Book review, movie criticism

Wednesday, July 25, 2012

Του τάφου, 5η ιστορία, Το αγκομαχητό


Του τάφου, 5η ιστορία, Το αγκομαχητό

  Αφού έκανα την ανάρτηση της προχθεσινής ιστορίας έφυγα σε λίγο για το καφενείο. Είχα ραντεβού με τον Τέλη τον Ράπτη, ομότιμο καθηγητή πληροφορικής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα είμαι ένας από τους τρεις παρουσιαστές του αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Στην κόψη του σπαθιού και του λογισμού» που θα γίνει τέλη Αυγούστου στην Ιεράπετρα. Ενώ τον περίμενα, έφυγε από το διπλανό τραπέζι και κάθισε στο δικό μου ο Γιώργης ο Τριχάς, γείτονας, πατέρας της Κατερίνας και πεθερός του Σταύρου, που είναι οι κολλητοί μου φίλοι στο χωριό. Έπινα ρακή, και είπα να φέρουν ακόμη ένα ποτηράκι. Αρνήθηκε με πείσμα. –Δεν πίνω ποτέ ρακή στο καφενείο, μου λέει.
  Το συζητήσαμε, αλλά εγώ ήδη ήξερα το λόγο. Ο Γιώργης βγάζει πολύ καλή ρακή, και από αυτόν την προμηθεύομαι. Και ξέρει πολύ καλά ότι στο καφενείο η ρακή μπορεί να είναι νοθευμένη,  μπορεί να είναι νερωμένη, και σίγουρα δεν είναι τόσο καλή όσο η δική του. Έτσι παραγγέλνει πάντα καφέ ή αναψυκτικό.
  Ο Γιώργης είναι τώρα 85 χρονών. Μας χωρίζουν 23 χρόνια. Είμαστε φίλοι. Είχα παραβρεθεί σε κάποια καζανίσματά του, πριν διοριστώ, γιατί μετά έπρεπε κάθε 1η του Σεπτέμβρη να βρίσκομαι στο σχολείο μου. Πρόπερσι επίσης που είχα ξεμαγαρίσει τον «μαγατζέ» μου, το σπιτάκι μου στη Θριπτή, που καθώς ήταν κλεισμένος επί χρόνια είχαν σαπίσει τα πάντα, με το αγροτικό του κουβαλήσαμε τα άχρηστα μέχρι τους κάδους σκουπιδιών στο Πάνω Χωριό. 
  Όμως η πρώτη «στενή» γνωριμία που έκανα μαζί του δεν ήταν καθόλου ευχάριστη.
  Ο Γιώργης δεν είχε ακόμη παντρευτεί, τότε έφτιαχνε το σπίτι του. Ήταν απέναντι από το σπίτι του ξαδέλφου μου του Γιάννη. Εμείς θα ήμασταν τότε κάπου πέντε έξι χρονών. Κάποια μέρα βρήκαμε ένα ωραίο παιχνίδι να παίξουμε: πετάγαμε πέτρες στα παραθυρόφυλλα, που ήταν ακόμη άβαφα. Ξαφνικά πετάγεται ο Γιώργης και μας παίρνει από πίσω. Το βάλαμε στα πόδια. Δεν μας πρόλαβε, και επέστρεψε στο περβόλι του, πίσω από το σπίτι του.  Εμείς μετά από λίγο ξεθαρρέψαμε, ξαναγυρίσαμε και αρχίσαμε πάλι να πετάμε πέτρες. Αυτή τη φορά πλησίασε αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι. Όταν τον αντιληφθήκαμε το βάλαμε πάλι στα πόδια, αλλά ήταν ήδη αργά. Οι ελπίδες να γλιτώσουμε ήταν πολύ λίγες. Ο Γιάννης πρόλαβε και κρύφτηκε κάτω από το φουστάνι της μάνας του, που εκείνη την ώρα πότιζε κάτι λαχανικά. Εγώ διέσχισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα το περβόλι τους και ήμουν έτοιμος να πηδήξω τον τράφο να κατεβώ στο δικό μας περβόλι, όταν με πρόφτασε ο Γιώργης. Με έβαλε κάτω και άρχισε να με βαράει με τη χερούκλα του στον πισινό. Άρχισα να σκληρίζω. Ο πατέρας μου που έτυχε να είναι εκείνη την ώρα στο περβόλι, με το να δει τον Γιώργη να με δέρνει του φωνάζει: «Δόστου εκειά του κερατά». Τότε με άφησε ο Γιώργης. Ο πατέρας μου καταλάβαινε ότι ο άνθρωπος για να πιάσει να με δείρει κάτι θα του είχα κάνει.
  Υπήρχε μια διαφορά αντίληψης για την ανατροφή των παιδιών εκείνα τα χρόνια σε σχέση με σήμερα. Πριν λίγες μέρες ξαναείδα στο facebook μια γελοιογραφία με δυο σκίτσα. Το πρώτο, με χρονολογική ένδειξη 1969, παρουσιάζει τον πατέρα, τη μητέρα και το γιο να στέκονται μπροστά στην έδρα του δασκάλου. Ο πατέρας δείχνει τον έλεγχο αγριεμένος στο γιο του λέγοντας: «Τι βαθμοί είναι αυτοί;». Στο δεύτερο σκίτσο, με χρονολογική ένδειξη 2009, βλέπουμε τον πατέρα να δείχνει πάλι τον έλεγχο εξοργισμένος, αλλά στο δάσκαλο αυτή τη φορά, και να λέει «Τι βαθμοί είναι αυτοί;» ενώ ο γιος δίπλα γλείφει μακάρια ένα παγωτό.
  Σε λίγο έρχεται και ο Τέλης, ο μεγάλης ανεκδοτάς. Η φιλία μας θεμελιώθηκε πάνω στην αγάπη μας για τα ανέκδοτα. Με τροφοδοτεί συνεχώς με καινούρια μέσω e-mail, όπως κι εγώ βέβαια αυτόν. Τους λέω την ιστορία που είχα αναρτήσει το απόγευμα. Μας λέει και ο Τέλης τη δική του, που όμως την ήξερα. Μας λέει και ο Γιώργης τη δική του στην οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, και την οποία άκουγα για πρώτη φορά.
  Ο Γιώργης ήταν αγρότης, όπως όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού εκείνα τα χρόνια. Δεν ασχολιόταν όμως μόνο με τα αγροκτήματά του, έκανε και μεταφορές με ένα τρίκυκλο που είχε. Μια φορά λοιπόν μετέφερε κάποια οικοδομικά υλικά στο νεκροταφείο. Στο τρίκυκλο καθόταν και ο μάστορας που θα τα χρησιμοποιούσε, ο Δημήτρης ο Γρ... Τα κατεβάζουν από το τρίκυκλο, τα μεταφέρουν στο σημείο όπου επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν, και κάθονται σε ένα διπλανό τάφο να ξεκουραστούν. Σε λίγο, να σου δυο γυναίκες που ήλθαν να ανάψουν τα καντήλια σε ένα τάφο εκεί κοντά. Προφανώς κάποιος δικός τους είχε πεθάνει πρόσφατα.
  Ο Γιώργης θέλησε να τους κάνει πλάκα. Λέει λοιπόν στο μάστορα που καθόταν δίπλα του. -Ωρέ Δημήτρη, ακούς; -Είντα να ακούσω Γιώργη; -Στήσε αυτί. Δεν ακούς ένα αγκομαχητό που βγαίνει μέσα από τον τάφο;
  Φυσούσε αέρας εκείνη την ώρα, τα ψηλά κυπαρίσσια κουνιόντουσαν πέρα δώθε αφήνοντας ένα θόρυβο που στη φαντασία δυο τρομοκρατημένων γυναικών εύκολα θα μπορούσε να περάσει για αγκομαχητό. Η μια είχε πάρει κιόλας τη λάμπα (τα καντήλια εδώ και χρόνια έχουν αντικατασταθεί με λάμπες, αλλά συμβατικά εξακολουθούμε να λέμε «ν’ ανάψω τα καντήλια»), είχε βγάλει το λαμπόγυαλο, ενώ η άλλη άναβε ένα σπίρτο για να βάλει φωτιά στο φυτίλι. Με το που ακούνε για το αγκομαχητό τις πιάνει τρόμος. Παρατάει η μια το λαμπόγυαλο που πέφτει πάνω στο μάρμαρο και γίνεται χίλια κομμάτια, παρατάει η άλλη το αναμμένο σπίρτο που ευτυχώς δεν έπεσε πάνω σε ξερόχορτα και έσβησε αμέσως, και το βάζουν και οι δυο στα πόδια. Ποιος ξέρει τι αγωνία περνάει ο πεθαμένος μέσα στο μνήμα του, πάμε να φύγουμε πριν σηκώσει την ταφόπλακα και βγει όξω.
  Και η σύμπτωση:
  Στην ιστορία που είχα αναρτήσει εκείνο το απόγευμα αυτός που φοβήθηκε τους πεθαμένους ήταν άντρας. Για να είμαι δίκαιος θα έπρεπε να γράψω και μια ανάλογη ιστορία με γυναίκα. Όμως δεν ήξερα καμιά. Και να σου την ίδια μέρα, σαν από μηχανής θεός, ο Γιώργης, που μου είπε ακριβώς την ιστορία που χρειαζόμουν.
  Την ιστορία δεν μας την είπε ακριβώς έτσι ο Γιώργης. Εγώ την έκανα πιο ενδιαφέρουσα, πιο «λογοτεχνική», προσθέτοντας κάποιες λεπτομέρειες εντελώς φανταστικές. Η μια από τις δυο γυναίκες μπορεί να μην είχε προλάβει καν να πάρει τη λάμπα. Ή και αν την είχε πάρει, μπορεί να μην είχε προλάβει να βγάλει το λαμπόγυαλο. Ή και αν το είχε βγάλει και της έπεσε, μπορεί να μην είχε σπάσει. Όμως με το να γράψω ότι έσπασε, η ιστορία γίνεται πιο συναρπαστική.
  Όμως έγινε πράγματι έτσι η ιστορία; Χθες βράδυ που πέρασα από το σπίτι τους και συζητήσαμε γι’ αυτήν, η γυναίκα του η Νίτσα είχε άλλη άποψη. Όχι, δεν τρόμαξαν οι γυναίκες, απλά θύμωσαν μαζί τους που τις κορόιδευαν και σηκώθηκαν και έφυγαν.
  Ποιος από τους δυο έχει δίκιο; Ο Γιώργης σκαρφίζεται μια φάρσα, και ανεξάρτητα αν πέτυχε ή όχι έχει κάθε λόγο να την παρουσιάσει σαν πετυχημένη. Η Νίτσα πάλι, σαν γυναίκα, θέλει να υπερασπιστεί τις γυναίκες και προτείνει τη δική της εκδοχή. Ποιον από τους δυο να πιστέψουμε;
  Ή μάλλον ποιον από τους τρεις; Μήπως όλη την παραπάνω ιστορία την έχω επινοήσει εγώ, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι αληθοφανής;
  Αγαπητή αναγνώστρια, αγαπητέ αναγνώστη, de omnibus dubitandum est, για όλα πρέπει να αμφιβάλλετε, και όχι μόνο για το αν σας αγαπά πραγματικά. Γιατί, καλά το ξέρετε, ούτε η μαργαρίτα με το «μ’ αγαπά δεν μ’ αγαπά» μπορεί να σας πει την αλήθεια.
   

Monday, July 23, 2012

Του τάφου, 4η ιστορία, Καλημέρα



Του τάφου, 4η ιστορία, Καλημέρα

  Ο χτίστης δεν ήταν ο ίδιος με αυτόν της πρώτης ιστορίας, και η ιστορία που θα αφηγηθούμε τώρα δεν έγινε στην Επισκοπή με την οποία το χωριό μου έχει κοινό νεκροταφείο, αλλά σε κάποιο πιο μακρινό χωριό, τις Μάλλες. Μου τη διηγήθηκε ο Κωστής ο Κοντοπόδης, από τους Μεσελέρους.
  Με τον Κωστή γνωριστήκαμε στο στρατό και γίναμε φίλοι. Πριν απολυθώ μαθαίνω ότι παντρεύτηκε την ξαδέλφη μου την Πόπη τη Βενετσανάκη, από το Κεντρί. Έτσι η φιλία έγινε και συγγένεια. Ένα βράδυ στη βεράντα του σπιτιού του, με καλή παρέα και πολύ ρακή, άκουσα μερικές από τις ιστορίες που θα αφηγηθώ.
  Ο χτίστης λοιπόν αυτός ήταν ειδικός να φτιάχνει τάφους, και έτσι συχνά δούλευε στο νεκροταφείο του χωριού. Είχε όμως ένα συνήθειο: κάθε φορά που πήγαινε στο νεκροταφείο καλημέριζε τους νεκρούς. Με το που άνοιγε την πόρτα έλεγε «καλημέρα». Δεν περίμενε βέβαια να πάρει απάντηση, οι νεκροί δεν μιλούν.
  Γιατί το έκανε αυτό;
  Αυτοί που αφηγούνται προφορικά τέτοιου είδους ιστορίες δεν λεπτολογούν καταστάσεις, μένουν στα γεγονότα. Μόνο ένας συγγραφέας, στην γραπτή επαναδιήγηση, μπορεί να κάνει διάφορες εικασίες.
  Αποκλείω να το έκανε για να ειρωνευτεί τους νεκρούς. Τους νεκρούς παλιά τους λάτρευαν, και στην Κίνα και στην Ιαπωνία υπάρχει ακόμη η λατρεία των προγόνων. Και εμείς έχουμε μια γιορτή «Των ψυχών», το λεγόμενο «Ψυχοσάββατο», που τιμούμε τη μνήμη τους. Μάλιστα στη Ρωσία, στους ομογενείς, ρωσσοπόντιους και πολιτικούς πρόσφυγες, υπάρχει η συνήθεια, νομίζω μετά την μεγαλοβδομάδα, να επισκέπτονται τα νεκροταφεία και να τρώνε και να πίνουνε πάνω στις ταφόπλακες, για να δείξουν στους πεθαμένους ότι δεν τους έχουν ξεχάσει. Το έζησα αυτό ένα Πάσχα στο χωριό μου, από κάποιους επαναπατρισθέντες και μετανάστες. Δεν ξέρω όμως αν επαναλήφθηκε και πόσες φορές. (Διαβάζω και στο βιβλίο του Μαξί Γκόρκι «Στα ξένα χέρια»: «Τα βράδια, τις γιορτές, όλη η γειτονιά έβγαινε στο δρόμο, τα παλικάρια και οι κοπέλες τραβάγανε στο νεκροταφείο και στήναν το χορό…». Δεν ξέρω πια ψυχολογική ανάγκη τους οδηγεί να στήνουν γλέντι εκεί που εμείς οι έλληνες ούτε που θα το διανοούμασταν).
  Να συνάντησε άραγε κάποιον χωριανό στο νεκροταφείο την πρώτη μέρα που πήγε, να τον χαιρέτησε, και από τότε να του έμεινε η συνήθεια να λέει «καλημέρα»; Δεν το θεωρώ πολύ πιθανό.
  Η πιο λογική εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι με αυτό τον χαιρετισμό εκφραζόταν ένα υποσυνείδητο αίσθημα χαράς: να, εγώ εξακολουθώ να είμαι ζωντανός, δεν είχα την ατυχία τη δικιά σας να εγκαταλείψω τον μάταιο τούτο κόσμο που, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και τόσο μάταιος. Εγώ σας χαιρετώ, όμως εσείς κακόμοιροι δεν μπορείτε να μου ανταποδώσετε τον χαιρετισμό.
  Εκείνη τη μοιραία μέρα ανοίγει την πόρτα του νεκροταφείου, μπαίνει μέσα, και κατά το συνήθειό του καλημερίζει τους πεθαμένους.
  -Καλημέρα.
  -Καλημέρα παιδί μου, του απηλογάται μια γυναικεία φωνή.
  Αυτός, με το που ακούει το «καλημέρα», παγώνει. Ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Παρατάει έντρομος τα εργαλεία και ο που φύγει φύγει.
  Φτάνει στο καφενείο του χωριού κατάχλωμος. –Βρε Γιώργη, τι σου συμβαίνει…
  Το και το, τους εξιστορεί τι έγινε.
  - Βρε Γιώργη, σίγουρα φαντάχτηκες, του λέει ο Γιάννης ο Καλούδης. Είναι δυνατόν να μιλούν οι πεθαμένοι;
  -Αυτό σκέφτηκα κι εγώ, δεν μπορούν να μιλούν οι πεθαμένοι. Φαίνεται όμως ότι κάποιος από αυτούς μπορεί, και μου ανταπόδωσε την καλημέρα. Λέτε να είναι η Μαρία η κουτσή, που την θάψαμε πριν ένα μήνα; Από τότε είναι η πρώτη φορά που πηγαίνω στο νεκροταφείο.
  -Άσε τις βλακείες Γιώργη, εγώ λέω πώς φαντάχτηκες, επιμένει αυτός. Αν ήταν νύχτα, θα ’λεγα πώς ήσουν πιωμένος, αλλά πρωί πρωί…
  -Εγώ πάλι λέω να πάμε να δούμε τι συμβαίνει. Είμαστε καμπόσοι, έναν πεθαμένο θα φοβηθούμε; προτείνει ένας άλλος.
  Μια και δυο πηγαίνουν στο νεκροταφείο. Δεν χρειάστηκε να ανοίξουν την πόρτα, ο Γιώργης στο φευγιό του την είχε αφήσει ορθάνοιχτη. Μπαίνουν μέσα, και οι άλλοι του κάνουν νόημα να πει «καλημέρα». Τώρα που είχε όλη την παρέα για συμπαράσταση, ένιωθε να φοβάται λιγότερο.
  -Καλημέρα, λέει πάλι με φωνή που προσπαθούσε να την κάνει όσο γίνεται πιο σταθερή.
  -Καλημέρα παιδί μου, του απαντάει η ίδια φωνή που τον καλημέρισε και πριν.
  Όχι, αυτή δεν ήταν φωνή πεθαμένου, ήταν φωνή ζωντανού. Και δεν βγήκε μέσα από το νεκροταφείο, αλλά πίσω από τον απέναντι μαντρότοιχο. Προχωρούν όλοι μαζί, φτάνουν στο μαντρότοιχο, ανασηκώνονται στις μύτες των ποδιών τους και κοιτάζουν.
  Πίσω ήταν ένα λιοχώραφο που είχε μείνει αζευγάριστο. Ήταν γεμάτο χόρτα, και η Κατίνα η Δαμανάκη, θεία του Γιώργη, είχε φέρει την κατσίκα της να την βοσκίσει. Άκουσε τη φωνή του ανιψιού της να την καλημερίζει, και τον καλημέρισε κι αυτή.
  Μπορούμε να βγάλουμε ένα δίδαγμα από αυτή την ιστορία;
  Αυτή τη φορά ήταν η θεία η Κατίνα, όμως την άλλη φορά μπορεί να είναι κάποιος πεθαμένος. Καλό είναι λοιπόν να μην τα βάζουμε με τους νεκρούς, να μην τους προκαλούμε. Κάτι ήξεραν οι παλιοί, οι πολύ παλιοί, που τους φοβόντουσαν, και γι’ αυτό πάντα τους κοντοκρατούσαν με προσφορές. Εμείς βέβαια δεν τους φοβόμαστε, με τις προσφορές και τα μνημόσυνα θέλουμε να τιμήσουμε τη μνήμη τους. Όμως καλού κακού… δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται.

Lars von Trier, Οι ηλίθιοι (1998)



Lars von Trier, Οι ηλίθιοι (1998)

  Τελικά, μπορεί εμείς ως Ελλάδα να ανήκομεν εις την Δύσην (αν και αρχίζει μάλλον η αντίστροφη πορεία της απομάκρυνσης, με πρώτο σταθμό την αποπομπή μας από την ευρωζώνη), όμως εγώ νοιώθω να ανήκω στην Ανατολή. Είμαι δηλωμένος λάτρης του Ιρανικού και γενικότερα του ασιατικού κινηματογράφου. Μπορεί οι «Ηλίθιοι» να είναι μια ωραία ταινία, να απέσπασε δικαίως τον Χρυσό φοίνικα, αλλά εμένα δεν με άγγιξε. Ο δεύτερος σύνδεσμος δίνει την περίληψη του έργου, αλλά εγώ θα δώσω μια ακόμη πιο σύντομη περίληψη.
  Κάποιοι αποφασίζουν να το παίξουν τρελοί. Γίνονται μια μεγάλη παρέα και ζουν σε ένα σπίτι. Πώς συντηρούνται; Μα είναι όλοι τους αστοί, προφανώς έχουν οικονομίες.
  Αλλά ποιος ο λόγος να το παίζουν τρελοί; Το διαβάζω στη βικιπαίδεια.
  The 'spassing' is a self-defeating attempt by the group to challenge the establishment through provocation. The self-styled idiots feel that the society-at-large treats their intelligence uncreatively and unchallengingly; thus, they seek the uninhibited self-expression that they imagine a romantic ideal of disability will allow.
  Με την ομάδα ενώνεται και η Κάρεν, μια μητέρα της οποίας πέθανε το μωρό. Αντί να συμμετάσχει στην κηδεία του, το σκάει από το σπίτι. Όλοι φαίνονται να έχουν κάποια ήπια ψυχολογικά προβλήματα. Μια κοπέλα έπαιρνε χάπια. Το μαθαίνουμε όταν έρχεται ο πατέρας της να την πάρει. Παίζοντάς το τρελοί, πιστεύουν μάλλον ότι θα ξεπεράσουν την ήπια τρέλα τους. Η κοπέλα τα πηγαίνει μια χαρά μαζί τους χωρίς τα χάπια της. Τώρα, όλο αυτό το βαφτίζουν ως «πρόκληση του κατεστημένου», και ότι το να κάνουν τον τρελό θα τους επιτρέψει να «αυτοεκφραστούν χωρίς αναστολές». Κάποια στιγμή τους βλέπουμε να επιδίδονται σε κανονικό όργιο, με πραγματικές σεξουαλικές σκηνές που βλέπει κανείς σε πορνοταινίες.
  Μπορούν να το παίζουν τρελοί μεταξύ τους, μπορούν να το παίζουν τρελοί στους γείτονες, στα λεωφορεία και στα κοντινά ρεστοράν, όμως έχουν άραγε το θάρρος να το παίξουν τρελοί στην οικογένειά τους;
  Μόνο η Κάρεν θα το τολμήσει. Θα φάει ένα χαστούκι από τον άντρα της και θα ξαναφύγει από το σπίτι. Έτσι τελειώνει η ταινία.
   Να μην αδικήσω τον Triers, μου άρεσε πάρα πολύ η ταινία «Breaking the waves» που είδα πριν κάποια χρόνια. Αυτή όμως όχι.

Sunday, July 22, 2012

Chen Kaige, Caught in the web (2012)

Chen Kaige, Caught in the web (2012) 陈凯, 搜索, Sousuo, Αναζήτηση


  Τον είδαμε πριν χρόνια, στην θαυμάσια ταινία, βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα, «Αντίο παλλακίδα μου» (1993). Δεν έχουμε γράψει γι’ αυτήν, καθώς τότε δεν υπήρχαν blogs. Γράψαμε όμως για δυο άλλες, που τις είδαμε αργότερα σε βίντεο. Η ταινία «Πιασμένη στο διαδίκτυο» είναι η τελευταία του.
  Καταπληκτικός ο Chen Kaige. Αν δεν έχω δει τα υπόλοιπα έργα του είναι γιατί περιμένω να κάνω το δεύτερο μέρος της επανάληψής μου στα κινέζικα. Αλλά γιαυτή την τελευταία του δεν άντεξα.
  Η υπόθεση είναι η εξής: Η Ye Lanqiu μαθαίνει ότι έχει καρκίνο στους λεμφαδένες. Στο λεωφορείο που παίρνει αμέσως μετά από την επίσκεψή της στο γιατρό, της ζητάνε να σηκωθεί από το κάθισμά της για να καθίσει ένας ηλικιωμένος. Αυτή, στην ψυχολογική κατάσταση που βρίσκεται, αρνείται. Μια ρεπόρτερ καταγράφει τη σκηνή στο κινητό της και προβάλλεται στο κανάλι που εργάζεται. Στη συνέχεια την παίρνουν κάποιοι και την ανεβάζουν στο διαδίκτυο. Οι web surfers αγανακτούν, και την καταδιώκουν και στην προσωπική της ζωή. Αυτό έχει απρόβλεπτες συνέπειες, όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τους ανθρώπους γύρω της, των οποίων οι σχέσεις θα καταστραφούν. Στο τέλος η ίδια θα αυτοκτονήσει.
  Το διαδίκτυο το έχω πληρώσει και εγώ ακριβά, έχω γράψει αλλού. Αυτό που δεν ήξερα είναι ότι και ο Chen Kaige υπήρξε θύμα του. Είναι προφανές ότι με αυτή την ταινία εκφράζει την αγανάκτησή του, παρόλο που ο ίδιος το αρνείται. Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν στους παραπάνω συνδέσμους.
  Στο τέλος η ταινία γίνεται μελόδραμα, πολύ συγκινητικό, με τον απελπισμένο έρωτα του ζευγαριού. Και όμως, στη ζωή υπήρξε χάπι εντ. Οι δυο νεαροί πρωταγωνιστές ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, και τα έφτιαξαν.

Saturday, July 21, 2012

Του τάφου, 3η ιστορία, Οι τρεις θρηνούσες αδελφές



Του τάφου, 3η ιστορία, Οι τρεις θρηνούσες αδελφές

  Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκε πριν χρόνια ο φίλος μου ο Μιχάλης Κωστάκης, από την Παχιά Άμμο.  
  Ο πατέρας πεθαίνει, και οι περισσότεροι χωριανοί, όπως συμβαίνει στα χωριά, συνοδεύουν το ξόδι στην τελευταία κατοικία. Οι τρεις κόρες τον μοιρολογούν. Το μοιρολόι ως είθισται είναι στη μορφή της μαντινιάδας. Και η μητέρα μου με μαντινιάδες θρήνησε τη γιαγιά μου όταν πέθανε. Μια θεια μου μάλιστα, μετά από πενήντα χρόνια, θυμόταν δυο τρεις και μου τις είπε πέρυσι, και κάπου τις έχω γραμμένες.
  Λέει λοιπόν η πρώτη αδελφή, μέσα από τους λυγμούς της:
  «Στον κάτω κόσμο που θα πας κράτα και μια ντομάτα
  να κάτσετε όλοι μαζί να κάμετε σαλάτα».
  Ακολουθεί η δεύτερη αδελφή με τη δική της μαντινιάδα
  «Στον κάτω κόσμο που θα πας κράτα και ένα αγγούρι
  και βάλε και λίγη ρακί μέσα σ’ ένα παγούρι»
  Η τρίτη όμως αδελφή δεν είχε το στιχουργικό τάλαντο των αδελφάδων της. Ίσως να προσπάθησε για κάποια δευτερόλεπτα, δεν της βγήκε, και έτσι φώναξε σπαραχτικά. –Κράτα πατέρα και κιοντανέ (πράσο). Οι χωριανοί, όπως ήταν φυσικό, ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.
  Και επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά το ρηθέν πως δεν υπάρχει γάμος άκλαυτος και κηδεία αγέλαστη. Και βέβαια η πιο γνωστή περίπτωση «γελαστής» κηδείας είναι αυτή που αφηγείται ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο περίφημο διήγημά του «Ο επικήδειος».
  Ο Μιχάλης σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο την αφήγησή του. Όμως εγώ, γράφοντας αυτές τις γραμμές, αναρωτιέμαι: ένοιωσαν καθόλου ντροπιασμένοι οι χωριανοί που έσκασαν στα γέλια με τον κιοντανέ; Και, το σοβαρότερο, πώς να ένοιωσε άραγε η καημένη η τρίτη θυγατέρα, που όχι μόνο δεν μπόρεσε να θρηνήσει τον πατέρα της με τρόπο ανάλογο, όπως οι αδελφές της, αλλά προκάλεσε και τη θυμηδία των συγχωριανών της; Δεν θα ένοιωσε σαν να ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί;
  Μου θυμίζει την Κορντέλια στο «Βασιλιά Ληρ». Όπως και εκείνη, φάνηκε να υστερεί σε λόγια σε σχέση με τις αδελφές της, αλλά, δεν ξέρω γιατί, θέλω να πιστεύω ότι, όπως και η Κορντέλια, αγαπούσε περισσότερο τον πατέρα της.

Friday, July 20, 2012

Henry James, Τα λάφυρα του Πόιντον



Henry James, Τα λάφυρα του Πόιντον (μετ. Κατερίνα Ιορδάνογλου), Μεταίχμιο 2006, σελ. 263

  Το μόνο μυθιστόρημα του Henry James που είχα διαβάσει μέχρι τώρα ήταν το The turn of the screw, όταν ήμουν φοιτητής στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών. Όταν έκανα το διδακτορικό μου διάβασα και τη «Θεωρία του μυθιστορήματος». Το μυθιστόρημα «Τα λάφυρα το Πόιντον» το είχα αγοράσει στην φτηνή έκδοση, σε μικρό σχήμα, που διανεμήθηκε με κάποια εφημερίδα, και στη συνέχεια έφτασε στις προσφορές της Πρωτοπορίας. Το ανακάλυψα πρόσφατα ανάμεσα σε άλλα αδιάβαστα βιβλία, και είδα πως ήταν ό,τι πρέπει για να το διαβάσω στο πλοίο πηγαίνοντας, ή καλύτερα ερχόμενος, στην Κρήτη για τις καλοκαιρινές μου διακοπές.
  Στην πρώτη πρώτη σελίδα, πριν τις σελίδες με την ταυτότητα του βιβλίου (εκδόσεις, copyright, μεταφραστής κ.λπ.) υπάρχει ένα κείμενο που επιγράφεται «Για τα λάφυρα του Πόιντον». Εκεί διαβάζουμε:
  «Η Φλέντα, η διστακτική ηρωίδα του Τζέιμς, θα μπλεχτεί στον δραματικό καβγά ανάμεσα στη μητέρα και το γιο, ωστόσο μοιάζει ανήμπορη να κάνει τον Όουεν δικό της, παραμένοντας σιωπηλή όταν ο έρωτάς της γι’ αυτόν βρίσκει τόσο ολοφάνερα ανταπόκριση. Είναι η συμπεριφορά της αποτέλεσμα ενδοιασμών ή καπρίτσιου; Είναι αληθινή αυταπάρνηση ή ένα δίλημμα που πηγάζει από σεξουαλική άγνοια ή νεύρωση;».
  Ο συντάκτης του κειμένου περιμένει άραγε από τον αναγνώστη να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα, αφού διαβάσει το βιβλίο; Πρέπει ο αναγνώστης να αντιμετωπίσει την ηρωίδα σαν ένα αίνιγμα, το οποίο πρέπει να λύσει;
  Διαβάζοντας για τον Henry James στη βικιπαίδεια, θα έλεγα ότι η διστακτικότητα της Φλέντα που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει τον άντρα που αγαπά, οφειλόταν στο υψηλό ηθικό ανάστημά της, καθώς δεν ήθελε να κλέψει τον άντρα μιας άλλης, ή τουλάχιστον αυτή πρέπει να ήταν η αντίληψη του James για την ηρωίδα του. Εμείς βέβαια θα μπορούσαμε να εκλάβουμε τους ηθικούς ενδοιασμούς, οι οποίοι, πρέπει να το πούμε, δεν διατυπώνονται με σαφήνεια στο έργο, ως εκλογίκευση ψυχολογικών αναστολών, των οποίων τη φύση δεν θα είχε νόημα να ανιχνεύσουμε.
  Αλλά γιατί να ψάχνουμε να λύνουμε αινίγματα; Το έργο πρέπει να το προσλάβουμε, όσοι τουλάχιστον από εμάς έχουμε ξεφύγει από τον ιδεοψυχαναγκασμό των αινιγμάτων (ιδεοψυχαναγκασμό που ήταν παλιά τόσο διαδομένος, που τον συνάντησα από τον Οιδίποδα και την Τουραντότ μέχρι τα παραμύθια της γιαγιάς μου, ένα από τα οποία έχω παραθέσει στο βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας»), ως μια ελεγεία για την δυστυχισμένη Φλέντα που υπέστη μια τέτοια απώλεια, για την οποία όμως ευθύνεται η ίδια εξαιτίας των επιλογών της και για τις οποίες υποφέρει ως γνήσια τραγική ηρωίδα, και εμείς νοιώθουμε τον αριστοτελικό έλεο γι’ αυτήν.
  Ο James δεν αρκείται στην απώλεια του αγαπημένου. Όταν αυτός, αφού έχει παντρευτεί πια την Μόνα, της στέλνει ένα γράμμα παρακαλώντας την να πάρει το πιο ακριβό αντικείμενο του σπιτιού του στο Πόιντον, προτείνοντας μάλιστα τον πανάκριβο μαλτέζικο σταυρό, αυτή αναβάλει διαρκώς. Και όταν, μετά από βδομάδες, αποφασίζει τελικά να πάει να το πάρει θα είναι πολύ αργά. Ο καπνός που βλέπει στον ορίζοντα και κτυπάει στα ρουθούνια της προέρχεται από το Πόιντον, που έπιασε φωτιά πριν λίγες ώρες, και όπου τίποτα δεν φαίνεται να έχει σωθεί από τις φλόγες. Απογοητευμένη θα πάρει το τραίνο της επιστροφής.
  Σαν έλληνας αναγνώστης εισέπραξα με έκπληξη κάποια ανθρωπολογικά στοιχεία. Σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, το τότε τουλάχιστον, το σπίτι, μετά το θάνατο του πατέρα, το κληρονομεί ο γιος, και η μητέρα, όταν αυτός παντρεύεται, πρέπει να ξεκουμπιστεί. Η κυρία Γκέρεθ, μπροστά στον επικείμενο γάμο του γιου της με τη Μόνα, μετακομίζει στο Ρικς, σε ένα σπίτι που κληρονόμησε από μια γεροντοκόρη θεία της. Αντί όμως να πάρει μαζί της κάποια λίγα πράγματα, αδειάζει το Πόιντον-εξ ου και ο τίτλος του έργου. Αυτό φέρνει σε ρήξη μητέρα και γιο. Η Μόνα αρνείται να παντρευτεί τον Όουεν αν δεν επιστραφούν τα πράγματα. Η κυρία Γκέρεθ, όταν μαθαίνει πως ο γιος της αγαπά τη Φλέντα, η οποία είναι η κολλητή της φίλη και την ήθελε πάντα σαν νύφη, επιστρέφει τα λάφυρα στο Πόιντον. Καθόλου έξυπνο από τη μεριά της, γιατί η Μόνα, όταν επιστρέφει αυτός ο θησαυρός, αρπάζεται πάλι από τον Όουεν, ο οποίος τώρα πια, και με δεδομένη τη στάση της Φλέντα, δεν μπορεί να κάνει πίσω. Η κυρία Γκέρεθ έπρεπε να περιμένει. Αλλά αν περίμενε δεν θα είχαμε την τραγωδία που προέκυψε, όπως και η Αντιγόνη, αν δεν γυρνούσε να βεβαιωθεί ότι ο Πολυνείκης εξακολουθούσε να είναι σκεπασμένος με το χώμα που έριξε πάνω του, η τραγωδία θα είχε διαφορετική εξέλιξη.
  Αυτά στην Αγγλία. Εδώ στην Ελλάδα ξέρω περιπτώσεις που οι γονείς, όταν παντρεύεται το παιδί τους, αν δεν το έχουν προικίσει με σπίτι, εγκαταλείπουν το δικό τους και μετακομίζουν σε ένα μικρότερο. Δυο άτομα που είναι τους χωράει, ενώ ο γιος ή η κόρη τους πρέπει να έχουν ένα μεγάλο σπίτι για να μεγαλώσουν τα δικά τους παιδιά.
   Η Φλέντα, βιώνοντας τη ματαίωση, μοιάζει με τσεχωφική ηρωίδα. Ο James, που στη δεύτερη περίοδο της δημιουργίας του ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με το θέατρο, θα μπορούσε να είχε μεταγράψει σε θαυμάσιο θεατρικό έργο το μυθιστόρημά του, ενώ συνήθως έκανε το αντίθετο, τα θεατρικά του έργα, που δεν είχαν ιδιαίτερη επιτυχία στη σκηνή, τα μετέγραφε σε μυθιστορήματα. Η μαθητεία του στο θέατρο δίνει εξάλλου μια θεατρική δομή στο μυθιστόρημά του, με τον διάλογο να πλημμυρίζει τις σελίδες του. Όμως η λεπτολογία στις αναλύσεις των καταστάσεων, των κινήτρων και των αισθημάτων στις οποίες εντρυφούν αφειδώς οι δυο ηρωίδες, δίνει μεγάλη έκταση σ’ αυτούς τους διαλόγους και από αυτή την άποψη είναι αντιθεατρικοί. Η ίδια λεπτολογία χαρακτηρίζει και τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, που ως παντογνώστης θεός μας μεταφέρει και τις πιο μύχιες σκέψεις, και τις πιο λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων της ηρωίδας του στην οποία εστιάζει συνεχώς. Αυτή η λεπτολογία σε συνδυασμό  με την μακροπερίοδο που είναι ένα χαρακτηριστικό του ύφους του James κάνουν δύσκολη την ανάγνωση, και, μπορώ να υποθέσω, και τη μετάφραση. Παρ’ ολ’ αυτά είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, που το απόλαυσα. Σίγουρα θα διαβάσω και άλλον Henry James.
 
 
 

Του τάφου, 2η Ιστορία, Τα παπούτσια



Του τάφου, 2η Ιστορία, Τα παπούτσια

  Την παρακάτω ιστορία μου την αφηγήθηκε ο φίλος μου ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, καθηγητής γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Την επέλεξα για συνέχεια γιατί έχει μεγάλη ομοιότητα με την προηγούμενη.
  Η μητέρα είναι πολύ γριά. Τόσο γριά, που αρχίζει να σκέφτεται το τελευταίο της μεγάλο ταξίδι. Και σ’ αυτό το ταξίδι θέλει να είναι όσο πιο καλοντυμένη γίνεται. Έχει ένα ωραίο φόρεμα, πάρα πολύ ωραίο. Όμως από τα παπούτσια της, κανένα ζευγάρι δεν την ικανοποιεί.
  Το πρωί, πηγαίνοντας στην εκκλησία, συνάντησε την ξαδέλφη της την Αναστασία. Φορούσε ένα πανέμορφο ζευγάρι παπούτσια που την εντυπωσίασαν.
  -Από πού τα αγόρασες Αναστασία;
  -Εμένα μου τα πήρε ο γιος μου από το Κολωνάκι. Εκεί έχουν τα καλύτερα παπούτσια.
  -Μαρία, λέει στην κόρη της μόλις γύρισε σπίτι, οι μέρες μου λιγοστεύουν και πρέπει να είμαι έτοιμη. Μέσα στο φέρετρο θέλω να είμαι καλοντυμένη. Φόρεμα έχω, παπούτσια δεν έχω. Θέλω λοιπόν να πας να μου πάρεις ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλά να μου τα πάρεις από το Κολωνάκι.
-Ρε μάνα, γιατί από το Κολωνάκι, δεν έχουμε κι εδώ στη Θήβα καλά παπούτσια; Να τρέχω τώρα στην Αθήνα για ένα ζευγάρι παπούτσια, αμαρτία δεν είναι;  
-Κοίτα να δεις κόρη μου, δεν πρόκειται να αγοράσω άλλα, αυτά θα είναι τα τελευταία μου, και θέλω να είναι πολύ καλά. Και η Αναστασία μού είπε πως τα καλύτερα παπούτσια μόνο στο Κολωνάκι θα τα βρεις.
-Κοίτα μάνα, δεν είναι βιάση να τρέξω τώρα να σου τα αγοράσω. Κάποια στιγμή που θα κατεβώ να δω τον προκομμένο τον εγγονό σου θα περάσω και από το Κολωνάκι να σου τα πάρω.
  Αναστέναξε η γριά, το καταλάβαινε και η ίδια πως είναι άδικο να βάλει την κόρη της να τρέχει στην Αθήνα για ένα ζευγάρι παπούτσια. –Τι να πω κόρη μου, ελπίζω μόνο να προλάβεις πριν προλάβει ο χάρος. Οι μανάδες είναι σατανικές στο να επινοούν τρόπους να κάνουν τα παιδιά τους να νοιώθουν ενοχές.
  -Μάνα, εφτάγερη είσαι, αρρώστια καμιά δεν έχεις, μην το γρουσουζεύεις. Μέσα στο μήνα θα κατέβω να δω τον κανακάρη μου, να του ξεμαγαρίσω το σπίτι και να του μαγειρέψω κανένα φαΐ της προκοπής, να μην τη βγάζει μόνο με σουβλάκια. Να περάσω και από τη σχολή να δω πώς πήγε στην εξεταστική, πέρασε κανένα μάθημα, θα το πάρει καμιά φορά αυτό το αναθεματισμένο το πτυχίο;
  Κατεβαίνει η κόρη στην Αθήνα, καθαρίζει το σπίτι του γιου της, του φτιάχνει και ένα μουσακά, και μετά πηγαίνει στο Κολωνάκι. Πέρασε μπροστά από διάφορες βιτρίνες, είδε τις τιμές και ανατρίχιασε, έλα όμως που όλα τα παπούτσια ήταν πανέμορφα. Πολύ θα ήθελε να πάρει ένα ζευγάρι και για τον εαυτό της, όμως ο κανακάρης έχει έξοδα, νοίκια, κοινόχρηστα, χαρτζιλίκι, και καινούριο κινητό κάθε έξι μήνες.  
  Σε μια βιτρίνα σταμάτησε λίγο περισσότερο. Τη ματιά της τράβηξε ένα όμορφο ζευγάρι, που όμως δεν ήταν τόσο ακριβό. «Αυτό θα της πάρω», σκέφτηκε.
  Και της το πήρε.
  Το κοιτάζει η μάνα από εδώ, το κοιτάζει από εκεί, ήταν πράγματι πολύ όμορφο. –Είναι πολύ όμορφα τα παπούτσια που μου πήρες κόρη μου, ο Θεός να σ’ έχει καλά. Μόνο μωρέ που οι σόλες τους δεν είναι από δέρμα, είναι από πλαστικό και θα γλιστράνε.
  Και η κόρη: -Γιατί, πού νομίζεις πως θα πας και φοβάσαι μη γλιστρήσεις;
  Δεν έχει δίκιο η κόρη. Αν σκεφτούμε πως παλιά οι νεκροί πήγαιναν στον τάφο τους με πολύτιμα κτερίσματα, τόσο περισσότερα και πολυτιμότερα όσο ανώτερη ήταν η κοινωνική τους θέση και ο πλούτος τους, δεν μπορούμε παρά να κατανοήσουμε τη γριά μητέρα που θέλει να έχει καλά παπούτσια, που να μη γλιστράνε, για το τελευταίο της ταξίδι. Ακόμη περισσότερο, αν σκεφτούμε ότι οι κινέζοι αυτοκράτορες θάβονταν όχι μόνο με πολύτιμους θησαυρούς αλλά και με το υπηρετικό προσωπικό που τους συνόδευε στην τελευταία τους κατοικία. Τους οποίους δεν σκότωναν, αλλά παγίδευαν τις εξόδους από τους τάφους ώστε να πεθάνουν από ασφυξία. Όχι μόνο γιατί το σώμα τους έπρεπε να μείνει άθικτο, αλλά και για να μη μαρτυρήσουν πού είχαν τοποθετηθεί οι πολύτιμοι θησαυροί. Ο Κίτρινος Αυτοκράτορας μάλιστα, ο Qin Shi Huang Di (259-210 π.Χ.) που ενοποίησε την Κίνα, είχε επινοήσει μια τρομερή κατασκευή, ώστε οι επίδοξοι τυμβωρύχοι που θα αναζητούσαν τους θησαυρούς με τους οποίους θα θαβόταν να μη βγουν ζωντανοί. Απομόνωσαν διαδοχικά τα διαμερίσματα του τάφου του, και τα οποία βρίσκονταν σε διάφορα επίπεδα. Όταν λοιπόν οι τυμβωρύχοι έσκαβαν τα τοιχώματα ενός διαμερίσματος για να περάσουν στον επόμενο, αυτό το διαμέρισμα που βρισκόταν μισό επίπεδο πιο πάνω ήταν γεμάτο με υδράργυρο που τους πλημύριζε, και αν δεν τους έπνιγε, τους δηλητηρίαζε θανάσιμα. Υπήρχαν ακόμη και τόξα, που με το άνοιγμα μιας θύρας τινάζονταν τα βέλη και σκότωναν αυτούς που την άνοιγαν.
  Η εγκατάλειψη των κτερισμάτων στη θρησκεία μας οφείλεται στην πίστη ότι ο νεκρός μεταβαίνει γυμνός στον άλλο κόσμο. Αν και μπαίνει το ερώτημα: έχουν μήπως οι ψυχές τη μορφή του σώματος στο οποίο κατοικούσαν; Και αν είναι εντελώς γυμνές, μήπως ο παράδεισος και η κόλαση είναι ένας απέραντος χώρος γυμνιστών; Ή μήπως φοράνε τελικά τα ρούχα με τα οποία τους θάβουν; Καλού κακού λοιπόν, ας πάμε καλοντυμένοι.