555

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Έναν «έρωτα δίχως σύνορα», μια συναρπαστική ιστορία αγάπης και ενοχής μας αφηγείται η συγγραφέας στο τελευταίο της μυθιστόρημα.

«Τα σύνορα της αγάπης», ο έρωτας ανάμεσα σε δυο άτομα που οι χώρες τους συχνά βρίσκονται σε εχθρικές σχέσεις ή ανήκουν σε διαφορετικά θρησκεύματα, ή και τα δυο ταυτόχρονα, είναι ένα θέμα με το οποίο έχουν καταπιαστεί και πεζογράφοι και σκηνοθέτες. Εδώ θα αναφέρω την «Πορφυρή πεταλούδα» (2003) του κινέζου σκηνοθέτη Lou Ye και το «2046» (2004) του επίσης κινέζου σκηνοθέτη Kar Wai Wong. Όμως περισσότερα πάνω σ’ αυτό το θέμα γράφω στην παρουσίαση του μυθιστορήματος του Κώστα Θρασυβούλου «Αγάπη χωρίς σύνορα», στο οποίο πραγματεύεται την πραγματική ιστορία αγάπης μιας ελληνίδας και ενός ιταλού που συνέβη τα χρόνια της κατοχής.
Μια ανάλογη ιστορία πραγματεύεται και η Πασχαλία Τραυλού στο τελευταίο της μυθιστόρημα που έχει τίτλο «Τα ρόδα της σιωπής». Πρόκειται για τον έρωτα μιας ελληνίδας και ενός γερμανού, που άνθισε μέσα στο καμίνι της κατοχής. Όπως και ο Ιταλός, έτσι και ο Γερμανός τραυματίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει τα ίχνη του η αγαπημένη του. Και πάνω εκεί πλέκεται μια καταπληκτική ιστορία αγάπης αλλά και ενοχής.
Η Τραυλού ξεκινάει την ιστορία της κυριολεκτικά in media res. Παρουσιάζει τον γερμανό απαρηγόρητο για την απώλεια της αγάπης του. Βρίσκεται στη Γερμανία, στο σπίτι του που είναι και ατελιέ του (είναι γλύπτης). Έχει φτιάξει το άγαλμα της γυναίκας που αγαπά, και περνάει πολλές ώρες αγκαλιάζοντάς το, σε κατάσταση αλλοφροσύνης ή μέθης. Η άσχημη οικονόμος του που τον έχει ερωτευτεί του παραστέκεται με αφοσίωση. Μια αφοσίωση όμως που θα ακυρώσει το happy end που περιμένει με αδημονία ο αναγνώστης. Κυριολεκτικά στο παραπέντε.
Ένας άλλος όμως έρωτας θα ευοδωθεί, της νεαρής δικηγορίνας με το γιο της Άννας. Ο γιος της βρίσκεται φυλακισμένος για το φόνο του πατέρα του, και η Άννα έχει αναλάβει την υπεράσπισή του. Αυτό όμως που δεν ξέρει ο Σπύρος είναι πως ο Λουκάς δεν είναι ο πατέρας του, αλλά ο Καρλ, ο γερμανός. Αλλά αυτά θα τα μάθει στο τέλος.
Και γιατί τον σκότωσε; Γιατί δεν άντεχε πια να τον βλέπει να δέρνει τη μητέρα του. Και αυτή γιατί ανεχόταν τον ξυλοδαρμό; Για να ξεπλύνει την ενοχή της, που του έκρυψε ότι ο γιος της δεν ήταν καρπός βιασμού, αλλά αγάπης. Όταν βέβαια ο Λουκάς το ανακάλυψε, εντελώς τυχαία, άρχισε το μαρτύριο όλων.
Δώσαμε ένα μικρό μέρος της υπόθεσης, γιατί θέλουμε να τονίσουμε το γεγονός ότι η Τραυλού είναι φοβερά επινοητική στη σύνθεση μιας συναρπαστικής πλοκής. Και παρά το ότι είναι εξαντλητική στην παράθεση λεπτομερειών, δεν νοιώθεις καμιά αδημονία. Απεναντίας, είναι σαν να κάνεις μια διαδρομή απολαμβάνοντας το τοπίο χωρίς να ανυπομονείς πότε θα φτάσεις στο τέρμα. Είναι τόσο μαγευτική η αφήγηση ώστε το αναγνωστικό ενδιαφέρον μένει αδιάπτωτο μέχρι τέλους. Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι τα 20.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης θα εξαντληθούν γρήγορα, αν δεν έχουν εξαντληθεί ήδη.
Εδώ θα θέλαμε να σχολιάσουμε ένα ζήτημα. Συχνά σε ένα μυθιστόρημα εμφανίζονται, αν και όχι σε πρωταγωνιστικό ρόλο, και ιστορικά πρόσωπα. Και συχνά αναρωτιέμαι, όπως και άλλοι αναγνώστες φαντάζομαι: Τα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται τα πρόσωπα αυτά είναι όλα πραγματικά;
Όμως πόσοι άλλοι δεν αναρωτιούνται; Είναι πολύ εύκολο φαντάζομαι να ταυτίσεις το «πραγματικό» ιστορικό πρόσωπο με το πρόσωπο που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα. Και το ιστορικό πρόσωπο, που είναι συχνά νεκρό, δεν μπορεί να σηκωθεί από τον τάφο του και να διαμαρτυρηθεί για την αλλοιωμένη εικόνα του που προτείνει ο μυθιστοριογράφος, του οποίου το μόνο κίνητρο είναι η εξυπηρέτηση της οικονομίας του έργου. Η Πασχαλία Τραυλού κάνει μια κίνηση, την οποία θα έπρεπε να μιμηθούν όλοι οι μυθιστοριογράφοι οι οποίοι στα έργα τους παρουσιάζουν πραγματικά πρόσωπα. Η Τραυλού γράφει αμέσως μετά την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματός της σε «Σημείωμα της συγγραφέως»: «Παρότι το ιστορικό πλαίσιο του παρόντος βιβλίου είναι απολύτως ακριβές, η δράση ορισμένων ιστορικών προσώπων σε κάποια γεγονότα στα οποία πρωταγωνιστούν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας».
Δεν έχει νόημα να πει ποια είναι αυτά τα γεγονότα. Απλά υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να ταυτίζουμε το ιστορικό πρόσωπο με το πρόσωπο που παρουσιάζεται σε ένα μυθιστόρημα. Ακόμη και αν ο Ναπολέων και ο Κουτούζωφ στο «Πόλεμος και ειρήνη» δεν αποκλίνουν από την εικόνα του πραγματικού Ναπολέοντα και του πραγματικού Κουτούζωφ, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι πρόσωπα ενός μυθιστορήματος.
Έχω υπογραμμίσει τρία αποσπάσματα, τα οποία θα παραθέσω, παρά τη συνήθειά μου, ασχολίαστα. Είναι τόσο εκφραστικά από μόνα τους.
«Η νοσηλεία του κοντά μου συμβάλλει και στη δική μου νοσηλεία σ’ αυτό το σπίτι-νοσοκομείο όπου ευελπιστώ κάπως, κάποτε, να γιατρευτώ από την πλέον ονομαστή και επώδυνη ασθένεια που προσβάλλει τους ανθρώπους κάθε εποχής: τον ανεκπλήρωτο έρωτα» (σελ. 126).
«Ο τροχός γυρίζει. Και εγένοντο οι νικηταί ηττημένοι και τούμπαλιν… Οι άμαχοι, και πάλι οι μεγάλοι χαμένοι» (σελ. 431).
Αυτό εικονογραφείται καθαρά μέσα στη μυθοπλασία του έργου με ένα άλλο απόσπασμα τέσσερις σελίδες παρακάτω, με το οποίο θέλω να τελειώσω αυτή την βιβλιοκριτική:
«Καταπίνει ένα ουρλιαχτό (ο Καρλ). Συνειρμικά θυμάται τη δωδεκάχρονη εβραία που είχαν βιάσει ναζί στρατιώτες τότε που υπηρετούσε στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Τα πρόσωπα της Μπριγκίτε (της αδελφής του που βιάστηκε από σοβιετικούς στρατιώτες και πέθανε) και της Εβραίας ταυτίζονται. Ίδια η οδύνη, όμοιος ο φόβος, ο θάνατος… Το ένα πρόσωπο θα υπάρχει για πάντα μέσα στο άλλο, σαν μπάμπουσκα, τη μαγική μπάμπουσκα του πολέμου, μες στην οποία χωρούν όλα τα πονεμένα πλάσματα» (σελ. 435).

Μπάμπης Δερμιτζάκης