Ερωτικές Ιστορίες από την ελληνική λογοτεχνία: Η πρώτη αγάπη, Αιγόκερως 1994, σελ. 188
Βρήκα τη σειρά στις προσφορές και την αγόρασα. Όχι όλη αμέσως. Πρώτα πήρα την «Πρώτη αγάπη», μου άρεσε πολύ, και έτσι αγόρασα και τα υπόλοιπα βιβλία, να τα διαβάσω εν καιρώ. Την «Πρώτη αγάπη» την πήρα γιατί έχω γράψει μια μικρή μελέτη που δημοσιεύτηκε σε ένα σλοβένικο περιοδικό συγκριτικής γραμματολογίας με τίτλο «Η πρώτη αγάπη στον Κονδυλάκη και στον Τουργκένιεφ». Από τότε, στην ανάρτηση που του έχω κάνει στο blog μου, κολλάω και μικρά σχόλια σε άλλα διηγήματα που έχω διαβάσει με τίτλο «Η πρώτη αγάπη». Το τελευταίο που θυμάμαι ήταν ένα διήγημα του Μαξίμ Γκόρκι με αυτό τον τίτλο: «Πρώτη αγάπη».
Υπήρξε και ένα άλλο κίνητρο που με έκανε τελικά να αγοράσω τη σειρά. Σ’ αυτήν ανθολογούνται διηγήματα συγγραφέων των οποίων δεν έχω διαβάσει τίποτα, και αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να έχω ένα δείγμα γραφής τους.
Τα διηγήματα του βιβλίου αυτού δεν έχουν ως τίτλο «Πρώτη αγάπη», αλλά από το περιεχόμενό τους είναι σαφές ότι πρόκειται για την πρώτη αγάπη. Είναι εξαιρετικά, ο Γιάννης Σολδάτος έκανε καταπληκτική επιλογή.
Από αυτά θα ξεχωρίσω δύο: πρώτο, το διήγημα του Κωστή Παλαμά. Διαβάζοντάς το σκέφτηκα ότι η ελληνική λογοτεχνία, για να κερδίσει ένα μεγάλο ποιητή έχασε ένα μεγάλο πεζογράφο. Έπειτα το διήγημα του Τατσόπουλου. Έχει άφθονο χιούμορ, πράγμα που εγώ εκτιμώ ιδιαίτερα, και εικονογραφείται σ’ αυτό πολύ χαρακτηριστικά η γυναικεία ψυχολογία. Η κοπέλα αντιμετωπίζει με περιφρόνηση το αγόρι που την φλερτάρει, όταν όμως τον βλέπει με άλλη κοπέλα σκάει από ζήλεια.
Αυτό που θα έκανα, να γράψω με δυο λόγια την πλοκή κάθε διηγήματος, το έχει κάνει ήδη ο Σολδάτος στον πρόλογό του. Έτσι αυτό που θα κάνω είναι να τον σκανάρω και να τον προσθέσω σ’ αυτό το κείμενο.Να ’μαστε λοιπόν.
Ο Στρατής Μυριβήλης, στο «Μια μαχαιριά», πλέκει την φαντασία με την πραγματικότητα στον παιδικό κόσμο. Το αγόρι ζει την περιπέτεια στους άλλους κόσμους με την παιδική του φίλη, την πρώτη του αγάπη. Πόλεμος στη φαντασία, πόλεμος και στην πραγματικότητα, όλα παιχνίδια και από εκείνη την ιστορία έμεινε να τη θυμίζει ένα τραύμα στο χέρι. (Πηγή: «Το πράσινο βιβλίο», Εστία, 1980).
Ο Κωστής Παλαμάς, στα «Παθήματα δικαστικού», φέρνει, στο γύρισμα του χρόνου, την πρώτη αγάπη, του τωρινού εισαγγελέα, να δικάζεται απ' αυτόν. Θέματα συνείδησης και καρδιάς μπλέκονται ως την αθώωση της κατηγορουμένης. Και οι συνέπειες για την καριέρα και την προσωπική ζωή του ήρωα θα είναι επώδυνες, αντάξιες μιας σπουδαίας του παρελθόντος του στιγμής. (Πηγή: «Ο θάνατος τον παλικαριού και άλλα διηγήματα», Εστία).
Ο Γιάννης Σφακιανάκης, στο «Εμείς, τα ζώα, και η κόρη τον επιστάτη», περιγράφει το πρώτο ξύπνημα του ερωτικού κόσμου σε ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ενός κόσμου βασανιστικά περίπλοκου. Το αγόρι είναι ανιψιός τού αφεντικού στο υποστατικό, με αποστολή να προσέχει τα άλογα. Και το κορίτσι, ένα παράξενο θηλυκό, η κόρη του επιστάτη, έρχεται να τον ταπεινώσει, όταν αυτός δεν ανταποκρίνεται στα ερωτικά της καλέσματα, να του ξυπνήσει τον έρωτα και να χαθεί όταν αυτός θα την ποθήσει. (Πηγή: «Εμείς, τα ζώα, και η κόρη του επιστάτη», Αθήνα, 1936).
Ο Πλάτων Ροδοκανάκης, στην «Ιουλία», στήνει στον μαθητόκοσμο, έναν μικρό ανεκπλήρωτο έρωτα. Ήρωες ένας μαθητής και μια μαθήτρια, η ωραία Ιουλία, που κάποτε θα χαθεί από την αρρώστια της ευλογιάς. (Πηγή: «Το βυσσινί τριαντάφυλλο», Νεφέλη, 1988).
Ο ίδιος συγγραφέας και πάλι στο μαθητόκοσμο, στην «Κυρία Ελένη», θέλει τον ήρωά του ερωτευμένο με τη δασκάλα του. Έρωτας κρυφός, ανομολόγητος, έρωτας παιδικός που καταρρέει, συμπαρασέρνοντας και τον κόσμο της παιδικής φαντασίας, όταν η δασκάλα θα παντρευτεί. (Πηγή: «Το βυσσινί τριαντάφυλλο», Νεφέλη, 1988).
Ο Κοσμάς Πολίτης, στη νουβέλα του «Η κορομηλιά», φέρνει το μικρό του ήρωα στην εξοχή, στο υποστατικό. Εκεί θα αρχίσει να στήνεται πολυδιάστατος ο ερωτικός του βίος. Ένα μεγαλύτερο του κορίτσι είναι ο πρώτος του ερωτικός πόθος. Και δύο, ακόμη μεγαλύτερα, κορίτσια διεκδικούν μερίδιο στις φαντασιώσεις του. Και τούτη η περίοδος του βίου σφραγίζεται μ’ ένα θάνατο του έρωτα και της ζωής και μια γέννηση. (Πηγή: «Η κορομηλιά και άλλα διηγήματα», Ερμής, 1990).
Ο Τάκης Δόξας στο «Μια χούφτα καλάμια», πραγματεύεται τον έρωτα και τον πόλεμο, το μίσος και την έλξη ανάμεσα σε δυο χωριατόπουλα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, γόνους οικογενειών με πατροπαράδοτες διαμάχες για ένα πήχη γης. Νικητής θα είναι ο έρωτας. (Πηγή: «Ροδοσταμιά», Πύργος, 1957).
Η Έλλη Αλεξίου, στο «Εισβολή άρρενος», στήνει ένα «ποιμενικό», θα λέγαμε, ειδύλλιο ανάμεσα στο νεαρό βοσκό και στο άβγαλτο κορίτσι. Και το κορίτσι δοκίμασε «αυτό το πράμα, που έμοιαζε σαν μεγάλος φόβος» για να αναρωτηθεί στη συνέχεια «μήπως έτσι αρχινά η αγάπη;» (Πηγή: «Αναχωρήσεις και μεταλλαγές», Καστανιώτης, 1978).
Ο Δ. Γρ. Καμπούρογλου, στο «Πρώτον ειδύλλιον», στρέφεται πίσω στα μαθητικά εκείνα χρόνια, που το αγόρι άτολμο ακόμα, βιώνει τα πρώτα ερωτικά βάσανα. (Πηγή: «Ανθολογία Νεοελληνικού διηγήματος», Αναγέννηση).
Ο Πέτρος Τατσόπουλος, στο «Αγόρι της πρωινής συγγνώμης», στήνει το σκηνικό μιας καλοκαιρινή ς λουτρόπολης. Εκεί το κορίτσι παλινδρομεί στα όρια των πρώτων ερώτων, στα όρια του "θέλω" και δεν "θέλω". (Πηγή: Περιοδικό «Elle»).
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης, στη «Φρύνη», μέσα στις άγριες μέρες της Κατοχής, στη ζωή τής φύσης, φέρνει αντιμέτωπο το αγόρι με το πρώτο ερωτικό του σκίρτημα, όπως αυτό προσωποποιείται σε ένα από τα κορίτσια της παρέας, την όμορφη Φρύνη με το αρχαιοελληνικό της όνομα. Τώρα στην άχαρη Ιπποκράτους ο ήρωας αναπολεί εκείνο το πρώτο, που αντίκρισε, γυμνό, σαν ένα όνειρο που θα θυμάται πάντα. (Πηγή: «Καλαμάς και Αχέροντας», Κέδρος, 1990).
Τέλος ο Βασίλης Βασιλικός στο «Μια ιστορία αγάπης», φτιάχνει το σύντομο πορτραίτο του πρώτου και τελευταίου, του μεγάλου, ανεκπλήρωτου έρωτα. Ο ήρωας του επιστρέφει, σε αραιά διαστήματα, στο σπίτι της παντρεμένης πια και με παιδιά γυναίκας, που τον δέχεται, με εγκλωβισμένα τα αισθήματα στον καβαφικό στίχο:
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται..
(Πηγή: «Το τελευταίο αντίο», Φιλιππότης, 1979).
Book review, movie criticism
Saturday, March 31, 2012
Friday, March 30, 2012
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Κάποτε στην Άρτα
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Κάποτε στην Άρτα, Στοχαστής 2011, σελ. 123
Μια ιστορία αγάπης μέσα στις σκληρές συνθήκες της κατοχής
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η τεχνική εγκιβωτισμού μιας μυθιστορηματικής αφήγησης με την τεχνική της «εύρεσης χειρογράφων» είναι μια παλιά τεχνική, που όμως έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους σημερινούς συγγραφείς. Ξεκινώντας να διαβάζω το βιβλίο «Κάποτε στην Άρτα», νόμιζα ότι ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης (από το Λέξημα έχουμε παρουσιάσει το βιβλίο του «Μια απρόσμενη συνάντηση Αϊνστάιν-Καραθεωδορή») είχε ξεθάψει αυτή την τεχνική για το καινούριο του έργο. Ξεκινάει με ένα κείμενο της Μαρίας Παπανίκου, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω. «Το ημερολόγιο του Παναγιώτη περιήλθε στην κατοχή μου…». Ακολουθεί ένα «Σημείωμα του επιμελητή», με το οποίο ευχαριστεί την Μαρία Παπανίκου που του επέτρεψε…. Ενδοκειμενικά στοιχεία με έκαναν να πιστεύω ότι η ιστορία δεν είναι φανταστική. Η πεποίθησή μου αυτή ενισχύθηκε όταν, τελειώνοντας το βιβλίο, είδα ότι αφιερώνεται στα δυο κύρια πρόσωπα του έργου. Και μπορώ να πω ότι επιβεβαιώνεται και από εξωκειμενικά στοιχεία, από πληροφορίες που είχα μετά.
Να πούμε κατ’ αρχάς ότι η τεχνική εγκιβωτισμού είναι μια ιλουζιονιστική τεχνική, με την οποία ο συγγραφέας θέλει να ενισχύσει τη σύμβαση, που λειτουργεί βέβαια περισσότερο στο θέατρο, ότι η ιστορία που διαβάζουμε ή που βλέπουμε είναι αληθινή. Δεν ξέρω αν παλιά λειτουργούσε και ως άλλοθι για τους συγγραφείς, σε περίπτωση που η λογοκρισία μπορούσε να τους δημιουργήσει ιστορίες. Ο Ιντζέμπελης ενισχύει τον ιλουζιονισμό αυτό παραθέτοντας αρκετές φωτογραφίες, μια από τις οποίες είναι της Εσθήρ, της αγαπημένης του Παναγιώτη, του οποίου τα ημερολόγια διαβάζουμε και τα οποία υποτίθεται επιμελήθηκε ο Γιώργος Καμπάρας.
Η αφήγηση του Ιντζέμπελη έχει την απλότητα του λόγου ενός απλού ανθρώπου, πράγμα που αποτελεί ένα ακόμη ιλουζιονιστικό στοιχείο. Δεν είναι ο επεξεργασμένος λόγος ενός λογοτέχνη, όπως π.χ. του Στρατή Δούκα στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», ο οποίος αφηγείται επίσης μια πραγματική ιστορία, αλλά ο απλός λόγος ενός απλού ανθρώπου που απλώς θέλει να πει την ιστορία του. Την ίδια τεχνική, της απλότητας του λόγου χρησιμοποιεί και ο Μανώλης Ξεξάκης επεξεργαζόμενος τις αναμνήσεις του πατέρα του από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση ότι η ιστορία είναι πραγματική, είναι η επαφή του Παναγιώτη με μια ιστορική προσωπικότητα. Μόλις τον έχουν φέρει στο Νταχάου. Βρίσκεται με μια παρέα άλλων Ελλήνων. Τους πλησιάζει ένας έλληνας. «Είμαι ο Νίκος Ζαχαριάδης. Όταν σας ρωτήσουν, πείτε στους Γερμανούς ότι ξέρετε κάποιο πρακτικό επάγγελμα, μην πείτε ότι έχετε σπουδάσει γιατί θα σας στείλουν σε δύσκολες δουλειές» (σελ. 79).
Σε κείμενα για την περίοδο διαβάζουμε συχνά πόσο σκληροί και αδίστακτοι ήταν οι φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, στην πλειοψηφία τους SS. Όμως δεν ήταν απόλυτα έτσι. Διαβάζουμε: «Ο Νίκος είχε καλές επαφές με τους Γερμανούς κομμουνιστές που ήταν στη διοίκηση. Επειδή το στρατόπεδο άρχισε να μεγαλώνει και δεν υπήρχε το απαραίτητο διοικητικό προσωπικό, χρησιμοποίησε τους Γερμανούς κομμουνιστές που είχαν συλληφθεί πριν από χρόνια. Όταν έφεραν τον Ζαχαριάδη στο Νταχάου τα στελέχη των κομουνιστών τον εντόπισαν αμέσως και τον πήραν κοντά τους για να βοηθά τους Έλληνες» (σελ. 81).
Και βέβαια δεν ήταν όλοι τους απάνθρωποι. Ο Παναγιώτης αναφέρει το περιστατικό με ένα φύλακα που έδωσε σ’ αυτόν και σε ένα σύντροφό του, τον Βαγγέλη, τρεις φέτες ψωμί. Έφαγαν μόνο τις δύο, καθένας από μία. Την τρίτη ο Βαγγέλης την έβαλε στον κόρφο του. Γιατί; Ρωτά ο Γερμανός. Έχουμε και άλλους που πεινάνε, απαντά ο Βαγγέλης. Ο Γερμανός αυτός ενημέρωσε τον φύλακα και, ενώ έψαξε όλους τους άλλους κατά την έξοδο, τον Βαγγέλη δεν τον έψαξε.
Και θυμάμαι το έργο «Η αναζήτηση του νοήματος της ζωής» του Βίκτορ Φρανκλ, στο οποίο μιλάει για τη ζωή του σε ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης που του ενέπνευσε τη θεωρία του για την υπαρξιστική ψυχολογία. Εκεί αναφέρει ότι ο γερμανός διοικητής του στρατοπέδου έδινε όλο του το μισθό για φάρμακα για τους κρατουμένους.
Η ιστορία που αφηγείται ο Ιντζέπελης έχει ένα ευτυχισμένο τέλος. Ο Παναγιώτης ξαναβρίσκει την αγαπημένη του, την Εβραία Εσθήρ, εντελώς τυχαία, και ενώνουν τις ζωές τους. Δυστυχώς όμως ο Παναγιώτης πέθανε νέος, στις 13-10-1960. Η Εσθήρ έζησε άλλα δεκαπέντε χρόνια.
Είμαι ένας αναγνώστης που έχω μεγάλη περιέργεια να ξέρω τι σε ένα μυθιστόρημα είναι επινοημένο και τι πλασματικό. Δεν χάνω ευκαιρία να ρωτάω κάθε συγγραφέα που συναντώ. Μάλιστα έκανα και μια σχετική εισήγηση σε ένα συνέδριο στη Σάμο, πριν χρόνια, με θέμα «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία».
Πιστεύω ότι το παρακάνω. Στο τέλος τέλος (στην τελική όπως λένε σήμερα οι νέοι) σημασία δεν έχει αν η ιστορία που περιέχεται στο «Κάποτε στην Άρτα» είναι πραγματική ή όχι, όπως και σε κάθε μυθιστόρημα, αλλά η «απόλαυση του κειμένου», το πόσο ευχαριστηθήκαμε διαβάζοντας την. Και εγώ την ευχαριστήθηκα πολύ.
Μια ιστορία αγάπης μέσα στις σκληρές συνθήκες της κατοχής
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η τεχνική εγκιβωτισμού μιας μυθιστορηματικής αφήγησης με την τεχνική της «εύρεσης χειρογράφων» είναι μια παλιά τεχνική, που όμως έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους σημερινούς συγγραφείς. Ξεκινώντας να διαβάζω το βιβλίο «Κάποτε στην Άρτα», νόμιζα ότι ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης (από το Λέξημα έχουμε παρουσιάσει το βιβλίο του «Μια απρόσμενη συνάντηση Αϊνστάιν-Καραθεωδορή») είχε ξεθάψει αυτή την τεχνική για το καινούριο του έργο. Ξεκινάει με ένα κείμενο της Μαρίας Παπανίκου, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω. «Το ημερολόγιο του Παναγιώτη περιήλθε στην κατοχή μου…». Ακολουθεί ένα «Σημείωμα του επιμελητή», με το οποίο ευχαριστεί την Μαρία Παπανίκου που του επέτρεψε…. Ενδοκειμενικά στοιχεία με έκαναν να πιστεύω ότι η ιστορία δεν είναι φανταστική. Η πεποίθησή μου αυτή ενισχύθηκε όταν, τελειώνοντας το βιβλίο, είδα ότι αφιερώνεται στα δυο κύρια πρόσωπα του έργου. Και μπορώ να πω ότι επιβεβαιώνεται και από εξωκειμενικά στοιχεία, από πληροφορίες που είχα μετά.
Να πούμε κατ’ αρχάς ότι η τεχνική εγκιβωτισμού είναι μια ιλουζιονιστική τεχνική, με την οποία ο συγγραφέας θέλει να ενισχύσει τη σύμβαση, που λειτουργεί βέβαια περισσότερο στο θέατρο, ότι η ιστορία που διαβάζουμε ή που βλέπουμε είναι αληθινή. Δεν ξέρω αν παλιά λειτουργούσε και ως άλλοθι για τους συγγραφείς, σε περίπτωση που η λογοκρισία μπορούσε να τους δημιουργήσει ιστορίες. Ο Ιντζέμπελης ενισχύει τον ιλουζιονισμό αυτό παραθέτοντας αρκετές φωτογραφίες, μια από τις οποίες είναι της Εσθήρ, της αγαπημένης του Παναγιώτη, του οποίου τα ημερολόγια διαβάζουμε και τα οποία υποτίθεται επιμελήθηκε ο Γιώργος Καμπάρας.
Η αφήγηση του Ιντζέμπελη έχει την απλότητα του λόγου ενός απλού ανθρώπου, πράγμα που αποτελεί ένα ακόμη ιλουζιονιστικό στοιχείο. Δεν είναι ο επεξεργασμένος λόγος ενός λογοτέχνη, όπως π.χ. του Στρατή Δούκα στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», ο οποίος αφηγείται επίσης μια πραγματική ιστορία, αλλά ο απλός λόγος ενός απλού ανθρώπου που απλώς θέλει να πει την ιστορία του. Την ίδια τεχνική, της απλότητας του λόγου χρησιμοποιεί και ο Μανώλης Ξεξάκης επεξεργαζόμενος τις αναμνήσεις του πατέρα του από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση ότι η ιστορία είναι πραγματική, είναι η επαφή του Παναγιώτη με μια ιστορική προσωπικότητα. Μόλις τον έχουν φέρει στο Νταχάου. Βρίσκεται με μια παρέα άλλων Ελλήνων. Τους πλησιάζει ένας έλληνας. «Είμαι ο Νίκος Ζαχαριάδης. Όταν σας ρωτήσουν, πείτε στους Γερμανούς ότι ξέρετε κάποιο πρακτικό επάγγελμα, μην πείτε ότι έχετε σπουδάσει γιατί θα σας στείλουν σε δύσκολες δουλειές» (σελ. 79).
Σε κείμενα για την περίοδο διαβάζουμε συχνά πόσο σκληροί και αδίστακτοι ήταν οι φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, στην πλειοψηφία τους SS. Όμως δεν ήταν απόλυτα έτσι. Διαβάζουμε: «Ο Νίκος είχε καλές επαφές με τους Γερμανούς κομμουνιστές που ήταν στη διοίκηση. Επειδή το στρατόπεδο άρχισε να μεγαλώνει και δεν υπήρχε το απαραίτητο διοικητικό προσωπικό, χρησιμοποίησε τους Γερμανούς κομμουνιστές που είχαν συλληφθεί πριν από χρόνια. Όταν έφεραν τον Ζαχαριάδη στο Νταχάου τα στελέχη των κομουνιστών τον εντόπισαν αμέσως και τον πήραν κοντά τους για να βοηθά τους Έλληνες» (σελ. 81).
Και βέβαια δεν ήταν όλοι τους απάνθρωποι. Ο Παναγιώτης αναφέρει το περιστατικό με ένα φύλακα που έδωσε σ’ αυτόν και σε ένα σύντροφό του, τον Βαγγέλη, τρεις φέτες ψωμί. Έφαγαν μόνο τις δύο, καθένας από μία. Την τρίτη ο Βαγγέλης την έβαλε στον κόρφο του. Γιατί; Ρωτά ο Γερμανός. Έχουμε και άλλους που πεινάνε, απαντά ο Βαγγέλης. Ο Γερμανός αυτός ενημέρωσε τον φύλακα και, ενώ έψαξε όλους τους άλλους κατά την έξοδο, τον Βαγγέλη δεν τον έψαξε.
Και θυμάμαι το έργο «Η αναζήτηση του νοήματος της ζωής» του Βίκτορ Φρανκλ, στο οποίο μιλάει για τη ζωή του σε ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης που του ενέπνευσε τη θεωρία του για την υπαρξιστική ψυχολογία. Εκεί αναφέρει ότι ο γερμανός διοικητής του στρατοπέδου έδινε όλο του το μισθό για φάρμακα για τους κρατουμένους.
Η ιστορία που αφηγείται ο Ιντζέπελης έχει ένα ευτυχισμένο τέλος. Ο Παναγιώτης ξαναβρίσκει την αγαπημένη του, την Εβραία Εσθήρ, εντελώς τυχαία, και ενώνουν τις ζωές τους. Δυστυχώς όμως ο Παναγιώτης πέθανε νέος, στις 13-10-1960. Η Εσθήρ έζησε άλλα δεκαπέντε χρόνια.
Είμαι ένας αναγνώστης που έχω μεγάλη περιέργεια να ξέρω τι σε ένα μυθιστόρημα είναι επινοημένο και τι πλασματικό. Δεν χάνω ευκαιρία να ρωτάω κάθε συγγραφέα που συναντώ. Μάλιστα έκανα και μια σχετική εισήγηση σε ένα συνέδριο στη Σάμο, πριν χρόνια, με θέμα «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία».
Πιστεύω ότι το παρακάνω. Στο τέλος τέλος (στην τελική όπως λένε σήμερα οι νέοι) σημασία δεν έχει αν η ιστορία που περιέχεται στο «Κάποτε στην Άρτα» είναι πραγματική ή όχι, όπως και σε κάθε μυθιστόρημα, αλλά η «απόλαυση του κειμένου», το πόσο ευχαριστηθήκαμε διαβάζοντας την. Και εγώ την ευχαριστήθηκα πολύ.
Thursday, March 29, 2012
Wednesday, March 28, 2012
Όταν οι γερμανοί κατέβασαν τη σημαία μας στην Ακρόπολη
Μου το έστειλαν σε email. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την εγκυρότητά του. Αν φτάσουμε στο De omnibus dubitandum est, ε, ας αμφισβητήσουμε και το ολοκαύτωμα. Κάποιοι εξάλλου το έχουν κάνει. Αν κάποιος πιστεύει ότι είναι χαλκευμένο, ας το αφήσει σε σχόλιο. Και βέβαια αυτός που το κυκλοφόρησε καλό θα ήταν να είχε αναφέρει το τεύχος της Daily Mail όπου το είδε δημοσιευμένο. Όπως και το αντίθετο, αν κάποιος διαθέτει περισσότερα στοιχεία για το επεισόδιο.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, η πρώτη τους δουλειά > ήταν να στείλουν ένα απόσπασμα υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς για να κατεβάσει τη Γαλανόλευκη από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να υψώσει τη σβάστικα. Δεξιά ο Παρθενώνας, αριστερά οι Καρυάτιδες. Από την ελιά της Αθηνάς οι Γερμανοί αντικρίζουν στο ακραίο σημείο τού βράχου της Ακρόπολης πού δεσπόζει της πόλης, την γαλανόλευκη σημαία πού θ' αντικατασταθεί από τον αγκυλωτό σταυρό.
Η εθνική Σημαία με το μεγάλο σταυρό στην μέση λάμπει και τα χρώματά της τονίζουν και τονίζονται από τον Παρθενώνα που στέκει αγέρωχος και όμορφος όπως πάντα. Εκεί στην θέση Καλλιθέα, στο ανατολικό σημείο του Ιερού Βράχου ο επικεφαλής του αποσπάσματος ζήτησε από τον εύζωνο που φρουρούσε τη σημαία μας να την κατεβάσει και να την παραδώσει. Ο απλός αυτός φαντάρος, όταν στις 8:45 το πρωί έφθασαν μπροστά του οι κατακτητές της χώρας μας και με το δάκτυλο στην σκανδάλη των πολυβόλων τους, τον διέταξαν να κατεβάσει το Εθνικό μας σύμβολο, δεν έδειξε κανένα συναίσθημα. Δεν πρόδωσε την τρικυμία της ψυχής του. Ψυχρός, άτεγκτος και αποφασισμένος.. απλά αρνήθηκε! Οι ώρες της περισυλλογής, που μόνος του είχε περάσει δίπλα στην σημαία, τον είχαν οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση.
"ΟΧΙ"! Αυτό μονάχα πρόφερε και τίποτε άλλο. Μια απλή λέξη, με πόση όμως τεράστια σημασία και αξία. Η Ελληνική μεγαλοσύνη σε όλη την απλή μεγαλοπρέπειά της κλεισμένη μέσα σε δύο συλλαβές! Ξέρουν απ' αυτά οι Έλληνες..
Ο λοχαγός Γιάκομπι διέταξε έναν Γερμανό στρατιώτη να το πράξει. Ο στρατιώτης
την κατέβασε κι αφού με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του την δίπλωσε πολύ
προσεκτικά, την παρέδωσε στα χέρια του Έλληνα φρουρού. Ο εύζωνας κοίταξε για
λίγα δευτερόλεπτα με κατεβασμένο κεφάλι το διπλωμένο γαλανόλευκο πανί πάνω
στα χέρια του. Κι ύστερα τυλίχτηκε με τη σημαία, έτρεξε ως την άκρη του
Ιερού Βράχου και μπρος στα μάτια των εμβρόντητων Γερμανών ρίχτηκε μ' ένα σάλτο στον γκρεμό, βάφοντας το εθνικό μας σύμβολο με το τίμιο αίμα του. Οι Γερμανοί σκύβουν πάνω από το κενό: 60 μέτρα πιο κάτω, κείτεται ο Εύζωνας, νεκρός πάνω στον βράχο, σκεπασμένος με το σάβανο πού διάλεξε. Οι δύο Γερμανοί αξιωματικοί, πού είναι επί κεφαλής των εμπροσθοφυλακών, ο αρχηγός ιππικού Γιάκομπι και ο λοχαγός Έλσνιτς τής 6ης ορεινής μεραρχίας, χρησιμοποιούν τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών για να στείλουν μήνυμα στον Χίτλερ: «Μάϊν Φύρερ, στις 27 Απριλίου, στις 8 και 10, εισήλθαμε εις τας Αθήνας, επί κεφαλής των πρώτων γερμανικών τμημάτων στρατού, και στις 8 και 45, υψώσαμε την σημαία τού Ράϊχ πάνω στην Ακρόπολη και στο Δημαρχείο. Χάϊλ, μάϊν Φύρερ». Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρέωσε την προδοτική κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας, υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει. Όμως οι στρατιώτες κι οι επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος είχαν συγκλονιστεί απ' αυτό που είδαν και δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Στις 9 Ιουνίου η είδηση δημοσιεύθηκε στην DAILY MAIL με τίτλο: "A Greek carries his flag to the death" (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο). Η θυσία του Έλληνα στρατιώτη έγινε αιτία να εκδοθεί διαταγή από τον Γερμανό φρούραρχο να υψώνεται και η ελληνική σημαία δίπλα στη γερμανική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, εκεί στα Αναφιώτικα κάτω από τον Ιερό Βράχο, ζούσαν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες, που είδαν το παλικάρι να γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους τυλιγμένο με την Γαλανόλευκη. Και κάθε χρόνο, στο μνημόσυνό του στις 27 Απριλίου, άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν στη μνήμη του. Ουδείς ενδιαφέρθηκε ποτέ να καταγράψει την μαρτυρία τους. Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι τ' όνομα του ευζώνου (κατά μια άλλη άποψη ήταν 17χρονος νέος της Εθνικής Οργανώσεως Νέων αλλά τι σημασία έχει;). Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι τ' όνομα αυτού του ΕΛΛΗΝΑ και στολή του η Σημαία μας. Μας τον έχουν κρύψει, μας τον έχουν κλέψει. Κλείστε κι αυτόν τον εθνομάρτυρα στην ψυχή σας κοντά στους άλλους. Απαιτείστε να γραφτεί τ' όνομά του στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας. Ψιθυρίστε το, έστω και βουβά, μέσα σας, κάθε φορά που αντικρίζετε τη σημαία μας. Πείτε στα παιδιά σας ότι αυτή η σημαία, έχει βυζάξει ποταμούς ελληνικού αίματος, για να μπορεί αγέρωχη να κυματίζει την τιμή και την αξιοπρέπειά μας. Το αφιερώνουμε στους Ευρωπαίους. Και κάτι άλλο: Το να προσπαθεί κάποιος να εξαλείψει μιαν Ιδέα είναι σαν να προσπαθεί να...συνθλίψει τον αέρα με μια μυγοσκοτώστρα... Κι ΕΜΕΙΣ οι ΕΛΛΗΝΕΣ είμαστε... πλήρεις ΙΔΕΩΝ...
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, η πρώτη τους δουλειά > ήταν να στείλουν ένα απόσπασμα υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς για να κατεβάσει τη Γαλανόλευκη από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να υψώσει τη σβάστικα. Δεξιά ο Παρθενώνας, αριστερά οι Καρυάτιδες. Από την ελιά της Αθηνάς οι Γερμανοί αντικρίζουν στο ακραίο σημείο τού βράχου της Ακρόπολης πού δεσπόζει της πόλης, την γαλανόλευκη σημαία πού θ' αντικατασταθεί από τον αγκυλωτό σταυρό.
Η εθνική Σημαία με το μεγάλο σταυρό στην μέση λάμπει και τα χρώματά της τονίζουν και τονίζονται από τον Παρθενώνα που στέκει αγέρωχος και όμορφος όπως πάντα. Εκεί στην θέση Καλλιθέα, στο ανατολικό σημείο του Ιερού Βράχου ο επικεφαλής του αποσπάσματος ζήτησε από τον εύζωνο που φρουρούσε τη σημαία μας να την κατεβάσει και να την παραδώσει. Ο απλός αυτός φαντάρος, όταν στις 8:45 το πρωί έφθασαν μπροστά του οι κατακτητές της χώρας μας και με το δάκτυλο στην σκανδάλη των πολυβόλων τους, τον διέταξαν να κατεβάσει το Εθνικό μας σύμβολο, δεν έδειξε κανένα συναίσθημα. Δεν πρόδωσε την τρικυμία της ψυχής του. Ψυχρός, άτεγκτος και αποφασισμένος.. απλά αρνήθηκε! Οι ώρες της περισυλλογής, που μόνος του είχε περάσει δίπλα στην σημαία, τον είχαν οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση.
"ΟΧΙ"! Αυτό μονάχα πρόφερε και τίποτε άλλο. Μια απλή λέξη, με πόση όμως τεράστια σημασία και αξία. Η Ελληνική μεγαλοσύνη σε όλη την απλή μεγαλοπρέπειά της κλεισμένη μέσα σε δύο συλλαβές! Ξέρουν απ' αυτά οι Έλληνες..
Ο λοχαγός Γιάκομπι διέταξε έναν Γερμανό στρατιώτη να το πράξει. Ο στρατιώτης
την κατέβασε κι αφού με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του την δίπλωσε πολύ
προσεκτικά, την παρέδωσε στα χέρια του Έλληνα φρουρού. Ο εύζωνας κοίταξε για
λίγα δευτερόλεπτα με κατεβασμένο κεφάλι το διπλωμένο γαλανόλευκο πανί πάνω
στα χέρια του. Κι ύστερα τυλίχτηκε με τη σημαία, έτρεξε ως την άκρη του
Ιερού Βράχου και μπρος στα μάτια των εμβρόντητων Γερμανών ρίχτηκε μ' ένα σάλτο στον γκρεμό, βάφοντας το εθνικό μας σύμβολο με το τίμιο αίμα του. Οι Γερμανοί σκύβουν πάνω από το κενό: 60 μέτρα πιο κάτω, κείτεται ο Εύζωνας, νεκρός πάνω στον βράχο, σκεπασμένος με το σάβανο πού διάλεξε. Οι δύο Γερμανοί αξιωματικοί, πού είναι επί κεφαλής των εμπροσθοφυλακών, ο αρχηγός ιππικού Γιάκομπι και ο λοχαγός Έλσνιτς τής 6ης ορεινής μεραρχίας, χρησιμοποιούν τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών για να στείλουν μήνυμα στον Χίτλερ: «Μάϊν Φύρερ, στις 27 Απριλίου, στις 8 και 10, εισήλθαμε εις τας Αθήνας, επί κεφαλής των πρώτων γερμανικών τμημάτων στρατού, και στις 8 και 45, υψώσαμε την σημαία τού Ράϊχ πάνω στην Ακρόπολη και στο Δημαρχείο. Χάϊλ, μάϊν Φύρερ». Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρέωσε την προδοτική κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας, υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει. Όμως οι στρατιώτες κι οι επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος είχαν συγκλονιστεί απ' αυτό που είδαν και δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Στις 9 Ιουνίου η είδηση δημοσιεύθηκε στην DAILY MAIL με τίτλο: "A Greek carries his flag to the death" (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο). Η θυσία του Έλληνα στρατιώτη έγινε αιτία να εκδοθεί διαταγή από τον Γερμανό φρούραρχο να υψώνεται και η ελληνική σημαία δίπλα στη γερμανική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, εκεί στα Αναφιώτικα κάτω από τον Ιερό Βράχο, ζούσαν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες, που είδαν το παλικάρι να γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους τυλιγμένο με την Γαλανόλευκη. Και κάθε χρόνο, στο μνημόσυνό του στις 27 Απριλίου, άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν στη μνήμη του. Ουδείς ενδιαφέρθηκε ποτέ να καταγράψει την μαρτυρία τους. Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι τ' όνομα του ευζώνου (κατά μια άλλη άποψη ήταν 17χρονος νέος της Εθνικής Οργανώσεως Νέων αλλά τι σημασία έχει;). Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι τ' όνομα αυτού του ΕΛΛΗΝΑ και στολή του η Σημαία μας. Μας τον έχουν κρύψει, μας τον έχουν κλέψει. Κλείστε κι αυτόν τον εθνομάρτυρα στην ψυχή σας κοντά στους άλλους. Απαιτείστε να γραφτεί τ' όνομά του στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας. Ψιθυρίστε το, έστω και βουβά, μέσα σας, κάθε φορά που αντικρίζετε τη σημαία μας. Πείτε στα παιδιά σας ότι αυτή η σημαία, έχει βυζάξει ποταμούς ελληνικού αίματος, για να μπορεί αγέρωχη να κυματίζει την τιμή και την αξιοπρέπειά μας. Το αφιερώνουμε στους Ευρωπαίους. Και κάτι άλλο: Το να προσπαθεί κάποιος να εξαλείψει μιαν Ιδέα είναι σαν να προσπαθεί να...συνθλίψει τον αέρα με μια μυγοσκοτώστρα... Κι ΕΜΕΙΣ οι ΕΛΛΗΝΕΣ είμαστε... πλήρεις ΙΔΕΩΝ...
Sunday, March 25, 2012
Erich von Stroheim, The greed
Erich von Stroheim, The greed (1924)
Στα βιβλία για τον κινηματογράφο που διάβασα πρόσφατα είδα συχνά να γίνεται αναφορά σε κάποια κλασικά έργα. Ένα από αυτά ήταν και η «Απληστία». Απληστία για το χρήμα, που είχε σαν αποτέλεσμα να καταστρέψει μια φιλία και ένα γάμο, και να οδηγήσει σε δυο φόνους. Η Marie Anne Guerin, που το βιβλίο της «Η αφήγηση στον κινηματογράφο» παρουσιάσαμε πρόσφατα, αφιερώνει πάνω από μιάμιση σελίδα για το έργο, μιλώντας κυρίως για την πλοκή του.
Η ταινία είχε μια περιπετειώδη ιστορία, καθώς η δεκάωρη πρώτη version μειώθηκε αρχικά στις έξι ώρες, για να καταλήξει στις δυόμιση, χωρίς την έγκριση του σκηνοθέτη αυτή τη φορά. Όλη η ιστορία βρίσκεται εδώ http://en.wikipedia.org/wiki/Greed_%28film%29
Για τον βουβό κινηματογράφο δεν ξέρω πολλά πράγματα. Εδώ θα αναφέρω απλά δυο επεισόδια που τα βρήκα ενδιαφέροντα.
Το πρώτο:
Παντρεύονται τα δυο κεντρικά πρόσωπα του έργου. Κάποιοι κλαίνε από τη συγκίνηση. Από το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος φαίνεται η πομπή μιας κηδείας. Και εδώ κλαίνε, αλλά από θλίψη.
Και το δεύτερο:
Το ζευγάρι τσακώνεται. Στον τσακωμό τους παρεμβάλλονται εικόνες του κλουβιού τους με τα δυο καναρίνια. Μάλιστα σε δυο απ’ αυτές τα δυο πουλιά να τσακώνονται. Το κλουβί λειτουργεί σαν μεταφορά της συζυγικής ζωής, σε μια τεχνική που έγινε περισσότερο γνωστή ως ιδεολογικό μοντάζ από τον Αϊζενστάιν.
Στα βιβλία για τον κινηματογράφο που διάβασα πρόσφατα είδα συχνά να γίνεται αναφορά σε κάποια κλασικά έργα. Ένα από αυτά ήταν και η «Απληστία». Απληστία για το χρήμα, που είχε σαν αποτέλεσμα να καταστρέψει μια φιλία και ένα γάμο, και να οδηγήσει σε δυο φόνους. Η Marie Anne Guerin, που το βιβλίο της «Η αφήγηση στον κινηματογράφο» παρουσιάσαμε πρόσφατα, αφιερώνει πάνω από μιάμιση σελίδα για το έργο, μιλώντας κυρίως για την πλοκή του.
Η ταινία είχε μια περιπετειώδη ιστορία, καθώς η δεκάωρη πρώτη version μειώθηκε αρχικά στις έξι ώρες, για να καταλήξει στις δυόμιση, χωρίς την έγκριση του σκηνοθέτη αυτή τη φορά. Όλη η ιστορία βρίσκεται εδώ http://en.wikipedia.org/wiki/Greed_%28film%29
Για τον βουβό κινηματογράφο δεν ξέρω πολλά πράγματα. Εδώ θα αναφέρω απλά δυο επεισόδια που τα βρήκα ενδιαφέροντα.
Το πρώτο:
Παντρεύονται τα δυο κεντρικά πρόσωπα του έργου. Κάποιοι κλαίνε από τη συγκίνηση. Από το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος φαίνεται η πομπή μιας κηδείας. Και εδώ κλαίνε, αλλά από θλίψη.
Και το δεύτερο:
Το ζευγάρι τσακώνεται. Στον τσακωμό τους παρεμβάλλονται εικόνες του κλουβιού τους με τα δυο καναρίνια. Μάλιστα σε δυο απ’ αυτές τα δυο πουλιά να τσακώνονται. Το κλουβί λειτουργεί σαν μεταφορά της συζυγικής ζωής, σε μια τεχνική που έγινε περισσότερο γνωστή ως ιδεολογικό μοντάζ από τον Αϊζενστάιν.
Friday, March 23, 2012
Daniel Defoe, Ρόμπινσον Κρούζο
Daniel Defoe, Ρόμπινσον Κρούζο (μετ. Μάκης Βαϊνάς) Αιγόκερως 1988, σελ. 380
Όλοι τον έχουμε διαβάσει σε παιδική διασκευή (εγώ σε Κλασικό Εικονογραφημένο), αλλά πολύ λίγοι στην πλήρη έκδοση. Κι εγώ άργησα να τον διαβάσω.
Ο Ρόμπινσον Κρούζο, ναυαγός σε ένα νησί, θα τα καταφέρει να επιβιώσει για 28 ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης, με εχθρούς ιθαγενείς από την απέναντι στεριά, και φυσικά για να εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον. Μαζί με τα «Ταξίδια του Γκάλιβερ» και τον «Δον Κιχώτη» θεωρείται ένα από τα τρία κλασικά έργα της εποχής. Δεν έχω διαβάσει τα ταξίδια του Γκάλιβερ, όμως έχω διαβάσει τον Δον Κιχώτη, και νομίζω ότι ο Ντεφόε δεν μπορεί να συναγωνιστεί στη γλαφυρότητα της γλώσσας τον μεγάλο ισπανό. Η γλώσσα του είναι σε μεγάλο βαθμό διεκπεραιωτική, αφηγείται όμως συναρπαστικά επεισόδια. Ακόμη και όταν γλιτώνει τον ήρωά του από την απομόνωση σε αυτό το νησί δεν ησυχάζει. Περνώντας τον από τα ισπανικά σύνορα στη Γαλλία, πάνω σε χιονισμένα βουνά, τον βάζει να ριψοκινδυνεύει τη ζωή του, αυτός και οι σύντροφοί του, παλεύοντας με αγέλες λύκων. Και δεν του φτάνει αυτό, αλλά βάζει και τον Παρασκευά, τον σύντροφο των τελευταίων χρόνων στο νησί, να αντιμετωπίζει μιαν αρκούδα.
Ο ήρωας του Ντεφόε θεωρείται το σύμβολο του αναγεννησιακού ανθρώπου, του ανθρώπου της καινούριας αστικής κοινωνίας που, ως μονάδα και όχι ως μέλος ενός κοινωνικού συνόλου, αγωνίζεται για την επιβίωση και την επιτυχία. Ο Άρνολντ Χάουζερ, στο θαυμάσιο έργο του «Η κοινωνική ιστορία της τέχνης» γράφει για τον ήρωα του Defoe:
«Ο Ρόμπινσον Κρούσο που, με μόνες τις δυνάμεις του, νικά την εχθρική φύση και δημιουργεί από το τίποτα ευημερία, ασφάλεια, τάξη, νόμους και έθιμα, είναι ο τυπικός εκπρόσωπος της μεσαίας τάξης. Η ιστορία των περιπετειών του είναι όλη ένας ύμνος στην εργατικότητα, στην επιμονή, στην επινοητικότητα, στην πεποίθηση της υπερνίκησης κάθε δυσκολίας, με δυο λόγια όλες οι πρακτικές αρετές της αστικής τάξης. Είναι η έκφραση πίστης μιας ανερχόμενης κοινωνικής τάξης που έχει συνείδηση της δύναμής της, και την ίδια στιγμή ήταν το πρόγραμμα ενός νέου και τολμηρού έθνους που κοίταζε να κατακτήσει τον κόσμο».
Από τον Χάουζερ επίσης μαθαίνω πως ο Ντεφόε συνάντησε πολλές δυσκολίες να βρει εκδότη, και όταν κάποτε βρήκε, τα κέρδη του από το βιβλίο ήταν μόλις δέκα στερλίνες.
Γράφει επίσης ο Χάουζερ ότι «Ο Ρόμπινσον είναι ένα κείμενο με θέση, κοινωνικής διαπαιδαγώγησης». Το γράφω αυτό γιατί τα αποσπάσματα που θέλω να παραθέσω είναι ακριβώς συμβουλές και οδηγίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής.
«Πρέπει να βρίσκεις το καλό που υπάρχει μέσα στο κακό, γιατί απ’ τα κακά υπάρχουν και χειρότερα» (σελ. 87).
Ο Ρόμπινσον Κρούζο σημειώνει σε ένα χαρτί, σε δυο στήλες, τα καλά και τα κακά της κατάστασής του:
Αριστερή στήλη, Κακό:
Η οικονομική κρίση μου μείωσε τον μισθό και θα μου μειώσει και τη σύνταξή μου.
Δεξιά στήλη, Καλό: Όμως θα πάρω τη σύνταξή μου, και δεν θα βρεθώ στην απελπιστική κατάσταση που βρίσκεται η νεολαία μας σήμερα, στην ανεργία.
(Όχι, δεν τα γράφει αυτά ο Ρόμπινσον Κρούζο, είναι παραδείγματα δικά μου).
Άλλο:
«Κι ας μείνει σαν δίδαγμα που βγήκε απ’ την εμπειρία της πιο άθλιας κατάστασης του κόσμου, ότι μπορούμε πάντα να βρίσκουμε κάτι να μας ανακουφίζει, κι αυτό να το θεωρούμε μεγάλο προνόμιο» (σελ. 93).
«Έμαθα να βλέπω την καλή πλευρά της κατάστασής μου και όχι την κακή, και να σκέφτομαι όσα απολάμβανα και όχι όσα μου έλειπαν» (σελ. 165-166).
Και όλα όσα απολαμβάνει, δεν κουράζεται να το επαναλαμβάνει, τα οφείλει στον Μεγαλοδύναμο. Για το ιερατείο όμως δεν έχει καλή γνώμη. «Απ’ αυτά συμπέρανα ότι ακόμη κι ανάμεσα στους πιο τυφλωμένους, αδαείς ειδωλολάτρες του κόσμου υπάρχει η παπαδίστικη πανουργία» (σελ. 269). Λίγο πιο κάτω διατυπώνει, με το στόμα του Παρασκευά τον οποίο ο Ρόμπινσον Κρούζο προσπαθεί να μυήσει στον χριστιανισμό, κάποιες θεολογικές αμφιβολίες που δεν έχει νόημα να τις παραθέσουμε εδώ.
Τελικά φαίνεται δεν είμαι μόνο εγώ, είναι πολλοί αυτοί που έχουν ένα ιδεοψυχαναγκασμό με τις συμπτώσεις. Διαβάζω:
«Θυμάμαι ότι υπήρχε μια περίεργη σύμπτωση ανάμεσα στις ημέρες κατά τις οποίες κάτι μου είχε συμβεί… Πρώτα, παρατήρησα ότι η μέρα που άφησα τους γονείς μου για να πάω στο Χαλλ και να μπαρκάρω, ήταν η ίδια μ’ αυτή που μ’ έπιασαν οι πειρατές του Σαλή και μ’ έκαναν σκλάβο. Η μέρα που γλίτωσα απ’ το ναυάγιο στο Γιάρμουθ ήταν η ίδια μ’ αυτή που δραπέτευσα με τη βάρκα απ’ το Σαλή. Η μέρα που γεννήθηκα, 30 Σεπτεμβρίου, ήταν η ίδια μ’ αυτή που βρέθηκα, εικοσιέξι χρόνια αργότερα, σ’ αυτό το νησί• δηλαδή η φαύλη ζωή μου και η μοναχική ζωή μου άρχισαν την ίδια μέρα» (σελ. 169-170).
Διαπιστώνω και μια συγγραφική ασυνέπεια, σε σχέση με τις γάτες. «Δεν ήταν οι δυο γάτες που είχα πάρει απ’ το καράβι• αυτές είχαν ψοφήσει και τις είχα θάψει κοντά στον καταυλισμό μου» (σελ. 186). Θυμόμουν όμως ότι πιο πριν είχα διαβάσει ότι τις είχε σκοτώσει. Και φυσικά δεν είχα υποψιαστεί την ασυνέπεια για να τσεκάρω τη σελίδα. Και άντε τώρα να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχερα. Βρήκα όμως το κείμενο στο http://www.gutenberg.org, το περίφημο Gutenberg project που φιλοδοξεί να δώσει ψηφιακά όλα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (εφόσον δεν έχουν δικαιώματα, εννοείται), και βάζοντας στο find τη λέξη cat βρήκα το απόσπασμα που ήθελα (αφού μου έβγαλε βέβαια ένα σωρό λέξεις που είχα μέσα τη λέξη cat, αλλά δεν ήθελα να δώσω τον πληθυντικό, μήπως χάσω κανένα απόσπασμα που με ενδιέφερε). Να λοιπόν τι βρήκα:
And I must not forget that we had in the ship a dog and two cats, of whose eminent history I may
have occasion to say something in its place; for I carried both the cats with me;
Και πιο κάτω:
In this season I was much surprised with the increase of my family; I had been concerned for the loss of one of my cats, who ran away from me, or, as I thought, had been dead, and I heard no more tidings of her till, to my astonishment, she came home about the end of August with three kittens. This was the more strange to me because, though I had killed a wild cat, as I called it, with my gun, yet I thought it was quite a different kind from our European cats; but the young cats were the same
kind of house-breed as the old one; and both my cats being females, I thought it very strange. But from these three cats I afterwards came to be so pestered with cats that I was forced to kill them like vermin or wild beasts, and to drive them from my house as much as possible.
Φτάνοντας στο παρακάτω απόσπασμα, κατάλαβα τελικά ότι το ατόπημα δεν ήταν συγγραφικό αλλά μεταφραστικό:
But these were not the two cats which I brought on shore at first, for they were both of them dead.
Το «they were dead» ο μεταφραστής το μεταφράζει «είχαν ψοφήσει», που δεν είναι το ίδιο. Δυο γάτες μπορεί να είναι νεκρές πράγματι επειδή ψόφησαν, αλλά και επειδή κάποιος τις πυροβόλησε και τις σκότωσε. Εδώ έχουμε αυτή την περίπτωση. Αν δεν είχα κάνει αυτή τη μικρή έρευνα θα το θεωρούσα ως συγγραφική ασυνέπεια, άρα αδυναμία του μυθιστορήματος.
Απ, εδώ όμως τον τσάκωσα. Μιλώντας για τον Παρασκευά, τον μαύρο σύντροφο του Ρόμπινσον Κρούζο, ο Ντεφόε γράφει: He was a comely, handsome fellow, perfectly well made, with straight, strong limbs, not too large; tall, and well-shaped; and, as I reckon, about twenty-six years of age. (Έψαξα στο πρωτότυπο, φοβούμενος μήπως έχουμε μεταφραστικό ατόπημα ή δαίμονα του τυπογραφείου). Ε, δεν λέμε «περίπου είκοσι έξι χρονών», λέμε «περίπου είκοσι πέντε χρονών», στο περίπου στρογγυλεύουμε. Αν και αυτό το λάθος το έχω συναντήσει και σε άλλους συγγραφείς.
Το «…να ξεκινήσω για τη Γουινέα για να φέρω νέγρους» (σελ. 241) λέγεται με την ίδια φυσικότητα όπως θα έλεγε κάποιος κρητικός χασάπης σήμερα «… να ξεκινήσω για τα Ανώγεια να αγοράσω κατσίκια για το Πάσχα».
Διαβάζουμε:
«Αφού έριξα μερικά κομμάτια κρέας σ’ ένα τσουκάλι, τα έβρασα κι έφτιαξα μια πολύ ωραία σούπα• κι όταν άρχισα να τρώω, έδωσα και στο παλικάρι μου, που χάρηκε, και είπε ότι του άρεσε πολύ• του φάνηκε πολύ παράξενο που έβαλα αλάτι στο φαγητό μου• μου έκανε νόημα ότι το αλάτι δεν ήταν καλό για φάγωμα, και βάζοντας λίγο στο στόμα του έκανε ένα μορφασμό αηδίας, κι αφού το έφτυσε, ξέπλυνε το στόμα του με νερό• εγώ, πάλι έβαλα λίγο ανάλατο κρέας στο στόμα μου και προσποιήθηκα πως το έφτυνα γιατί δεν είχε αλάτι, με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει κι αυτός• αλλά δεν του άρεσε, ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να βάλει αλάτι στο κρέας ή στη σούπα του• πολύ αργότερα έβαζε στο φαγητό του λιγάκι» (σελ. 261).
Πάλι καλά που δεν είχαν υπέρταση, γιατί θα πέθαιναν και οι δυο από εγκεφαλικό. Εγώ τα φαγητά μου τα τρώγω ανάλατα. Είμαι βέβαια υπερτασικός, αλλά και ο κος Πιτταράς, ο καρδιολόγος υπερτασιολόγος γιατρός μου, μου λέγει ότι στο σπίτι δεν μαγειρεύουν ποτέ με αλάτι. Και έχει και δυο μικρά παιδιά. Το αλάτι δεν έχει καμιά διατροφική αξία, απλά έμεινε σαν συνήθεια, που πέρασε και στη γεύση, μια και οι άνθρωποι επί χιλιετηρίδες διατηρούσαν τα τρόφιμα στο αλάτι, αφού δεν είχαν ψυγεία.
Έχουν γυριστεί κάμποσες ταινίες με θέμα τον Ρόμπινσον Κρούζο. Ο κατάλογος βρίσκεται εδώ: http://wiki.answers.com/Q/How_many_Robinson_crusoe_movie_are_there Εμείς είδαμε τρεις. Η μια είναι του Λουί Μπουνιουέλ. Γυρίστηκε το 1953. Ο Μπουνιουέλ μένει πιστός στο κείμενο, εστιάζει όμως στη ζωή του στο νησί και όχι στο πριν και στο μετά. Η άλλη είναι των Rod Hardy και George T. Miller και γυρίστηκε το 1997. Εδώ οι δυο σκηνοθέτες δεν μένουν πιστοί στο κείμενο, επινοούν δικά τους επεισόδια, πιο εντυπωσιακά, ιδιαίτερα για τους λόγους που οδήγησαν τον Ρόμπινσον Κρούζο στην περιπέτειά του. Η τρίτη λέγεται «Lt. Robinson Crusoe, USN» γυρίστηκε στα στούντιο του Ντίσνεϋ το 1966, και ο ίδιος ο Ντίσνεϋ συμμετείχε στην προσαρμογή του σεναρίου. Πρόκειται για μια σπαρταριστή κωμωδία, που τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή. Τη θέση του σκύλου την παίρνει ένας χιμπαντζής (ένα επεισόδιο με αυτόν πρέπει να είχε υπόψη του ο Κουστουρίτσα όταν γύριζε το Underground), και του Παρασκευά μια όμορφη κοπέλα ιθαγενής, και αντί για ναυαγισμένο πλοίο από όπου παίρνει τις προμήθειες ο Κρούζο έχουμε ένα γιαπωνέζικο υποβρύχιο, που έχει προσκρούσει σε κάποιο βράχο.
Αυτά για τον Ρόμπινσον Κρούζο. Συμβουλή μου: διαβάστε το βιβλίο και δείτε την κωμωδία.
Όλοι τον έχουμε διαβάσει σε παιδική διασκευή (εγώ σε Κλασικό Εικονογραφημένο), αλλά πολύ λίγοι στην πλήρη έκδοση. Κι εγώ άργησα να τον διαβάσω.
Ο Ρόμπινσον Κρούζο, ναυαγός σε ένα νησί, θα τα καταφέρει να επιβιώσει για 28 ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης, με εχθρούς ιθαγενείς από την απέναντι στεριά, και φυσικά για να εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον. Μαζί με τα «Ταξίδια του Γκάλιβερ» και τον «Δον Κιχώτη» θεωρείται ένα από τα τρία κλασικά έργα της εποχής. Δεν έχω διαβάσει τα ταξίδια του Γκάλιβερ, όμως έχω διαβάσει τον Δον Κιχώτη, και νομίζω ότι ο Ντεφόε δεν μπορεί να συναγωνιστεί στη γλαφυρότητα της γλώσσας τον μεγάλο ισπανό. Η γλώσσα του είναι σε μεγάλο βαθμό διεκπεραιωτική, αφηγείται όμως συναρπαστικά επεισόδια. Ακόμη και όταν γλιτώνει τον ήρωά του από την απομόνωση σε αυτό το νησί δεν ησυχάζει. Περνώντας τον από τα ισπανικά σύνορα στη Γαλλία, πάνω σε χιονισμένα βουνά, τον βάζει να ριψοκινδυνεύει τη ζωή του, αυτός και οι σύντροφοί του, παλεύοντας με αγέλες λύκων. Και δεν του φτάνει αυτό, αλλά βάζει και τον Παρασκευά, τον σύντροφο των τελευταίων χρόνων στο νησί, να αντιμετωπίζει μιαν αρκούδα.
Ο ήρωας του Ντεφόε θεωρείται το σύμβολο του αναγεννησιακού ανθρώπου, του ανθρώπου της καινούριας αστικής κοινωνίας που, ως μονάδα και όχι ως μέλος ενός κοινωνικού συνόλου, αγωνίζεται για την επιβίωση και την επιτυχία. Ο Άρνολντ Χάουζερ, στο θαυμάσιο έργο του «Η κοινωνική ιστορία της τέχνης» γράφει για τον ήρωα του Defoe:
«Ο Ρόμπινσον Κρούσο που, με μόνες τις δυνάμεις του, νικά την εχθρική φύση και δημιουργεί από το τίποτα ευημερία, ασφάλεια, τάξη, νόμους και έθιμα, είναι ο τυπικός εκπρόσωπος της μεσαίας τάξης. Η ιστορία των περιπετειών του είναι όλη ένας ύμνος στην εργατικότητα, στην επιμονή, στην επινοητικότητα, στην πεποίθηση της υπερνίκησης κάθε δυσκολίας, με δυο λόγια όλες οι πρακτικές αρετές της αστικής τάξης. Είναι η έκφραση πίστης μιας ανερχόμενης κοινωνικής τάξης που έχει συνείδηση της δύναμής της, και την ίδια στιγμή ήταν το πρόγραμμα ενός νέου και τολμηρού έθνους που κοίταζε να κατακτήσει τον κόσμο».
Από τον Χάουζερ επίσης μαθαίνω πως ο Ντεφόε συνάντησε πολλές δυσκολίες να βρει εκδότη, και όταν κάποτε βρήκε, τα κέρδη του από το βιβλίο ήταν μόλις δέκα στερλίνες.
Γράφει επίσης ο Χάουζερ ότι «Ο Ρόμπινσον είναι ένα κείμενο με θέση, κοινωνικής διαπαιδαγώγησης». Το γράφω αυτό γιατί τα αποσπάσματα που θέλω να παραθέσω είναι ακριβώς συμβουλές και οδηγίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής.
«Πρέπει να βρίσκεις το καλό που υπάρχει μέσα στο κακό, γιατί απ’ τα κακά υπάρχουν και χειρότερα» (σελ. 87).
Ο Ρόμπινσον Κρούζο σημειώνει σε ένα χαρτί, σε δυο στήλες, τα καλά και τα κακά της κατάστασής του:
Αριστερή στήλη, Κακό:
Η οικονομική κρίση μου μείωσε τον μισθό και θα μου μειώσει και τη σύνταξή μου.
Δεξιά στήλη, Καλό: Όμως θα πάρω τη σύνταξή μου, και δεν θα βρεθώ στην απελπιστική κατάσταση που βρίσκεται η νεολαία μας σήμερα, στην ανεργία.
(Όχι, δεν τα γράφει αυτά ο Ρόμπινσον Κρούζο, είναι παραδείγματα δικά μου).
Άλλο:
«Κι ας μείνει σαν δίδαγμα που βγήκε απ’ την εμπειρία της πιο άθλιας κατάστασης του κόσμου, ότι μπορούμε πάντα να βρίσκουμε κάτι να μας ανακουφίζει, κι αυτό να το θεωρούμε μεγάλο προνόμιο» (σελ. 93).
«Έμαθα να βλέπω την καλή πλευρά της κατάστασής μου και όχι την κακή, και να σκέφτομαι όσα απολάμβανα και όχι όσα μου έλειπαν» (σελ. 165-166).
Και όλα όσα απολαμβάνει, δεν κουράζεται να το επαναλαμβάνει, τα οφείλει στον Μεγαλοδύναμο. Για το ιερατείο όμως δεν έχει καλή γνώμη. «Απ’ αυτά συμπέρανα ότι ακόμη κι ανάμεσα στους πιο τυφλωμένους, αδαείς ειδωλολάτρες του κόσμου υπάρχει η παπαδίστικη πανουργία» (σελ. 269). Λίγο πιο κάτω διατυπώνει, με το στόμα του Παρασκευά τον οποίο ο Ρόμπινσον Κρούζο προσπαθεί να μυήσει στον χριστιανισμό, κάποιες θεολογικές αμφιβολίες που δεν έχει νόημα να τις παραθέσουμε εδώ.
Τελικά φαίνεται δεν είμαι μόνο εγώ, είναι πολλοί αυτοί που έχουν ένα ιδεοψυχαναγκασμό με τις συμπτώσεις. Διαβάζω:
«Θυμάμαι ότι υπήρχε μια περίεργη σύμπτωση ανάμεσα στις ημέρες κατά τις οποίες κάτι μου είχε συμβεί… Πρώτα, παρατήρησα ότι η μέρα που άφησα τους γονείς μου για να πάω στο Χαλλ και να μπαρκάρω, ήταν η ίδια μ’ αυτή που μ’ έπιασαν οι πειρατές του Σαλή και μ’ έκαναν σκλάβο. Η μέρα που γλίτωσα απ’ το ναυάγιο στο Γιάρμουθ ήταν η ίδια μ’ αυτή που δραπέτευσα με τη βάρκα απ’ το Σαλή. Η μέρα που γεννήθηκα, 30 Σεπτεμβρίου, ήταν η ίδια μ’ αυτή που βρέθηκα, εικοσιέξι χρόνια αργότερα, σ’ αυτό το νησί• δηλαδή η φαύλη ζωή μου και η μοναχική ζωή μου άρχισαν την ίδια μέρα» (σελ. 169-170).
Διαπιστώνω και μια συγγραφική ασυνέπεια, σε σχέση με τις γάτες. «Δεν ήταν οι δυο γάτες που είχα πάρει απ’ το καράβι• αυτές είχαν ψοφήσει και τις είχα θάψει κοντά στον καταυλισμό μου» (σελ. 186). Θυμόμουν όμως ότι πιο πριν είχα διαβάσει ότι τις είχε σκοτώσει. Και φυσικά δεν είχα υποψιαστεί την ασυνέπεια για να τσεκάρω τη σελίδα. Και άντε τώρα να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχερα. Βρήκα όμως το κείμενο στο http://www.gutenberg.org, το περίφημο Gutenberg project που φιλοδοξεί να δώσει ψηφιακά όλα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (εφόσον δεν έχουν δικαιώματα, εννοείται), και βάζοντας στο find τη λέξη cat βρήκα το απόσπασμα που ήθελα (αφού μου έβγαλε βέβαια ένα σωρό λέξεις που είχα μέσα τη λέξη cat, αλλά δεν ήθελα να δώσω τον πληθυντικό, μήπως χάσω κανένα απόσπασμα που με ενδιέφερε). Να λοιπόν τι βρήκα:
And I must not forget that we had in the ship a dog and two cats, of whose eminent history I may
have occasion to say something in its place; for I carried both the cats with me;
Και πιο κάτω:
In this season I was much surprised with the increase of my family; I had been concerned for the loss of one of my cats, who ran away from me, or, as I thought, had been dead, and I heard no more tidings of her till, to my astonishment, she came home about the end of August with three kittens. This was the more strange to me because, though I had killed a wild cat, as I called it, with my gun, yet I thought it was quite a different kind from our European cats; but the young cats were the same
kind of house-breed as the old one; and both my cats being females, I thought it very strange. But from these three cats I afterwards came to be so pestered with cats that I was forced to kill them like vermin or wild beasts, and to drive them from my house as much as possible.
Φτάνοντας στο παρακάτω απόσπασμα, κατάλαβα τελικά ότι το ατόπημα δεν ήταν συγγραφικό αλλά μεταφραστικό:
But these were not the two cats which I brought on shore at first, for they were both of them dead.
Το «they were dead» ο μεταφραστής το μεταφράζει «είχαν ψοφήσει», που δεν είναι το ίδιο. Δυο γάτες μπορεί να είναι νεκρές πράγματι επειδή ψόφησαν, αλλά και επειδή κάποιος τις πυροβόλησε και τις σκότωσε. Εδώ έχουμε αυτή την περίπτωση. Αν δεν είχα κάνει αυτή τη μικρή έρευνα θα το θεωρούσα ως συγγραφική ασυνέπεια, άρα αδυναμία του μυθιστορήματος.
Απ, εδώ όμως τον τσάκωσα. Μιλώντας για τον Παρασκευά, τον μαύρο σύντροφο του Ρόμπινσον Κρούζο, ο Ντεφόε γράφει: He was a comely, handsome fellow, perfectly well made, with straight, strong limbs, not too large; tall, and well-shaped; and, as I reckon, about twenty-six years of age. (Έψαξα στο πρωτότυπο, φοβούμενος μήπως έχουμε μεταφραστικό ατόπημα ή δαίμονα του τυπογραφείου). Ε, δεν λέμε «περίπου είκοσι έξι χρονών», λέμε «περίπου είκοσι πέντε χρονών», στο περίπου στρογγυλεύουμε. Αν και αυτό το λάθος το έχω συναντήσει και σε άλλους συγγραφείς.
Το «…να ξεκινήσω για τη Γουινέα για να φέρω νέγρους» (σελ. 241) λέγεται με την ίδια φυσικότητα όπως θα έλεγε κάποιος κρητικός χασάπης σήμερα «… να ξεκινήσω για τα Ανώγεια να αγοράσω κατσίκια για το Πάσχα».
Διαβάζουμε:
«Αφού έριξα μερικά κομμάτια κρέας σ’ ένα τσουκάλι, τα έβρασα κι έφτιαξα μια πολύ ωραία σούπα• κι όταν άρχισα να τρώω, έδωσα και στο παλικάρι μου, που χάρηκε, και είπε ότι του άρεσε πολύ• του φάνηκε πολύ παράξενο που έβαλα αλάτι στο φαγητό μου• μου έκανε νόημα ότι το αλάτι δεν ήταν καλό για φάγωμα, και βάζοντας λίγο στο στόμα του έκανε ένα μορφασμό αηδίας, κι αφού το έφτυσε, ξέπλυνε το στόμα του με νερό• εγώ, πάλι έβαλα λίγο ανάλατο κρέας στο στόμα μου και προσποιήθηκα πως το έφτυνα γιατί δεν είχε αλάτι, με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει κι αυτός• αλλά δεν του άρεσε, ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να βάλει αλάτι στο κρέας ή στη σούπα του• πολύ αργότερα έβαζε στο φαγητό του λιγάκι» (σελ. 261).
Πάλι καλά που δεν είχαν υπέρταση, γιατί θα πέθαιναν και οι δυο από εγκεφαλικό. Εγώ τα φαγητά μου τα τρώγω ανάλατα. Είμαι βέβαια υπερτασικός, αλλά και ο κος Πιτταράς, ο καρδιολόγος υπερτασιολόγος γιατρός μου, μου λέγει ότι στο σπίτι δεν μαγειρεύουν ποτέ με αλάτι. Και έχει και δυο μικρά παιδιά. Το αλάτι δεν έχει καμιά διατροφική αξία, απλά έμεινε σαν συνήθεια, που πέρασε και στη γεύση, μια και οι άνθρωποι επί χιλιετηρίδες διατηρούσαν τα τρόφιμα στο αλάτι, αφού δεν είχαν ψυγεία.
Έχουν γυριστεί κάμποσες ταινίες με θέμα τον Ρόμπινσον Κρούζο. Ο κατάλογος βρίσκεται εδώ: http://wiki.answers.com/Q/How_many_Robinson_crusoe_movie_are_there Εμείς είδαμε τρεις. Η μια είναι του Λουί Μπουνιουέλ. Γυρίστηκε το 1953. Ο Μπουνιουέλ μένει πιστός στο κείμενο, εστιάζει όμως στη ζωή του στο νησί και όχι στο πριν και στο μετά. Η άλλη είναι των Rod Hardy και George T. Miller και γυρίστηκε το 1997. Εδώ οι δυο σκηνοθέτες δεν μένουν πιστοί στο κείμενο, επινοούν δικά τους επεισόδια, πιο εντυπωσιακά, ιδιαίτερα για τους λόγους που οδήγησαν τον Ρόμπινσον Κρούζο στην περιπέτειά του. Η τρίτη λέγεται «Lt. Robinson Crusoe, USN» γυρίστηκε στα στούντιο του Ντίσνεϋ το 1966, και ο ίδιος ο Ντίσνεϋ συμμετείχε στην προσαρμογή του σεναρίου. Πρόκειται για μια σπαρταριστή κωμωδία, που τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή. Τη θέση του σκύλου την παίρνει ένας χιμπαντζής (ένα επεισόδιο με αυτόν πρέπει να είχε υπόψη του ο Κουστουρίτσα όταν γύριζε το Underground), και του Παρασκευά μια όμορφη κοπέλα ιθαγενής, και αντί για ναυαγισμένο πλοίο από όπου παίρνει τις προμήθειες ο Κρούζο έχουμε ένα γιαπωνέζικο υποβρύχιο, που έχει προσκρούσει σε κάποιο βράχο.
Αυτά για τον Ρόμπινσον Κρούζο. Συμβουλή μου: διαβάστε το βιβλίο και δείτε την κωμωδία.
Thursday, March 22, 2012
Bertrand Bonello, L’ apollonide (Οίκος ανοχής, 2011)
Bertrand Bonello, L’ apollonide (Οίκος ανοχής, 2011)
http://stradafilms.gr/films/46
Τη ζωή σε ένα πορνείο πολυτελείας στο τέλος του 19ου αιώνα στο Παρίσι παρουσιάζει ο Μπερτράν Μπονελό στην ταινία του «Οίκος ανοχής». Αυτό που προσπαθεί να δείξει είναι οι διάφορες πλευρές της ζωής των γυναικών μέσα στο πορνείο, τους έρωτες που αναπτύσσονται με πελάτες, τις διαστροφές κάποιων από αυτούς, οι κίνδυνοι και οι διαψεύσεις, οι σεξουαλικές ασθένειες, η απελπισία και η τρυφερότητα των γυναικών μεταξύ τους, που προσπαθούν να παρηγορήσουν η μια την άλλη. Αυτό που μου έκανε όμως εντύπωση είναι ότι σε ένα πορνείο πολυτελείας οι πόρνες θα έπρεπε να βγάζουν αρκετά λεφτά. Ο Μπονελό τις παρουσιάζει όμως αιωνίως χρεωμένες, και περίπου φυλακισμένες μέσα στο πορνείο. Το ότι αγοράζουν με δικά τους λεφτά τα καλλυντικά τους δεν μου φαίνεται επαρκής αιτία. Ακόμη βλέπουμε μια δεκαεξάρα που μπαίνει με τη θέλησή της στο πορνείο, δεν σπρώχνεται από την οικογένειά της ή από κανένα προστάτη. Θέλει να φυλακισθεί εθελοντικά; Δεν ξέρω αν όλα εκείνα στα οποία αναφέρεται ο Μπονελό στην ταινία του αντιστοιχούσαν στην τότε πραγματικότητα. Πάντως είναι συγκινητική.
Υπάρχει και ένας αναχρονισμός στην ταινία. Βλέπουμε τις γυναίκες να χορεύουν μεταξύ τους μπλουζ. Η μουσική που ακούγεται είναι το Nights in white satin των Moody blues, τραγούδι του 1967. Δεν είναι όμως αναχρονισμός η μουσική από την Κάρμεν, και η άρια από μια άλλη όπερα που δεν μπόρεσα να ταυτοποιήσω.
http://stradafilms.gr/films/46
Τη ζωή σε ένα πορνείο πολυτελείας στο τέλος του 19ου αιώνα στο Παρίσι παρουσιάζει ο Μπερτράν Μπονελό στην ταινία του «Οίκος ανοχής». Αυτό που προσπαθεί να δείξει είναι οι διάφορες πλευρές της ζωής των γυναικών μέσα στο πορνείο, τους έρωτες που αναπτύσσονται με πελάτες, τις διαστροφές κάποιων από αυτούς, οι κίνδυνοι και οι διαψεύσεις, οι σεξουαλικές ασθένειες, η απελπισία και η τρυφερότητα των γυναικών μεταξύ τους, που προσπαθούν να παρηγορήσουν η μια την άλλη. Αυτό που μου έκανε όμως εντύπωση είναι ότι σε ένα πορνείο πολυτελείας οι πόρνες θα έπρεπε να βγάζουν αρκετά λεφτά. Ο Μπονελό τις παρουσιάζει όμως αιωνίως χρεωμένες, και περίπου φυλακισμένες μέσα στο πορνείο. Το ότι αγοράζουν με δικά τους λεφτά τα καλλυντικά τους δεν μου φαίνεται επαρκής αιτία. Ακόμη βλέπουμε μια δεκαεξάρα που μπαίνει με τη θέλησή της στο πορνείο, δεν σπρώχνεται από την οικογένειά της ή από κανένα προστάτη. Θέλει να φυλακισθεί εθελοντικά; Δεν ξέρω αν όλα εκείνα στα οποία αναφέρεται ο Μπονελό στην ταινία του αντιστοιχούσαν στην τότε πραγματικότητα. Πάντως είναι συγκινητική.
Υπάρχει και ένας αναχρονισμός στην ταινία. Βλέπουμε τις γυναίκες να χορεύουν μεταξύ τους μπλουζ. Η μουσική που ακούγεται είναι το Nights in white satin των Moody blues, τραγούδι του 1967. Δεν είναι όμως αναχρονισμός η μουσική από την Κάρμεν, και η άρια από μια άλλη όπερα που δεν μπόρεσα να ταυτοποιήσω.
Subscribe to:
Posts (Atom)